Γράφει ο
Ιωάννης Μ. Ασλανίδης
Αντιστράτηγος εα
Οι Πατέρες της εκκλησίας για να μεταλαμπαδεύσουν τα Θεία του Κυρίου κηρύγματα, χρησιμοποίησαν το πνεύμα των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων και την Ελληνική γλώσσα. ‘Έτσι! Η Πατερική αξιοποίηση της αρχαίας Ελληνικής φιλοσοφίας, έφερε την σύζευξη αυτών, η δε διάρκεια της διαδικασίας αυτής βάσταξε τρεις περίπου αιώνες. Στην συνέχεια ήλθε η συμπόρευση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας, που φθάνει μέχρι των ημερών μας.
Την κοινωνική και πολιτιστική συνοχή του Ελληνικού Έθνους καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας, ιδίως δε κατά τους πρώτους μετά την Άλωση χρόνους, διατήρησε η παραδοσιακή προσήλωση του λαού στην θρησκεία, την οικογένεια και προπαντός στην Εκκλησιαστική λατρεία.
Μετά την ολοκλήρωση της τουρκικής κυριαρχίας μόνη παρηγοριά εις τους απελπισμένους Έλληνες, απέμεινε η Εκκλησία.
Η Αδήριτος ανάγκη της συσπείρωσης των απορφανισμένων Ελλήνων, έκαμε την εκκλησία πολύτιμη και απαραίτητη, όχι μόνο ως θρησκευτικό θεσμό αλλά και ως κοινωνικό χώρο. Ο Εκκλησιασμός των υποδούλων χριστιανών στους πτωχούς και πενιχρούς ναούς των εγένετο, αφ’ ενός μεν για την εκτέλεση των θρησκευτικών καθηκόντων των και δια την προσευχή, και αφ’ ετέρου για την ανάγκη ψυχικής επαφής και εθνικής επικοινωνίας και συναντήσεως μεταξύ των
.
Με τα βυζαντινά σύμβολα του τελετουργικού, με την Ελληνική γλώσσα του Ευαγγελίου και με τα προφητικά αναγνώσματα, ο υπόδουλος λαός σύντομα ανέκτησε το Ηθικό του και ξαναβρήκε στους ναούς την Μυστική «Εκκλησία του Δήμου».
Είναι τεράστια η προσφορά της εκκλησίας, όχι μόνο για την διατήρηση της πίστεως και της χριστιανικότητος του υποδούλου έθνους, αλλά και για την ανανέωση της Εθνικής και κοινωνικής των συνοχής, της Ελληνικής των ταυτότητας, και ακόμη για την σύνδεση με το ένδοξο ιστορικό παρελθόν.
Οι Έλληνες γράφει ο Φωτάκος στ’ απομνημονεύματά του, κατά την συνήθεια: Μετά την λειτουργία εστέκοντο έξω εις την αυλή της εκκλησίας και εκεί εβλέποντο και ομίλουν μεταξύ των και αν κανένας γνώριζε καμία είδηση εξωτερική περί πολέμου των Φράγκων ή των Ρώσων κατά των Τούρκων, αυτοί αναστέναζαν για την ελευθερία των και παρακαλούσαν τον Θεόν να ενδυναμώσει τους Φράγκους και τους Ρώσους δια να καταβάλλουν τον Τούρκο. Επίσης λένε τα δημοτικά μας Τραγούδια «…. και έβγαιναν και κουβέντιαζαν στης εκκλησιάς την πόρτα…». Αυτή η εθνωφελής συνήθεια, διαφοροποιημένη κάπως, εξακολουθεί να ισχύει ακόμη και σήμερα, παρά την άγρια προσπάθεια σήμερα του Υπουργείου Παιδείας μας, να εξαλλείψει από τα Σχολικά Αναγνώσματα, παρόμοια Ιστορικά γεγονότα.
Η Εκκλησία λοιπόν καθ’ όλη την διάρκεια της τουρκοκρατίας, λειτούργησε ως φάρος μέσα στο σκοτάδι και ως υπήνεμο λιμάνι, όπου συγκεντρώνονταν οι απελπισμένοι και οι δυστυχισμένοι υπόδουλοι και οπλίζονταν με θάρρος και καρτερία για την αντιμετώπιση των αντιξόων περιστάσεων. Οι αγώνες συνεπώς του Έθνους μας συνδέονται στενά με την θρησκεία και την ηθική και υλική συμπαράσταση και συμμετοχή της εκκλησίας.
Με τα δεδομένα αυτά είναι εύκολο και ευεξήγητο, γιατί όλα σχεδόν τα Ελληνικά συντάγματα, αφ’ ενός μεν επικαλούνται εις το προοίμιον αυτών την ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ, αφ’ ετέρου δε περιλαμβάνουν διατάξεις διασφαλίζοντας την θρησκευτική ελευθερία, αλλά συγχρόνως και την νομική θέση της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας ως και των λοιπών εκκλησιών έναντι της πολιτείας. Βραχύλογο, αλλά σαφές και περιεκτικό το άρθρο 1 του Συντάγματος της Επιδαύρου[ι-ι-1822] όριζε ότι: «Η Επικρατούσα θρησκεία εις την Ελληνική επικράτεια είναι η της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας, δέχεται όμως η Διοίκηση της Ελλάδος πάσαν άλλην θρησκείαν και αι τελεταί και ιερουργείαι εκάστης αυτών εκτελούνται ακωλύτως». Και! Στην παράγρ.β’<<..Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουν εις τον Χριστόν εισίν Έλληνες..>>
Από τα παραπάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι στην επανάσταση του 1821 ενεφανίσθη η ακατάλυτος σύνθεσις Χριστιανισμού και Ελληνισμού. Το αγωνιζόμενο Γένος, ήταν Γένος των Χριστιανών και Γένος των Ελλήνων. Και! Εδώ βλέπουμε στον αγώνα της Παλιγγενεσίας των Ελλήνων: Η πίστη στον Χριστό και οι πατριωτικοί οραματισμοί συμπορεύονται, Σταυρός και Ανάσταση του γένους, Ελευθερία και θυσία αδελφώνονται, πατρίς και πίστις, Εκκλησία και Έθνος ταυτίζονται.
