Στα μέσα του Αυγούστου πραγματοποιήθηκε η αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, η οποία είχε προαναγγελθεί από το 2020 με τη συμφωνία της Ντόχα μεταξύ ΗΠΑ και Ταλιμπάν. Την απόσυρση των Αμερικανών ακολούθησε η κατάρρευση της φιλοδυτικής κυβέρνησης του Αφγανιστάν, με αποτέλεσμα την άμεση κατάληψη της χώρας από τους Ταλιμπάν.
Όπως ήταν φυσικό, η πτώση της Καμπούλ στους Ταλιμπάν είχε ως συνέπεια τη δημιουργία σκηνών πανικού ανάμεσα στους χιλιάδες Αφγανούς που προσπάθησαν να φύγουν αεροπορικώς από τη χώρα για να αποφύγουν τα αντίποινα. Σε αυτή την πρώτη φάση πάντως οι Ταλιμπάν έδειξαν αυτοσυγκράτηση, γεγονός το οποίο κατά κύριο λόγο θα πρέπει να αποδοθεί στις συννενοήσεις που είχαν προηγηθεί.
Πέρα πάντως από τις όποιες παρασκηνιακές συνεννοήσεις μεταξύ Αμερικανών και Ταλιμπάν, είναι σαφές ότι η ταπεινωτική αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν έχει μερικές άμεσες και σημαντικές συνέπειες: Τερματίζει την 20ετή προσπάθειά τους να αποκτήσουν ένα στρατηγικό προγεφύρωμα στο κέντρο της Ευρασίας. Eπί πλέον, μειώνει δραστικά την αξιοπιστία τους και τη δυνατότητά τους να διεξαγάγουν παρόμοιες επεμβάσεις στο μέλλον.
Ταπεινωτική αποχώρηση
Το στοιχείο που καθιστά την αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν ταπεινωτική, δεν είναι μόνο ότι αυτή συνέβη μετά από 20 χρόνια προσπαθειών. Είναι και η ταχύτητα με την οποία κατέρρευσε το φιλοδυτικό κυβερνητικό οικοδόμημα που οι ΗΠΑ έστηναν όλο αυτό το διάστημα. Μια ταχύτητα η οποία αιφνιδίασε ακόμη και τους ίδιους τους Αμερικανούς.
Και φυσικά το γεγονός αυτό εγείρει απορίες: Τί έκαναν επί είκοσι χρόνια οι Αμερικανοί με τη συνδρομή του ΝΑΤΟ στο Αφγανιστάν; Ή ακόμη χειρότερα, τι νόμιζαν ότι έκαναν; Ίσως αυτή η τελευταία ερώτηση να είναι και η πιο ανησυχητική, διότι δείχνει την αδυναμία των ΗΠΑ να διαχειριστούν αποτελεσματικά όλες τις διαστάσεις ενός τόσο πολύπλοκου εγχειρήματος, όπως αυτό που ανέλαβαν στο Αφγανιστάν.
Πρόκειται για μια αδυναμία η οποία δεν πηγάζει απλώς από την αλαζονία της ισχύος. Σχετίζεται κυρίως με την απλοϊκή εμμονή των ΗΠΑ να πιστεύουν ότι σε απόλυτους όρους ο δυτικός τρόπος ζωής είναι ανώτερος από οποιονδήποτε άλλο και ότι θα αρκούσε η μεταφορά του σε μια τριτοκοσμική κοινωνία για να γίνει δεκτός με ενθουσιασμό.
Η προσέγγιση αυτή παραβλέπει το γεγονός ότι οι δυτικές δομές και αντιλήψεις όχι μόνο δεν είναι αφομοιώσιμες, αλλά συχνά είναι και απορριπτέες από κοινωνίες θρησκόληπτες και παραδοσιολατρικές. Ακόμη παραβλέπει το γεγονός ότι η ξένη επέμβαση συχνά ενεργοποιεί στους κατοίκους των «υπό αναμόρφωση» χωρών έναν λανθάνοντα πατριωτισμό, ο οποίος αναφύεται μέσα από τις παραδοσιακές σχέσεις που ορίζουν η φυλή, η φατρία και η οικογένεια.
Το αποτέλεσμα είναι η πλήρης αποτυχία της γεωπολιτικής εφόρμησης που ξεκίνησαν οι ιέρακες της Ουάσινγκτον επί προεδρίας Μπους με αφορμή την επίθεση στους δίδυμους πύργους (2001). Στην πράξη επρόκειτο για την προσπάθεια των νεοσυντηρητικών να προωθηθούν στην ευρωασιατική σκακιέρα, μετά τη νίκη των ΗΠΑ στον «ψυχρό πόλεμο».
