Γράφει ο
Φίλιππος Νικολόπουλος
Δρας Κοινωνιολογίας - πρ. Επίκ. Καθηγ. Φιλοσοφικής Σχολής Παν/μίου Κρήτης,
πρ. Α/τής Καθηγητής Παν/μίου Ινδιανάπολης,
Γραμ. των Σχολείων και της Κοσμητείας του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός»
Εδώ και χρόνια τώρα είμαστε μάρτυρες μιας διαρκώς κλιμακούμενης προκλητικής, επιθετικής και εν δυνάμει πάντα επεκτατικής στάσης της Τουρκίας απέναντι στη χώρα μας. Ήδη από το 1996 (κρίση Ιμίων) η Τουρκία επίσημα αμφισβήτησε έδαφος που ανήκει στην ελληνική επικράτεια.
Έτσι δεν πρέπει να εκπλησσόμαστε αν τώρα ο Τ. Ερντογάν έφτασε σε σημείο να ομιλεί για δύο ισότιμα κι ανεξάρτητα κράτη στην Κύπρο και κήρυξε ότι όλο το έδαφος της Αμμοχώστου ανήκει στους Τουρκοκύπριους.Από την άλλη η Ε.Ε. δεν αποφασίζει να επιβάλει κυρώσεις στην Τουρκία για τη συμπεριφορά της, αν και αναγνωρίζει ότι παραβιάζει το Διεθνές Δίκαιο. Οι δηλώσεις των εκπροσώπων της και οι λεκτικές καταδίκες σαφώς δεν αρκούν, αφού η Τουρκία μένει αδιάφορη απέναντί τους. Και ποιο το όφελος αν το Συμβούλιο Ασφαλείας, καταδίκασε τις δηλώσεις του Ερντογάν για την Αμμόχωστο; Δεν υπάρχουν αποφάσεις της Γεν. Συνέλευσης του ΟΗΕ και του Συμβουλίου Ασφαλείας για απόσυρση των τουρκικών στρατευμάτων από το βόρειο τμήμα της Κύπρου; Σαφώς ναι, αλλά η Τουρκία δεν τις λογαριάζει και οι ΗΠΑ και η Μ. Βρεττανία δεν φαίνεται να είναι διατιθεμένες να την εξαναγκάσουν να συμμορφωθεί προς αυτές (όταν ο Τ. Μπους ήθελε να ανατρέψει το 2003 τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, ακόμη και χωρίς να έχει εντολή του Συμβουλίου Ασφαλείας, είδαμε πως ενήργησε).
Φαίνεται, λοιπόν, πως από πολλές πλευρές το συνολικό πεδίο συζητήσεων με τη γείτονα χώρα είναι ναρκοθετημένο και η ενδοτικότητα της χώρας μας όχι απλώς δεν φέρνει θετικά αποτελέσματα αλλά τουναντίον την αποθρασύνει. Έτσι έχει φθάσει ο Ερντογάν να υβρίζει και να συκοφαντεί χωρίς αιδώ τη χώρα μας και τους Έλληνες και εμείς να δεχόμαστε επανέναρξη του διαλόγου μαζί του, χωρίς αυτός να ανακαλέσει τα όσα είπε!! Μας έχει αποκαλέσει «ναζιστές», έχει τολμήσει να πει ότι «ακολουθούμε ναζιστικές μεθόδους» (όταν την άνοιξη του 2020 αποκρούσαμε δικαιολογημένα και νόμιμα την επίθεση των μεταναστών, υποκινούμενων από την Τουρκία, στα σύνορα του Έβρου), έχει τολμήσει να «προβλέψει» ότι «θα πάρουμε τα βουνά κι ότι τα βουνά έχουν χιόνια…», έχει τολμήσει να απειλήσει ότι οι «Έλληνες θα δούνε την τρέλλα των Τούρκων», έχει αποκαλέσει πρόσφατα τους Ελληνοκύπριους «κατακτητές» και άλλα πολλά διαστρεβλωτικά της πραγματικής εικόνας των Ελλήνων. Οι Έλληνες πολιτικοί από την περίοδο ήδη της κυβέρνησης του Κώστα Καραμανλή έχουν φερθεί πολύ ευγενικά στον θρασύτατο Ερντογάν. Κι αυτή η στάση είναι καιρός ν’ αλλάξει.
Βέβαια δεν μας διαφεύγει ότι σ’ επίπεδο διεθνών σχέσεων δεν «μετράνε» πάντα οι αρχές και οι ηθικές αξίες, ούτε ακόμη και οι διεθνείς θεσμοί και το διεθνές δίκαιο, αλλά ο σκληρός συσχετισμός συμφερόντων και δύναμης. Η ΕΕ και το ΝΑΤΟ δεν φαίνεται να ενδιαφέρονται και τόσο να στρέψουν αυτόν τον συσχετισμό σε σχέση με την Τουρκία υπέρ μας, για τους δικούς τους λόγους και τα δικά τους συμφέροντα. Η Ρωσία πάλι τα τελευταία χρόνια έχει ακολουθήσει μία φιλική στάση προς την Τουρκία, γιατί αυτό που την ενδιαφέρει είναι κυρίως πώς θα αποδυναμώσει τη νοτιοανατολική πτέρυγα του ΝΑΤΟ κι όχι πώς θα ευνοήσει την Ελλάδα και τους Ελληνοκύπριους, ακόμη κι αν έχουν το δίκαιο με το μέρος τους.
Γι’ αυτό λοιπόν, η Ελλάδα πρέπει ν’ ανασκουμπωθεί και να ισχυροποιήσει, όσο είναι δυνατόν, τις δικές τις δυνάμεις μην περιμένοντας την ευεργετική «μαγική» παρέμβαση του ξένου ισχυρού πολιτικού παράγοντα, που υποτίθεται ότι είναι φιλικός προς εμάς. Επιπλέον πρέπει να θέσει «κόκκινες γραμμές» σε ζητήματα εθνικής αξιοπρέπειας που δεν θα τις παραβιάζει: «δεν προσερχόμεθα σε διάλογο αν ο πρόεδρος της Τουρκίας δεν ανακαλέσει αυτά που είπε κατά των Ελλήνων και δεν σταματήσει σε σταθερή βάση τις προκλητικές ενέργειες κατά της Ελλάδος, παραβιάζοντας το Διεθνές Δίκαιο». Η αποφασιστική στάση της Ελλάδας θα συγκινήσει περισσότερο τη διεθνή κοινή γνώμη και τις δυτικές κυβερνήσεις και συνάμα θα εμψυχώσει τους ίδιους τους Έλληνες πατριώτες.
Παράλληλα οφείλει όχι απλώς να ισχυροποιεί διαρκώς τις Ένοπλες Δυνάμεις της και να κρατά πάντα έξυπνη διπλωματική στάση σ’ επίπεδο διεθνών σχέσεων (αυτό σ’ ορισμένες περιπτώσεις πράγματι το επιτυγχάνει), αλλά με κάθε τρόπο να ανεβάζει το εθνικό φρόνημα στρατιωτών, αξιωματικών και πολιτών που τα τελευταία χρόνια με την οικονομική κρίση και το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης δοκιμάζεται εξαιρετικά. Οι αναμετρήσεις δεν κερδίζονται μόνο με στρατιωτική δύναμη και τεχνολογία, αλλά και με ΨΥΧΗ. Κι αυτή η τελευταία πρέπει να ξεκινά από την πολιτική και πολιτειακή ηγεσία, που θα εμψυχώνει, θα παραδειγματίζει και θα εμπνέει τον πολίτη! Ένας κοινός πατριωτικός αξιακός άξονας πρέπει να διαπερνά και να ενώνει πολιτική ηγεσία, στρατό και πολίτες. Μια λογική γραμμή πατριωτισμού και όχι ενδοτισμού δεν αντιτίθεται στο πνεύμα των διεθνών ενώσεων και των αμυντικών συνασπισμών, που ανήκει η χώρα μας.
Ως προς αυτό το τελευταία απαιτείται εποικοδομητική δουλειά σ’ επίπεδο πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης (που επηρεάζει την πολιτικοποίηση των νέων μας) και φρονώ ότι σ’ αυτό το επίπεδο παρουσιάζουμε τα τελευταία χρόνια έλλειμμα, που δυστυχώς ενισχύεται και από την αποπροσανατολιστική και αποχαυνωτική ορισμένες φορές πολιτική των ιδιωτικών ΜΜΕ και της ανεξέλεγκτης χρήσης του διαδικτύου.
Για να κρατήσεις μια σκληρή και αποφασιστική στάση απέναντι σε μία γείτονα χώρα που σε επιβουλεύεται και δημογραφικά έχει μεγάλο συγκριτικό πλεονέκτημα απέναντί σου, πρέπει να έχεις συγκροτήσει και ενδυναμώσει και ένα αποτελεσματικό εσωτερικό εθνικό μέτωπο. Τα αίσθημα της εθνικής αξιοπρέπειας και της αποφασιστικής εθνικής στάσης συμβάλλουν σημαντικά στο δέσιμο της ενότητας πολίτη, κράτους και ηγεσίας.