26.5.21

Πως μπορεί η Ελλάδα να εξουδετερώσει τους τούρκικους S-400


 Το Αιγαίο σε συνδυασμό με τις αμερικανικές πολεμικές τεχνολογίες είναι σαν να σχεδιάστηκαν ειδικά για τις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Αυτό ισχύει γενικά, αλλά αφορά και στους πυραύλους S-400, οι οποίοι, με την ένταξή τους στο τουρκικό οπλοστάσιο,  δημιουργούν νέα στρατηγική πραγματικότητα στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.

Το ρωσικό σύστημα χρησιμοποιεί πυραύλους 48N6E3 με βεληνεκές 250 χλμ. Ενδέχεται να αποκτηθεί στο μέλλον και ο πύραυλος 40N6E που επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 400 χλμ. Οι πιθανότητες η Ρωσία να προσφέρει στην Τουρκία τα πιο προηγμένα οπλικά της συστήματα δεν είναι αμελητέες, αν ληφθεί υπόψη και η συζήτηση για τουρκική συμμετοχή στην παραγωγή του S-500 Prometey.

Το S-500 μπορεί να καταστρέψει ταυτοχρόνως δέκα εναέριους στόχους που θα κινούνται ακόμη και με υπέρ-υπερηχητική (hypersonic) ταχύτητα (τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερη από αυτή του ήχου). Θα μπορεί να προσβάλει πυραύλους cruise, βαλλιστικούς και φυσικά αεροσκάφη. Η μέγιστη ακτίνα εντοπισμού θα είναι 800 χλμ και η μέγιστη ακτίνα αναχαίτισης 600 χλμ.

Είναι εμφανές, λοιπόν, ότι και το S-400 με το βεληνεκές των 250 χλμ, μπορεί να απειλεί τα ελληνικά αεροσκάφη κυριολεκτικά μόλις απογειώνονται από τα αεροδρόμιά τους στην μητροπολιτική Ελλάδα. Η κατάσταση αναμένεται να καταστεί ακόμη πιο επικίνδυνη σε περίπτωση εφοδιασμού των τουρκικών S-400 με τους μεγαλύτερου βεληνεκούς πυραύλους 40Ν6Ε και τραγικά επικίνδυνη σε περίπτωση εισόδου σε υπηρεσία στο τουρκικό οπλοστάσιο του S-500.

Αλλαγές στις ισορροπίες

Τα μεγάλα και μεσαία ύψη θα καταστούν ένας πολύ επικίνδυνος χώρος για τα ελληνικά αεροσκάφη ακόμη και στα δυτικά όρια της Ελλάδας. Εκτός από τα μαχητικά, οι S-400 ουσιαστικά αδρανοποιούν τα ελληνικά ιπτάμενα ραντάρ και γενικότερα διαμορφώνουν μια δυνάμει ζοφερή πραγματικότητα στο αεροπορικό ισοζύγιο ισχύος. Ωστόσο, υπάρχουν μέσα για την αντιμετώπισή τους.

Πριν αναφερθούμε σ’ αυτά, υπενθυμίζουμε ότι η ανάπτυξη συστημάτων αεράμυνας πολύ μεγάλου βεληνεκούς, όπως το S-400 και το S-500 από τη Ρωσία, καθώς και η δημιουργία βαλλιστικών πυραύλων εναντίον πλοίων (ASBM) από την Κίνα, έχουν αλλάξει τα στρατηγικά δεδομένα. Η ανάπτυξη “φυσαλίδων” αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD) από Κίνα και Ρωσία, ωθεί τις ΗΠΑ να ενισχύσουν δραστικά το πυροβολικό τους, έτσι ώστε να μπορεί να δημιουργήσει “βελόνες” που θα διεισδύσουν σ’ αυτές τις “φυσαλίδες”. Αυτές οι τεχνολογίες είναι σαν να έχουν δημιουργηθεί κατά παραγγελία για τις Ελλάδα.

Αυτά τα νέου τύπου κινεζικά και ρωσικά όπλα ώθησαν τις ΗΠΑ να αποσυρθούν από τη Συνθήκη INF για τον περιορισμό των πυραυλικών συστημάτων μέσου και ενδιάμεσου βεληνεκούς. Για τον σκοπό αυτό ο Στρατός των ΗΠΑ έχει ξεκινήσει το πρόγραμμα Long Range Precision Fires (LRPF), το οποίο έχει ανακηρύξει κορυφαία προτεραιότητα. Στο πλαίσιο αυτό θα επεκταθεί δραστικά το βεληνεκές των πυραύλων ATACMS, που εκτοξεύονται από πολλαπλούς εκτοξευτές MLRS και HIMARS (σήμερα έχουν βεληνεκές 300 χλμ). Ας σημειωθεί ότι το MLRS και οι ATACMS, σε προηγούμενες εκδόσεις τους, βρίσκονται στο ελληνικό οπλοστάσιο.

“Βελόνες” διάτρησης

Η καλύτερη απόδειξη ότι το πυροβολικό μπορεί να διαπερνά “φυσαλίδες” στρατηγικής αεράμυνας και αντιπλοϊκών πυραυλικών πλεγμάτων είναι η ανάπτυξη ικανοτήτων “πολυχωρικής” (multi domain) προβολής ισχύος από πλευράς των ΗΠΑ. Στις 4 Οκτωβρίου 2016 κατά τη διάρκεια της έκθεσης αμυντικών τεχνολογιών AUSA στην Ουάσιγκτον, ο στρατηγός David Perkins, επικεφαλής της Διοίκησης Εκπαίδευσης και Δόγματος (TRADOC) του Στρατού των ΗΠΑ είπε τα εξής σε δημοσιογράφους:

Ο αμερικανικός Στρατός προχωρά στην υλοποίηση της φιλοσοφίας Cross Domain Fires (διαχωρικά πυρά), στο πλαίσιο της οποίας οπλικά συστήματα, όπως ο πολλαπλός εκτοξευτής ρουκετών M142 HIMARS, θα αναλάβουν να προσβάλουν θαλάσσιους στόχους, χρησιμοποιώντας, μεταξύ των άλλων, και μια τροποποιημένη έκδοση του πυραύλου ATACMS, ικανή να προσβάλει πλοία εν κινήσει.

Επίσης, παρόμοια πυραυλικά συστήματα επιδιώκουν να προσβάλουν κινητά ή “ημικινητά” χερσαία οπλικά συστήματα υψηλής σημασίας, με σημαντικότερα τα στρατηγικά συστήματα αεράμυνας, όπως είναι τα S-400 και τα S-500. Άρα, δημιουργείται το πρόπλασμα ενός μελλοντικού “επαυξημένου” Στρατού Ξηράς, ικανού να διεξάγει από μόνος του μια “πλήρη” πολεμική διαδικασία, πιθανώς χωρίς να χρειάζεται, ή έστω, να χρειάζεται λιγότερο από ό,τι σήμερα, τους άλλους κλάδους.

Πυρήνας αυτού του νέου Στρατού Ξηράς θα είναι ένα “ντοπαρισμένο πυροβολικό” (Artillery- on-steroids), δηλαδή ένα πυροβολικό επαυξημένων δυνατοτήτων που θα αποσκοπεί να εξουδετερώσει στρατηγικά όπλα αεράμυνας, όπως είναι το S-400. Για τον σκοπό αυτό ο Στρατός των ΗΠΑ αναπτύσσει τον διάδοχο πύραυλο του ATACMS, τον Precision Strike Missile (PrSM), που αποκαλείται και DeepStrike. Το βεληνεκές του περιοριζόταν στα 499 χλμ για να μην παραβιάζει τη Συνθήκη INF.

Πύραυλοι μεγάλου βεληνεκούς

Ο Στρατός των ΗΠΑ προχωράει επιθετικά στην ανάπτυξη νέων πυραυλικών συστημάτων μεγάλου βεληνεκούς. Δεξαμενές σκέψης εκτιμούν ότι το πραγματικό βεληνεκές του DeepStrike θα ξεπεράσει τα 800 χλμ. Γενικότερα, υπάρχει τάση για αύξηση του βεληνεκούς των συστημάτων πυροβολικού, ιδιαίτερα των πολλαπλών εκτοξευτών ρουκετών. Για παράδειγμα, η πολωνική εταιρεία HSW (Huta Stalowa Wola) έχει αναπτύξει τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών WR-300 Homar που επιτυγχάνει βεληνεκές, 300 χλμ, τρομακτικά αυξημένο σε σχέση με τα 40 χλμ που επιτυγχάνει ο WR-40 Langusta, ο οποίος βρίσκεται σήμερα στον πολωνικό Στρατό.

