Ενδιαφέρον έχει ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνονταν οι Άραβες τους Βυζαντινούς, τους αιώνιους εχθρούς τους, με τους οποίους πολέμησαν για οκτώ αιώνες. Για τους “ar-Rum” ή “al-Rum” (Ρωμαίοι-Ρωμιοί), υπάρχουν θετικές αναφορές στο Κοράνι, στο 30ο κεφάλαιο που ο Μωάμεθ τους το αφιερώνει. H εικόνα που έχουν οι Άραβες αποτελεί μια υποκειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας και δεν την αντικατοπτρίζει.
Ο όρος που χρησιμοποιούν για τους Βυζαντινούς είναι “al-Rum” (δηλαδή Ρωμαίοι). Την Αυτοκρατορία την ονομάζουν “Bilad al-Rum” (Χώρα των Ρωμαίων). Γνωρίζουν ότι η χώρα αυτή δεν είναι ομοιογενής, αλλά κατοικείται από διάφορους λαούς. Κύρια έθνη είναι οι “al-Rum” και οι “Saqaliba” (σλαβικοί πληθυσμοί). Αναφέρουν επίσης τους Αρμένιους, τους Ρως, τους Πατσινάκες, τους Βούλγαρους κ.ά.
Την εποχή των Σταυροφοριών οι Άραβες θα έρθουν αντιμέτωποι με δύο διαφορετικά είδη “απίστων”, τους πολιτισμένους Βυζαντινούς “al-Rum” και τους βάρβαρους και απολίτιστους Φράγκους “al-Ifranj”.Την Κωνσταντινούπολη την αναφέρουν ως “al-Qustantiniya”, αλλά στην λαϊκή χρήση ως “Bolin” (εκ του Εις Την Πόλιν). Kάποιες φορές οι Άραβες συγγραφείς συγχέουν τους αρχαίους Έλληνες (Yunan), ονομάζοντάς τους Rum, και άλλες φορές ονομάζουν τους Βυζαντινούς “Γιουνάν” και τη χώρα τους “al-Υunanistun”. Γενικά όμως ο επικρατέστερος όρος για τους αρχαίους Έλληνες είναι “αλ-Γιουνανιγιούν / Γιουνάν”. Στο Κοράνι υπάρχει μια αναφορά στο κεφάλαιο 30,9 για τους προγόνους των Ρωμιών, αλλά δεν διευκρινίζεται εάν οι πρόγονοι είναι οι Δυτικοί Ρωμαίοι της παλιάς Ρώμης, ή οι αρχαίοι Έλληνες (al-Yunan).
Με ενδιαφέροντα τρόπο περιγράφει τη σχέση αρχαίων Ελλήνων (Yunan) και Ρωμαίων/Ρωμιών (Rum) ο Σαϊτ αλ-Αντάλουσι, ένας Άραβας διανοούμενος: «Η αλήθεια είναι ότι ήσαν Γιουνάν (αρχαίοι Έλληνες). Όμως λόγω επαφών μεταξύ των δύο εθνών –δηλαδή των Γιουνάν και των Ρουμ- και της μεγάλης εγγύτητας των δύο χωρών και λόγω μεταφοράς εξουσίας από τη μία στην άλλη, οι δυο τους έγιναν μια χώρα και ενώθηκαν σε μια αυτοκρατορία, ώσπου οι Ρουμ και οι Έλληνες συγχωνεύτηκαν και δύσκολα μπορούσες να διακρίνεις τους φιλοσόφους των δύο εθνών».
Συνύπαρξη Αράβων και Ελλήνων
Η βασική θέση των Αράβων ήταν ότι οι “Rum”, ως μονοθεϊστές, κατάγονται από τον Αβραάμ, όπως οι Εβραίοι και οι Μουσουλμάνοι, και έχουν διαφορετική προέλευση από τους ειδωλολάτρες al-Yunan. Θεωρούν ότι η πηγή της σοφίας των al-Rum βρίσκεται στο έργο των al-Υunan. Το στοιχείο αυτό χρησιμοποιείται ιδεολογικά από κάποιους αντιχριστιανούς Άραβες για να μειωθεί η σημασία των Βυζαντινών Ελλήνων. Γενικά, όμως, οι λόγιοι εκτιμούσαν το Βυζάντιο για τη διατήρηση της αρχαίας ελληνικής γνώσης και γραμματείας.
