Γράφει ο συνεργάτης μας Αντώνης Αντωνάς.
Ο αείμνηστος Παντελής Κούρος, έφυγε αφήνοντας πίσω του κάτι ζωντανό … Το είναι του, την ανθρωπιά του, την αγάπη του, τις ιερές του παρακαταθήκες, τα ποιήματα του, τους σοφούς του λόγους , τον πατριωτισμό του, την λεβεντιά του ….
Δεν μπόρεσα φίλε μου να σε κρατήσω, ο Ύψιστος σε ήθελε κοντά του, σφικτά να σε σφίξει στην αγκαλιά του. Έφυγες! Όμως μπορώ να ακούω νοερά την όμορφη μουσική λαλιά σου και να μοιράζομαι μαζί σου το παρελθόν μας, όπως η μοίρα μας καθόρισε μέσα από στους δρόμους μας τους παράλληλους, που σμίξαν δεκαετίες τώρα …
Μίλα με τους Αγγέλους Παντελάκο, απάγγειλε τα ποιήματα σου, θα σε καταλάβουν, γιατί όπως γράφει και λαλεί και ο Ν. Βρεττάκος …
Όταν κάποτε φύγω από τούτο το φως
θα ελιχθώ προς τα πάνω όπως ένα
ρυακάκι πού μουρμουρίζει.
Κι αν τυχόν κάπου ανάμεσα
στους γαλάζιους διαδρόμους
συναντήσω αγγέλους, θα τους
μιλήσω ελληνικά, επειδή
δεν ξέρουνε γλώσσες. Μιλάνε
μεταξύ τους μέ μουσική.
Σε ποιο να πω τον πόνο μου, σε ποιο θε να μιλήσω και λαλήσω; Ότι άλλο να γράψω ουκ ημπορώ, ότι άλλο να λαλώ ουκ οίδα, στερεύει, γνώση και μυαλό και η οδύνη με κυριεύει ….Νοερά μόνο μπορώ το χέρι μου να σου απλώσω, όπως και εσύ το άπλωνες όταν σε χείλος γκρεμού βρισκόμουν…. Πάντα θα σε θυμάμαι και τιμώ.
Τις οδύνες μου δεν μπορώ να απομακρύνω, μόν΄ των πύρρειων δακρύων τις σταλαγματιές μπορώ να τις μαζέψω, από τα ιερά χώματα μας, βάλσαμο πόνου να φτιάξω με αυτό, ψυχή και καρδιά να αλοίψω, να μαλακώσουν τις πληγές της απώλειας σου.
Με τα παιδιά σου τα καλά τα αγαπημένα, που μέχρι την υστάτη σου πνοή βρίσκονταν κοντά σου…. τον Κυριάκο και Έμμα, την Βάσω, την Ράνια … να μορασθώ….
Ποτέ δεν είχα την αξίωση να μ έχεις πρώτο. Καθόλου δεν με ΄νοιαζε η κατάταξη, μου αρκούσε μόνο ότι με είχες φίλο και ότι μαζί πορευθήκαμε σε κακοτράχαλους ατραπούς, αλλά με πίστη, δυνατά και τίμια φτάσαμε στο τέρμα.
Περαστικοί όλοι είμαστε σε τούτο εδώ τον κόσμο. Ευτυχισμένος να κοιμάσαι αιώνια και το χέρι σου να απλώνεις πάνω από την οικογένεια σου και την Κύπρο με αγάπη
Τα ποιήματα σου τα σοφά και συμβολικά, που μου ΄στελλες, όλα τα κατέχω και ανεξίτηλα τα καταχωρώ στα ιστορικά μου τα βιβλία. Είναι ιερές παρακαταθήκες ….
Άφησες και μια ιερή ευχή σε ένα από τα πολλά, μικρό αλλά μεγάλο σε συμβολισμό ποίημα σου…. Η ευχή του γεροπρόσφυγα ( Απόσπασμα)
«Θαρκούνται πως ξεχάσαμε τα σπίθκια τζιαι την γη μας/ μα πάντα τζιείνα βρίκουνται στον νουν τζιαι την ψυσιή μας / Κανένας εν ενοιάστηκεν, για να ρτει να μας σώσει,/ μόνο η πίστη στον Θεό, μπορεί να μας λυτρώσει./ Σώσε την Τζιύπρο, Πλάστη μου, κάμε μου τούντην χάρη,/ τζιαι πέψε τον Αρκάτζιελον ύστερα να με πάρει ……»
Ο Αρκάντζιελος ήρτεν Παντελή μας, πριν την ώρα του και όταν ήσυχα τα μάτια έκλεισες και για πάντα εκοιμήθης, μαζί του στα ουράνια σε συνόδεψε με θεία εντολή Κυρίου … Τζιαι απού ψηλά είθε σύντομα, μαζί με τον φίλο σου αείμνηστο Γλαύκο, θε να δείτε την Λευτεριά της αγαπημένης σας πατρίδας Κύπρου, που με τόσο πάθος λατρέψατε και αφιερωθήκατε ψυχή τε και σώματι …..
Ας ευχηθούμε τα λόγια σου τα ιερά και οι ευχές σου, τώρα που βρίσκεσαι κοντά στον Ύψιστο να εισακουσθούν και όλοι υστάτη ικεσία, να αναπέμψουμε στον Πανάγαθο μέσα από την ψυχή μας, αναπαμό και λύτρωση να δώσει και σε σένα και σ΄ όλο τo νησί μας.
ΑΙΩΝΙΑ ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΤΟΝ ΦΙΛΟ ΚΑΙ ΑΔΕΛΦΟ ΜΟΥ.
«Οι νεκροί πεθαίνουνε, μόνο όταν τους λησμονάνε!»
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΣ.
Στο μέσον ο αείμνηστος Πρόεδρος Γλαύκος Κληρίδης σε μια από τις τελευταίες του φώτο. Δεξιά ο επίσης αείμνηστος πλέον Παντελής Κούρος, Αριστερά ο Αντώνης Αντωνάς.