Η Λευκορωσία αναπτύσσει τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών Polonez, ο οποίος διαθέτει οκτώ ρουκέτες διαμετρήματος 301 χιλιοστών και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 300 χλμ. Εκτιμάται ότι το Polonez αποτελεί ουσιαστικά παραλλαγή του κινεζικού A200. Η συνεργασία των δύο χωρών στους πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών έχει ξεκινήσει από το 2013.


Ακόμη, η κινεζική εταιρεία Norinco παρουσίασε το 2015 τον πολλαπλό εκτοξευτή ρουκετών AR3. Το σύστημα είναι αντίστοιχο του αμερικανικού HIMARS. Το AR3 εκτοξεύει ρουκέτες των 370 χιλιοστών αντί για ρουκέτες των 300 χιλιοστών του AR2, αλλά μπορεί να εκτοξεύσει και αυτές των 300 χιλιοστών. Για το ρουκετοβόλο AR3, το οποίο χρησιμοποιεί φορέα εκτόξευσης 8Χ8, η Norinco χρησιμοποιεί κατευθυνόμενες ρουκέτες BRE3 300 χιλιοστών, με βεληνεκές 130 χλμ, καθώς και BRE6 και BRE8 των 370 χιλιοστών, επίσης κατευθυνόμενες, με βεληνεκές 220 και 280 χλμ αντιστοίχως.

Σαν να έχει σχεδιαστεί για την Ελλάδα

Στις 11 Φεβρουαρίου 2019 ο υπουργός Άμυνας του Ηνωμένου Βασιλείου, Gavin Williamson, ανέφερε μιλώντας στο RUSI (Royal United Services Institute) ότι η βρετανική Αεροπορία (RAF) επρόκειτο να θέσει σε υπηρεσία (field) σμήνη από ρομποτικά αεροσκάφη (swarming drones) έτσι ώστε να επιφέρει κορεσμό εχθρικών πλεγμάτων αεράμυνας. Το υπουργείο του παρουσίασε τα σχέδια ενός νέου αυτοκινούμενου πυροβόλου (SPH) των 155 χιλιοστών, που αναφέρεται ως Mobile Fires Platform (MFP), το οποίο θα ενταχθεί σε υπηρεσία το 2026. Με βάση τις αρχικές προδιαγραφές το πυροβόλο θα πρέπει να επιτυγχάνει βεληνεκές μεγαλύτερο των 80 χλμ, ικανότητα ταυτόχρονης άφιξης στον στόχο πέντε βλημάτων (MRSI) σε βεληνεκές 25 χλμ, εν παραλλήλω με ικανότητα ρυθμού βολής 20 βλημάτων το λεπτό για διάρκεια δέκα λεπτών συνεχώς.

Τα παραπάνω είναι απλώς ενδεικτικά των εξελίξεων που συντελούνται στα συστήματα πυροβολικού τα τελευταία χρόνια και τις δυνατότητες που αυτά προσφέρουν στην αντιμετώπιση “φυσαλίδων” στρατηγικής αεράμυνας αποτελούμενων από πυραυλικά συστήματα μεγάλου βεληνεκούς, όπως είναι το S-400. Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις πρέπει να απασχολήσουν σοβαρά και τον μακρόπνοο ελληνικό αμυντικό σχεδιασμό.

Η φιλοσοφία των διαχωρικών πυρών είναι σαν έχει σχεδιαστεί κατά παραγγελία της Ελλάδας για το μεικτό (χερσαίο-θαλάσσιο-αεροπορικό) περιβάλλον που θα κληθούν να επιχειρήσουν οι ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις. Ο έλεγχος του Αιγαίου προσφέρει στη χώρα μας τεράστιο πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας. Η αρχιπελαγική δομή του προσφέρει βάση έδρασης, που πάντω της η Ελλάδα μπορεί να αναπτύξει έναν ιστό αισθητήρων και βλημάτων που θα εντοπίζουν, ιχνηλατούν, εγκλωβίζουν και καταστρέφουν τις τουρκικές πλατφόρμες μάχης, συμπεριλαμβανομένων και των S-400.

https://slpress.gr/

______________________


 αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη