Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Στο Αφγανιστάν που σπαράσσεται από τον εμφύλιο πόλεμο, τις σφαγές, τις εκτελέσεις, τα βασανιστήρια, τις λεηλασίες και τους βιασμούς ανυπεράσπιστων γυναικών, στην χώρα που κυρίαρχη ο φόβος και η απόγνωση όσων είναι ιδεολογικά αντίθετοι με τους Ταλιμπαν και κατευθύνονται αλλόφρονες στα σύνορα και το αεροδρόμιο της Καμπούλ αναζητώντας τρόπους διαφυγής, όσο κι αν φαίνεται σαν παραμύθι, υπάρχουν ολόκληρα χωριά με… Έλληνες, απογόνους στρατιωτών του Μέγα Αλέξανδρου.
Ανθρώπους υπερήφανους για την ελληνική καταγωγή τους και με άσβεστη τη μνήμη -ύστερα από 20 και πλέον αιώνες- της προσωπικότητας του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Ζουν σε χωριά (σε υψόμετρο σχεδόν 4.000 μ.) που δεν απέχουν πολύ από τα ουράνια.
Τα οροπέδια του Παμίρ είναι πράγματι από τις πιο υψηλές «βεράντες» του κόσμου.
Αλλά και τις πιο αποκομμένες από αυτόν. Τις πιο απόρθητες.
Το Παμίρ είναι πολύ μεγάλη οροσειρά στη κεντρική Ασία, που αποτελεί και τον πυρήνα του ορεινού συστήματός της.
Το Παμίρ, με κέντρο την αυτόνομη διοικητική περιοχή Γκόρνο Μπαταχσάν του Τατζικιστάν εκτείνεται από του δυτικού Σινκιάνγκ του Τατζικιστάν μέχρι και του ανατολικού Αφγανιστάν και δυτικά της Κίνας.
Η συνολική έκτασή του είναι 8.400 τ.χλμ. και ορίζεται βόρεια από τα Υπεραλάϊα Όρη, ανατολικά από την οροσειρά Σαρικόλ, νότια από τη λίμνη Ζορκούλ και τον ομώνυμο ποταμό Παμίρ στα σύνορα με το Αφγανιστάν και δυτικά από τμήμα της κοιλάδας Πιάντζ.
Το οροπέδιο αυτό έχει μέσο ύψος 3900 μ. από επιφάνεια θαλάσσης και σ΄ αυτό υψώνονται βουνά που υπερβαίνουν τα 6000 μ. των οποίων μεγαλύτερες κορυφές είναι η του Ισμαήλ Σαμανί (7.500 μ.) και η κορυφή Λένιν (7.140 μ.). Χωρίζεται δε σε τρεις υψομετρικές ζώνες: η Τρανς Αλάι (α΄ ζώνη), του Μεγάλου Πέτρου (β΄ ζώνη) και του Ναούκ (γ΄ ζώνη).
Το όνομα Παμίρ σημαίνει ορεινός λειμώνας και σε αυτό συναντώνται τα μεγαλύτερα ορεινά συγκροτήματα της Γης, του Τιεν-Σαν, του Καρακορούμ και Κουέν-Λουν προς ανατολάς, τα Ιμαλάια προς νότο και η οροσειρά του Χίντου Κους προς δυσμάς.
Αυτά τα σιωπηλά κακοτράχαλα βουνά της κεντρικής Ασίας δεν έχουν γνωρίσει ποτέ εισβολέα.
Μόνο ένας πέρασε από εκεί, πριν από 2.333 χρόνια, και μολονότι τους κατέκτησε, αυτοί τον λάτρεψαν, γιατί δεν τους πάτησε παρά μόνο τους παρέσυρε σε έναν αστείρευτο ενθουσιασμό για τη ζωή και τη μάθηση.
Έπειτα, άφησε σε αυτούς τα «φώτα» και κάποιους από τους στρατιώτες του (ζωντανή απόδειξη οι απόγονοί τους, που ζουν ακόμη εδώ) και συνέχισε τη μεγάλη πορεία του.
