Καθώς ο ελληνικός λαός βίωσε μια τραγική πολιτική εμπειρία, τα τελευταία χρόνια βλέπει με μεγάλη υπομονή όλα όσα ένα επιτελείο με αντίληψη οικονομίας σουπερμάρκετ –και αυτό είναι όλο– ξεδιπλώνει ως πολιτική πρόταση.
Στη χώρα, εκτός από τα προβλήματα της οικονομίας, της διαφθοράς, του εκσυγχρονισμού των θεσμών και της λειτουργίας τους, αναδύθηκαν και θέματα δημοκρατίας και ταυτότητας.
Και για να προλάβω όσους εύκολα, χωρίς επιχειρήματα και χωρίς βαθύτερη μελέτη του φαινομένου θα σπεύσουν να διατυπώσουν τις γνωστές κατηγορίες, θα ήθελα να επισημάνω πως ένας από τους μεγαλύτερους σύγχρονους φιλελεύθερους διανοητές, ο Φράνσις Φουκουγιάμα, αποδίδει πρωταρχική σημασία στην αίσθηση της ταυτότητας.
Πάνω ακόμη και από την επιβίωση. Διότι τη συνδέει με την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Οποιουδήποτε ανθρώπου αναζητά ταυτότητα. Και αυτό έχει δικαίωμα να το κάνει κάθε άνθρωπος. Είναι εξαιρετικό το βιβλίο του Ταυτότητα, το οποίο κυκλοφορεί και στα ελληνικά.
Το εύλογο ερώτημα του αναγνώστη είναι από πού προκύπτει θέμα δημοκρατίας. Όταν η διακυβέρνηση έχει περιοριστεί στην εκλογή μιας κομματικής ομάδας που συνήθως λυμαίνεται το κράτος, όταν η εκλογή αυτή γίνεται με μικρά ποσοστά στο σύνολο του πληθυσμού, και όταν η κοινή γνώμη χειραγωγείται με πολλούς τρόπους για την επιλογή της, πριν περάσει στο περιθώριο, τότε υπάρχει σοβαρό θέμα δημοκρατίας.
Και σε παγκόσμιο επίπεδο υπάρχει ζήτημα δημοκρατίας, όχι μόνο στο πώς νομιμοποιούνται οι θεσμοί που αποφασίζουν για τη ζωή μας (Ευρωπαϊκή Ένωση), αλλά και με το είδος και το περιεχόμενο των αποφάσεων.
Διατάγματα τύπου «μαύρη λίστα» σε όσους διαφωνούν με μια συμφωνία, ή η πολιτική ταύτιση της Σοβιετικής Ένωσης και του Χιτλερισμού να θεωρείται ποινικό αδίκημα, είναι σοβαρά βήματα περιορισμού της ανθρώπινης ελευθερίας – και δεν φαίνεται να απασχολούν ούτε καν φιλελεύθερους κύκλους και έντυπα.
Το παγκόσμιο σύστημα έστυψε το φιλελευθερισμό, πήρε ό,τι είχε να πάρει από αυτόν, και τώρα αναζητά νέα ιδεολογήματα για να επιβάλει την πολιτική του. Και τα ίδια ΜΜΕ που κάποτε όμνυαν στη φιλελεύθερη ιδεολογία δέχονται πολύ ευχαρίστως να παίξουν τον νέο ρόλο.
Το ζήτημα της δημοκρατίας και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων θα γίνεται πιο σύνθετο όσο η τεχνολογία εξελίσσεται. Το μέγα ζητούμενο της εποχής μας είναι πώς θα διασφαλιστεί η εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης χωρίς περιορισμό και υποβάθμιση του ανθρώπου.
Ζήτημα δημοκρατίας είναι και η διαχείριση της υπόθεσης του κορονοϊού. Βρισκόμαστε μπροστά στη συνειδητοποίηση ότι η γνώση του φαινομένου είναι ελλιπής, αλλά η «επιστημονική αυθεντία» κατατίθεται με απόλυτη βεβαιότητα. Το αποτέλεσμα –που προκύπτει από τη δοκιμασία της επιστημονικής άποψης στην πραγματικότητα– είναι διχασμός της κοινής γνώμης και αμφισβήτηση του λόγου του κράτους.
Υπάρχει μια διάσταση πολιτικής εξουσίας και μεγάλου μέρους των πολιτών. Μια αμφισβήτηση που –αν το πολίτευμα λειτουργούσε ομαλά– θα έθετε θέμα νομιμοποίησης.
Το κράτος αναγκάζεται να καταφύγει σε επικίνδυνες μεθόδους, όπως τα 150 ευρώ, για να εξαγοράσει την έλλειψη εμπιστοσύνης των πολιτών. Ουσιαστικά το κράτος αγοράζει εμπιστοσύνη, δεν την έχει.
Ποιος αποκλείει, αν η μέθοδος αυτή γίνει αποδεκτή, στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση να νομιμοποιηθεί το εκλογικό φακελάκι; Υπάρχουν πολλοί που ακόμη και με 50 ευρώ θα έδιναν την ψήφο τους. Τόση σημασία τής αποδίδουν. (Το φαινόμενο εμφανίζεται σε κάθε εκλογές, αλλά μπορεί να πάρει επικίνδυνες ανοιχτές διαστάσεις. «Ποια δημοκρατία και ποιες εκλογές» θα σου πουν όσοι ευχαρίστως θα δέχονταν την εξαγορά.)
Ένα άλλο φαινόμενο που απαξιεί την πολιτική και ωθεί στα άκρα και στο περιθώριο μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης είναι η διαχείριση των εθνικών θεμάτων. Ακόμη και όταν τα πολιτικά κόμματα πιστεύουν πως κάποιοι ελιγμοί πρέπει να γίνουν, δεν συνομιλούν με ευθύτητα με το λαό αλλά διολισθαίνουν, ώστε να παρουσιάσουν την ήττα ως νίκη.
Φοβάμαι πως στα ελληνοτουρκικά βρισκόμαστε ενώπιον μιας τέτοιας εξελικτικής διαδικασίας. Αλλά εκεί που το ζήτημα έλαβε προκλητικές διαστάσεις είναι το Σκοπιανό.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις αντιμετώπισαν το θέμα στην καλύτερη περίπτωση ως μια υπερβολική ιδιαιτερότητα και ευαισθησία των βορειοελλαδιτών, στη χειρότερη ως εθνικισμό που έπρεπε να παταχθεί, και το διαχειρίσθηκαν επιπόλαια και αρκετά ελαφρά.
Αφού το οδήγησαν στη Συμφωνία των Πρεσπών, οι κήνσορες της πολιτικής τους μας κραδαίνουν τώρα το μαστίγιο που θα υποστούμε αν δεν συμφωνήσουμε στην υλοποίησή της. (Πρέπει να περάσουν από τη Βουλή πρωτόκολλα για να εφαρμοσθεί πλήρως.)
Συνήθως οι κήνσορες της αποδοχής της Συμφωνίας και των συνεπειών της επισημαίνουν τις απώλειες (οικονομικές, πολιτικές και ασφάλειας) της χώρας, αν αφεθεί πεδίο ελεύθερης δράσης στην Τουρκία. Γι’ αυτούς το Σκοπιανό ξεκινά από τη ρεαλιστική αποδοχή της υπογραφής της συμφωνίας. Δεν μπορούμε να μην την εφαρμόσουμε, άρα να προχωρήσουμε χωρίς διαμαρτυρίες.
Αυτό δεν είναι λειτουργία κράτους. Αυτό είναι ολοκληρωτικού τύπου διαχείριση της κοινωνίας. Και στη διαχείριση αυτή ευθύνες έχουν όλα τα πολιτικά κόμματα, κυρίως στις μέρες μας τα δύο μεγαλύτερα. Το Σκοπιανό έχει ιστορικό βάθος και κρύβει μελλοντικούς κινδύνους.
Ψηφίζουμε μια συμφωνία με την κοινή γνώμη να είναι αντίθετη σε μεγάλο ποσοστό και επικαλούμαστε εθνική καταστροφή αν η κοινή γνώμη αντιδράσει στην εφαρμογή της. Προφανώς, αυτή είναι η δημοκρατία που φανταζόμαστε για τη χώρα μας;
Τη δημοκρατία και τον εκσυγχρονισμό νοθεύει επίσης η χαμηλή κατάταξη της Ελλάδας στην κλίμακα των χωρών που αντιμετωπίζουν τη διαφθορά. Αλλά και η άρνηση της πολιτείας να μετασχηματίσει τη λειτουργία θεσμών εξυπηρέτησης του πολίτη.
Ακόμη και τα περίφημα Κέντρα Εξυπηρέτησης Πολιτών έχουν γίνει μηχανισμοί που τον πνίγουν. Ολοκληρώνοντας την ταλαιπωρία του από την επαφή με το κράτος, ο πολίτης αισθάνεται την ανάγκη να κάνει τεμενάδες σε υπαλλήλους που βρίσκονται στη θέση τους για να τον εξυπηρετούν.
Όλα θα μπορούσαν να αλλάξουν, όπως αποδείχθηκε με τις αλλαγές που αναγκαστικά έγιναν την περίοδο του περιορισμού στις μετακινήσεις.
Το τραγικότερο όλων είναι πως αυτό το σύστημα λειτουργεί καλά, αυτοπροστατεύεται και έχει εγκλωβίσει στη λογική του πολίτες που είτε δεν θέλουν να εμβαθύνουν, είτε κομματικοποιημένοι καθώς είναι δεν θέλουν να χάσουν τα προνόμια που η κομματική συμμετοχή τούς παραχωρεί.
Η οικονομική ανάπτυξη της χώρας ήταν και είναι κομπραδόρικη, όπως θα έλεγε και ο Ανδρέας. Μία κρατικοδίαιτη ομάδα λυμαίνεται τον τόπο. Τώρα γίνεται οικονομία καζίνου, αφού όλα θα περιστρέφονται γύρω από το Ελληνικό.
Η Ελλάδα περιστρεφόταν γύρω από την Αθήνα, ούτως ή άλλως. Και επιβίωνε από τα αποφάγια της. Τώρα θα περιστρέφεται γύρω από το Ελληνικό. Ούτε καν την Αθήνα. Τέτοιο είναι το όραμα της πολιτικής, οικονομικής και πνευματικής της ελίτ.
Την έχουν τελειώσει τη χώρα. Υπάρχει κανείς που θέλει να αντιδράσει; Και αν υπάρξει θα μπορέσει;
Το ελληνικό κράτος και οι θεσμοί του δεν λειτουργούν ουδέτερα, αλλά υπό την οπτική του κόμματος που κάθε φορά εκλέγεται. Αυτό έχει γίνει, και θεωρείται, στην Ελλάδα ως κανονικότητα, και υποστηρίζεται και από τους πολίτες.
Οπότε μπροστά σ’ αυτή τη συνειδητοποίηση το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι:
Κυρίες και κύριοι, καληνύχτα σας.