Οι Άραβες λόγιοι αντιμετώπιζαν τις περιοχές όπου επικρατούσε η ελληνική παιδεία ως ελληνικές περιοχές. Χαρακτηριστική είναι περιγραφή της πορείας του Χουναΐν, Άραβα Νεστοριανού επικεφαλής του Οίκου της Σοφίας. Αναφέρεται ότι μεγαλώνοντας πήγε στη «χώρα των Ελλήνων», πιθανότατα στην Αλεξάνδρεια, όπου έμαθε άπταιστα τα ελληνικά και όταν επέστρεψε στη Βαγδάτη αξιοποιήθηκε από τον χαλίφη αλ-Μαμούν. Αναγνωρίζεται η τεχνική τους δεξιοτεχνία στην αρχιτεκτονική και στις κατασκευές κτιρίων.
Εξάλλου, κατά την πρώτη περίοδο της επέκτασης του Ισλάμ οι Άραβες και οι Έλληνες, καθώς και οι ελληνομαθείς, συνυπήρξαν στις περιοχές που κατακτήθηκαν. Κατ’ αρχάς η διοίκηση παρέμεινε στα χέρια των “ιθαγενών” και η επίσημη γλώσσα ήταν η ελληνική ή η παχλεβί (μεσαιωνική περσική). Έχει αναγνωριστεί ότι οι Άραβες επηρεάστηκαν άμεσα στην αρχιτεκτονική, στα τεχνικά επαγγέλματα και στις καλές τέχνες. Ο αλ-Τσαχίζ γράφει: «Στους τομείς της κατασκευής και της ξυλουργικής, στα τεχνικά επαγγέλματα και στην τόρνευση του ξύλου, οι Βυζαντινοί είναι αξεπέραστοι».
Η επιρροή στην ισλαμική τέχνη
Είναι δεδομένο ότι οι Βυζαντινοί επηρέασαν αποφασιστικά την ισλαμική τέχνη τόσο στην εποχή των Ουμαγιαδών όσο και στην αρχή της εποχής των Αβασιδών. Στο βιβλίο “Kitab al-buldan” του Ιμπν αλ-Φακίχ περιγράφεται ως εξής η καλλιτεχνική δεινότητα των Ρωμιών: «Οι Βυζαντινοί είναι το επιτηδειότερο έθνος στη ζωγραφική… Οι καλλιτέχνες τους ζωγραφίζουν ανθρώπινα όντα, χωρίς να παραλείπουν ούτε μια λεπτομέρεια…».
Η περιοχή που κυριάρχησε το Ισλάμ είχε διαποτιστεί από την ελληνική γνώση, αρχαία και βυζαντινή, με μια διαδικασία που είχε διαρκέσει περίπου μια χιλιετία. Στον ανατολικό χριστιανικό κόσμο, σε όλες του τις εκδοχές, ορθόδοξος, μονοφυσιτικός ή νεστοριανός, διαδόθηκε η πλατωνική και αριστοτελική φιλοσοφία, ενώ υπήρχε πρόσβαση σε ελληνικά φιλοσοφικά έργα.
Η κύρια πηγή της επιστημονικής και φιλοσοφικής ύλης που παρελήφθη από τους Άραβες οφειλόταν στη χριστιανική επιρροή. Σ’ αυτό συνετέλεσε το γεγονός ότι με την επικράτηση των Αράβων στη Μέση Ανατολή είχε εξισλαμιστεί και εξαραβιστεί μεγάλο μέρος των χριστιανών Ελλήνων και ελληνοφώνων κατοίκων. Μέσω αυτών εισχώρησαν στον ισλαμισμό πλήθος φιλοσοφικών δοξασιών και οι Άραβες έγιναν φορείς του ελληνιστικού πνεύματος. Εξάλλου, πολλοί από τους νεοπροσήλυτους στο Ισλάμ είχαν διατηρήσει στη μνήμη τους την παράδοση της παιδείας τους.
Ελληνική σκέψη και αραβική Αναγέννηση
Γύρω στον 8ο μ.χ. αιώνα, αφού το αραβικό Ισλάμ ξεπέρασε την αρχική πρωτόγονη ορμή και την αναζήτηση λείας, συνέβη μια αραβική Αναγέννηση με κέντρα τη Βαγδάτη και την Αλεξάνδρεια. H επιρροή του Ισλάμ από την ελληνική παιδεία επιταχύνθηκε μετά το 749 μ.Χ., όταν επικράτησε η δυναστεία των Αβασιδών και μετέφερε την πρωτεύουσα στη νέα πόλη της Βαγδάτης, μετατρέποντας παράλληλα το χαλιφάτο από ένα κράτος που κυριαρχούσε μια αριστοκρατία πολεμιστών, σε οργανωμένο κράτος.
