Πέτρος Ούτσης |
Σταθερή επωδός της Τουρκίας και των ελεγχόμενων από αυτήν συλλόγων, παραγόντων και ΜΜΕ στη Θράκη είναι ότι η Μουσουλμανική Μειονότητα της Θράκης είναι τουρκική. Έτσι την αποκαλεί σε κάθε δυνατό βήμα σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο καλλιεργώντας στο ανυποψίαστο ακροατήριο πεποίθηση περί της ορθής ονομασίας της και κατ’ επέκταση του νομικού της καθεστώτος. Αυτή η τακτική εντάσσεται σε μια γενικότερη πρακτική να χρησιμοποιείται το επίθετο “τουρκικός” για τον προσδιορισμό οποιασδήποτε υπόθεσης αφορά στους μουσουλμάνους της Θράκης.
Τί ισχύει πραγματικά για την ονομασία της μειονότητας στη Θράκη; πότε και ποιός ήταν αυτός που της την έδωσε και για ποιούς λόγους; ποιοί είναι οι λόγοι που η Τουρκία επιλέγει τη χρήση του επιθέτου “τουρκικός” για κάθε αναφορά στους μουσουλμάνους της Θράκης;
I. Ληξιαρχική πράξη γέννησης της μειονότητας στη Θράκη αποτελεί η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης (24.07.1923) μεταξύ 7 κρατών (Βρετανικής Αυτοκρατορίας, Γαλλίας, Ιταλίας, Ιαπωνίας, Ελλάδας, Ρουμανίας και του Βασιλείου των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων) και της Τουρκίας. Η πράξη ονοματοδοσίας της γίνεται με το αρ.45, όπου γίνεται λόγος για “Μουσουλμανική μειονότητα – Moslem minority”. Όμοιο λεκτικό χρησιμοποιείται και στη λίγο προγενέστερη Σύμβαση της Λωζάνης περί Ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών Πληθυσμών (30.01.1923) μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στο αρ.2 που αναφέρεται στις εξαιρέσεις των ανταλλάξιμων πληθυσμών γίνεται λόγος για τους “Μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης – Moslem inhabitants of Western Thrace”. Σε κανένα σημείο των ανωτέρω διεθνών κειμένων δε έχει χρησιμοποιηθεί το επίθετο “τουρκικός” για να περιγράψει τους μουσουλμάνους κατοίκους της Δυτικής Θράκης.
Όπως προκύπτει από τα πρακτικά της Συνδιάσκεψης της Λωζάνης (21.11.1922 – 24.07.1923) με επιμονή του Δρ. Ρίζα Νουρ, Υπουργού Υγείας και Δημόσιας Αρωγής, Βουλευτή Σινώπης και μέλους της τουρκικής αντιπροσωπίας στη Λωζάνη υιοθετήθηκε το θρησκευτικό κριτήριο για την περιγραφή του μουσουλμανικού πληθυσμού στη Δυτική Θράκη, αλλά το εθνικό κριτήριο για την περιγραφή των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής.
Ποιοί ήταν οι λόγοι που η τουρκική αντιπροσωπεία επεδίωξε την ονομασία της μειονότητας στη Θράκη ως μουσουλμανικής και όχι ως τουρκικής;
1. Ο κυριότερος λόγος ήταν υπαρξιακός. Στην προσπάθεια της Τουρκίας να συγκροτήσει και να σταθεροποιήσει το νεοπαγές κράτος και να επιτύχει την απαιτούμενη εθνική ομογενοποίηση κατά τη μετάβαση από τον οθωμανισμό (Osmanlılık – μιλλέτ) στον τουρκισμό (Miliyetçilik/Türkçülük – έθνος), η επιλογή οποιουδήποτε εθνικού κριτηρίου για περιγραφή μειονοτήτων θα μπορούσε να γυρίσει εις βάρος της. Όπως σημείωνε ο Δρ. Νουρ, “στην Τουρκία δεν υπάρχουν φυλετικές μειονότητες, αλλά μόνο θρησκευτικές“. Δεδομένου του μεγάλου αριθμού κουρδικού πληθυσμού και με νωπή την ανάμνηση της Συνθήκης των Σεβρών (10.08.1920) που προέβλεπε δημιουργία ανεξάρτητου αρμενικού κράτους και δικαιώματα αυτοδιάθεσης των Κούρδων, όποια αναφορά σε εθνικές μειονότητες στο εξωτερικό θα μπορούσε να εγείρει εθνικές/αποσχιστικές αξιώσεις στο εσωτερικό. Ακόμη κι αν η υιοθέτηση του εθνικού κριτηρίου θα μπορούσε να δώσει κάποια πολιτικά πλεονεκτήματα σε Τουρκία (πχ. με δικαιώματα επέμβασης υπέρ των μουσουλμάνων στην Κρήτη), οι εσωτερικοί λόγοι απέκλειαν κάθε διαφορετική σκέψη.
