Κρινιώ Καλογερίδου
(Βούλα Ηλιάδου)
Αν εξετάσουμε την ελληνική Εξωτερική πολιτική στα 47 χρόνια της Μεταπολίτευσης απαλλαγμένοι από κομματικούς συναισθηματισμούς, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι οι σταθερές που αποτελούσαν το κεκτημένο των πολιτικών δυνάμεων οι οποίες κυβέρνησαν την Ελλάδα (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) τίθενται υπό αμφισβήτηση σήμερα, γιατί στην ουσία τίθεται υπό αμφισβήτηση η ενιαία εθνική στρατηγική που ακολουθούσαν.
Τίθεται υπό αμφισβήτηση η πολιτική που χάραξαν τα κόμματα αυτά μετά την πτώση της δικτατορίας το ’74 βάσει της οποίας η Ελλάδα εκχώρησε τη δικαιοδοσία της επί θεμάτων Εξωτερικής πολιτικής και εθνικής ασφάλειας στην ΕΕ (τότε ΕΟΚ) και τις ΗΠΑ πιστεύοντας ότι αυτό θα λειτουργούσε υπέρ της.
Στις τελευταίες μάλιστα δεκαετίες της πλήρους εξάρτησής μας απ’ τον ευρωατλαντικό άξονα (δεκαετίες που σηματοδοτήθηκαν παγκόσμια από την πτώση του υπαρκτού σοσιαλισμού το ’89 και την εξάλειψη της ΕΣΣΔ το ’91) η χώρα μας πήγε ένα βήμα πιο πέρα καθιερώνοντας (στο θέμα του χειρισμού των εθνικών μας θεμάτων) ως κυρίαρχο αμυντικό δόγμα της το ”Δεν διεκδικούμε τίποτα, αλλά και δεν παραχωρούμε τίποτα” του Ανδρέα Παπανδρέου.
Φευ!.. Αυτή, όπως αποδείχθηκε, ήταν τελικά η παγίδα στην οποία έπεσε. Η παγίδα που μετέτρεψε σταδιακά την Εξωτερική πολιτική μας σε ”κατευναστική” και ηττοπαθή, αφού έστρεψε όλο το βάρος της στο πρώτο σκέλος του δόγματος (”Δεν διεκδικούμε τίποτα”) αφήνοντας υποτιμημένο το δεύτερο (”Δεν παραχωρούμε τίποτα”), με αποτέλεσμα να υποχωρούμε μονίμως – διακομματικά και διαχρονικά – προ των πιέσεων της Τουρκίας.
Να υποχωρούμε υποτακτικά, για να μην οξύνουμε τις σχέσεις μας μαζί της και γιατί είχαμε την ψευδαίσθηση (κάποιοι την έχουν και τώρα) ότι θα γίνουμε συμπαθείς στους ”Μεγάλους” (ΗΠΑ-Γερμανία) σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μας βάλουν στο τραπέζι των κερδισμένων όταν τεθεί θέμα επίλυσης των διαφορών μας με την Τουρκία.
Οποία εθνική αυταπάτη, που ήδη μετρά αλλεπάλληλες ηχηρές διαψεύσεις στα χρόνια αυτά… Τα χρόνια για τα οποία δεν έχει κάνει ίχνος απολογισμού η αθηναϊκή ελίτ που μας κυβερνά και μας έχει οδηγήσει σε αλλεπάλληλες ήττες – σε καιρό ειρήνης – σημαδεμένες απ’ την έλλειψη εθνικού οράματος, ιδανικών και αξιών, κάτι που οδήγησε σταδιακά στην αποδυνάμωση του κοινωνικού και εθνικού ιστού της πατρίδας μας.
