Γράφει ο
ΓΙΑΝΝΗΣ ΧΟΥΒΑΡΔΑΣ
PhD© Διεθνολόγος-Πολιτικός Επιστήμονας
Ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της Ουκρανίας απασχολεί έντονα τους ιθύνοντες της εξ. πολιτικής των ΗΠΑ ήδη από τις πρώτες μέρες της ανεξαρτησίας της χώρας το 1991, καθώς τον θεωρούν παράγοντα «κλειδί» στη διαμόρφωση της ισορροπίας ισχύος στο μη Ρωσικό πρώην Σοβιετικό χώρο, από την οποία πιστεύουν ότι εξαρτάται η εδαφική ακεραιότητα της Ρωσίας και το status της ως παγκόσμια δύναμη. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, εάν η Ουκρανία (ολόκληρη) ενσωματωθεί οργανικά στις ευρωατλαντικές δομές, τότε η Ρωσία θα περιχαρακωθεί στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ θα ενεργοποιηθούν δυναμικές που θα θέτουν υπό σοβαρή αμφισβήτηση την επιρροή της Μόσχας και στον υπόλοιπο μη Ρωσικό πρώην Σοβιετικό χώρο.
Σε αυτήν την περίπτωση εκτιμάται ότι η πορεία ανασυγκρότησης της Ρωσίας ως παγκόσμια δύναμη θα ακυρωθεί, ενώ θα ενισχυθούν φυγόκεντρες δυνάμεις σε διάφορες περιφέρειες της τροφοδοτούμενες από την ισχυροποίηση ανταγωνιστικών προς αυτήν παραγόντων, ιδιαίτερα στο νότιο Καύκασο και την κεντρική Ασία. Συνακόλουθα για τη Μόσχα δε θα μένει πλέον άλλη επιλογή από το να επιδιώξει την πρόσδεση της στη Δύση, με τους όρους της τελευταίας, εφόσον θέλει να αποφύγει το διαμελισμό και τον υποβιβασμό της σε παρακμάζουσα δεύτερης κλάσης δύναμη. Σε αυτά τα πλαίσια ο Λευκός Οίκος εργάστηκε σταθερά και επίμονα για την ανεξαρτητοποίηση της εξωτερικής πολιτικής της Ουκρανίας από τη Ρωσία, ενώ ανά περιόδους κινήθηκε πιο τολμηρά, εμβαθύνοντας τη σύνδεση του Κιέβου με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ.Καρπός της όλης διαδικασίας, η οποία συνεπικουρήθηκε από τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και το Παρίσι, ήταν και τα γεγονότα του 2014. Τότε συντελέστηκε η πραξικοπηματική ανατροπή του Ρωσόφιλου Ουκρανού Πρόεδρου Β. Γιανουκόβιτς και η αντικατάσταση του από μία φιλοδυτική κυβέρνηση με έντονα φιλοναζιστικό χρώμα. Νωρίτερα ο κ. Γιανουκόβιτς προετοίμαζε την ματαίωση των σχεδίων ένταξης της Ουκρανίας στην ΕΕ και την ένταξη της στην Ευρασιατική Οικονομική Ένωση, όπου ηγείται η Ρωσία. Ωστόσο ήδη από τις πρώτες κινήσεις της, η φιλοδυτική κυβέρνηση του Κιέβου, η οποία στηριζόταν από το τμήμα του Ουκρανικού κεφαλαίου που συνδεόταν περισσότερο με την ΕΕ και η οποία είχε περισσότερα ερείσματα στη δυτική Ουκρανία και στον καθολικό πληθυσμό, συνάντησε μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις. Οι τελευταίες ήταν ιδιαίτερα έντονες στη νότια και ανατολική Ουκρανία, περιοχές με έντονο το Ρωσικό και το Ρωσόφωνο στοιχείο, ενώ τέθηκαν υπό τη σκέπη του τμήματος του Ουκρανικού κεφαλαίου και άλλων ελίτ που παρέμεναν συνδεδεμένες με τη Ρωσία.
