11.4.21

“Το Ελσίνκι”, οι Μύθοι και οι Αλήθειες: Απάντηση στον πρώην Πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη

 


Του ΓΙΩΡΓΟΥ Σ. ΚΟΥΜΟΥΤΣΑΚΟΥ

«Το Ελσίνκι», δηλαδή εκείνες οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου που συνήλθε στο Ελσίνκι το Δεκέμβριο του 1999, που αφορούσαν την Ελλάδα, την Κύπρο και την Τουρκία, αποτελούν ακόμα και σήμερα αντικείμενο έντονης πολιτικής διελκυστίνδας, πολλών συζητήσεων,  θετικών και αρνητικών σχολίων, χωρίς όμως να υπάρχει σαφής εικόνα για το τι πράγματι συμφωνήθηκε στο «Ελσίνκι» και τι προηγήθηκε για να φτάσουμε εκεί.

Δύο είναι οι αποφάσεις του «Ελσίνκι» που αφορούν την Ελλάδα:

1. Η μία είναι η ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτή η απόφαση αποτελεί πράγματι μία καθοριστικής σημασίας επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, για την οποία αξίζουν αναγνώρισης οι προσπάθειες που κατέβαλε η κυβέρνηση Σημίτη.

Αξίζει ταυτόχρονα να υπογραμμιστεί και η στάση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η Νέα Δημοκρατία είχε καταστήσει σαφές ότι δεν επρόκειτο να ψηφίσει υπέρ της κύρωσης μιας διεύρυνσης που δεν θα περιελάβανε τη Κυπριακή Δημοκρατία. Ήταν αυτή μια στάση ευθύνης που συνέβαλε καθοριστικά στην εθνική προσπάθεια.

  • Στην υπόθεση βέβαια της συμφωνηθείσας στο Ελσίνκι ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ε.Ε., υπάρχει και ένα σκοτεινό σημείο. Αφορά στις πληροφορίες για ύπαρξη μίας παρασκηνιακής άτυπης συμφωνίας που συνέδεε την ένταξη της Κύπρου με την υποχρέωση αποδοχής του σχεδίου Ανάν. Αυτό όμως δεν είναι του παρόντος.

2. Η άλλη απόφαση αφορά τη χορήγηση στη Τουρκία καθεστώτος υποψήφιας χώρας για ένταξη στην Ε.Ε. Η Τουρκία επεδίωκε διακαώς αυτόν το στόχο από το 1963. Τον πέτυχε μετά από 36 χρόνια, στο Ελσίνκι.

Στο σημείο αυτό πρέπει να τονιστεί ότι η αναγνώριση καθεστώτος υποψήφιας χώρας, αποτελεί το πιο καθοριστικό στάδιο στη μακρά και απαιτητική διαδικασία ένταξης κάθε χώρας στην Ε.Ε. Εκείνη λοιπόν ήταν η καλύτερη, αν όχι και η μοναδική, ευκαιρία για την Ελλάδα να αποσπάσει κάποιο σαφές ουσιαστικό και χειροπιαστό αντάλλαγμα πριν δώσει την απαραίτητη συγκατάθεσή της.

Σε εκείνην λοιπόν, την κρίσιμη στιγμή η Ελλάδα μπορούσε και έπρεπε να κερδίσει το αυτονόητο. Δηλαδή ότι οι υποψήφιες χώρες, άρα και η Τουρκία, θα σέβονται την εθνική κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα των κρατών μελών της Ε.Ε και φυσικά δεν θα απειλούν με κήρυξη πολέμου (casus belli) άλλο κράτος μέλος για οποιονδήποτε λόγο.

Αντί για αυτό, η Ευρώπη – και η Ελλάδα βέβαια – καλέσαμε την Τουρκία να φέρει εκείνη ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης τις διεκδικήσεις που προβάλει εις βάρος της χώρας μας ! Διότι αυτό πράγματι συνέβη στο Ελσίνκι. Αυτή είναι η πραγματικότητα και αυτό αποδεικνύουν τα κείμενα. Αναγνωρίσαμε δηλαδή στην ουσία τις Τουρκικές διεκδικήσεις στο Αιγαίο και ζητήσαμε από τη Τουρκία να επιδιώξει δικαίωση διά της δικαστικής οδού!