Πόλεμος με δανεικά
Η ήττα των ΗΠΑ στο Αφγανιστάν έχει μια ιδιαίτερη σημασία, διότι συνδυάζεται με την προϊούσα διάβρωση της αμερικανικής οικονομικής ισχύος. Πράγματι, όπως είναι γνωστό, οι ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1980 τουλάχιστον καλύπτουν τα εμπορικά και τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα με συνεχές τύπωμα χρήματος. Πρόκειται για μια καταχρηστική πρακτική η οποία εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι το δολάριο είναι το παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα. Η πρακτική αυτή επιτάθηκε μετά την κρίση του 2008. Σχετικά αναφέρεται ότι στις αρχές της προεδρίας Ομπάμα το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ έφτανε τα 10 τρισεκατομμύρια δολάρια, ενώ στο τέλος της προεδρίας Τραμπ είχε ανέλθει στα 27 τρισεκατομμύρια δολάρια.
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι οι αμερικανικές επεμβάσεις στην κεντρική Ασία χρηματοδοτήθηκαν όχι απλώς με δανεικά, αλλά με τυπωμένα δολάρια. Μόνο το αμιγώς στρατιωτικό κόστος της επέμβασης στο Αφγανιστάν ξεπέρασε το ένα τρισεκατομμύριο δολάρια, ενώ αν συνυπολογιστεί και η επέμβαση στο Ιράκ, το συνολικό κόστος υπερβαίνει τα δυο τρισεκατομμύρια δολάρια. Και βέβαια η οικονομική αιμορραγία δεν σταματά εδώ. Θα συνεχίζεται υπό την μορφή εξόδων για την φροντίδα των βετεράνων των δυο πολέμων και τόκων που θα πρέπει να πληρώνονται για δεκατίες.
Συνεπώς η αμερικανική εκστρατεία στο κέντρο της Ασίας δεν απέβη απλώς άκαρπη. Είχε και τεράστιο κόστος. Και το κόστος δεν αφορά μόνο την απώλεια πολύτιμων ανθρώπινων και υλικών πόρων, αλλά και την καταβαράθρωση της αξιοπιστίας των ΗΠΑ ως παγκόσμιας δύναμης στα μάτια εχθρών και φίλων. Υπό το πρίσμα αυτών των διαπιστώσεων, η αποτυχία των ΗΠΑ σε Ιράκ-Αφγανιστάν σηματοδοτεί πιθανώς και το όριο εξάντλησης της αυτοκρατορικής τους επέκτασης.
Προσεχώς λοιπόν οι ΗΠΑ θα δυσκολευτούν πολύ να επιχειρήσουν μια νέα πολυδάπανη επέμβαση, αφού οι εξελίξεις τις οδηγούν μάλλον σε τακτική αναδίπλωση. Σχετικά είναι χαρακτηριστικό ότι οι αμερικανικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν είχαν μειωθεί δραστικά ήδη από το 2014. Όμως ορατή είναι η τάση των ΗΠΑ να αποσυρθούν και από άλλα θέατρα, προκειμένου να εξοικονομήσουν πόρους για την αντιπαράθεση με την Κίνα. Αυτό το είδαμε ήδη στην εμπλοκή τους δια αντιπροσώπων στις συγκρούσεις στη Συρία και στη Λιβύη.
Οι κίνδυνοι για την Ελλάδα
Στον βαθμό λοιπόν που οι ΗΠΑ θα μειώσουν την παρουσία τους σε διάφορες περιοχές, αυτό συνιστά μια εξέλιξη που θα πρέπει να ανησυχήσει ιδιαιτέρως τις ελληνικές πολιτικές ηγεσίες. Ο λόγος είναι ότι οι τελευταίες έχουν βασίσει πολλά στην επικίνδυνη υπόθεση ότι οι ΗΠΑ θα είναι πάντα παρούσες στην Ανατολική Μεσόγειο και ότι θα αυτό θα αποτρέπει έναν πόλεμο με την Τουρκία.
Η αφγανική κρίση έχει βεβαίως και άλλες συνέπειες για την Ελλάδα. Η πιο άμεση από αυτές είναι η πίεση από τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές που θα δημιουργηθούν. Κανονικά η Ελλάδα, η οποία απέχει περισσότερο από 4.000 χιλιόμετρα από το Αφγανιστάν, δεν θα έπρεπε να απειλείται από ένα τέτοιο κύμα. Ωστόσο ο εγκλωβισμός της ανάμεσα στο δίπολο Τουρκίας-ΕΕ, την καθιστά πιθανό προορισμό και χώρο συγκέντρωσης μεγάλου μέρους αυτών των ροών.
