Η γενοκτονία των Ποντίων, συν τοις άλλοις ανέδειξαν και το ψυχικό μεγαλείο των Ελλήνων του Πόντου. Ιδού δείγματα από τις ακολουθούσες επιστολές, τις λίαν συγκινητικές:
Γλυκυτάτη μου Κλειώ,
Σήμερον ετελέσθη εν τη φυλακή λειτουργία και εκοινωνήσαμεν όλοι, περί τους εκατό από διάφορα μέρη. Έχει αποφασισθεί ο δια κρεμάλας θάνατος. Αύριο θα πηγαίνουν οι εξήντα, μεταξύ αυτών και πέντε Τραπεζούντιοι, και θα γίνει ο δι’ αγχόνης θάνατος. Την Τρίτη δεν θα είμαστε εν ζωή, ο Θεός να μας αξιώσει τους ουρανούς, και σε σας να δώσει ευλογία και υπομονή και άλλο κακό να μη δοκιμάσετε.
Όταν θα μάθετε το λυπηρό να μην χαλάσετε τον κόσμον, να έχετε υπομονή, τα παιδία ας παίξουν και ας χορέψουν. Ας σε βλέπω να κανονίσεις όλα όπως ξέρεις εσύ. Ο αγαπητός μου Θεόδωρος ας αναλαμβάνει πατρικά καθήκοντα και να μην αδικήσει κανένα από τά παιδιά. Τον Γιώργο να τελειώσει το Σχολείο και να γίνει καλός πολίτης. Τον Γιάννη ας τον έχει μαζί του στη δουλειά.
Από τα μικρά τον Παναγιώτη να στείλης στο Σχολείο, την Βαλεντίνη να την μάθεις ραπτική. Την Φωφώ να μην χωρίζεσαι εν όσω ζεις. Εις τον Στάθιον τας ευχάς μου και την υποχρέωσιν όπως χωρίς αμοιβήν διεκπεραιώσει όλας τας οικογενειακάς μου υποθέσεις, που θα του αναθέσητε. Ο παπά-Συμεών ας με μνημονεύσει εν όσω ζει.
Να δώσεις 5 πέντε λίρες στην Φιλόπτωχο, 5 πέντε λίρες στην Μέριμνα, 5 πέντε λίρες στου Λυκαστή στο Σχολείο.
Και ας με συγχωρέσουν όλοι οι αδελφοί μου, οι νυφάδες και όλοι οι συγγενείς και φίλοι.
Αντίο, βαίνω προς τον Πατέρα και συγχωρήσατέ μου.
Ο υμέτερος
Αλεξ, Γ, Ακριτίδης
Φυλακές Αμάσειας, Δευτέρα 6 Οκτωβρίου 1921
********************
Επιστολή Αντωνίου Τζινόγλου, Διευθυντού του Γραφείου Προσφύγων εν Αμισώ.
Σεβαστοί μου γονείς, προσφιλής μου σύζυγος, τέκνα μου αγαπητά, λοιποί συγγενείς και φίλοι.
Κατεδικάσθην αθώος ων εις θάνατον, ήτο θέλημα Θεού, διά τούτο και εγώ δεν λυπούμαι, και σείς μη λυπηθείτεֹ έχω πίστιν, ότι θα συναντηθούμε εις την άλλην ζωήν. Σας στέλω τον χαιρετισμό και την αγάπη μουֹ εν όσω ζείτε να με μνημονεύετε.
Αντιόπη, ο Θεός δε με αξίωσε να γηροκομήσω τους γονείς μας, το έργον τούτο το αφήνω μόνον εις σε. Δια σε και δια τα τέκνα μας είμαι βέβαιος, ότι θα φροντίσει ο καλός Θεός. Να μη λυπηθής και αγανακτήσεις εναντίον του θελήματος του Θεού.
Εάν επιζήσετε της καταιγίδας αυτής, να πάτε στους γονείς μας κοντά και να γράφεις δε και στον Φώτιον και τον Χρύσανθον την παράκλησίν μου, όπως λάβουσιν υπό την μέριμναν των την Ιουλίαν και την Χρυσάνθην. Τη βεργέτα και το ωρολόγι μου παρέδωσα εις τον κ. Π. Βαλιούλην. Τα ρούχα μου θα διαμοιρασθούν εδώ. Πήρα την τελευταία σου επιστολήν και είμαι ήσυχος εν τη φυλακή.
Εξομολογήθην, εγένετο λειτουργία και εκοινώνησα, θα αποθάνω ήσυχος και ατάραχος. Επιθυμώ να μη κλαύσητε πολύ.
Ο Θεός μαζί σας
Σας φιλώ όλους εκ ψυχής
Ο ιδικός σας
ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΤΖΙΝΟΓΛΟΥ
********************
Δεν ξέρει τί νά πρωτοθαυμάσει, κανείς στις επιστολές αυτές. Τή βαθειά πίστη τους στό Θεό, που τούς καθιστά ικανούς νά ξεπερνούν τόν φόβο τού θανάτου; Την βέβαιη ελπίδα τής αιωνιότητας, πού γαλήνευε την ψυχή τους; Την προσήλωσή τους στίς οικογενειακές αρχές μιας παραδοσιακής, ορθόδοξης οικογένειας; Τή μέριμνα των παιδιών καί των γονέων; Τή φιλανθρωπία τους, την οποία δέν λησμονούν καί ασκούν καί σ’ αυτή τή φρικτή ώρα τού θανάτου; Τήν φιλοπατρία τους, πού τούς κάνει νά μή λιποψυχήσουν καί νά δεχθούν καί αυτόν τόν άδικο θάνατο μέ καρτερία καί γεναιότητα;
Πηγή: Οί δυό αυτές επιστολές είναι παρμένες από ομιλία (Σέρβια 19.05.2010) τού δρ. Τσακαλίδη, Θεολόγου-Θρησκειοπαιδαγωγού, Σχολικού Συμβούλου Δυτικής Μακεδονίας.