Ο Κολοκοτρώνης διεκήρυξε: «Σηκώσαμε τα άρματα πρώτα για την θρησκεία μας και μετά για την πατρίδα μας». Ο Ήρωας της Αλαμάνας Αθανάσιος Διάκος στην ερώτηση του Τούρκου Διοικητού που τον ανέκρινε εάν θέλει ν’ αλλάξει πίστη, απαντά: Εγώ Ρωμιός γεννήθηκα Ρωμιός θε να πεθάνω. Ο Τούρκος δεν του ζητά ν’ αλλάξει πατρίδα, αλλά πίστη, διότι αυτή η πίστις ήτο το εμπόδιο που δεν άφηνε τους Ραγιάδες να Τουρκέψουν. Ο Αθαν. Διάκος απαντώντας υπερήφανα δεν ξεχώριζε όπως και ο καθένας αγωνιστής την πίστη από την πατρίδα.
Αλλά και η δημοτική μας ποίηση και τα δημοτικά μας τραγούδια τα οποία αποτελούν τον καθρέπτη της ψυχής του Έλληνος, καταλήγουν εις το ίδιο συμπέρασμα: «… χαρά ,που το έχουν, τα βουνά τα κάστρα περηφάνεια γιατί γιορτάζει η Παναγιά, γιορτάζει και η πατρίδα».
Αλλά μήπως δεν αποτελεί ταύτιση θρησκείας και πατρίδος ο Ακάθιστος Ύμνος ο ψαλλόμενος με συγκίνηση και κατάνυξη: «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ…»
Η κατ’ εξοχήν επαναστατική θρησκευτική ημέρα των Ελλήνων, στους χαλεπούς χρόνους της Σκλαβιάς ήταν η Λαμπρή: Το «Χριστός Ανέστη» συνοδευόμενο μάλιστα από πυροβολισμούς, ήταν η ελπιδοφόρα και νικήτρια ιαχή του έθνους επί αιώνες που ακολουθούσε κάθε χρόνο την ανανεούμενη αλληγορική ευχή «Καλή Ανάσταση». Με το πνεύμα αυτό το ελληνικό έθνος ανθίστατο κατά του κατακτητή μέχρις ότου έφθασε το 1821. Και επί των ημερών μας, το 1940, ο Ελληνικός Στρατός εθεώρει σύμμαχο και προστάτη την Παναγιά.
Αυτά τα ολίγα παραδείγματα αποδεικνύουν την ενότητα και τον άρρηκτο δεσμό Ορθοδοξίας και Ελληνισμού.
Ακόμη και ο Ε. Παπανούτσος, ο παρεξηγημένος αυτός παιδαγωγός και φιλόσοφος ομιλών στην Βουλή των Ελλήνων, ολίγον προ του θανάτου του, διεκήρυξε ότι η Ορθοδοξία και ο Ελληνισμός «είναι μαζί ζυμωμένα».
Το ότι όμως το θρήσκευμα είναι στοιχείον της Εθνικής υποστάσεως των Ελλήνων Ορθοδόξων, δεν σημαίνει ότι, όσοι Έλληνες δεν είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι δεν είναι Έλληνες ή ότι δεν είναι γνήσιοι Έλληνες. Τίποτε δεν αποκλείει την περίπτωση, ένας ετερόδοξος Έλλην να είναι καλύτερος από ένα Ορθόδοξο. Καμία διάκριση δεν έχει γίνει μέχρι σήμερα μεταξύ Ορθοδόξων, ετεροδόξων ή αλλοθρήσκων ή και αθρήσκων Ελλήνων.
Σε μία τελευταία συνέντευξη, ολίγον προ του θανάτου του, ο σύγχρονος σοφός Βυζαντινολόγος Σερ Στίβεν Ράνσιμαν, που δημοσιεύτηκε στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 5ης Νοε. 2000, μεταξύ άλλων είπε…<< χαίρομαι με την σκέψη ότι στα επόμενα 100 χρόνια η Ορθοδοξία θα είναι η μόνη Ιστορική Εκκλησία που θα υφίσταται. Η Αγγλικανική Εκκλησία είναι σε πολύ κακά χάλια και η Ρωμαιοκαθολική χάνει συνεχώς έδαφος…>>. Και! Σ’ άλλο μέρος της συνέντευξης του επίσης είπε: <<…Πολύ αμφιβάλλω ότι θα έχουμε ποτέ πραγματικά ενωμένη την Ευρώπη ή όλο τον κόσμο. Πιστεύω όμως ότι, στο πρόβλημα της ενότητος των λαών, η Ορθοδοξία προσφέρει μία αρίστη επίλυση, Επειδή δεν προβάλλει τον Εθνικισμό και έχει βάση την αλήθεια και την αγάπη….>>
Άρα! Μπορούμε μετά από τα παραπάνω, μετά βεβαιότητος να επισημάνουμε, κάθε προσπάθεια αποσυνδέσεως ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ, από οπουδήποτε και αν προέρχεται είναι έργο αντεθνικό, επικίνδυνο και ανεπανόρθωτα θα βλάψει την ιστορική πορεία της Πατρίδος μας.
Ιωάννης Ασλανίδης
Αντ/γος εα Επίτιμος Δκτης της Σ.Σ.Ε.
.