Επιβλητικό, ιερό και οχυρωμένο στέκεται στο Ιόνιο Πέλαγος ακόμα όρθιο. Ακόμα και στη χώρα μας είναι ελάχιστο γνωστό, ενώ βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης λόγω εγκατάλειψης. Ώσπου, ο Μητροπολίτης Ζακύνθου Χρυσόστομος Συνετός, ο φωτογράφος Robert McCabe και η δημοσιογράφος Κατερίνα Λυμπεροπούλου “ένωσαν” τις δυνάμεις τους και κατάφεραν να ταρακουνήσουν την πολιτεία ώστε να ασχοληθεί με την Ιερά Μονή Στροφάδων, ένα μοναδικό καστρομονάστηρο του 13ου αιώνα. Έναν αρχιτεκτονικό, πολιτισμικό αλλά και φυσικό εθνικό θησαυρό.
Από το 1954 όταν o Robert McCabe επισκέπτεται για πρώτη φορά την Ελλάδα, ως και σήμερα, ο Αμερικανός φωτογράφος, διατηρεί μία αμετάλλακτη περιέργεια και έναν σεβασμό για την ελληνική ύπαιθρο και τους ανθρώπους της, την παράδοση και την ιστορία. Η Ελλάδα είναι εδώ και πολλές δεκαετίες η δεύτερη πατρίδα του, γενέτειρα της γυναίκας του Ντίνα McCabe. Ο ίδιος, που πολιτογραφήθηκε επισήμως Έλληνας το 2020, είναι εκφραστής μίας “αδιαμεσολάβητης”, φωτογραφίας, διαυγούς και “ανόθευτης” φωτογραφίας. Η δουλειά του ΜcCabe αναζητά “αλήθειες” και είναι ξένη προς την μετανεωτερική συνθήκη της αμφισημίας και της αποδόμησης.
Κάθε τοπίο είναι βέβαια, όπως έχει επανειλημμένα διατυπωθεί από πλήθος θεωρητικούς, μία ανθρώπινη επινόηση και μία διαμεσολαβημένη πρόσληψη της φύσης (βλ. W.J.T. Mitchell, “Landscape and Power”). Αν λοιπόν δει κανείς τις εικόνες του McCabe, υπό το πρίσμα του τοπίο,υ ως φορέα ιδεολογίας, θα διακρίνει μια “μυθολογία” της ελληνικής γης που συνδυάζει το locus classicus με το αρκαδικό όραμα και την διαχρονική αξία μίας αρμονικής ζωής, φιλικής στον άνθρωπο και συνδεδεμένης με την φύση. Αν αφεθεί κανείς στις φωτογραφίες του McCabe, στην αισθητική απόλαυσή τους και αν τις “διαβάσει” ως την αισθητική αναπαράσταση τεκμηρίων, θα βρεθεί μέσα σε μία αναπάντεχη ιστορική διαδρομή.
Η αποκατάσταση του οχυρωμένου μοναστηριού
Αυτό συμβαίνει με την ενότητα των φωτογραφιών από το ιστορικό μοναστικό συγκρότημα στο μικροσκοπικό νησί Σταμφάνη (μόλις 1,5 τ.χλμ.), τη μεγαλύτερη από τις δύο του συμπλέγματος των Στροφάδων που βρίσκονται στο μέσο του πελάγους, δύο ώρες μακριά με το καράβι από τη Ζάκυνθο.
H εξαντλητική φωτογραφική τεκμηρίωση Μονής από τον του McCabe, που ξεκινά το 2005 για πρώτη φορά, και σε συνεργασία με την έρευνα της Κατερίνας Λυμπεροπούλου από το 2017, έκανε ευρύτερα γνωστό ένα σχεδόν άγνωστο ως τώρα ιστορικό μνημείο: καταρχήν με την έκδοση το 2018 του τόμου “Ο τελευταίος μοναχός των Στροφάδων” (εκδ. Πατάκη) και αργότερα με την ομότιτλη έκθεσή τους στο κεντρικό κτίριο του Μουσείο Μπενάκη. Την έκθεση τον Μάιο 2020 είχε επιμεληθεί η Ελένη Αθανασίου, ενώ τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό είχε κάνει ο Αλέξης Βερούκας.
