Λυγερός Σταύρος
Ποια ήταν άραγε η αιτία της μακρόχρονης διένεξης Αθήνας-Σκοπίων; Για ποιο λόγο η Ελλάδα κατανάλωσε για δεκαετίες μπόλικο διπλωματικό κεφάλαιο; Για ποιο λόγο σε διαφορετικές περιόδους κατέβηκαν στον δρόμο εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες; Τί ήταν άραγε αυτό που μας χώριζε από τους γείτονες; Τα ανωτέρω ερωτήματα συνδέονται με το τωρινό βουλγαρικό βέτο για τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας.
Ας αρχίσουμε, όμως, από την αρχή. Το πρόβλημα στις σχέσεις Αθήνας-Σκοπίων ήταν το όνομα. Γι’ αυτό έγινε ο πολυετής διπλωματικός πόλεμος. Ποιο όνομα, όμως; Αποκλειστικά και μόνο για το όνομα του κράτους;
Προφανώς όχι. Αν με ένα μαγικό τρόπο το γειτονικό κράτος λεγόταν π.χ. Βαρδαρία, αλλά η εθνότητα και η γλώσσα ονομαζόταν “μακεδονική” το πρόβλημά μας θα είχε λυθεί; Η απάντηση είναι ότι θα είχε λυθεί μόνο κατά το ήμισυ.Τουλάχιστον από τον 19ο αιώνα, ως γεωγραφική Μακεδονία οριζόταν μία περιοχή, που εκτεινόταν αρκετά βορειότερα από τα σημερινά ελληνικά σύνορα. Αυτή δε η περιοχή (δεν συμπίπτει γεωγραφικά με την αρχαία Μακεδονία) στους νεότερους χρόνους ήταν πολυεθνική. Κατοικούσαν Έλληνες, Βούλγαροι, Τούρκοι, Εβραίοι, Αλβανοί και άλλες μικρότερες εθνότητες. Καμία από αυτές τις εθνότητες δεν μπορεί να θεωρήσει τη γεωγραφική Μακεδονία (όχι την αρχαία) ως αποκλειστικά δική της πατρίδα, με τον ίδιο τρόπο που καμία εθνότητα δεν μπορεί να θεωρήσει τα Βαλκάνια αποκλειστικά δική της πατρίδα. Όπως και τα Βαλκάνια, έτσι και η γεωγραφική Μακεδονία ανήκει σε όλες τις εθνότητες που την κατοικούν.
Οι Έλληνες, επειδή η αρχαία Μακεδονία είναι οργανικό κομμάτι της ιστορίας τους, δικαιολογημένα ενοχλούνται από το γεγονός ότι για γεωπολιτικούς λόγους μεταπολεμικά ο Τίτο έστησε ομόσπονδο κρατίδιο με το όνομα “Μακεδονία” και κατασκεύασε “μακεδονική” ταυτότητα (εθνότητα και γλώσσα). Τότε επινοήθηκε το ιδεολόγημα του “διαμελισμένου μακεδονικού έθνους” και της “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας”. Κι αυτό παρότι οι πρόγονοι των αυτοαποκαλούμενων σήμερα “Μακεδόνων” την εποχή του 1900 θεωρούσαν τον εαυτό τους Βούλγαρο. Στις επόμενες δεκαετίες, όσοι για πολιτικούς λόγους διαχωρίστηκαν από τον Βουλγαρισμό αυτοαποκαλούνταν Σλαβομακεδόνες, δηλαδή Σλάβοι της Μακεδονίας.
Ο διπλός σφετερισμός
Αυτό, λοιπόν, που ενοχλούσε και ενοχλεί τους Έλληνες είναι ο σφετερισμός εκ μέρους των γειτόνων μας του ονόματος “Μακεδονία” και των παραγώγων του “μακεδονικός/ή”. Ο σφετερισμός έχει δύο πτυχές:
- Πρώτον, το γεγονός ότι ενώ είναι Σλάβοι που εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία δέκα αιώνες μετά τον Αλέξανδρο, σφετερίζονται την κληρονομιά του.
- Δεύτερον, το γεγονός ότι με το ιδεολόγημα του “διαμελισμένου μακεδονικού έθνους” και της “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας” τροφοδοτούν έναν φαντασιακό αλυτρωτισμό που στρέφεται κατά της Ελλάδας. Οι Σλαβομακεδόνες είναι Μέρος (μία από τις εθνότητες της γεωγραφικής Μακεδονίας) και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αυτοπροβάλλονται και να διεκδικούν το Όλον.
Η Συμφωνία των Πρεσπών συνιστά εθνικό έγκλημα όχι επειδή αναγνώρισε το κρατικό όνομα “Βόρεια Μακεδονία”, αλλά επειδή αναγνώρισε στους Σλαβομακεδόνες “μακεδονική” ταυτότητα. Με τη Συμφωνία των Πρεσπών η κυβέρνηση Τσίπρα αποδέχθηκε οι πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας να μην ονομάζονται Βορειομακεδόνες (σε όλο τον κόσμο το όνομα των πολιτών είναι παράγωγο της ονομασίας του κράτους), αλλά “Μακεδόνες”! Η δε σλαβομακεδονική γλώσσα, που είναι διάλεκτος της βουλγαρικής, να ονομάζεται “μακεδονική”.