Εν όψει αυτών των εξελίξεων, η Ελλάδα δεν έχει άλλη επιλογή από το να θωρακίσει τα σύνορά της, μην επιτρέποντας τη μετατροπή της σε «χώρα-καταυλισμό». Διότι δεν μπορεί να πληρώνει τα σπασμένα κάθε διεθνούς κρίσης, ούτε μπορεί να αφήνεται σε μια διαδικασία «λιβανοποίησης» που αναπόφευκτα θα οδηγήσει και στη δική της διάλυση.
Μια άλλη σημαντική συνέπεια για την Ελλάδα είναι ότι υπό τις παρούσες συνθήκες ο ρόλος και η σημασία της Τουρκίας ισχυροποιείται. Η αδυναμία των ΗΠΑ να έχουν πλέον άμεση πρόσβαση στην περιοχή και παράλληλα η τάση να εξοικονομήσουν δυνάμεις θα τις οδηγήσει στην ανάγκη να ασκήσουν πολιτική δια αντιπροσώπων. Και το γεγονός αυτό αυξάνει de facto τον ρόλο της Τουρκίας, η οποία το γνωρίζει καλά.
Αυτό ενέχει και έναν άλλο κίνδυνο: να πληρώσουν οι ΗΠΑ τις καλές υπηρεσίες της Τουρκίας μέσω ελληνικών υποχωρήσεων στην Ανατολική Μεσόγειο και στην Κύπρο. Όλα αυτά βάζουν τέρμα στο «αφήγημα» των ελληνικών ηγεσιών περί της σημασίας της Ελλάδας ως παράγοντος σταθερότητας στην περιοχή. Αντιθέτως όσο πιο δεδομένη και πιο εξαρτημένη εμφανίζεται η Ελλάδα, τόσο πιο πιθανό γίνεται να χρησιμοποιηθεί ως γεωπολιτική «Ιφιγένεια».
Το τέλος του μονοπολικού κόσμου
Εκείνοι που καταλαβαίνουν τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται, δεν μπορούν παρά να ανησυχούν. Φεύγουμε πια από τη σχετική σταθερότητα του μονοπολικού κόσμου και μπαίνουμε σε έναν αιώνα αδυσώπητων ανταγωνισμών. Σε αυτή την εποχή ρευστότητας η μοναδική ασφάλεια που μπορεί να έχει κανείς, είναι αυτή που θα του παρέχει η δική του ισχύς και η δυνατότητα να βρίσκει αξιόπιστους συμμάχους.
Αυτό όμως απαιτεί συλλογικά υποκείμενα με ξεκάθαρα οράματα και στρατηγικές, με ζωτικότητα δημογραφική και οικονομική, και υπολογίσιμη στρατιωτική ισχύ. Προς την οικοδόμηση αυτών των δυνατοτήτων οφείλει να κινηθεί σήμερα η Ελλάδα, μακριά από απατηλές επαναπαύσεις σε «στρατηγικές σχέσεις» και μακριά από αναζητήσεις προληπτικών συνθηκολογήσεων στη «Χάγη» ή άλλου. Δηλαδή μακριά από τις αυταπάτες που προσφέρουν μακροημέρευση στο εγχώριο πολιτικό σύστημα, αλλά όχι στη χώρα.
*Ο Αναστάσιος Λαυρέντζος έχει σπουδάσει Φυσική στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Έχει διπλώματα μεταπτυχιακής ειδίκευσης (MSc) στα Οικονομικά Μαθηματικά (Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και στη Θεωρητική Φυσική (Πανεπιστήμιο Κρήτης).
Έχει εργαστεί ως διευθυντικό στέλεχος στον τομέα Διαχείρισης Κινδύνων σε μεγάλους ελληνικούς χρηματοπιστωτικούς οργανισμούς. Στο πλαίσιο αυτό έχει επισκεφτεί πολλές βαλκανικές χώρες (Τουρκία, Βουλγαρία, Ρουμανία, Σερβία). Συνεργάζεται με διεθνείς ελεγκτικούς οίκους ως σύμβουλος επιχειρήσεων και διδάσκει Διαχείριση Κινδύνων στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Αρθρογραφεί τακτικά σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα για τα εθνικά θέματα και για ζητήματα που αφορούν τη διεθνή οικονομία. Έχει γράψει τα βιβλία: «Η Θράκη στο μεταίχμιο» και «Σιωπηρή Άλωση – Το Δημογραφικό και το Μεταναστευτικό πρόβλημα της Ελλάδας».