Εκτοτε, εκείνοι θαρρείς και εισήλθαν σε μια ζώνη του απολύτου, όπου τίποτα δεν προκαλεί φθορά στις παραδόσεις, όπου η πίστη μένει δροσερή και αθώα, σαν μόλις να ανάβλυσε.
Όπου οι ψυχές δεν γερνάνε, ελλείψει αμφιβολιών.
Δεν είναι εύκολο ένας κατακτητής να λατρευτεί, πόσο μάλλον να θεοποιηθεί και ως θεός να παραμείνει «ζωντανός» για 20 αιώνες.
Αυτό το κατάφερε ο Αλέξανδρος.
O Ισκαντάρ, γι’ αυτούς.
Το όνομά τους:
Ισκανταρί Παμίρσκι.
Αλεξανδρινοί του Παμίρ.
ΟΙ ΑΠΟΓΟΝΟΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ
Δυο Έλληνες επιστήμονες, έφτασαν στην άγρια ορεινή περιοχή τους, έζησαν μαζί τους, τους γνώρισαν και τους περιγράφουν.
Ο ιστορικός ερευνητής και σκηνοθέτης Δημήτρης Μανωλεσάκης ύστερα από επίμονη και επίπονη εξερεύνηση στις οροσειρές του Παμίρ (στο Ουζμπεκιστάν, Τατζικιστάν και τα σύνορά του με Αφγανιστάν, Κίνα και Κιργισία), δηλαδή στην αρχαία Σογδιανή και Βακτριανή, όπου, κατά τον Μάρκο Πόλο ζούσαν απόγονοι των στρατιωτών του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Κι όπως απεδείχθη, συνεχίζουν να ζουν. Πέντε τέτοια ελληνικά χωριά ανακάλυψε ο Δ. Μανωλεσάκης (υπάρχουν κι άλλα στην περιοχή, αλλά δεν ήταν δυνατή η πρόσβαση, χρειαζόταν πολυήμερη οδοιπορία).
Πέντε χωριά σε υψόμετρο μεταξύ 3.000 και 4.000 μ. σε διαφορετικά οροπέδια των οροσειρών του Παμίρ.
Ο πρώτος που μίλησε για ύπαρξη απογόνων των στρατιωτών του M. Αλεξάνδρου στην Ασία ήταν ο Άγγλος αξιωματικός και φιλέλληνας Σερ Τζωρτζ Ρόμπερτσον, ο οποίος το 1895 εντόπισε στον Ινδικό Καύκασο, στα Ιμαλάια του Πακιστάν, στο οροπέδιο Τσιτράλ, τους Καφίρ Καλάς, τους μελέτησε και έγραψε βιβλίο γι’ αυτούς.
Την πρώτη ταινία στην Ελλάδα για τους Καφίρ Καλάς, οι οποίοι πιστεύουν στους Θεούς του Ολύμπου και διατηρούν αρχαιοελληνικά ήθη και έθιμα (γι’ αυτό και καφίρ= άπιστοι, όχι μωαμεθανοί), έκανε ο Δημ. Μανωλεσάκης, για λογαριασμό της ελληνικής εκπαιδευτικής τηλεόρασης, ταξιδεύοντας πριν από αρκετά χρόνια στα οκτώ χωριά τους, στις απρόσιτες χαράδρες του Ινδικού Καυκάσου.
Οι απόγονοι Ελλήνων του Παμίρ ήταν μια παντελώς νέα ανακάλυψη -ουδείς γνώριζε ή είχε αναφερθεί ποτέ σ’ αυτούς.
«Οι άνθρωποι αυτοί είναι περήφανοι για την καταγωγή τους,-λέει ο ίδιος- διηγούνται εκπληκτικές ιστορίες και θρύλους για τη δύναμη, τη σοφία, τη γενναιοψυχία του Ισκαντάρ.
Και ενώ είναι Μουσουλμάνοι, τουλάχιστον έτσι δηλώνουν, πιστεύουν και προσεύχονται στον Μέγα Αλέξανδρο. Τον έχουν θεοποιήσει!
Πιστεύουν όχι μόνο στη θεϊκή του δύναμη, αλλά και στις θαυματουργές του ικανότητες!
Κάθε άνοιξη και φθινόπωρο πηγαίνουν και προσκυνούν έναν τάφο που βρίσκεται ψηλά στα βουνά Γιασμουλάχ, που πιστεύουν ότι είναι του Ισκαντάρ.
Τον τάφο ανακάλυψε ένας δικός τους άνθρωπος πριν από δύο αιώνες. Πρόκειται προφανώς για κενοτάφιο, αλλά τι σημασία έχει, οι άνθρωποι αυτοί διανύουν με τα πόδια μια απόσταση 68 απόκρημνων χιλιομέτρων για να τιμήσουν τον Ισκαντάρ και να του ζητήσουν τη βοήθειά του».
Οι απόγονοι Ελλήνων του Παμίρ μιλούν μια γλώσσα η οποία είναι μίξη περσικών, ουζμπεκικών, τατζικικών, ταρταρικών, αφγανικών και αρχαιοελληνικών λέξεων και ριζών.
«Το όμορφο», λέει ο Έλληνας σκηνοθέτης, το λένε «εις καλόν», τη γυναίκα «γυναίκ», τα καρύδια «γιουνάν μακεδόνσκι αρύδ» ή «μακεδόνσκι αρύδ» ή «γιουνάν αρύδ», δηλαδή ελληνικά μακεδονικά καρύδια ή μακεδονικά καρύδια ή ελληνικά καρύδια.
Οι απόγονοι Ελλήνων του Παμίρ διηγούνται πλήθος θρύλων για τον M. Αλέξανδρο.
Ένας από αυτούς αναφέρει τον Ισκαντάρ ως έναν πολύ δυνατό άνδρα, ο οποίος σήκωσε ένα βράχο τριών τόνων και τον τοποθέτησε ανάμεσα σε δύο απόκρημνα σημεία σχηματίζοντας γέφυρα.
Αυτός που θα σηκώσει, λέει ο θρύλος, τον βράχο θα δει από κάτω τον Αλέξανδρο να ζωντανεύει και να διαβάζει το Κοράνι.
Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΑ ΣΤΡΑΤΗΛΑΤΗ
Η πορεία του Μεγάλου Αλεξάνδρου πέραν των πυλών της Κασπίας, εκεί όπου ζουν ακόμη απόγονοι των στρατιωτών του, για πολλούς δεν είναι από τις πιο ένδοξες, όμως για όλους είναι από τις πιο ανδρείες, τις πιο δύσκολες.
O Αλέξανδρος, τότε, στα τέλη του 330 π.Χ. και αφού είχε συμπληρώσει τέσσερα χρόνια υπέρλαμπρης πορείας, σπέρνοντας τον Ελληνισμό από τις ακτές του Αιγαίου ώς τον Ινδικό Καύκασο και τα βάθη της Ανατολής, εισχώρησε σε άγριες απρόσιτες χώρες όπου δεν είχε εισχωρήσει ποτέ κανένας και όπου θα δυσκολευόταν να προχωρήσει ακόμη κι ένας νεότερος στρατός με τελειότερα μέσα.
Ο Αλέξανδρος ξεκινάει να κατακτήσει την Ασία την άνοιξη του 334 π.Χ. Πέλλα, Θρακική Χερσόνησος, πέρασμα Ελλησπόντου, νικηφόρα μάχη στο Ιλιον, άγριος πόλεμος με τους Πέρσες στον Γρανικό ποταμό, Φρυγία, Καππαδοκία, Κιλικία και κατατρόπωση του Δαρείου στην Ισσό (333 π.Χ.), Συρία, Φοινίκη, Αίγυπτος.
Τον Ιανουάριο του 331 κτίζει την Αλεξάνδρεια.
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου νικάει πάλι τα περσικά στρατεύματα στα Γαυγάμηλα και μπαίνει στη Βαβυλώνα.