Μία ενδιαφέρουσα διαφορά είναι ότι στο βιβλίο οι φωτογραφίες είναι μαυρόασπρες, και έχουν τον χαρακτήρα ντοκουμέντου και της “καλλιτεχνικής” φωτογραφίας ενώ στην έκθεση οι φωτογραφίες ήταν έγχρωμες και είχαν κυρίως ως σκοπό την αναπαραγωγή του πραγματικού χώρου.
Η δουλειά του McCabe συνέβαλε στην κινητοποίηση για την αποκατάσταση και την διάσωση της μονής μετά από τις ολέθριες ζημιές που υπέστη στον σεισμό του 1997. Καθοριστικές ήταν οι ακόμα παλαιότερες προσπάθειες του τότε μητροπολίτη Ζακύνθου Χρυσόστομου Συνετού (νυν Μητροπολίτη Δωδώνης) και η επιμονή του στο να επαναφέρει το ζήτημα στις αρμόδιες αρχές. Έτσι συγκεντρώθηκαν 12 εκατομμύρια από την Περιφέρεια Ιονίων Νήσων και τη Διεύθυνση Αναστήλωσης του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού για την ανάδειξη και αποκατάσταση του καστρομονάστηρου υπό την εποπτεία και της Εφορείας Αρχαιότητων Ζακύνθου.
Μοναδικό καστρομονάστηρο του 13ου αιώνα
Η μελέτη για την αποκατάσταση είχε εγκριθεί το 2009, αλλά η ένταξή του σε ένα πρόγραμμα που θα το υλοποιούσε συνάντησε εμπόδια. Ωσότου ο σεισμός του 2018 κατέστρεψε περισσότερο το οικοδόμημα. Λειτούργησε όμως καταλυτικά ως προς την επιτάχυνση του σχεδίου διάσωσής του και της ανάδειξης του σε οργανωμένα επισκέψιμο προορισμό και τόπο προσκυνήματος.
Εκτός από τη θέση στο μέσο του πελάγους, γεγονός που την καθιστά από μόνο του σημαντική, η Μονή ξεχωρίζει και για την μοναδική αρχιτεκτονική της, τουλάχιστον σε σύγκριση με όσα μοναστηριακά συγκροτήματα έχουν διασωθεί ως σήμερα. Πρόκειται για την μόνη περίπτωση στην οποία ο κεντρικός λατρευτικός χώρος (το καθολικό) βρίσκεται εντός του αμυντικού πύργου. Εκκλησίες εντός οχύρωσης, σε περίκλειστη αυλή για παράδειγμα, υπάρχουν βέβαια πολλές, αλλά η περίπτωση της απόλυτης ενσωμάτωσης μέσα στο πύργο έτσι ώστε ο αρχιτεκτονικός τύπος εκκλησίας να μην δηλώνεται πουθενά είναι σπάνιος.
Επιπλέον, παρότι “καστρομονάστηρα” (μοναστήρια φρουριακής δομής με αμυντικούς περιβόλους) υπάρχουν στις ακτές ή σε νησιά όπως η Νάξος, η Σέριφος και η Σίκινος, το σύμπλεγμα των Στροφάδων φαίνεται να είναι το παλαιότερο. Ωστόσο, οι ελλιπείς ιστορικές μαρτυρίες δεν επιτρέπουν μία ολοκληρωμένη εικόνα της ιστορίας της Μονής. Βάσει παπικών επιστολών του τέλους του 13ου αιώνα μπορεί η αναφερόμενη Μονή στους Στροφάδες να υπαγόταν στο δυτικό τάγμα των βενεδικτίνων μοναχών δηλαδή να ήταν καθολική και στην συνέχεια ορθόδοξη.
Φαίνεται πάντως ότι στα ιερά δίπτυχα του ναού κτήτορες κατά τον 13ο αιώνα αναφέρονται ο αυτοκράτορας της Νίκαιας Θεόδωρος Α’ Λάσκαρις και η σύζυγος ή θυγατέρα του. Το παλαιότερο σωζόμενο κτιριακό κατάλοιπο σε μορφή μονόκλινης βασιλικής τοποθετείται στον 14ο ίσως και στον 15ο αιώνα. Αυτή η εκκλησία καταστράφηκε πιθανότατα από φωτιά το 1537 και πρέπει να ήταν μέρος ενός ευρύτερου μοναστικού συγκροτήματος. Τα λείψανα του πρώτου αυτού ναού ενσωματώθηκαν στον πύργο της Μονής που πιθανότατα οικοδομήθηκε κατά τον 16ο αιώνα. Εκεί έγινε και το νέο καθολικό της Μονής.