Φυσικά η Ρωσία είχε ανάμειξη στις εξελίξεις. Άλλωστε σύμφωνα με το δόγμα του “Εγγύς Εξωτερικού” που ακολουθεί η Μόσχα επίσης από τις αρχές της δεκαετίας του ’90, η οργανική ενσωμάτωση του μη Ρωσικού πρώην Σοβιετικού χώρου στη σφαίρα επιρροής ανταγωνιστικών δυνάμεων και η απομάκρυνση του από τη Ρωσική σφαίρα επιρροής δε μπορεί να γίνει ανεκτή. Για τους Ρώσους αξιωματούχους μια τέτοια εξέλιξη κατανοείται ως ευθεία απειλή για την εδαφική ακεραιότητα της χώρας τους και την ύπαρξη της ως μεγάλης δύναμης, ιδιαίτερα αν αφορά τον περιορισμό των κινήσεων της στη Μαύρη Θάλασσα. Συνακόλουθα το Κρεμλίνο κινήθηκε δυναμικά, ενσωματώνοντας την Κριμαία στη Ρωσική Ομοσπονδία και συμβάλλοντας στη διαμόρφωση καθεστώτος de facto αυτοκυβέρνησης σε τμήμα της περιοχής του Ντομπάς στην ανατολική Ουκρανία.
Έκτοτε η Ρωσία εδραίωσε την κυριαρχία της στην πρώην Σοβιετική ακτογραμμή της Μαύρης Θάλασσας, δεδομένης και της de facto απόκτησης καθεστώς αυτοκυβέρνησης για τη φίλο-Ρωσική Αμπχαζία εις βάρος της Γεωργίας σε παλαιότερες εποχές, ενώ η σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία εισήλθε σε μία φάση θερμής στασιμότητας, ύστερα και από τις συμφωνίες του Μίνσκ. Μάλιστα η επιβεβαίωση του πρωταγωνιστικού ρόλου της Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα φαίνεται να διευκολύνει και τη διεξαγωγή των Ρωσικών στρατιωτικών επιχειρήσεων στη Συρία από τα μέσα του 2015 και μετά. Παράλληλα οι Ουκρανικές κυβερνήσεις πέραν της εμβάθυνσης της συνεργασίας τους με το ΝΑΤΟ και την ΕΕ, προχώρησαν στη σύναψη σχέσεων στρατηγικής συνεργασίας με την Τουρκία, με έμφαση και στο στρατιωτικό τομέα.
Συνεπώς η απόφαση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ να ασκήσει επιθετικότερη πολιτική έναντι της Ρωσίας δημιουργεί τον κίνδυνο μίας πολύ επικίνδυνης ανάφλεξης στο Ουκρανικό μέτωπο. Άλλωστε η κλιμάκωση των επιθετικών δηλώσεων και ενεργειών του Λευκού Οίκου έναντι του Κρεμλίνου στρέφεται και εναντίον της υπάρχουσας κατάστασης στην Κριμαία και την ανατολική Ουκρανία. Χαρακτηριστική προς αυτό είναι η δήλωση του υπ. Εξ. Α. Μπλίνκεν ότι η χώρα του δεν πρόκειται να αποδεχθεί την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία. Σε αυτό το φόντο από τις αρχές του 2021 η σύγχρονη Ουκρανική κυβέρνηση υπό τον Β. Ζελένσκι προωθεί μονάδες του Ουκρανικού στρατού στην ανατολική Ουκρανία, drones πολλαπλασιάζουν τις υπερ-πτήσεις τους πάνω από περιοχές των αυτονομιστών, ενώ το ΝΑΤΟ και υπό την κάλυψη ασκήσεων πολλαπλασιάζει τις δραστηριότητες του στη Μαύρη Θάλασσα και την Ουκρανική επικράτεια. Αντίστοιχα αυξάνονται οι τριβές και οι συγκρούσεις μεταξύ του Ουκρανικού στρατού και των αυτονομιστών γύρω από την πράσινη γραμμή με την πρόκληση θανάτων να αποτελεί πολύ συχνό φαινόμενο.
Όμως ήταν η απόφαση του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας και Άμυνας της Ουκρανίας να εγκρίνει σχέδιο για την ανάκτηση του ελέγχου του Ντομπάς από τους αυτονομιστές και της Κριμαίας από τους Ρώσους, το οποίο δημοσιοποίησε το Μάρτιο ο Ουκρανός υπ. Εξ. Ν. Κούλεμπα, το γεγονός που άναψε για τα καλά τα αίματα στην περιοχή. Η Ρωσία επιτάχυνε και αύξησε τον όγκο στρατιωτικών δυνάμεων, εξελιγμένων οπλικών συστημάτων, γενικότερα της δύναμης πυρός που συγκεντρώνει στα σύνορα με την Ουκρανία και στην Κριμαία, ενώ Ρώσοι αξιωματούχοι απαντούν με πολύ οξύ τόνο στις αντιδράσεις της Ουκρανικής κυβέρνησης, των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ για το μέγεθος της Ρωσικής στρατιωτικής κινητοποίησης. Χαρακτηριστικότερη είναι η δήλωση του υπ. Εξ. Σ, Λαβρόφ για το ενδεχόμενο καταστροφής της Ουκρανίας στην περίπτωση μιας νέας σύρραξης στο Ντομπάς, αλλά και η άμεση απάντηση του εκπροσώπου του Ρώσου Προέδρου Ν. Πεσκόφ στην πρόταση του Ουκρανού Προέδρου να ενταχθεί η χώρα του στο ΝΑΤΟ προκειμένου να τελειώσει ο πόλεμος στο Ντομπάς, ότι κάτι τέτοιο θα επιδείνωνε το εσωτερικό πρόβλημα της Ουκρανίας.
Σε περίπτωση που ο ιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός Ουάσιγκτον-Μόσχας συνεχίσει να οξύνεται με επίκεντρο την Ουκρανία και τη Μαύρη Θάλασσα, τότε θα δημιουργηθεί μία εξαιρετικά επικίνδυνη κατάσταση, όχι μόνο για τους λαούς της περιοχής, αλλά για τον πλανήτη γενικότερα. Με δεδομένη την προαναφερθείσα κρισιμότητα που έχουν για τη Ρωσία αυτές οι περιοχές φαντάζει δύσκολο ότι θα αποδεχθεί εκεί μια εις βάρος της μεταβολή του status quo. Συνεπώς αν το Κίεβο υπό την κάλυψη των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ επιχειρήσει κάτι τέτοιο, μία γενικευμένη σύρραξη Ουκρανίας-Ρωσίας είναι το πιθανότερο σενάριο. Σε αυτή την περίπτωση οι ΗΠΑ θα έχουν δύο επιλογές ή να αφήσουν εκτεθειμένη την Ουκρανία στην ασύγκριτα μεγαλύτερη στρατιωτική ισχύ της Ρωσίας ή να ωθήσουν το ΝΑΤΟ να συνδράμει ουσιαστικά το Κίεβο, προκαλώντας κάποιου είδους σύγκρουση ΝΑΤΟ-Ρωσίας. Δηλαδή να προκαλέσουν σύγκρουση μεταξύ πυρηνικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου δεν είναι απίθανο η Ουάσιγκτον να αξιοποιήσει την ένταση στην περιοχή για να εκμαιεύσει έναν συμβιβασμό με τη Μόσχα, είτε όσον αφορά το μέλλον της Ουκρανίας, είτε σε κάποιο άλλο φλέγον γι’ αυτή ζήτημα, δίχως να αγγίξει υπερευαίσθητες για το Κρεμλίνο χορδές. Βεβαίως η αποδοχή από τη Ρωσία μίας τέτοιας εξέλιξης κάθε άλλα παρά δεδομένη δεν πρέπει να θεωρείται, ιδιαίτερα εφόσον θα συντελεστεί στα πλαίσια της γενικότερης κλιμάκωσης της επιθετικής πολιτικής των ΗΠΑ εναντίον της.