Αποδεχόμενη, όμως, τη μετατροπή της σλαβομακεδονικής ταυτότητας σε “μακεδονική”, οι Πρέσπες επικύρωσαν τον “Μακεδονισμό”. Ήταν γελοίο να ακούς τους Κοτζιά και Τσίπρα να υπερηφανεύονται για την απαλοιφή αλυτρωτικών αναφορών στο Σύνταγμα της τότε ΠΓΔΜ, όταν αποδέχθηκαν το βασικό όχημα του αλυτρωτισμού που είναι ακριβώς η “μακεδονική ταυτότητα”, από την οποία πηγάζει το ιδεολόγημα του “διαμελισμένου μακεδονικού έθνους” και της “διαμελισμένης μακεδονικής πατρίδας”.
Το εθνικό έγκλημα του Κοτζιά
Όπως είχε διαφανεί σχεδόν από την αρχή, ο Κοτζιάς διαπραγματεύθηκε με λογική ανατολίτικου παζαριού. Το ομολόγησε ο ίδιος στις συνεντεύξεις που είχε παραχωρήσει τότε στην ΕΡΤ και στο “Κόντρα”. Προφανώς, σε μία διαπραγμάτευση υπάρχει πάρε-δώσε. Έχει κρίσιμη σημασία, όμως, η διαπραγμάτευση να εκκινεί από μία θέση αρχής, η οποία να αντανακλά την πραγματικότητα στην περιοχή και κατ’ επέκτασιν να καθορίζει τις θεμιτές κόκκινες γραμμές.
Η ίδια η σλαβομακεδονική ηγεσία είχε προσφέρει την ελληνική διπλωματία το επιχείρημα για να αποδομήσει τη διαπραγματευτική τακτική των Σκοπίων. Οι Ζάεφ και Ντιμιτρόφ έχουν ομολογήσει δημοσίως ότι δεν μπορούν να μονοπωλούν τον όρο “Μακεδονία”, ο οποίος περιγράφει μία ευρύτερη γεωγραφική περιοχή από αυτήν που καταλαμβάνει το κράτος τους. Γι’ αυτό και αποδέχθηκαν το Βόρεια Μακεδονία ως όνομα του κράτους τους. Η ομολογία τους αυτή από διαπραγματευτικής απόψεως ήταν η αχίλλειος πτέρνα τους, η οποία δυστυχώς δεν αξιοποιήθηκε από την ελληνική πλευρά.
Ο Κοτζιάς όφειλε να θέσει στην άλλη πλευρά ένα απλό ερώτημα: αφού και οι ίδιοι οι Σλαβομακεδόνες αποδέχονται ότι το κράτος τους δεν μπορεί να ονομάζεται Μακεδονία, πώς θέλουν να ονομάζονται Μακεδόνες και η γλώσσα τους μακεδονική; Δεν συνιστά αυτό μονοπώληση του Όλου από το Μέρος; Οι Σλαβομακεδόνες είναι μία από τις εθνότητες που κατοικούν στην ευρύτερη γεωγραφική Μακεδονία. Και η γλώσσα τους είναι μία από τις γλώσσες που ομιλούνται στην γεωγραφική Μακεδονία.
Εξαρχής, όμως, ο Κοτζιάς –για λόγους που ο ίδιος ποτέ δεν εξήγησε και κάποτε πρέπει να απολογηθεί– υπέκυψε στο διαπραγματευτικό πλαίσιο που είχε διαμορφώσει ο Νίμιτς: Τα Σκόπια να αποδεχθούν σύνθετη ονομασία για το κράτος και η Αθήνα να αποδεχθεί τη “μακεδονική” ταυτότητα. Εάν για τον Τσίπρα μπορείς να καταλογίσεις εγκληματική άγνοια για το ποιο πραγματικά ήταν το εθνικό διακύβευμα, ο Κοτζιάς δεν έχει ούτε αυτό το ελαφρυντικό.
Το βουλγαρικό βέτο
Και ενώ η Ελλάδα με τις Πρέσπες κατέθεσε τα όπλα, την σκυτάλη πήρε η Βουλγαρία, η οποία έχει τους δικούς της εθνικούς λόγους να αντιδρά, δεδομένου ότι τα Σκόπια σφετερίζονται όχι μόνο την αρχαία μακεδονική ιστορία, αλλά και τη μεσαιωνική βουλγαρική ιστορία. Μην έχοντας δική τους ιστορία, ως πρόσφατη εθνότητα, οι Σλαβομακεδόνες λεηλατούν την ιστορία της Ελλάδας και της Βουλγαρίας για να κατασκευάσουν δική τους.