Tότε αξιοποιήθηκε η παλιότερη ελληνική σκέψη και έγινε έμπνευση και πηγή αυτής της αραβικής Αναγέννησης. Ο πολιτιστικός δυναμισμός του χαλιφάτου εκείνη την περίοδο εκφράστηκε με την προσπάθεια ιδιοποίησης του αρχαίου κόσμου. Οι Άραβες και ειδικά οι φιλόσοφοι και οι οπαδοί της λογικής, πίστευαν στην ανωτερότητα της ελληνικής γλώσσας και της σοφίας και έτρεφαν μεγάλο σεβασμό για την κλασική φιλοσοφία. Ο φιλόσοφος Μουχάμαν μπεν Ζακαρίγια αν-Ράζι δήλωνε: «Διαπιστώσαμε επίσης, ότι γενικότερα, ήταν έγκυρος ο συλλογισμός πώς κανένα άλλο έθνος δεν είχε τόσο ευφυές χάρισμα ή εμφανέστατη σοφία από το Ελληνικό».
Όμως, υπήρχαν μεγάλα εμπόδια στην υιοθέτηση της ελληνικής γνώσης και επιστήμης. Το πρώτο και σημαντικότερο σχετιζόταν με την ύπαρξη ενός άτεγκτου θεολογικού πλαισίου. Στο Ισλάμ το σύνολο των παραδοσιακών κλάδων της επιστήμης, όπως η γραμματική, η ποίηση, η ιστορία, η θεολογία και το δίκαιο, βασίζονταν στο Κοράνι και μεταφέρονταν προφορικά. Το καθήκον των λειτουργών αυτών των επιστημών ήταν η υπακοή στην κορανική αυθεντία.
Για τον πιστό μουσουλμάνο η γνώση δεν ήταν στόχος για την κατανόηση και την ερμηνεία, αλλά μέσο για την επίτευξη της προσωπικής σωτηρίας, μέσα από την απόκτηση μιας σοφίας που υπηρετούσε το θρησκευτικό δόγμα. Το δεύτερο εμπόδιο ήταν το γεγονός ότι η ελληνική επιστήμη ήταν ξένη προς τους Άραβες και βασιζόταν στο έλλογο στοιχείο που βρισκόταν στην αντίθετη ακριβώς κατεύθυνση από την αποκαλυπτική θεολογία. Τα προβλήματα αυτά ξεπεράστηκαν εν μέρει με την δικαιολογία της πρακτικής ωφέλειας.
Έτσι, τα αρχαία ελληνικά έργα άρχισαν να μεταφράζονται στην αραβική γλώσσα με βάση κάποια κριτήρια επιλογής των κειμένων, ώστε να είναι συμβατά με το ισλαμικό θεολογικό πλαίσιο. Τα έργα που επιλέχθηκαν για μετάφραση είχαν από την αρχή έως το τέλος έναν πραγματιστικό ωφελιμιστικό προσανατολισμό. Οι μεταφράσεις περιορίστηκαν σε έργα φιλοσοφίας, γεωγραφίας, μουσικής, μαθηματικών και ιατρικής. Απορρίφθηκαν τα λογοτεχνικά έργα, τα οποία θα μπορούσαν να προκαλέσουν θεολογική αμφιβολία. Επίσης αμετάφραστα έμειναν τα έργα των αρχαίων ιστορικών, εφόσον για τους μουσουλμάνους αναγνώστες η μόνη αποδεκτή ιστορία άρχιζε με την εμφάνιση του Μωάμεθ.
Ενδελεχής μελέτη των αρχαίων Ελλήνων
Η μεταφραστική προσπάθεια εντάθηκε την εποχή του χαλίφη Χαρούν αλ-Ρασίντ, περί το 790 μ.Χ. Ο διάλογος με τους Βυζαντινούς εντάθηκε. Τέσσερεις σημαντικοί Βυζαντινοί διανοούμενοι συμμετείχαν σ’ αυτόν. Την αυλή των Αβασιδών επισκέφτηκαν ως μέλη διπλωματικών αντιπροσωπειών, μεταξύ του 829 και του 907 μ.Χ., ο Ιωάννης ο Γραμματικός, ο Άγιος Κωνσταντίνος / Κύριλλος, ο Φώτιος και ο Λέων ο Χοιροσφάκτης. Η φιλοσοφική συζήτηση ήταν σε ημερήσια διάταξη με τους διακεκριμένους Βυζαντινούς.