Κάτι που αναγόρευσε διαχρονικά ως… ”αφρόκρεμα” της πολιτικής μας ζωής τους πολιτικούς τυχοδιώκτες οι οποίοι, αντί της οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας που υποσχέθηκαν στον λαό, θρόνιασαν στον δημόσιο βίο την ήρα που έπνιξε τα στάρια και έκανε σήμα κατατεθέν μας την ηθική σήψη, τη διαφθορά και την παρακμή, τα οποία πληρώθηκαν στα πέτρινα μνημονιακά χρόνια της ελληνικής χρεοκοπίας.
Χρόνια εθνικής απενεργοποίησης η οποία συνεχίζει να υφίσταται δυστυχώς ταυτισμένη με την αβεβαιότητα και την απραξία, καθώς οι πολιτικοί μας ταγοί ετεροκατευθύνονται και δεν έχουν όραμα εθνικό, για να ανατάξουν την τραυματισμένη Ελλάδα.
Δεν έχουν όραμα φιλόδοξης Εξωτερικής πολιτικής που θα ανασχέσει τα σχέδια των άσπονδων ”φίλων” και των εχθρών μας. Κι αυτό επαναφέρει το θέμα της αμφισβήτησης των σταθερών που λέγαμε στην Εξωτερική πολιτική μας. Και οι σταθερές αυτές έχουν να κάνουν:
1. Με τα δεδομένα της ένταξής μας στην ΕΕ (ΕΟΚ, 1979) – όπου μας έβαλε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όχι για οικονομικούς λόγους, αλλά για λόγους θεσμικής και στρατηγικής ασφάλειας (διασφάλιση δημοκρατίας και προστασία μας απ’ τον τουρκικό κίνδυνο) – και το ΝΑΤΟ (με βάση το καραμανλικό δόγμα του ”Ανήκομεν εις την Δύσιν”).
2. Με τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις, οι οποίες – αν και ήταν στρατηγικές για πολλά χρόνια – μετεωρίζονταν από το ζενίθ στο ναδίρ και τούμπαλιν, για να ομαλοποιηθούν την τελευταία δεκαετία και να αναβαθμιστούν σοβαρά στις μέρες μας (γεωπολιτική αναβάθμιση της Ελλάδας με νέες αμερικανικές βάσεις σε Αλεξανδρούπολη, Θεσσαλονίκη, Καβάλα και Βόλο, μετά την αναβάθμιση της βάσης στο Άκτιο και την πενταετή ανανέωση των αμερικανικών βάσεων στη Σούδα, με πιθανό ενδεχόμενο τη δημιουργία βάσης ελικοπτέρων στη Σαμοθράκη).
3. Με την ”κατευναστική” Εξωτερική μας πολιτική (η οποία έγινε εθνική πολιτική από τα Ίμια [1996] και εντεύθεν και στοχεύει στην αποφυγή των εντάσεων με την Τουρκία, ενώ τάσσεται υπέρ της προώθησης της ευρωπαϊκής προοπτικής της ασχέτως με τη στάση την οποία κρατάει αυτή απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο).
4. Με την εσφαλμένη εκτίμησή μας ότι το Διεθνές Δίκαιο δικαιώνει… a priori τις θέσεις μας και γι’ αυτό συμφέρει να πάμε στη Χάγη, κάτι που δεν είναι δεδομένο καθώς τα πράγματα στο Διεθνές Δίκαιο είναι ρευστά, αντιφατικά και πολύπλοκα.
Απόδειξη είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα και τις τρεις φορές που προσέφυγε στη Χάγη (1976 λόγω αμφισβήτησης της ελληνικής υφαλοκρηπίδας απ’ την Τουρκία – 2011 μετά από προσφυγή της ΠΓΔΜ εναντίον της για παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου του 1995 – προσφυγή της Ελλάδας την ίδια χρονιά για το θέμα των πολεμικών πολεμικών επανορθώσεων με παραλήπτη τη Γερμανία) ΔΕΝ ικανοποιήθηκε.
5. Με την ΜΗ αναθεωρητική θέση της Ελλάδας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, σε αντίθεση με την ηγεμονική, επιθετική και αναθεωρητική θέση της Τουρκίας που εκπορεύεται απ’ το δόγμα της ”Γαλάζιας Πατρίδας” του Ταγίπ Ερντογάν και το όραμα της Νεο-Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
6. Με την εταιρική συνεργασία και τις φιλικές σχέσεις Ελλάδας-Ρωσίας, οι οποίες άφηναν πάντα περιθώριο για μεγαλύτερη σύσφιξη αλλά σκόνταφταν δυστυχώς στην ιδιότητα της Ελλάδας ως χώρας-μέλους του ΝΑΤΟ.
7. Με την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ μας με την Τουρκία, την Κύπρο, την Αλβανία και τη Λιβύη [με την Ιταλία και την Αίγυπτο οριοθετήθηκε, ενώ με την Κύπρο δεν ξεκίνησε ακόμα υπό τον φόβο του casus belli (παρόλο το επανειλημμένο κάλεσμα της Λευκωσίας για επίσπευση της οριοθέτησης) και με τη Λιβύη συζητείται ακόμα από πέρσι…]
Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί ότι σταθερές είναι και οι συμμαχίες που χτίζουμε τα τελευταία χρόνια με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, παράλληλα με την προσπάθειά μας να ενδυναμώσουμε τη σύμπραξη με τα αραβικά και εβραϊκά λόμπι της Αμερικής.
Όμως δεν πρέπει να αρκούμαστε σε αυτά και προπαντός να μην εφησυχάζουμε απ’ τη στιγμή που τίποτα δεν είναι διασφαλισμένο, καθώς η Τουρκία επιχειρεί περιοδικά να χαλάσει τις συμμμαχίες μας ”φλερτάροντας” πότε με το Ισραήλ και πότε με την Αίγυπτο (η οποία δείχνει πιο προσεγγίσιμη, αλλά θέτει σκληρές προϋποθέσεις).
Πονοκέφαλο για την Αθήνα δεν αποτελεί ασφαλώς μόνο το ροκάνισμα απ’ την Άγκυρα των συμμαχιών μας, αλλά και η αναβάθμιση των απαιτήσεών της σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας και των δικαιωμάτων της Κύπρου.
Μια αναβάθμιση που ξεκίνησε απ’ το 2003 και εντεύθεν (έτος ανόδου του Ταγίπ Ερντογάν στον πρωθυπουργικό θώκο της Τουρκίας), πράγμα που αποδεικνύει το στρατηγικό βάθος της και την στοχοπροσήλωση του Προέδρου της στο όραμα της ”Γαλάζιας Πατρίδας”.
Μιλώ για όραμα και σκοτεινιάζει η ψυχή μου στη σκέψη ότι η Ελλάδα (σε αντίθεση με την Τουρκία) βαδίζει για χρόνια πελαγωμένη – ανάμεσα σε στείρες κυβερνήσεις και κατώτερες των περιστάσεων αντιπολιτεύσεις – χωρίς όραμα και πυξίδα, χωρίς στόχο στρατηγικό που θα γίνει η ”Ιθάκη” των Ελλήνων και πηγή έμπνευσης για το έθνος μας.
Κι αυτή η έλλειψη οράματος, η απενεργοποίηση της δημιουργικότητας των Ελλήνων λόγω ηθικής, αξιακής, πολιτικής και κοινωνικής κατάπτωσης μάς οδήγησε σταδιακά στην παρακμή της απραξίας, στη σήψη, τη διαφθορά, τη διάβρωση του κοινωνικού μας ιστού και τον αποχρωματισμό της εθνικής συνείδησης και της ταυτότητάς μας.
Με δεδομένα αυτά, είναι κάτι περισσότερο από αναγκαίο να ευθυγραμμιστούμε από κοινού όλοι οι Έλληνες με το όραμα αναστήλωσης της χαμένης αξιοπρέπειας της πατρίδας μας (η οποία δεν έχει αποκατασταθεί ακόμα απ’ το βαθύτατο τραύμα των μνημονιακών χρόνων).