2. Ο Δρ. Νουρ (που ανέλαβε το μεγαλύτερο βάρος των διαπραγματεύσεων για την τουρκική πλευρά στο θέμα των μειονοτήτων) γνώριζε ότι ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Δυτικής Θράκης δεν είχε τουρκική εθνική συνείδηση στο σύνολό του. Γνώριζε τόσο για τις εθνικές συνιστώσες των Πομάκων και των Ρομά, αλλά και για την εσωτερική διαμάχη μεταξύ των οθωμανιζόντων συντηρητικών παλαιομουσουλμάνων (muhafazakâr) και τον εθνικιστών μεταρρυθμιστών Τούρκων (Inkılapçı). Ενδεχόμενη υιοθέτηση εθνικού κριτηρίου για το χαρακτηρισμό της μειονότητας θα καθιστούσε πιθανότατα τουλάχιστον τους μισούς μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης ανταλλάξιμους αποδυναμώνοντας όποια δυνατότητα πολιτικής τους μόχλευσης (μουσουλμανικό προγεφύρωμα) στο νέο αναδυόμενο πλέγμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων.
3. Ο ίδιος, επίσης, γνώριζε ότι στο πνεύμα της αμοιβαιότητας και της αριθμητικής ισορροπίας που διήπε τις διαπραγματεύσεις στη Λωζάνη και για να ισοσκελίσει των αριθμό των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης που συμφωνήθηκαν μη ανταλλάξιμοι έπρεπε να συμπεριλάβει μεγαλύτερο αριθμό μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη, εξ’ού και το θρησκευτικό κριτήριο. Με την επιλογή αυτή, εξάλλου, ικανοποιούσε και τις 2 αξιώσεις της Τουρκίας: και τη διατήρηση μεγαλύτερου αριθμού μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη και τη μείωση του αριθμού των μη ανταλλάξιμων Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης (από περίπου 300.000 το 1922 σε περίπου 100.000 το 1927).
4. Η τουρκική αντιπροσωπεία γνώριζε τις επιπτώσεις εφαρμογής του εθνικού και του θρησκευτικού κριτηρίου. Και επέλεξε συνειδητά αναλόγως. Και δεσμεύθηκε διεθνώς αναλόγως. Ωστόσο, η συμφωνία υιοθέτησης του θρησκευτικού κριτηρίου ήταν αποτέλεσμα συμβιβασμού για την Τουρκία, όπως τόσες άλλες διατάξεις στη Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάνης, για παράδειγμα η συμφωνία για παραμονή ελληνικού πληθυσμού στη χώρα της, τον οποίο σύντομα θα άρχιζε συστηματικά και με κάθε πρόφαση να εκδιώκει). Συνεπώς ήταν ανειλικρινής και στο πίσω μέρος του μυαλού της προσωρινή. Η εμφάνιση του αναθεωρητισμού δεν θα αργούσε πολύ, όπως και στην περίπτωση της Δυτικής Θράκης, όπου αμέσως μετά την υπογραφή της συνθήκης ειρήνης θα ξεκινούσε με επίκεντρο το Προξενείο στην Κομοτηνή μια συστηματική προσπάθεια εξομοίωσης καθετί μουσουλμανικού με τουρκικό (Ζ.Gökalp), αλλά και πίεσης προς την ελληνική πλευρά απομάκρυνσης κάθε στοιχείου από τη Θράκη που συνιστούσε οθωμανικό αντίλογο στους τουρκικούς νεωτερισμούς (πχ του τελευταίου Şeyhülislam της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, Mustafa Sabri και των ομοϊδεατών του). Αποτελεί έκτοτε θεμελιώδη πολιτική προτεραιότητα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής, για την επίτευξη της οποίας διαθέτει υπέρογκα κονδύλια, η καλλιέργεια τουρκικής εθνικής συνείδησης σε όλους τους μουσουλμάνους της Θράκης, ώστε όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν να διεκδικηθεί de jure η μετατροπή της μουσουλμανικής μειονότητας σε τουρκική προς εξυπηρέτηση ίδιων πολιτικών συμφερόντων.
5 Η Τουρκία συνεπώς ήταν αυτή που ονόμασε τη μειονότητα μουσουλμανική και όχι η Ελλάδα. Η Τουρκία με τη συνεχή αναφορά της σε “τουρκική μειονότητα” στη Θράκη ακυρώνει τον εαυτό της και προσπαθεί εσκεμμένα και κατά προσφιλή της τακτική να παραπλανήσει το ακροατήριό της και να δημιουργήσει εντυπώσεις ερχόμενη σε αντίθεση με διεθνή της δέσμευση. Επιβεβαιώνει την à la carte αντίληψη που έχει για την εφαρμογή των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης, ανάλογα με το συμφέρον της (ιδίως ως προς την εφαρμογή των διατάξεων περί μειονοτικής προστασίας, όπως δείχνει η εξολόθρευση της Ελληνικής Μειονότητας σε Κωνσταντινούπολη, Ίμβρο και Τένεδο). Και δείχνει για άλλη μια φορά το σεβασμό που αποδίδει στο Διεθνές Δίκαιο, προσθέτοντας ακόμα μια αναθεωρητική αξίωση στις τόσες που έχει προβάλει προς όλους σχεδόν τους γείτονές της υπονομεύοντας την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή.