2.5.21

To Πάσχα του Μεχμέτ Μπέη - Μιά ιστορία κρυπτοχριστιανών από το Αναγνωστικό Δημοτικού του '47


Από τό Αναγνωστικό τής Στ' Δημοτικού τού 1947
Είναι τρείς η ώρα μετά τά μεσάνυχτα καί σπάνιοι οι διαβάτες στό δρόμο. Είναι οι τελευταίοι πού γυρίζουν από τήν πρώτη Ανάσταση καί πηγαίνουν βιαστικοί στά σπίτια τους. Σέ λίγο τίποτε πιά δέν ακούεται καί νεκρική σιγή βασιλεύει σ όλη τήν τουρκική συνοικία τού Ηρακλείου. Ξαφνικά, ανοίγει αθόρυβα η αυλόπορτα ενός μεγάλου σπιτιού καί προβάλλει ανθρώπινο...κεφάλι. Γυρίζει δεξιά καί αριστερά καί παρατηρεί μέ προσοχή μέσα στά σκοτάδι. Τραβιέται μέσα καί πάλι ξαναφαίνεται καί κοιτάζει μέ προσοχή.
-Ελάτε, δέν είναι κανένας, ακούεται χαμηλή φωνή.
Τρείς σκιές, η μιά μεγάλη καί οι δύο μικρότερες, βγήκανε στό δρόμο.
-Πάμε γρήγορα, ψιθύρισε ο ψηλός άντρας πάμε γρήγορα, γιατί αργήσαμε καί θά μάς περιμένει. Σκέπασε τό πρόσωπο μέ τό μαντήλι σου, Εσμέ! Ρεσίτ, δός μου τό χέρι σου!
Περπατούσανε κι οι τρείς σιωπηλοί στό σκοτάδι. Μόλις όμως έστριψαν τό στενό σοκάκι, βρήκανε μιά γριά, πού κρατούσε στό χέρι της αναμμένη λαμπάδα. Περπατούσε μέ κόπο, γιατί ήταν πολύ γριά. Καί φρόντιζε μέ τό αδειανό χέρι νά προφυλάξει τή λαμπάδα της από τόν αέρα, γιά νά φέρει στό σπίτι τό φώς τής Αναστάσεως, πού πήρε από τήν εκκλησιά. Όταν είδαν τό φώς τής λαμπάδας οι τρείς νυχτερινοί διαβάτες, γύρισαν αλλού το κεφάλι τους, γιά νά μήν γνωριστούν. Τού κάκου όμως. Η γριά σήκωσε τή λαμπάδα της καί τούς φώτισε.
-Πολλά τά έτη σας, Μεχμέτ Μπέη! είπε η γριά.
-Καλημέρα, κυρά, αποκρίθηκε εκείνος, καί τού χρόνου! Καί τράβηξε τό δρόμο του.
Η γριά τούς κοίταξε από κοντά, ώσπου τούς έχασε από τά μάτια της.
«Περίεργο πράγμα!» είπε μέ τό νού της. «Πού νά πάνε τέτοια ώρα ο Μεχμέτ μπέης μέ τή χανούμισα καί τό γιό του; Χριστέ μου, δέν κάνεις τό θάμα σου νά γλιτώσουν οι Χριστιανοί από έναν Τούρκο;»
Βυθισμένη στό σκοτάδι ήταν καί η εκκλησία τού Αγίου Μηνά. Εδώ καί λίγη ώρα, χιλιάδες κεριών τή φώτιζαν χιλιάδες Χριστιανών στήν αυλή της έψαλλαν χαρμόσυνα τό «Χριστός Ανέστη». Τώρα έμεινε μόνο τό άρωμα τού λιβανιού καί τών κεριών. Καί μόνο τό καντήλι, πού έκαιε μπροστά στήν ασημένια εικόνα τής Παναγίας, θαμπόφεγγε. Παντού βασίλευε απόλυτη σιγή.
Δύο χτύποι ακούστηκαν στήν εξώθυρα. Από ένα στασίδι σηκώνεται κάποιος καί τρέχει ν ανοίξει ήταν ο παπάς τού Αγίου Μηνά. Οι τρείς νυχτερινοί διαβάτες μπαίνουν αθόρυβα στήν εκκλησία καί φιλούν τό χέρι τού παπά. Σφαλίζουν καλά τήν πόρτα, προχωρούν ευλαβικά στό εικονοστάσι, γονατίζουν καί κάνουν τό σταυρό τους. Ο παπα-Γρηγόρης μπαίνει από τή δεξιά πόρτα στό ιερό, ανοίγει τήν Ωραία Πύλη καί λέει στό μικρότερο από τούς τρείς:
-Έλα, παιδί μου, νά μέ βοηθήσεις! Καί τού δίνει μιά μικρή λαμπάδα, πού τήν άναψε από τό ακοίμητο φώς, πού είναι πάνω στήν Άγια Τράπεζα.
Ο παπα-Γρηγόρης φόρεσε τό χρυσοκέντητο πετραχήλι του, πήρε μέ βαθύ σεβασμό τό Δισκοπότηρο καί πλησίασε στήν Ωραία Πύλη. Μπροστά του στέκεται τό συμπαθητικό τουρκόπαιδο, ωχρό, συγκινημένο, μέ τή λαμπάδα στό χέρι.-Πλησιάστε, είπε ο παπάς στούς άλλους δύο.Πρώτα πλησίασε η γυναίκα, τριάντα έως τριανταπέντε χρονών. Ήταν ωχρή καί βαθιά συγκινημένη. Τή στιγμή πού ανέβαινε τά σκαλοπάτια τού ιερού, χρειάστηκε νά τήν υποστηρίξει ο Μεχμέτ μπέης, γιά νά μήν πέσει. Τά μεγάλα μαύρα μάτια της ήταν δακρυσμένα.- «Μεταλαμβάνει η δούλη τού Θεού Μαρία, εις τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος», είπε ο παπάς μ επισημότητα καί τής έδωσε τήν Άγια Μετάληψη.Δύο μεγάλα δάκρυα κύλησαν στό πρόσωπο τής σεμνής εκείνης γυναίκας κι ακούστηκε νά ψιθυρίζει: «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθης εν τή Βασιλεία σου».Πήρε έπειτα η γυναίκα τή λαμπάδα στό χέρι της καί πλησίασε τό παιδί.- «Μεταλαμβάνει ο δούλος τού Θεού Νικόλαος»· επανάλαβε ο παπάς, κοιτάζοντας στοργικά το συμπαθητικό παιδί.