Την άνοιξη του 330 ο Αλέξανδρος διαβαίνει τις Κασπίες πύλες κυνηγώντας τον Δαρείο.
Δεν τον προλαβαίνει ζωντανό, τον βρίσκει δολοφονημένο.
Συνεχίζει την εκστρατεία του στο δυσκολότερο κομμάτι της, τις άγριες και δυσπρόσιτες χώρες της Άνω Ασίας.
Έχει μαζί του 20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς.
Από την πόλη Εκατόμπυλο, αρχίζει την καταδίωξη του Βήσσου, δολοφόνου του Δαρείου.
Στο πέρασμά του προς νότο ιδρύει δύο πόλεις (την Αλεξάνδρεια εν Αρία, τη σημερινή Χεράτη, και την Αλεξάδρεια εν Αραχωσία, το σημερινό Κανταχάρ – σημαντικά κέντρα του Αφγανιστάν).
Φτάνει στον Ινδικό Καύκασο όπου σταματά για να ξεκουραστεί ο στρατός του. Κοντά στο οροπέδιο Καβούλ χτίζει άλλη Αλεξάνδρεια.
Ανεβαίνει προς βορρά και κατακτά τη χώρα των Βακτρίων και έπειτα, βορειότερα, τη Σογδιανή.
Σ’ αυτές τις δύο τελευταίες άγριες και απρόσιτες χώρες που ταυτίζονται σήμερα με το Παμίρ, ο Αλέξανδρος συλλαμβάνει το δολοφόνο του Δαρείου, ο οποίος προσπαθούσε να στρέψει τους κατοίκους των χωρών αυτών εναντίον του.
Μετά, συνεχίζει την πορεία του προς τη Σκυθία και στις όχθες του ποταμού Ιαξάρτη, στο απώτατο αυτό άκρο της Ανατολής, χτίζει την Αλεξάνδρεια την Εσχάτη.
Ο εκπαιδευτικός Θανάσης Λερούνης που διδάσκει σε ΤΕΕ, πηγαινοέρχεται εδώ και πολλά χρόνια στις περιοχές των Καλάς. Είναι η ψυχή μιας προσπάθειας που ξεκίνησε τότε από την ΟΛΜΕ και τη ΔΟΕ και την αγκάλιασαν πολλοί Έλληνες, που προσέφεραν χρήματα για να χτιστούν σχολεία και έργα ύδρευσης και να βοηθήσουν τη φυλή και τον πολιτισμό τους.
Οι ίδιοι οι Καλάς, σύμφωνα με τις παραδόσεις τους για το Μεγάλο Αλέξανδρο, θεωρούν εαυτούς απογόνους των Ελλήνων.
Πιστεύουν στον πολυθεϊσμό, έχουν βωμό της Εστίας στα σπίτια τους, ενώ στη γλώσσα τους υπάρχουν ρίζες ελληνικές -το «έλα» είναι «ίλα», ο «αμνός» είναι «αμέα», ο χειμώνας «χεμάν».
«Εύχομαι η περιοχή να παραμείνει ανεπηρέαστη από τις εξελίξεις, έτσι όπως ήταν για αιωνες.
Πρόκειται για μια κοινότητα, που ζει με παραδόσεις που θα ζήλευαν πολλές σημερινές δημοκρατικές κοινωνίες» λέει ο κ. Λερούνης, τονίζοντας ενδεικτικά τις ισόρροπες σχέσεις των δύο φύλων.
Μία γυναίκα Καλάς παντρεύεται μόνον από έρωτα, ενώ μία νυμφευμένη που δεν είναι ικανοποιημένη από τη συζυγική ζωή, μπορεί να χωρίσει και να επιστρέψει στο πατρικό της σπίτι, όπου δέχεται την υποστήριξη της οικογένειάς της. Ξαναπαντρεύεται.
Οι άνδρες, μάλιστα, υποχρεούνται να δώσουν προίκα για να νυμφευθούν το έτερον ήμισυ…
Πληροφορίες
Καθημερινή
Χριστιάνα Στύλου