Ο σεισμός, ο οποίος χτύπησε την συμπρωτεύουσα στις 23.03, είχε επίκεντρο 20 χλμ ανατολικά της πόλης, μεταξύ των λιμνών Κορώνειας και Βόλβης, στο χωριό Στίβος. Η διάρκεια του σεισμού ήταν 10 δευτερόλεπτα, το μέγεθος του 6,5 ρίχτερ, ενώ το εστιακό βάθος ήταν μικρό, περίπου οκτώ έως δέκα χλμ. Είχε προηγηθεί μία σειρά προσεισμών με πιο ισχυρό εκείνον της 23ης Μαϊου, μεγέθους 5,3 ρίχτερ.
Ο σεισμός δημιούργησε πλήρη πανικό στην πόλη. Επικράτησε κυκλοφοριακό κομφούζιο, ασθενοφόρα και πυροσβεστικά οχήματα δεν μπορούσαν να κυκλοφορήσουν, οι επικοινωνίες είχαν «πέσει», ενημέρωση δεν υπήρχε, ενώ οι φήμες μετασεισμών και καταρρεύσεων είχαν δημιουργήσει πλήρη αναστάτωση. Η Πολιτεία είχε ηττηθεί, αφού ο «Ξενοκράτης» ήταν ανύπαρκτος.
Βαρύς ο απολογισμός, δύσκολη η συνέχεια
Ο πρώτος απολογισμός ήταν δραματικός: Σαράντα εννέα έχασαν τη ζωή τους, 220 είχαν τραυματιστεί και 800.000 άνθρωποι ήταν προσωρινά άστεγοι, αφού φοβούνταν να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Οι Θεσσαλονικείς πέρασαν το θέρος του 1978 στους δρόμους, τα πάρκα, τις πλατείες και την ύπαιθρο. Ωστόσο, ένα μόνο κτίριο έπεσε, το οκταώροφο της πλατείας Ιπποδρομίου, το οποίο, πέρα από 29 ψυχές, πήρε μαζί του και την ψευδαίσθηση του έως τότε «άτρωτου» μπετόν.
Οι φήμες για τους δήθεν μετασεισμούς και τον «γεωλογικό» ρόλο της επικείμενης Πανσελήνου ήταν τέτοιες που ανάγκασαν τον τότε πρωθυπουργό, Κ. Καραμανλή να περάσει το συγκεκριμένο τριήμερο στη Θεσσαλονίκη για να κατευνάσει τους φόβους των πολιτών.
Η πόλη άντεξε
Οι επόμενες ημέρες κι εβδομάδες αφιερώθηκαν στην κινητοποίηση του κράτους και του τεχνικού κόσμου για την αποκατάσταση των πληγέντων και του δομημένου περιβάλλοντος. Ο απολογισμός έδειξε ότι το 74,5% των κτιρίων άντεξαν τον σεισμό (πράσινα), το 21% παρουσίασαν μικρής ή μεσαίας κλίμακας ζημίες (κίτρινα), ενώ το 4,5% είχαν σοβαρές βλάβες (κόκκινα). Ο έλεγχος διήρκησε 45 ημέρες, για τις ανάγκες του οποίου επιστρατεύθηκαν 1.000 μηχανικοί.
Η καταμέτρηση έδειξε ότι και ιστορικά μνημεία της πόλης, όπως η Ροτόντα και η Αχειροποίητος είχαν υποστεί σοβαρές ζημίες. Ωστόσο, κοινό συμπέρασμα των ειδικών ήταν ότι, παρά την έλλειψη σχεδίου, η πόλη άντεξε.
Καταλυτικός για την επιστροφή στην ομαλότητα ήταν ο ρόλος των αρμοδίων της εποχής, όπως ο τότε νομάρχης Θεσσαλονίκης, κ. Κ. Πυλαρινός, ο υπουργός Βορείου Ελλάδος, κ.Νικ. Μάρτης, ο υπουργός Δημοσίων Έργων, Νικ. Ζαρντινίδης, ο τότε πρόεδρος του ΤΕΕ και μετέπειτα δήμαρχος και υπουργός, κ. Σωτ. Κούβελας, και οι καθηγητές Β. Παπαζάχος, Γ. Πενέλης, Δ. Βαλαλάς και Γ. Νιτσιώτας.
Μία πρωτοφανής κινητοποίηση
Το κόστος αποκατάστασης του δομημένου περιβάλλοντος ξεπέρασε σε σημερινές, μεσοσταθμικές τιμές το ένα δισ. ευρώ. Το κράτος επιδότησε σε ποσοστό 30% τις επισκευές και εγγυήθηκε τον δανεισμό του υπολοίπου 70%, δια της επιβολής ειδικού φόρου.
Οι ανάγκες αποκατάστασης του σεισμού έφεραν μία πρωτοφανή κινητοποίηση της πολιτείας και των εμπλεκόμενων φορέων, με την δημιουργία της Υπηρεσίας Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων και, στη συνέχεια, του Οργανισμού Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας. Επισης, ενεργή συμμετοχή είχαν και οι επιστημονικοί φορείς, όπως το Τεχνικό Επιμελητήριο, το ΑΠΘ και το ΕΜΠ.
Επίσης, αξίζει να σημειωθεί και το τιτάνιο έργο που εκτέλεσε η 9η Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, πραγματοποιώντας την εκτενέστερη - μετά την Ακρόπολη - επιχείρηση αποκατάστασης και αναστήλωσης μνημείων στην ελληνική ιστορία.