Το 1609 με την επέκταση του Πύργου προς ανατολάς καταστράφηκε η εκκλησία και χτίστηκε το νέο καθολικό της Μονής το οποίο σώζεται ως σήμερα. Στον όψιμο 16ο ή στον πρώιμο 17ο αιώνα χρονολογείται και η οικοδόμηση του παρεκκλησίου του Αγίου Γεωργίου. Οι επεκτάσεις, προσθήκες και αποκαταστάσεις μετά από διάφορες καταστροφές συνεχίστηκαν ως τον 19ο αιώνα. Σε κάθε περίπτωση το μοναστηριακό συγκρότημα ήταν πλήρες με αποθηκευτικούς χώρους, φούρνους, μαγειρείο, κελιά και χώρους θείας λατρείας.
Ο ιερέας, ο φαροφύλακας και ο… προμηθευτής
Η ερημιά και η εγκατάλειψη στις φωτογραφίες του Robert ΜcCabe είναι η οπτική μεταφορά της ερημικής ζωής του μοναχού και πρεσβύτερου ζακυνθινού Γρηγόρη Κλάδη (1937-2017), που έζησε στην Μονή μόνος του για 38 χρόνια από τα τέλη της δεκαετίας 1970. Αυτάρκης, τρεφόταν από την εύφορη γη του νησιού, ένα τρίτο του οποίου καταλαμβάνει ένα δάσος κέδρων που διατηρείται από τις υπόγειες φυσικές δεξαμενές του νησιού, οι οποίες όμως στερεύουν λόγων των σεισμών.
Τα φυσικά πηγάδια του νησιού βοηθούσαν στην καλλιέργεια της γης γνωστή για την πλούσια χλωρίδα του νησιού που μνημονεύει σε επιστολή του το 1820 ο Βρετανός επίσκοπος, περιηγητής και ιστορικός George Waddington. Σήμερα η χλωρίδα των Στροφάδων αριθμεί 250 είδη φυτών και λουλουδιών, ενώ το νησί συγκαταλέγονται στις περιοχές Προστασίας της Φύσης του Εθνικού Θαλάσσιου Πάρκου Ζακύνθου, του Καταφύγιου Άγριας Ζωής και μέρος του Natura 2000). Το νησί είναι επίσης καταφύγιο για περισσότερο από 1.200 είδη αποδημητικών πουλιών και τόπος της μεγαλύτερης αποικίας των αρτέμηδων, εξου και η ανεπίσημη ονομασία Αρτινονήσια. Ευτυχώς η έντονη σε παλαιότερες δεκαετίες λαθροθηρία, εξαλείφθηκε.
Μία άλλη κεντρική μορφή του νησιού ήταν ο Δημήτρης Στήθος, ο τελευταίος φαροφύλακας των Στροφάδων, ο οποίος μετά την αυτοματοποίηση του φάρου και την συνακόλουθη αποχώρηση του πενταμελούς προσωπικού του το 1985 έμεινε μόνος με την γυναίκα του για να επιτηρεί των φάρο. Το τετράγωνο κτίσμα ύψους έντεκα μέτρων που μοιάζει με πυργίσκο, χτίστηκε επί βρετανικής κυριαρχίας των Επτανήσων (1809-1846). Η κατάστασή του σήμερα είναι προβληματική.
Εκτός από τα γεύματα του παπα-Γρηγόρη με τον Δημήτρη Στήθο, υπήρχε και η μηνιαία συνάντηση του με τον Λάμπη Καλόφωνο. Με συνδρομή της Ιεράς Μητρόπολης Ζακύνθου, αυτός ήταν ο άνθρωπος που ανεφοδίαζε τον μοναχό και τον φαροφύλακα με προμήθειες από τη Ζάκυνθο.
Με αυτούς τους τρεις ανθρώπους έκλεισε και η ζωή στο μοναστήρι που γνώρισε μία ακμαία κοινότητα 50 καλόγερων σύμφωνα με μαρτυρίες των αρχών του 15ου αιώνα όταν τα νησιά βρίσκονται στην αρμοδιότητα των Βενετών της Μεθώνης. Από το πρώτο μισό του 15ου αιώνα έχουμε και τον πρώτο σωζόμενο χάρτη των νησιών από τον Φλωρεντινό ιερέα Κριστόφορο Μπουαντελμόντι, γεννημένο στην Φλωρεντία, που εκείνη την εποχή ταξίδευε στις θάλασσες του Αιγαίου και του Ιονίου.
