της Μαρίας Νεγρεπόντη-Δελιβάνη, Καθ. & Πρύτ. Παν/μίου Μακεδονίας
Είναι αναμφισβήτητο ότι η ελληνογαλλική συμφωνία έδωσε μια ανάσα στην Ελλάδα, που όλο το προηγούμενο διάστημα ήταν, ουσιαστικά, μόνη απέναντι στις συνεχείς και κλιμακούμενες απειλές της Τουρκίας εναντίον της.
Πράγματι, παρότι η χώρα μας είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης, και θα ήλπιζε λογικά κανείς ότι θα έχαιρε κάποιας, έστω και λεκτικής προστασίας, από την πλευρά των εταίρων της, αυτοί ωστόσο αντιμετώπισαν την ανίερη αυτή συμπεριφορά της Τουρκίας, μη μέλους της:
αποφεύγοντας επιμελώς να πάρουν σαφή θέση στη διένεξη,
επιλέγοντας να εξέρχονται από δυσάρεστες καταστάσεις, με σύνθεση λέξεων χωρίς περιεχόμενο,
προσπαθώντας να τηρούν ίσες αποστάσεις από το μέλος τους, την Ελλάδα, όσο και από το μη μέλος τους την Τουρκία,
αναζητώντας δικαιολογίες της συμπεριφοράς τους σε αναφορές για τη δήθεν ύπαρξη γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο, και
Η Ελλάδα, επιπλέον, στα 11 αυτά τελευταία χρόνια δεν ήταν σε θέση να εξυπηρετήσει τις αμυντικές της ανάγκες, καθώς οι εγκληματικοί όροι των μνημονίων απομυζούσαν το σύνολο του ΑΕΠ, όσο δηλαδή περίσσευε μετά την εξασφάλιση της εντελώς στοιχειώδους επιβίωσης του λαού της. Ήταν ξεκάθαρο ότι η Ελλάδα όφειλε να προμηθευθεί ότι καλύτερο προσφέρονταν στην αγορά όπλων για την περίπτωσή της, ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει την ανεξέλεγκτη επιθετικότητα της Τουρκίας. Αλλά, πέρα και από την απελπιστική της οικονομική κατάσταση υπόβοσκε, δυστυχώς, και η ακραίου βαθμού υποτέλεια στην οποία έχει περιέλθει η πατρίδα μας. Και αυτή απέκλειε την ελεύθερη επιλογή και απόκτηση των πιο αποτελεσματικών όπλων.
Ήταν σαφές, από την αρχή, ότι οι γαλλικές φρεγάτες ήταν ότι καλύτερο θα μπορούσε να ονειρευτεί η χώρα μας για την προστασία των θαλασσών της. Που επιπλέον, αυτές, προέρχονταν από τη μοναδική φίλη χώρα, μέλος της ΕΕ, που σταθερά υποστήριξε τις θέσεις μας, στο διάστημα αυτών των μαρτυρικών μνημονιακών ετών. Να υπενθυμίσω, στο σημείο αυτό, ότι η Γαλλία επέμενε, όσο σθεναρά βέβαια της επέτρεπαν οι περιστάσεις και τα συμφέροντά της, ότι οι λεόντειες υποχρεώσεις μας από τα μνημόνια θα έπρεπε να εκπληρώνονται μέσα από ανάπτυξς και όχι από στραγγαλισμό της οικονομίας μας. Η αυτονόητη, ωστόσο, αυτή γαλλική πρόταση συναντούσε πάγια όλα αυτά τα χρόνια έναν τοίχο άρνησης από όλους όσοι, τώρα, με την ευκαιρία της αποχώρησης της κυρίας Μέρκελ, όσο και της ίδιας, δηλώνουν δακρύβρεχτοι ότι έχουν δήθεν καταληφθεί από τύψεις για τη «σκληρότητά τους» εναντίον της χώρας μας. Θα όφειλαν, βέβαια, να συμπληρώσουν την «ωδίνη τους» με την προσθήκη ότι « η σκληρότητά τους αυτή κατέστρεψε την Ελλάδα για πολλές γενιές από σήμερα».
Και η Ελλάδα, λόγω πάντοτε της θλιβερής υποτελούς κατάστασής της ήταν διστακτική στην αποδοχή και στην ανταπόδοση της γαλλικής φιλίας.
Ήταν ένα τυχαίο, ένα απρόσμενο γεγονός, αυτό που μας έβγαλε από την απομόνωση. Ήταν η ξαφνική και απρεπής αθέτηση της συμφωνίας Γαλλίας-Αυστραλίας, για την αγορά της δεύτερης υποβρυχίων από την πρώτη, σε συνδυασμό και με την αντικατάστασή της από την εσπευσμένη σύναψη αμυντικής συμφωνίας ΗΠΑ-Αυστραλίας-ΗΒ, που στρέφεται κάθετα εναντίον της Κίνας. Η συμφωνία αυτή άφησε όχι μόνον εκτός αυτής τη Γαλλία, αλλά τραυμάτισε ανεπανόρθωτα και το διεθνές γόητρό της.
Προφανώς, ο κίνδυνος από την Κίνα, όχι βεβαίως σύρραξης, τουλάχιστον προς το παρόν, αλλά κυριαρχίας στην υφήλιο, κρίθηκε τόσο απειλητικός ώστε δεν επέτρεψε στις ΗΠΑ να αναλογιστούν τις συνέπειες της ανεπίτρεπτης προσβολής, που έτσι προκάλεσαν στην πιστή σύμμαχό τους τη Γαλλία. Και ακριβώς στο σημείο αυτό η Ελλάδα επιλέγεται ως «καταπραϋντικό» για τη Γαλλία. Χωρίς περιττά λόγια όχι μόνον επιτρέπεται αλλά και ενθαρρύνεται η απόκτηση γαλλικών φρεγατών από την Ελλάδα. Αυτές τις μοναδικές φρεγάτες που από πάντα επιθυμούσε, χωρίς και να τολμά.
Μαζί, ωστόσο, με τις φρεγάτες, το ότι η Ελλάδα βρέθηκε στο πλευρό της Γαλλίας, σε μια τόσο δύσκολη για την ίδια στιγμή, είχε και μπορεί να έχει σημαντικές θετικές επιπτώσεις. Κάποιες από αυτές φάνηκαν ήδη με τους ευνοϊκότερους όρους, σε σύγκριση με προηγούμενες απαιτήσεις της Γαλλίας, ώστε η Ελλάδα να αποκτήσει τις φρεγάτες σε όσο γίνεται πιο χαμηλή τιμή, όσο γίνεται γρηγορότερα, αλλά και να είναι στο πλευρό της, αν και όταν απειληθούν τα κυριαρχικά της δικαιώματα, προφανώς από την Τουρκία. Να υπογραμμιστεί εδώ ότι η Γαλλία δεν αναλαμβάνει στο σημείο αυτό την υποχρέωση άμυνας στο πλευρό της Ελλάδας, μόνον και αποκλειστικά για λόγους φιλίας, αλλά και επειδή έχει η ίδια σημαντικά συμφέροντα στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και επειδή αντιλαμβάνεται αυτά που οι λοιποί εταίροι μας αρνούνται να δουν, δηλαδή τον θανάσιμο κίνδυνο για την Ευρώπη, και την υφήλιο, μιας Τουρκίας κυρίαρχης σε Αιγαίο και Μεσόγειο.
Θα πρέπει συνεπώς λογικά να υποτεθεί ότι η Γαλλία δεν θα είχε καταρχήν αντίρρηση, για τη συμμετοχή της Κύπρου που είναι άλλωστε και αυτή Ελλάδα, και που αυτόματα θα έπρεπε να αποτελέσει το τρίτο μέλος της αμυντικής συμφωνίας. Αυτή θα ήταν Γαλλία-Ελλάδα-Κύπρος.
Δεν χρειάζεται να τονίσω ότι πρόκειται για ανεπίτρεπτη, για αδικαιολόγητη, για επικίνδυνη, αλλά και για άκρως τραυματική παράλειψη η μη συμπερίληψη της Κύπρου σε αυτή την, όντως, ιστορική συμφωνία. Πρόκειται για παράλειψη που άθελα φέρνει στο νου την ατυχέστατη ρήση του παρελθόντος ότι «η Κύπρος είναι μακριά».
Και θεωρώ ότι το πιο ανεξήγητο στην τραγική αυτή παράλειψη είναι ότι δεν έχει συζητηθεί και στηλιτευτεί από κανέναν, εκτός από τον φίλο Δημήτρη Κωνσταντακόπουλο.