Μαύρου Όλγα
Η ζωή ακριβαίνει, άλλοτε σταθερά και άλλοτε απότομα. Κοιτώντας τα τεφτέρια του 1999 και του 2010, μπορεί κανείς να δει τις τεράστιες διαφορές στα ποσά που πλήρωνε στην πορεία της τελευταίας 20ετίας για τις ίδιες υπηρεσίες ή προϊόντα. Οι τιμαριθμικές αλλαγές θα ήταν σε κάποιο βαθμό αναπόφευκτες ακόμα και με τις δραχμές, αλλά οι παράμετροι είναι τόσο πολλές, που είναι αδύνατον να υπολογισθεί το κόστος ζωής επακριβώς ή και κατά προσέγγιση. Όμως,είναι δυνατή η σύγκριση σε απόλυτους αριθμούς.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι όπως και σήμερα με 0,30 ευρώ παίρνεις μόνο τσίχλες και σπίρτα, έτσι και το 1999 δεν έπαιρνες σχεδόν τίποτα με το κατοστάρικο.
Η τυρόπιτα έκανε 200 δραχμές και το ψωμί των 350-400 γραμμαρίων έκανε 150 δραχμές ή 0,44 ευρώ. Όμως, σήμερα το ίδιο βάρος ψωμιού πωλείται 0,70 ευρώ. Και η τυρόπιτα πωλείται πλέον περίπου 450 δραχμές ή 1,30 ευρώ.Ένα κιλό φέτα τότε έκανε 1.700 δραχμές ή 5 ευρώ ενώ σήμερα η πιο φθηνή φέτα πωλείται 8 ευρώ ή 2.720 δραχμές. Το λάδι που σήμερα πωλείται 6 ευρώ ενώ ο παραγωγός παίρνει μόνον 3 ή και 2,8 ευρώ, τότε πωλείτο –το άριστο– 3,5 ευρώ το λίτρο και πήγε στα 4, στα 5 και στα 6 σταδιακά, με την μεγαλύτερη αύξηση φέτος ακόμα και στα λεγόμενα δευτεροκλασάτα και τριτοκλασάτα λάδια.
Μεγαλύτερη αύξηση (70%) σημειώθηκε –με ένα ενδιάμεσο κραχ– στις μεταφορές, αλλά και σε μη αναγκαία προϊόντα, όπως το αλκοόλ και ο καπνός. Σημαντική ήταν και η αύξηση στις δαπάνες υγείας, με το ΕΣΥ να σφυροκοπείται λόγω της χρεοκοπίας αλλά και με τους ιδιώτες γιατρούς να ζητούν όσα μπορούν να πάρουν. Ο Έλληνας ήδη από το 2011 έδινε 40% παραπάνω για την υγεία του από όσα έδινε το 2001.
Οι τιμές τα τελευταία χρόνια σε σύγκριση με την εποχή της δραχμής, είναι χαμηλότερες μόνον στις επικοινωνίες (πιο φθηνό διαδίκτυο και κινητό τηλέφωνο) και στους υπολογιστές ή στις συσκευές τηλεόρασης. Ο βασικός μισθός το 1999 ήταν 170.000 δραχμές ή 500 ευρώ, όμως οι τιμές δεν ήταν τέτοιες ώστε με τα 170 χιλιάρικα κάποιος να μην μπορεί να ζήσει.
Το μπουκαλάκι του νερού πωλείτο στα περίπτερα 50 δραχμές ή 0,15 ευρώ ενώ με την αλλαγή νομίσματος πήγε αυτομάτως στα 0,50 ευρώ ή 170 δραχμές. Το εισιτήριο στο λεωφορείο ήταν 0,22 ευρώ ή 74 δραχμές (σήμερα 1,40 ευρώ ή 476 δραχμές) και το λίτρο του γάλακτος πωλείτο 0,75 ευρώ ή 240 δραχμές. Τότε με 0,80 ευρώ παίρναμε μια τυρόπιτα και με 1,5 ευρώ ένα φυσικό χυμό (σήμερα 2,5), δηλαδή με 2,30 ευρώ είχαμε πρωινό στο δρόμο και με άλλο 1,40 ευρώ τρώγαμε χορταστικό μεσημεριανό με δύο πιτόγυρους (σήμερα 5 ευρώ οι δύο). Με 0,50 πίναμε και μια μπυρίτσα (σήμερα 1,50).
Καφέδες και ποτά
Τα καλοκαίρια όλη η οικογένεια μπορούσε να τρώει κάθε μέρα παγωτό, ενώ σήμερα πολλαπλασιάζει κάποιος τα 2,20 ευρώ ανά τεμάχιο επί 4 (μέλη) και επί 30 οπότε καταλήγει στα 264 ευρώ μηνιαίως, και αποφασίζει να μην παχύνει. Αν το βράδυ πήγαιναν δύο άτομα στα Goodys, έδιναν 2.500 δραχμές ή 7,3 ευρώ (σήμερα 12). Για ένα ποτό σε μπαράκι έδινε κάποιος 3-4 ευρώ ή περίπου 1.500-1.600 δραχμές, ενώ σήμερα δίνει πάνω από 7,5 ευρώ ή 2.700 δραχμές.
Το ότι το καφεδάκι σκαρφάλωσε απότομα από τις 800 δραχμές στις 1.200 (3,5 ευρώ) σημαίνει ένα ευρώ “καπέλο” εν μια νυκτί ή 350 παραπάνω ευρώ το χρόνο για έναν συνταξιούχο ή έναν φοιτητή, δηλαδή άτομα με πολύ μετρημένα εισοδήματα. Το 1999 έβρισκε κάποιος στην Αθήνα να νοικιάσει ένα δυάρι ρετιρέ με θέα 220 ευρώ (75.000 δραχμές) αλλά το ίδιο διαμέρισμα, αν δεν έχει γίνει Aibnb, νοικιάζεται πλέον 350 ευρώ.
Με 280-300 ευρώ το μήνα (100.000 δραχμές) μπορούσες να βρεις μια κυρία για baby sitting. Ο παιδικός σταθμός στον ιδιωτικό τομέα στοίχιζε 60.000-70.000 δραχμές ή 180 ευρώ και σήμερα 400.Το χαρτί υγείας που σήμερα πωλείται 4 ευρώ, τότε πωλείτο 2 (680 δραχμές). Το φροντιστήριο για το παιδί που ετοιμαζόταν για πανελλαδικές στοίχιζε 68.000 δραχμές ή 200 ευρώ το μήνα και σήμερα 450.
Η μικρότερη διαδρομή με το ταξί ήταν 600 δραχμές (1,8 ευρώ) και σήμερα η ελάχιστη 3,40. Η βενζίνη στην Αθήνα πωλείτο 249 δρχ./λίτρο (0,60 ευρώ) και το πετρέλαιο θέρμανσης 98,7 δρχ./λίτρο (0,25 ευρώ). Σήμερα με όσα δίνει κάποιος για να γεμίσει τη ρεζέρβα (10 ευρώ τα 5 λίτρα), τότε γέμιζε περίπου το ένα τρίτο του ρεζερβουάρ (16 λίτρα).
Αυτοκίνητα και είδη διατροφής
Μπορούσε κάποιος να αγοράσει ένα μέτριο ΙΧ με 8.000 ευρώ ή 3 εκατ. δραχμές ενώ σήμερα το πιο φθηνό κάνει 11.000 ευρώ ή 3.740.000 δραχμές. Επισης αυξήθηκαν υπέρμετρα τα τέλη κυκλοφορίας και οι ασφάλειες αυτοκινήτων, αλλά και τα πρόστιμα και οι έμμεσοι φόροι σε σχέση με το όχημα, ενώ η πιάτσα ανέβασε και τις τιμές των service και των parking. Όλα τα καύσιμα αυξήθηκαν: το μικρό φιαλίδιο για το γκαζάκι πωλείτο 0,70 ευρώ και σήμερα το φθηνότερο πωλείται 1,10. Η ΔΕΗ από 70 ευρώ για μια τριμελή οικογένεια έφτασε τα 120 κατά μέσο όρο.
Ο μαϊντανός, το όμορφο και πολύτιμο στολίδι της κουζίνας, έγινε πολύτιμο και στην τσέπη. Από 50 δραχμές ή 0,14 ευρώ αναρριχήθηκε διακριτικά στα 0,50 ευρώ ή στις 170 δραχμές, δηλαδή με το κιλό να προσεγγίζει σε τιμή το μοσχάρι ή τα 11 ευρώ. Αλλά και η υγεία πολυτιμοποιήθηκε τιμολογιακά. Τότε πήγαινε κάποιος “σε ένα καλό γιατρό” με επίσκεψη 10.000 δραχμές (35 ευρώ) ενώ σήμερα για επιστήμονα με τις ίδιες περγαμηνές πρέπει να δώσει 80 έως 100 ευρώ (27.000 – 34.000 δραχμές) συχνά χωρίς απόδειξη ή και 130 ευρώ, αν απαιτήσει απόδειξη.
Το κόστος της υγείας
Οι αποκλειστικές νοσοκόμες αύξησαν κι αυτές το κόστος υγείας. Από 80 ευρώ τις αργίες, ανέβασαν την αμοιβή στα 90. Και από 43 ευρώ τις καθημερινές για 6 ώρες, ζητούσαν πλέον 51. Όμως, τα εισοδήματα αυτών που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από νοσηλεία (των γερόντων), μειώθηκαν λόγω χρεοκοπίας και ο ΕΟΠΠΥ καλύπτει μόνο μικρό ποσοστό και υπό ειδικές συνθήκες όσον αφορά στο κόστος των αποκλειστικών.
Παράλληλα το ΕΣΥ λόγω χρεοκοπίας έχει πλέον ελάχιστους νοσηλευτές σε κάθε θάλαμο. Γέμισαν τα νοσοκομεία εγκαταλελειμμένους γέροντες και γερόντισσες, που παρακαλούσαν τους συγγενείς άλλων στο θάλαμο για νερό ή ζητούσαν «να φωνάξουν κάποιον για την “πάπια”».
Οι τιμές σε κάποιους τομείς μειώθηκαν για ένα διάστημα όταν ήταν “φρέσκια” η χρεοκοπία, και “έπεσαν” τα ενοίκια ή οι γιατροί αρκούνταν σε μια σχεδόν συμβολική αμοιβή. Αυτό κράτησε μόλις 2-3 χρόνια. Εν συνεχεία οι τιμές άρχισαν να “ξανατσιμπάνε”, πήραν την ανιούσα και δεν λένε να πατήσουν φρένο. Η εποχή που με ένα πεντοχίλιαρο αν στριμωχνόσουν “έβγαζες τη βδομάδα”, ανήκει όντως στον περασμένο αιώνα.
___________________
Μιχάλης Τσολάκης/ Efenpress