Η περίοδος της ακμής
Η μεγαλύτερη ακμή του μοναστηριού σημειώνεται από τα μέσα του 16ου ως το τέλος του 17ου αιώνα. Η σημασία της μονής την καθιστά στόχο επιθέσεων από Τούρκους και Αλγερινούς πειρατές, εκ των οποίων μία από τις πιο σφοδρές έγινε το 1717 από Αγαρηνούς (Άραβες) ληστοπειρατές. Τότε αποφασίστηκε και η μεταφορά της έδρας της Μονής στην Ζάκυνθο ταυτόχρονα με την μεταφορά του ιερού λειψάνου του Αγίου Διονυσίου Αρχιεπισκόπου Αιγίνης από τις Στροφάδες πάλι στην Ζάκυνθο.
Η μορφή του Αγίου Διονυσίου και σημερινού πολιούχου της Ζακύνθου καθαγίασε το μοναστήρι των Στροφάδων. Για τον λόγο αυτό ο Άγιος Διονύσιος ενταφιάστηκε στο παρεκκλήσιο του Αγίου Γεωργίου εντός του μοναστηριακού συγκροτήματος το 1622, γεγονός που προσέδωσε στο μοναστήρι μία φήμη πνευματικότητας. Ο 19ος αιώνας ήταν μία άλλη περίοδος ακμής. Επί αγγλοκρατίας όταν η γη ανήκε σε έναν Ζακυνθινό ευγενή, οι μοναχοί του μοναστηριού αριθμούν 40 αλλά στις αρχές του 20ου αιώνα οι πηγές αναφέρουν μόλις 15. Πριν φτάσει ο παπα-Γρηγόρης η μοναστική ζωή είχε συρρικνωθεί στους τέσσερις καλόγερους.
Αυτή η φθίνουσα πορεία δεν μειώνει την ιστορική του σημασία και την αρχιτεκτονική του μοναδικότητα. Το μοναστήρι/πύργος λειτουργούσε ως στρατηγικό παρατηρητήριο και αμυντικός βράχος ως σημείο ανεφοδιασμού για τις γαλέρες και τα πλοία που ταξίδευαν από την Αδριατική και το Ιόνιο στους Αγίους Τόπους, την Κύπρο, την νότια Πελοπόννησο. Ήταν τόπος παραγωγής και αντιγραφής χειρόγραφων και διέθετε κωδικογραφικό εργαστήριο.
Την οικονομική ισχύ, την στρατηγική της θέση και την πνευματικότητά της το μαρτυρούν τα πολλαπλά της μετόχια στην Κεφαλλονιά και την Πελοπόννησο. Ως προς τον μοναστικό βίο, η Μονή είχε την ιδιαιτερότητα ότι –σύμφωνα με την πιο πιθανή υπόθεση– δεν είχε κοινοβιακή δομή. Οι μοναχοί εκκλησιάζονταν μαζί, αλλά ζούσαν και έτρωγαν ο καθένας στο κελί του.
Τα αναμενόμενα έργα θα ανασυστήσουν το μοναστηριακό συγκρότημα των Στροφάδων ως ιστορικό και θρησκευτικό μνημείο, ή για τους πιο επιφυλακτικούς ως “τόπο μνήμης”, όπως θα το χαρακτήριζε ο Pierre Nora. Έτσι χαρακτήρισε ο Pierre Nora τόπους, όπως τα μουσεία ή τα μνημεία, ως υποκατάστατα οργανικών μορφών μνήμης και συμπτώματα του μοντερνισμού. Στις εργασίες αποκατάστασης είναι βέβαιο ότι θα έρθουν στην επιφάνεια κτιριακά κατάλοιπα που ενδεχομένως να φωτίσουν τα άγνωστα κομμάτια της ιστορίας της Μονής. Οι φωτογραφίες του McCabe και οι εκδόσεις Πατάκη λειτούργησαν κι αυτές ως μοχλός στην όλη προσπάθεια διάσωσης της Μονής.
Τα στοιχεία έχουν αντληθεί από τον τόμο των εκδόσεων Πατάκη και πληροφορίες του καθηγητή Σταύρου Μαμαλούκου.