Τώρα ήρθε η σειρά τού Μεχμέτ. Ανεβαίνει μέ θάρρος καί πλησιάζει τόν παπά. Τό φώς τής λαμπάδας τρέμει, γιατί τρέμουνε καί τά χέρια τής Μαρίας.- «Μεταλαμβάνει ο δούλος τού Θεού Εμμανουήλ, εις τό όνομα τού Πατρός καί τού Υιού καί τού Αγίου Πνεύματος», λέει γιά τρίτη φορά ο παπάς, δακρύζοντας τώρα κι αυτός.- Αμήν. Είπε μέ βαθιά φωνή ο μυστικός Χριστιανός.Σέ λίγα λεπτά οι τρείς σκιές χάνονται καί πάλι στούς σκοτεινούς δρόμους τού Ηρακλείου καί βιαστικά γυρίζουν στό σπίτι τους.

 Αυτή τή φορά δέ βρέθηκε καμιά γριά στό δρόμο νά τούς γνωρίσει μέ τό φώς τής λαμπάδας καί νά ξαναπεί:- Θεέ μου, δέν κάνεις τό θάμα σου, γιά νά σωθούν από έναν κακό Τούρκο οι Χριστιανοί;

Μόνο ο παπα-Γρηγόρης ήξερε, ότι ο Μεχμέτ μπέης ήτανε Χριστιανός, πιό πολύ πιστός από πολλούς, πού λέγονται μονάχα Χριστιανοί.
Πηγή: orthodoxia-ellhnismos.gr

Πηγή: i-epikaira.blogspot.com