Το 830 δημιουργήθηκε στη Βαγδάτη ο “Οίκος της Σοφίας” (Bayt al-Hikma), ο οποίος είχε δημόσια βιβλιοθήκη, μεταφραστικό τμήμα και αστεροσκοπείο. Στον “Οίκο της Σοφίας” συγκεντρώθηκε η φιλοσοφική και επιστημονική κληρονομιά της Αλεξάνδρειας. Σε σημαντικό πολιτιστικό κέντρο των Αβασιδών αναδείχθηκε και η Βασόρα. Το πρώτο στάδιο αυτής της αναγέννησης υπήρξε η εξοικείωση με την ελληνική γραμματεία με έμφαση στα επιστημονικά βιβλία.
Οι χαλίφες έστελναν ειδικούς στην Κωνσταντινούπολη για να μεταφέρουν στη Βαγδάτη βιβλία που εμπεριείχαν την ελληνική γνώση. Αλλά και οι Ουμαγιάδες που ανατράπηκαν και κατέφυγαν στην Αίγυπτο και την Ισπανία δημιούργησαν σπουδαία πνευματικά κέντρα, όπως στη Γρανάδα, στη Σεβίλλη και στην Κόρδοβα με τις εβδομήντα βιβλιοθήκες της.
Συστηματικά μελετήθηκαν από τις μεταφράσεις τα έργα των Ελλήνων μαθηματικών και φιλοσόφων, όπως και τα έργα των μεγάλων μηχανικών Κτησίβιου, Φίλωνα και Ήρωνα. Ο Νεστοριανός Σύριος Hunayn ibn Ishaq (Χουναΐν του Ισαάκ) μετάφρασε ενενήντα έργα του Γαληνού από τα ελληνικά στα συριακά και σαράντα στα αραβικά. Επίσης μετάφρασε τρεις πλατωνικούς διαλόγους, έργα του Αριστοτέλη (Μετά τα φυσικά, Περί ψυχής, Περί γενέσεως και φθοράς, Φυσικά κ.ά.) καθώς και αστρολογικά έργα.
Η περίπτωση του Αβερρόη
Ο γιός του Ισαάκ μετέφρασε και άλλα έργα του Αριστοτέλη, τα “Στοιχεία” του Ευκλείδη, τη “Μεγίστη Σύναξη” του Πτολεμαίου. Ο Κούστα ιμπν Λούκα (Κώστας του Λουκά) μετάφρασε έργα του Διόφαντου και του Αρίσταρχου. Ένας άλλος μεταφραστής, ο Θαμπίτ ιμπν Κούρα, εθνικός (δηλαδή ούτε χριστιανός ούτε μουσουλμάνος), μετάφρασε μαθηματικά και αστρονομικά κείμενα, καθώς και έργα του Αρχιμήδη. Στα αραβικά μεταφράστηκε το σύνολο των γνωστών έργων της ελληνικής φιλοσοφίας, από τον Πλάτωνα έως τους Αλεξανδρινούς του 6ου μ.Χ. αιώνα.
Η θεμελίωση της ισλαμικής επιστήμης, όπως και η δομή της, έγινε πάνω στις ελληνικές βάσεις και αξίες. Έως το 1000 μ.Χ. είχε αποδοθεί σε εύχρηστες αραβικές μεταφράσεις το σύνολο σχεδόν των έργων της ελληνικής ιατρικής, φυσικής φιλοσοφίας και μαθηματικών. Η κατάκτηση της επιστημονικής γνώσης ομολογείται και από τους Βυζαντινούς απεσταλμένους στο Χαλιφάτο. Ο Κωνσταντίνος (μετέπειτα Κύριλλος) συμμετέχει σε θεολογικές συζητήσεις με τους μουσουλμάνους στη Βαγδάτη.