Είναι χρήσιμο να πάμε λίγο πίσω στο χρόνο, για να δούμε πως χάθηκε εκείνη μεγάλη ευκαιρία. Πως αντί χειροπιαστών ανταλλαγμάτων, καταλήξαμε σε έναν επώδυνο και τελικά, επιζήμιο συμβιβασμό.

Το 1996 με την κρίση των Ιμίων η Ελλάδα της κυβέρνησης Σημίτη για πρώτη φορά αναγνώρισε αμφισβήτηση κυριαρχίας επί εδάφους της ελληνικής επικράτειας, αφού δέχθηκε ότι στο έδαφος των Ιμίων δεν θα υπάρχουν «ούτε στρατιώτες, ούτε πλοία, ούτε σημαίες» (no troops, no ships, no flags).

Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής με τον βουλευτή της Νέας Δημοκρατίας, Γιώργο Κουμουτσάκο. Φωτογραφία Αρχείου

Το 1997, η Τουρκία διεύρυνε τις εδαφικές διεκδικήσεις από τις βραχονησίδες των Ιμίων σε μια σειρά ελληνικών νήσων, νησίδων και βραχονησίδων στο Ανατολικό Αιγαίο με τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Σύμφωνα με επίσημα τουρκικά έγγραφα και δηλώσεις πρόκειται για περισσότερες από εκατό τέτοιες περιπτώσεις διεκδικήσεως ελληνικού εδάφους.

  • Αργότερα το ίδιο έτος, με το ανακοινωθέν της Μαδρίτης που υπέγραψαν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδος και της Τουρκίας στο περιθώριο της εκεί Συνόδου του ΝΑΤΟ, αναγνωρίστηκε, με ελληνική συγκατάθεση, ότι η Τουρκία έχει «νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα… στο Αιγαίο, που έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική κυριαρχία».

Εκείνο το ανακοινωθέν αποτελεί άγος και άχθος για την ελληνική εξωτερική πολιτική.

Από τουρκικής πλευράς, σε όλα αυτά τα κείμενα μαζί με τις συναφείς τουρκικές διεκδικήσεις οικοδομείται η ανατροπή του status quo στο Αιγαίο το οποίο καθιέρωσαν διεθνείς συνθήκες όπως η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947. Αυτό αποτελεί μόνιμο στόχο της Τουρκίας από το 1973, που επιδιώκουν έκτοτε όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις. Με ακόμα μεγαλύτερη ένταση το πράττει η Τουρκία του Ερντοάν με το επίσημο πλέον στρατηγικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας».

Ως αποκορύφωση όλων αυτών των διεργασιών ήρθε το Ελσίνκι, όπου αντί να ζητήσουμε κάποιο αντάλλαγμα διότι επιτρέψαμε την πραγματοποίηση του ονείρου που επιδίωκε η Τουρκία επι πολλές δεκαετίες, της ζητήσαμε να προσφύγει στα δικαστήρια  για να βρει το δίκιο της.

Σύμφωνα λοιπόν με τις αποφάσεις του Ελσίνκι (συνδυασμός παραγράφων 4 και 12 των συμπερασμάτων), η Τουρκία πρέπει «…να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την επίλυση κάθε εκκρεμούς συνοριακής διαφοράς (σ.σ. εδαφική κυριαρχία) και άλλων συναφών θεμάτων (σ.σ. αποστρατικοποίηση νησιών). Άλλως, θα πρέπει να φέρει (σ.σ. η Τουρκία) τη διαφορά ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου εντός εύλογου χρονικού διαστήματος. Το αργότερο έως τα τέλη του 2004 το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα επανεξετάσει την κατάσταση ως προς κάθε εκκρεμή διαφορά».

Δηλάδη στο Ελσίνκι, η Ευρώπη – και η Ελλάδα βέβαια- καλέσαμε την Τουρκία να αρχίσει διαπραγματεύσεις με τη χώρα μας εφ’ όλης της ύλης και στη συνέχεια να προσφύγει η Τουρκία -και όχι η Ελλάδα- στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για να ζητήσει την ικανοποίηση των διεκδικήσεών της εις βάρος της Ελλάδος.