Την ίδια στιγμή ενδιαφέρον παρουσιάζει η στάση της Τουρκίας απέναντι στις εξελίξεις. Η Άγκυρα δηλώνει δυναμικό παρόν στις κινήσεις του ΝΑΤΟ στη Μαύρη Θάλασσα, ενώ υπάρχουν αναφορές για τη μεταφορά Τουρκικών drone στην Ουκρανία, αλλά και για προετοιμασίες αποστολής μισθοφόρων από τη βόρεια Συρία. Φαίνεται δηλαδή ότι η Τουρκική κυβέρνηση επιδιώκει να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στα τεκταινόμενα, τον οποίο άλλωστε κυνήγησε και με την ανάπτυξη στρατηγικών σχέσεων με την Ουκρανία τα προηγούμενα χρόνια, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν και κατά την επίσκεψη του Ζελένσκι στην Κων/πολη τον Οκτώβριο του 2020. Σε αντίθεση με όσα γράφονται και λέγονται κατά κόρον στην Ελλάδα ο κ. Ερντογάν και η ηγετική ομάδα του AKP δε δείχνουν κανένα προβληματισμό για το αν θα στηρίξουν την Ουκρανία και το ΝΑΤΟ εις βάρος της Ρωσίας, με την οποία συνεργάζονται ή συνεννοούνται σε άλλα ζητήματα και άλλες περιοχές.
Με αυτόν τον τρόπο η Τουρκία ισχυροποιεί τη θέση της στη διαπραγμάτευση της με τις ΗΠΑ και τους άλλους Νατοϊκούς της συμμάχους, προκειμένου αυτοί να αποδεχθούν τον ηγεμονικό της ρόλο στην περιοχή, υπενθυμίζοντας τους την ικανότητα της και τη θέληση της να υποστηρίξει τις κινήσεις τους έναντι της Ρωσίας. Παράλληλα επιδιώκει να εκμεταλλευτεί την αντιπαράθεση Ουκρανίας-Ρωσίας για να διεκδικήσει τη μεγέθυνση του αποτυπώματος της και την τελεσιδικοποιήση της επιστροφής της πολιτική της επιρροής, με τη συνδρομή της Δύσης και της Ουκρανίας, σε μία περιοχή απ’ όπου την εκδίωξε η Μεγάλη Αικατερίνη πριν από περίπου 250 χρόνια. Τέλος αξιοποιεί τον ανταγωνισμό ΝΑΤΟ-Ρωσίας στη Μαύρη Θάλασσα για να αποσπάσει από τη Ρωσία την πρωτοκαθεδρία σε αυτήν.
Υπό αυτό το πρίσμα δεν προξενεί έκπληξη και η επιμονή που δείχνει η Τουρκική κυβέρνηση για τη διάνοιξη του Καναλιού της Κων/πολης και τη δημιουργία εναλλακτικής προς το Βόσπορο διαδρομής-ένωσης της Θάλασσας του Μαρμαρά με τη Μαύρη Θάλασσα, η οποία δε θα υπόκειται στη Συνθήκη του Μοντρέ. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με την τελευταία υφίστανται σοβαροί περιορισμοί στο είδος και το χρόνο παραμονής των πολεμικών πλοίων στη Μαύρη Θάλασσα, εφόσον πρόκειται για χώρες που δε βρέχονται απ’ αυτή, ενώ κατοχυρώνεται το δικαίωμα της ελεύθερης ναυσιπλοΐας για όλα τα εμπορικά πλοία. Στόχος λοιπόν της Άγκυρας είναι να αξιοποιήσει τη δυσαρέσκεια του ΝΑΤΟ για τις πρόνοιες αυτής της συνθήκης, ώστε να δημιουργήσει μία εναλλακτική διαδρομή από την οποία, δε θα μπορεί απλώς να αντλεί έσοδα μέσω της τοποθέτησης διοδίων, αλλά θα μπορεί να αδειοδοτεί τη διέλευση κάθε είδους πλοίων.
Αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη