γράφει ο Νότης Μαριάς
Πρόεδρος του Κόμματος ΕΛΛΑΔΑ-Ο ΑΛΛΟΣ ΔΡΟΜΟΣ, Καθηγητής Θεσμών ΕΕ στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, πρώην Ευρωβουλευτής, notismarias@gmail.com
Καθώς η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος χτυπάει κόκκινο όχι μόνο στην Ευρώπη αλλά και παγκοσμίως εντείνονται οι ανησυχίες για αύξηση της ενεργειακής φτώχειας.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης στην συνέντευξη τύπου που έδωσε την Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου στο πλαίσιο της ΔΕΘ απέδωσε την αύξηση της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ελλάδα στο ράλι της τιμής του φυσικού αερίου.
Παρέλειψε όμως κάτι εξίσου σημαντικό. Και αυτό δεν είναι άλλο από την εκτόξευση της τιμής των δικαιωμάτων ρύπων CO2 διεθνώς.
Έτσι «η τιμή των δικαιωμάτων ρύπων CO2, στο πλαίσιο του συστήματος εμπορίας εκπομπών αέριων ρύπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του μεγαλύτερου στον κόσμο, σκαρφάλωσαν στα 62 €/τόνο, μια ανάσα από το ιστορικό υψηλό» (www.energypress.gr 8/9/2021).
Το κόστος ρύπων CO2 επιβαρύνει σημαντικά την ηλεκτροπαραγωγή της ΔΕΗ καθώς σύμφωνα με στοιχεία της ΔΕΗ η επιχείρηση μόνο κατά το πρώτο τρίμηνο του 2021 πλήρωσε για δικαιώματα ρύπων CO2 το ποσό των 138,5 εκατ. ευρώ και αυτό όταν η τιμή ήταν στα 31,7 ευρώ ανά τόνο CO2 (www.kathimerini.gr 28/5/2021). Αυτό σημαίνει ότι για φέτος η ΔΕΗ αναμένεται να καταβάλει για δικαιώματα ρύπων CO2 πάνω από 850 εκατ. ευρώ.
Επομένως μια σημαντική παράμετρος για την αντιμετώπιση της ραγδαίας αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος είναι η εξαίρεση της ελληνικής ηλεκτροπαραγωγής και κυρίως της ΔΕΗ από την καταβολή δικαιωμάτων ρύπων CO2 μέχρι το 2030, όπως ακριβώς συμβαίνει ήδη με την βουλγαρική και την πολωνική ΔΕΗ.
Πρόκειται για ένα ζήτημα το οποίο είχα θέσει επανειλημμένα στην Ευρωβουλή κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως Ευρωβουλευτής.
Μάλιστα όπως τόνισα στην Κοζάνη στις 9/7/2016 όπου συμμετείχα ως κεντρικός ομιλητής σε Ημερίδα που διοργάνωσε το Σωματείο παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας Σπάρτακος κομβικό σημείο για την βιωσιμότητα της ΔΕΗ αποτελούσε και αποτελεί η εξαίρεση της Ελλάδας από τις υποχρεώσεις για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών αερίων για την ηλεκτροπαραγωγή.
Το πρόβλημα για τη ΔΕΗ οξύνθηκε όταν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στις 15/7/2015 υπέβαλε πρόταση για το Ευρωπαϊκό Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων για την περίοδο 2021-2030, με την οποία πρότεινε την αναθεώρηση της Οδηγίας 2003/87/ΕΕ, προβλέποντας δωρεάν κατανομή δικαιωμάτων εκπομπών αερίων στην ηλεκτροπαραγωγή για τα κράτη-μέλη με κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο του 60% του μέσου όρου της Ε.Ε. με έτος αναφοράς το 2013. Η εν λόγω πρόταση της Επιτροπής δεν συμπεριλάμβανε την Ελλάδα καθώς η χώρα μας ξεπερνούσε ελαφρώς το κριτήριο του κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το 2013 (62%), παρ’ ότι το πληρούσε για το 2014 (59,7%).
Έτσι κατέθεσα Γραπτή Ερώτηση προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα αυτό στις 27 Μαΐου 2016 επισημαίνοντας ότι «όλες οι γειτονικές χώρες της Ελλάδας, με εξαίρεση την Ιταλία, δεν έχουν υποχρεώσεις για την αγορά δικαιωμάτων εκπομπών αερίων για την ηλεκτροπαραγωγή, είτε επειδή δεν είναι μέλη της Ε.Ε. είτε επειδή απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή λόγω χαμηλού ΑΕΠ, γεγονός που δημιουργεί στρεβλώσεις στις περιφερειακές τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας και στον ανταγωνισμό, και που αποτυπώνεται σε αυξημένες ελληνικές εισαγωγές ρεύματος, απειλώντας έτσι και τη βιωσιμότητα της ΔΕΗ».
Στο πλαίσιο αυτό ζήτησα η Επιτροπή να μεριμνήσει για την κατ’ εξαίρεση εκχώρηση δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών αερίων στην ηλεκτροπαραγωγή της Ελλάδας.
Επιπλέον στις 12 Ιουλίου 2016 μιλώντας στην Επιτροπή Βιομηχανίας, Έρευνας και Ενέργειας της Ευρωβουλής για το θέμα της κατανομής δωρεάν δικαιωμάτων εκπομπών προς τη χώρα μας και τη ΔΕΗ ειδικότερα, επισήμανα ότι το παρόν καθεστώς του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων πλήττει την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών εταιριών, αφού οι γειτονικές χώρες της Ελλάδας απαλλάσσονται από τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και μπορούν συνεπώς να παράγουν φθηνότερο ρεύμα.
Στη συνέχεια στις 15 Ιουνίου 2016 κατέθεσα και σχετικές τροπολογίες με στόχο να συνυπολογίζεται το κατά κεφαλή ΑΕΠ του έτους 2014 για την απαλλαγή των κρατών μελών από τις υποχρεώσεις του Συστήματος Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπών Αερίων.
Με τις εν λόγω τροπολογίες μου επιτυγχανόταν η ελάφρυνση των λογαριασμών που πλήρωναν οι Έλληνες καταναλωτές στη ΔΕΗ καθώς και η ένταξη της Ελλάδας στο «Ταμείο Εκσυγχρονισμού των Ενεργειακών Συστημάτων και της Βελτίωσης της Ενεργειακής Απόδοσης», γεγονός που σήμαινε ότι από εκεί μπορούσαν να υπάρξουν χρηματοδοτήσεις της ΔΕΗ για να γίνει εκσυγχρονισμός των εγκαταστάσεων και να μειωθεί η ατμοσφαιρική ρύπανση πάντα σε συνδυασμό με την εκμετάλλευση των σημαντικών λιγνιτικών αποθεμάτων μας, που αποτελούν συγκριτικό πλεονέκτημα για την χώρα μας.
Ακολούθως στις 13/02/2017 μιλώντας στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο ζήτησα την υπερψήφιση των τροπολογιών που είχα καταθέσει για την εξαίρεση της Ελληνικής ηλεκτροπαραγωγής από τις υποχρεώσεις του Ευρωπαϊκού Συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών αερίων καθώς με το σύστημα αυτό «οδηγείται σε οικονομική αδυναμία λειτουργίας η ΔΕΗ».
Δυστυχώς όμως οι εν λόγω τροπολογίες μου απορρίφθηκαν στη σχετική ψηφοφορία που έγινε στις 15/2/2017 στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο παρότι συγκέντρωσαν πάνω από 200 θετικές ψήφους.
Ακολούθησαν πολλές παρεμβάσεις μου για το ζήτημα αυτό στην Ολομέλεια του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο μεταξύ των οποίων και αυτή στις 5/2/2018.
Καθώς λοιπόν σήμερα περίπου το 50% της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα υπόκειται στην πληρωμή δικαιωμάτων ρύπων CO2, που όπως προαναφέρθηκε φέτος θα έχουν κόστος για την ΔΕΗ άνω των 850 εκατ. ευρώ, ποσό το οποίο θα μετακληθεί στους καταναλωτές, είναι προφανές ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να προχωρήσει σε άμεση διαπραγμάτευση σε επίπεδο ΕΕ για την εξαίρεση της ελληνικής ηλεκτροπαραγωγής από την υποχρέωση καταβολής δικαιωμάτων ρύπων CO2.
Αυτό μπορεί να γίνει με την επανακατάθεση των ως άνω τροπολογιών μου με στόχο την τροποποίηση των άρθρων 10γ και 10δ της Οδηγίας 2018/410 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Μαρτίου 2018.
Άλλωστε ακόμη και σήμερα η Πατρίδα μας έχει κατά κεφαλήν ΑΕΠ χαμηλότερο του 60% του μέσου όρου της Ε.Ε. Αυτό πιστοποιήθηκε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο από το ίδιο το Συμβούλιο της ΕΕ στις 17/6/2021 το οποίο εγκρίνοντας το σχέδιο «Ελλάδα 2.0.» επισήμανε ότι η Πατρίδα μας το 2019 είχε κατά κεφαλής ΑΕΠ που αντιστοιχούσε στο 55% του μέσου όρου της ΕΕ.
Μόνο έτσι θα αντιμετωπιστεί η εντεινόμενη ενεργειακή φτώχεια στην Ελλάδα.