Οι Βούλγαροι, λοιπόν, δεν αποδέχονται τη “μακεδονική” ταυτότητα και γι’ αυτό έχουν μπλοκάρει τις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της Βόρειας Μακεδονίας με την ΕΕ. Παρά τις έντονες πιέσεις που τους ασκεί το ευρωιερατείο, μάλιστα, αυτοί επιμένουν στο βέτο τους. Έτσι, όταν στα Σκόπια είδαν ότι η Σόφια δεν υποχωρεί, με πρωτοβουλία του εθνικιστικού VMRO (αξιωματική αντιπολίτευση) η Βουλή τους ενέκρινε νόμο-ψήφισμα, το οποίο καθορίζει τις κόκκινες γραμμές που δεν πρέπει να παραβιασθούν κατά τη διάρκεια της όποιας διαπραγμάτευσης με τους Βούλγαρους.
Οι απαραβίαστες κόκκινες γραμμές, λοιπόν, είναι η πεμπτουσία του Μακεδονισμού, του ιδεολογήματος που δικαιολογημένα ενοχλούσε και ενοχλεί τους Έλληνες. Το ψήφισμα αναφέρει ρητά τους όρους “μακεδονική ταυτότητα” και “μακεδονικό έθνος”, το οποίο, μάλιστα, χαρακτηρίζει “αυτόχθον”, άρα όχι σλαβικό, άρα συνέχεια των αρχαίων Μακεδόνων! Ιδού, λοιπόν, πως ο Ζάεφ προσχώρησε πλήρως στο ιδεολόγημα του Γκρουέφσκι-VMRO.
Όλα αυτά ήταν εξαρχής αναμενόμενα. Τα Σκόπια, άλλωστε, παραβιάζουν συστηματικά και τις λίγες υποχρεώσεις που ανέλαβαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Τα παραδείγματα είναι πολλά και κάθε τόσο μας προστίθεται και κάποιο, όπως μας ενημερώνει η ειδησεογραφία. Το αξιοσημείωτο είναι ότι η Αθήνα ουσιαστικά αδιαφορεί. Κι αν ακόμα δεν έχουν κυρωθεί τα πρωτόκολλα της Συμφωνίας των Πρεσπών, αυτό οφείλεται αφενός στην αντίδραση της ομάδας Σαμαρά, αφετέρου στο γεγονός ότι τα Σκόπια όλο και προκαλούν την Ελλάδα.
Στο πλευρό της Βουλγαρίας
Η μη κύρωση των πρωτοκόλλων, ωστόσο, έχει ημερομηνία λήξεως. Είναι κοινό μυστικό ότι ο Μητσοτάκης ψάχνει κατάλληλο χρόνο για να τα στείλει στη Βουλή. Το πολιτικό ζήτημα σήμερα είναι ο τρόπος που η Αθήνα θα χειρισθεί τη διένεξη Σκοπίων-Σόφιας. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα συμπεριφέρεται λες κι αυτή η διένεξη δεν αφορά την Ελλάδα. Το αντίθετο, όμως, ισχύει, τουλάχιστον για όσους είχαν διαφωνήσει με τις Πρέσπες.
Με το νόμο-ψήφισμα, η Βουλή της Βόρειας Μακεδονίας διακηρύσσει με τον πιο επίσημο τρόπο τον “Μακεδονισμό”, πετώντας στα σκουπίδια τις έμμεσες διατυπώσεις που σκοπό είχαν να χρυσώσουν το χάπι στους Έλληνες. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τις συστηματικές παραβιάσεις ακόμα και των λίγων υποχρεώσεων που τα Σκόπια ανέλαβαν με τη Συμφωνία των Πρεσπών, προσφέρει μία διπλωματική ευκαιρία στην Αθήνα.
Αφού η καταγγελία της Συμφωνίας θα είχε πράγματι σοβαρές παρενέργειες και βεβαίως δεν την θέλει με τίποτα η σημερινή κυβέρνηση, η Αθήνα έχει κάθε συμφέρον να εκμεταλλευθεί τη μοναδική ευκαιρία και να στηρίξει διπλωματικά τη Σόφια, καταγγέλλοντας τον “Μακεδονισμό” και τις κατά καιρούς προκλήσεις των Σκοπίων. Έτσι θα δικαιολογήσει και τη μη κύρωση των πρωτοκόλλων.
Γιατί να το κάνει αυτό; Γιατί εάν τα Σκόπια υποχρεωθούν να κάνουν κάποιο βήμα πίσω αναφορικά με την “μακεδονική ταυτότητα”, το όφελος δεν θα είναι μόνο για τους Βούλγαρους. Θα είναι και για τους Έλληνες. Και βέβαια, άλλο είναι στο διπλωματικό γήπεδο να είναι μόνη της και απομονωμένη η Σόφια κι άλλο να έχει τη διπλωματική στήριξη της Αθήνας και κατ’ επέκταση και της Λευκωσίας. Θα υποχρεωθεί η ΕΕ να ασκήσει πιέσεις και προς τα Σκόπια, όχι μόνο στη Σόφια.
Το γεγονός ότι γράφω τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι έχω την αυταπάτη πως μπορεί το ελληνικό πολιτικό σύστημα να σκεφθεί έτσι.