Στην πράξη, η διπλωματική γλώσσα του Ελσίνκι σήμαινε ότι θα διαπραγματευόμαστε με την Τουρκία την εδαφική ακεραιότητα της χώρας, καθώς και τον αφοπλισμό πολλών νησιών μας στο Αιγαίο. Και αν δεν συμφωνούσαμε σε όλα αυτά, επιτρέπαμε και προτρέπαμε την Τουρκία να προσφύγει μονομερώς στο Δικαστήριο για να τα διεκδικήσει εκεί. Θέταμε δηλαδή την εθνική μας κυριαρχία και ασφάλεια στα χέρια μιας ομάδας ξένων δικαστών!

Όλα αυτά αποτελούσαν εγκατάλειψη της σταθερής θέσης όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων, ότι έχουμε μόνον ένα θέμα να διαπραγματευτούμε με την Τουρκία. Την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών, της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ. Και στη συνέχεια, εάν δεν συμφωνήσουμε, να προσφύγουμε από κοινού (με συνυποσχετικό) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μόνο για αυτό το θέμα.

  • Η κυβέρνηση Σημίτη είχε τέσσερα χρόνια μπροστά της για να εφαρμόσει το «Ελσίνκι». Δεν το έκανε ποτέ. Δεν βρήκε ποτέ το πολιτικό θάρρος να ομολογήσει στο εσωτερικό της χώρας ότι η ίδια εγκατέλειψε την πολιτική αυτή.
  • Υποστηρικτές όμως του «Ελσίνκι» έχουν το πολιτικό θράσος να κατηγορούν τους αντιπάλους τους ακόμη και σήμερα, γιατί δεν το έκαναν εκείνοι, εντός έξη μηνών μάλιστα. Από το Μάρτιο έως το Δεκέμβριο του 2004 !

Δεν είναι δύσκολο λοιπόν να καταλάβει κανείς γιατί το «Ελσίνκι» παρέμεινε ανεφάρμοστο επί «20+1» χρόνια.

Τελικά η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, τον Ιανουάριο του 2015 διατύπωσε επιφύλαξη προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, με την οποία αφαιρούσε από την δικαιοδοσία του θέματα που αφορούν στην εθνική κυριαρχία και ασφάλεια της χώρας σε περίπτωση μονομερούς προσφυγής τρίτης χώρας στο Δικαστήριο.

Δηλαδή απέκλεισε, ορθώς, την δυνατότητα της Τουρκίας να προσφύγει μονομερώς στο Δικαστήριο για τα θέματα αυτά όπως προέβλεπε το «Ελσίνκι».

Λογικά αυτό θα έπρεπε να σημαίνει και τον οριστικό ενταφιασμό της λογικής του «Ελσίνκι».

Όμως, ακόμη και σήμερα οι εμπνευστές και οι συνήγοροι του «Ελσίνκι» επιμένουν να το προβάλουν ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία κατηγορώντας άλλους γιατί την εγκατέλειψαν. Χτίζουν αυτόν το μύθο με κάθε τρόπο επί «20+1» χρόνια.

Ο μύθος όμως κατέρρευσε με τη ξεκάθαρη τοποθέτηση του πρώην Πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή που αναίτια, αψυχολόγητα και διχαστικά προκλήθηκε σε μια στιγμή μάλιστα που η πολιτική ηρεμία στο εσωτερικό είναι πολύτιμο εφόδιο για τις μάχες που δίνονται και πρέπει να δίνονται, στο εξωτερικό. Ο Καραμανλής με αίσθημα ευθύνης, δεν προκάλεσε. Προκλήθηκε και απάντησε. Ως όφειλε.

Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, συνεπής με την ιστορία της παράταξης, εξ´αρχής τόνισε, και μετά την απάντηση Καραμανλή το επιβεβαίωσε, ότι παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην εθνική γραμμή. Δηλαδή στην αναγνώριση της μίας και μόνης διαφοράς με την Τουρκία.

Γιώργος Σ. Κουμουτσάκος
Βουλευτής του (Β1) Βόρειου Τομέα της Αθήνας με τη Νέα Δημοκρατία.


https://hellasjournal.com/