Και μαζί με αυτήν να αναστηλώσουμε τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη, την ισότητα, την ελευθερία (σε όλες τις μορφές της), όπως και τις άλλες αξίες που καταχώνιασε ο ωχαδελφισμός και η έλλειψη πίστης μας σε αυτές.
Προπάντων να αναστηλώσουμε τον χαμένο πατριωτισμό μας που δεν γνωρίζει από κόμματα γιατί τα υπερβαίνει και τα ενσωματώνει στο ανυπέρβλητο ”όλον” του, όταν καραδοκεί κίνδυνος απειλής της ακεραιότητας της πατρίδας.
Και όσο υπάρχει επαυξημένος ο κίνδυνος αυτός και συνοδεύεται από συνεχείς εδαφικές διεκδικήσεις εκ μέρους των Τούρκων, οφείλουν αυτοί που μας κυβερνούν – ταυτόχρονα με την ανακήρυξη ΑΟΖ με την Κύπρο – να δώσουν υπόσταση και στο δεύτερο σκέλος του δόγματος Άμυνας, το ”δεν παραχωρούμε τίποτα σε κανέναν”, απ’ το οποίο απορρέει το χρέος μας να διεκδικούμε όσα δικαιωματικά ανήκουν στην Ελλάδα.
Έτσι θα αποκαταστήσουν το λάθος που έκαναν έμφοβοι ορίζοντας ως ”κόκκινη γραμμή” τα 6νμ. Και ας έλεγε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ότι ”είναι μονομερές και αναφαίρετο δικαίωμά μας η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μας στα 12”.
Κι ας μας παρηγορεί τώρα ο ΥΠΕΞ Νίκος Δένδιας με μισές αλήθειες (”αυξήσαμε το αποτύπωμα της κυριαρχίας μας στο Ιόνιο”) ξεχνώντας την ημιτελή ελληνοαιγυπτιακή συμφωνία στο Αιγαίο που άφησε αδιάθετη (εκτός της ελληνικής επήρειας) την περιοχή-κεκτημένο μας απ’ τον 28ο έως τον 32ο Μεσηβρινό (όπου ανήκουν η μισή Ρόδος και το Καστελόριζο), με αποτέλεσμα η Τουρκία να απαντάει με Navtex σε κάθε δική μας για ασκήσεις στα ΝΑ του Αιγαίου και να φτάνει την υφαλοκρηπίδα τους μέχρι την Κρήτη.
Κι αυτό, με δεδομένη την μιλιταριστική πολιτική της, είναι πολύ επικίνδυνο για μας, καθώς ο Πρόεδρός της – επωφελούμενος του τουρκολιβυκού μνημονίου – επιδιώκει να δημιουργήσει τετελεσμένα σε βάρος της εθνικής κυριαρχίας μας και να προλάβει την περαιτέρω σύσφιξη των συμμαχιών μας με την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Σύσφιξη που παράγει πλέον αποτελέσματα (τριμερής Ελλάδας–Κύπρου–Αιγύπτου στην Καβάλα, αποστολή πυροβολαρχίας ελληνικών Patriot στην Σαουδική Αραβία, στρατηγική εταιρική σχέση με τα ΗΑΕ απ’ το 2020). Κι αυτό έκανε ήδη τον Ταγίπ Ερντογάν να αλλάξει άρδην την πολιτική του και να καταβάλει αγωνιώδεις προσπάθειες για να συμφιλιωθεί με τους δυο τελευταίους συμμάχους μας.
Προπάντων όμως να συμφιλιωθεί με την πρώτη μας σύμμαχο, την Αίγυπτο, προς χάριν της οποίας θυσίασε τα μεγαλοϊδεατικά σύμβολά του (όπως ο χαιρετισμός Rabia των Αιγύπτιων Αδελφών Μουσουλμάνων, ορκισμένων εχθρών του Προέδρου Σίσι), προκειμένου να υπονομεύσει την συνεργασία Ελλάδας-Αιγύπτου και τα κοινά μας συμφέροντα.