Από τη στιγμή που μεταφράστηκαν τα έργα στην αραβική εμφανίστηκαν διανοούμενοι, όπως ο Αβικένας, ο Αβερρόης, ο Αλ-Κιντί, o Αλ-Φαράνι και o Αλ-Μπιρουνί, που ξεπέρασαν τόσο τους Σύριους όσο και τους Βυζαντινούς χριστιανούς στη δημιουργική χρήση αυτών των πηγών και συνέβαλαν στη διάδοσή τους στην Ευρώπη. Κάποιοι απ’ αυτούς συνέβαλαν στο να γίνει γνωστή στη Δύση η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, όπως ήταν ο Αβικέννας και ο Ιμπν αλ-Χαϊτάμ.
Αυτός που ξεχωρίζει είναι ο Αβερρόης, σχολιαστής του Αριστοτέλη. Ο Αβερρόης ήταν μία μορφή που διαπέρασε τα πολιτισμικά σύνορα Ανατολής και Δύσης. Θεωρήθηκε αυθεντία τόσο σε ζητήματα ερμηνείας του Αριστοτέλη, όσο και σε ζητήματα ιατρικής, νομικής και άλλων επιστημών. Η σημασία και το χρέος των Αράβων προς τους Έλληνες αναγνωρίζεται από τους μουσουλμάνους λόγιους. Ο αλ-Κίντι γράφει στον πρόλογο του έργου του “Περί πρώτης φιλοσοφίας”: «Δεν είναι ντροπή να αναγνωρίζομε την αλήθεια και να την αφομοιώνουμε από οποιαδήποτε πηγή κι αν προέρχεται, ακόμα κι αν ήρθε σε μας από προηγούμενες γενιές και ξένους λαούς».
Έλληνες φιλόσοφοι στις Χαντίθ
Γνωμικά και απόψεις των Ελλήνων φιλοσόφων εντάχθηκαν στη μουσουλμανική παράδοση μέσω των Χαντίθ, δηλαδή των γραπτών ή προφορικών παραδόσεων που αφορούν λόγια και έργα του Μωάμεθ και των συντρόφων του. Ένας Άραβας μελετητής, ο Αλι Νουρ, στο έργο του “Το Κοράνιον και το Βυζάντιον” γράφει: «…Οι Άραβες κατόρθωσαν να μεταφράσουν πολλά από τα διασωθέντα έργα των αρχαίων Ελλήνων και ελληνόγλωσσων συγγραφέων και να διατυπώσουν στα αραβικά την ορολογία των λεπτότατων εννοιών του ελληνισμού. Τούτο θα ήταν αδύνατον να συμβεί αν δεν υπήρχε το Κοράνι, που εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια της βυζαντινής εποχής και περιέχει πολύτιμες ενδείξεις επαφής με το ελληνικό πνεύμα, οι οποίες μέχρι σήμερα παραγνωρίζονται, λόγω μονομερών και δογματικών αντιλήψεων…»
Για το βαθμό της συνάντησης του μουσουλμανικού κόσμου με την ελληνική επιστήμη υπάρχουν δύο εκτιμήσεις. Η πρώτη θεωρεί ότι οι ξένες επιστήμες δεν ενσωματώθηκαν ποτέ στον ισλαμικό κόσμο, ότι επιβίωσαν στο περιθώριο αυτού, εξαιτίας του γεγονότος ότι η πλειοψηφία των μουσουλμάνων τις θεωρούσε άχρηστες, ξένες και ίσως επικίνδυνες για την ισλαμική πίστη. Θεωρεί, επίσης, ότι τα υψηλά επιτεύγματα των επιστημόνων του Ισλάμ οφείλονταν σε «απομονωμένους θύλακες λογίων», που προστατεύονταν από τη βασιλική αυλή και καταστρέφονταν από τη σουνιτική ορθοδοξία μόλις η προστασία ατονούσε.
Κατά τη δεύτερη εκτίμηση, η συνάντηση του ισλαμικού κόσμου με την ελληνική επιστήμη αντιμετωπίζεται ως ένα γενικότερο φαινόμενο που αναπτύχθηκε εντός ενός φιλόξενου περιβάλλοντος, παρόλες τις αντιρρήσεις και την σουνιτική καχυποψία. Πάντως πρέπει να συμφωνήσουμε με τον David Lindberg, ο οποίος υποστηρίζει ότι αν και οι ξένες επιστήμες δεν κυριάρχησαν στους παραδοσιακούς γνωστικούς κλάδους, εν τούτοις έκαναν ειρήνη μαζί τους «συμφωνώντας να τους υπηρετούν».
_______________________
Αναρτήθηκε στην Efenpress από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη