Η Αμπαδιά, σαν γεωγραφικός προσδιορισμός, καταλαμβάνει τη μισή περίπου έκταση, στα νότια της επαρχίας Αμαρίου, στα νοτιοδυτικά του Ψηλορείτη και παλιότερα περιελάμβανε δώδεκα με δεκατρία χωριά.
Κατά μία ερμηνεία, πήρε το όνομά της τον 9Ο μ.Χ. αιώνα από τον Αμπάδ, Σαρακηνό σεΐχη που εγκαταστάθηκε στην ορεινή αυτή περιοχή με τους άνδρες του μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Σαρακηνούς το 830 μ.Χ.
Οι Αμπαδιώτες Σαρακηνοί παρέμειναν στην περιοχή αυτή και κατά την τουρκοκρατία.
Κατά μια άλλη εκδοχή, οι Αμπαδιώτες ήταν Άραβες πολεμιστές που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή μετά την τουρκική κατάληψη του νησιού.
Αποτελούσαν ξεχωριστή φυλή μεταξύ των υπολοίπων μουσουλμάνων, δεν ήταν τουρκογενείς, διατηρούσαν όχι μόνο τα παλαιά τους ήθη και έθιμα, αλλά και τα χαρακτηριστικά της αραβικής φυλής τους.
Ήταν μικρόσωμοι, άσχημοι, με μαυριδερό χρώμα και ύπουλο βλέμμα, άξεστοι, ζωηροί και ευκίνητοι.
Δεν είχαν έλθει ποτέ σε επιμιξία όχι μόνο με τους Χριστιανούς αλλά ούτε και με τους άλλους Οθωμανούς μετά την κατάληψη της Κρήτης από τους Τούρκους το 1669.
Τις σχέσεις των Αμπαδιωτών με τους υπόλοιπους μουσουλμάνους χαρακτήριζε αμοιβαία περιφρόνηση. Οι άλλοι μουσουλμάνοι θεωρούσαν τους Αμπαδιώτες κατωτέρους τους, φυλή ξένη και ταπεινή.
Το όνομα Αμπαδιώτης μεταξύ αυτών αποτελούσε ύβρι.
Αντίθετα, οι Αμπαδιώτες μουσουλμάνοι, ήταν υπερήφανοι για την προέλευσή τους από παλαιούς μουσουλμάνους. Είχαν θρησκευτικές διαφορές από τους υπόλοιπους, δική τους γλώσσα, με αραβικά στοιχεία, σε αντίθεση με τους άλλους ομοθρήσκους τους, που μιλούσαν ελληνικά. Θεωρούσαν τους άλλους Οθωμανούς νόθους, γιατί προερχόταν σχεδόν όλοι από εξισλαμισθέντες Κρήτες.
Οι Αμπαδιώτες κατοικούσαν στα χωριά, από τη Λοχριά μέχρι την Κρύα Βρύση, με κέντρο τους το Βαθειακό.
Οι αποτυχημένες συνομιλίες μεταξύ Αμπαδιωτών και Κρητικών.
Αμέσως μετά την απόφαση για τη συμμετοχή των Κρητών στην επανάσταση του 1821, οι επαναστάτες άρχισαν να αναζητούν συμμάχους.
Με τη σύμφωνη γνώμη του Ηγουμένου της Μονής του Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερού, «ανδρός πολύπειρου και επισήμου», ο οποίος ήταν και από τους πρώτους μυημένους στη Φιλική Εταιρεία, τον Μάιο του 1821, οι Σφακιανοί αποφάσισαν να έρθουν σε επαφή με τους μουσουλμάνους της Αμπαδιάς, ώστε, ή να τους βοηθήσουν στην επανάσταση ή να μείνουν αμέτοχοι.
Οι Κρήτες γνώριζαν ότι οι Αμπαδιώτες είχαν μεγάλη πολεμική δύναμη και εμπειρία και η συμμετοχή τους στην επανάσταση, με τη μία ή την άλλη πλευρά, θα είχε καταλυτικό ρόλο, ιδίως στις επαρχίες Αμαρίου και Αγίου Βασιλείου.
Για τον λόγο αυτό απέστειλαν πρεσβεία, αποτελούμενη από τον Αναγνώστη Μανουσέλη από τον Καλλικράτη και Ιωσήφ Δασκαλάκη από του Ασφένδου.
Οι απεσταλμένοι προσπάθησαν να πείσουν τους Αμπαδιώτες, λέγοντάς τους ότι αυτοί είναι οι μόνοι γνήσιοι μωαμεθανοί στο νησί, ενώ όλοι οι άλλοι είναι αποστάτες και εξωμότες χριστιανοί και όπως κινδυνεύει η πίστη των χριστιανών, το ίδιο κινδυνεύει και η πίστη των γνήσιων μωαμεθανών.
Οι Αμπαδιώτες, έδειξαν αρχικά να πείθονται.
Το μόνο που τους προβλημάτιζε ήταν ότι δεν είχαν αρκετά όπλα και πολεμοφόδια και δεν ήξεραν από πού μπορούσαν να τα προμηθευτούν.
Οι απεσταλμένοι των Κρητών, χωρίς να έχουν πλήρη εμπιστοσύνη στα λεγόμενα των Αμπαδιωτών, αλλά και χωρίς να θέλουν να ψυχράνουν τις σχέσεις τους, τους απάντησαν ότι μπορούσαν να τους προμηθεύσουν, αρχικά, με δέκα βαρέλια πυρίτιδα, αλλά θα έπρεπε να έρθουν οι ίδιοι στα Σφακιά να τα παραλάβουν.
Όταν θα παραλάμβαναν και όπλα θα τους διέθεταν έναν ικανό αριθμό.
Οι Αμπαδιώτες, φεύγοντας οι απεσταλμένοι, είτε μετάνιωσαν, είτε προσποιούμενοι από την αρχή, ειδοποίησαν τον Οσμάν πασά του Ρεθύμνου για τις επαναστατικές προθέσεις των Σφακιανών.
Στη συνέχεια μήνυσαν στους Σφακιανούς ότι θα πάνε να παραλάβουν το μπαρούτι, όχι από τη «στράτα» που συμφώνησαν, αλλά από μια άλλη στράτα, που θα την μάθουν «σαν έρθει η ώρα του Αλλαχ».
Μετά από λίγες ημέρες ο Σερίφ πασάς του Ηρακλείου μήνυσε στους Σφακιανούς να παραδώσουν άμεσα όσα όπλα και πολεμοφόδια είχαν και παράλληλα συγκέντρωσε στρατό στα Κουσελιανά των Σφακίων, ώστε να εκβιάσει την παράδοση του οπλισμού τους.
Οι Σφακιανοί, βρίσκοντας διάφορες δικαιολογίες, αρνήθηκαν, ενώ, παράλληλα έστειλαν καράβια τους στη Μάλτα με διάφορα προϊόντα, για ανταλλαγή με όπλα και πολεμοφόδια. Η επανάσταση δεν μπορούσε να παραμείνει άλλο εν κρυπτώ, ενώ οι Αμπαδιώτες μουσουλμάνοι είχαν επιλέξει στρατόπεδο.
Ο Ηγούμενος του Πρέβελη Μελχισεδέκ Τσουδερός και η ύψωση της σημαίας της επανάστασης στον Κουρκουλό.
Αυτό φάνηκε λίγες ημέρες αργότερα, όταν ένας από τους αγριότερους Αμπαδιώτες, ο Ψαροσμαήλης, ή Κουντούρης κινήθηκε εναντίον των Σφακίων με 200-300 συντοπίτες του για να καταφέρει την παράδοση των όπλων των Σφακιανών, πουλώντας εκδούλευση στον πασά.
Αρχικά, στις 23 Μαΐου 1821, διατρέχοντας τον Άη Βασίλη, έφτασε στη Μονή του Πρέβελη, με στόχο να συλλάβει, αθόρυβα, τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ Τσουδερό, που ήδη είχε μαθευτεί ότι ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και να τον οδηγήσει στο Ρέθυμνο για να τον κρεμάσουν ως παραδειγματισμό, ώστε να καμφθεί το φρόνημα των χριστιανών.
Ο Κουντούρης προσποιήθηκε στον Ηγούμενο ότι ο λόγος της επίσκεψής του ήταν να καταγράψει, κατ΄ εντολή του Οσμάν πασά, τα όπλα που υπήρχαν στη Μονή.
Ο Μελχισεδέκ του παρέδωσε περίπου 15 παλιά τουφέκια που κατείχαν οι βοσκοί της Μονής για την προστασία τους από τους κλέφτες.
Δεν του μίλησε για τις δεκάδες καινούργια τουφέκια, που καιρό τώρα αγόραζε μαζί με πολεμοφόδια και τα είχε κρυμμένα στις βραχώδεις σπηλιές γύρω από το Μοναστήρι, περιμένοντας την έκρηξη της επανάστασης.
Για να δείξει, μάλιστα τα φιλικά του αισθήματα προς τον Κουντούρη, που ήταν παλιοί γνώριμοι, φιλοξένησε τον ίδιο και τους άνδρες του στο Μοναστήρι, παραθέτοντάς τους πλούσιο δείπνο.
Το βράδυ, που οι μουσουλμάνοι κοιμούνταν βαθιά από το πολύ κρασί που είχαν πιει, ένας ξάδερφος του Κουντούρη, ο Αλή Αγά Ατζέμης, από φθόνο προς τον ξάδερφό του, ενημέρωσε τον Μελχισεδέκ ότι με το πρώτο φως της ημέρας ο Κουντούρης θα τον έπιανε και θα τον οδηγούσε στο Ρέθυμνο να τον κρεμάσουν.
Ο Τσουδερογούμενος, όπως τον αποκαλούσε ο λαός, αθόρυβα πήρε όλους τους μοναχούς της Μονής, εκτός από δύο υπέργηρους καλόγερους, οπλίστηκαν με τα όπλα που είχαν κρυμμένα και έφυγαν αργά το βράδυ από τον Πρέβελη.
Παράλληλα, ειδοποίησε τα αδέρφια του Γεώργιο και Γιάννη από τον Ασώματο, να πάρουν κι αυτοί τα μυημένα παλικάρια τους και όλοι μαζί βρέθηκαν στο ύψωμα Κουρκουλός, πάνω από το Ροδάκινο.
Εκεί, το πρωί της 24ης Μαΐου, έξω από το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, ο Ηγούμενος της Μονής Πρέβελη, Μελχισεδέκ Τσουδερός, παρουσία 15ο πάνοπλων Κρητικών, ύψωσε τη σημαία της επανάστασης.
Στη συνέχεια, όλοι μαζί πήγαν στα Σφακιά ενημερώνοντας τους εκεί οπλαρχηγούς για τα γεγονότα της προηγούμενης ημέρας.
Το πάθημα του Ισμαήλ Αγά Κουντούρη.
Ο Ισμαήλ Αγάς Κουντούρης, ξυπνώντας το πρωί, έκπληκτος είδε άδειο το Μοναστήρι.
Κρύβοντας τον θυμό του, κλείδωσε τα άδεια κελιά και παρέδωσε τα κλειδιά στους δύο εναπομείναντες υπέργηρους μοναχούς και με προσποιητά φιλικό ύφος τους είπε πώς δεν έχει να φοβάται τίποτα από αυτόν ο «φίλος» του Μελχισεδέκ.
Στη συνέχεια πήρε τους άντρες του και έφτασε μέχρι το Φραγκοκάστελλο, μην τολμώντας να προχωρήσει στα ενδότερα της επαρχίας Σφακίων.
Από εκεί, μήνυσε στους Σφακιανούς να στείλουν δέκα από τους Προκρίτους τους για να συζητήσουν.
Οι Σφακιανοί, μετά από σύσκεψη, αποφάσισαν να στείλουν 100 ενόπλους, από τους οποίους οι δέκα μόνο να εμφανισθούν στον Ψαροσμαήλη και οι υπόλοιποι να κρυφτούν τριγύρω και να πράξουν ανάλογα με την έκβαση των συζητήσεων.
Αντικρίζοντάς τους εκπροσώπους ο Ψαροσμαήλης και γνωρίζοντας ότι έχει την υπεροπλία, άρχισε να τους βρίζει χυδαία, να τους απειλεί καθώς και όλους τους χριστιανούς.
Έξαφνα, πετάχτηκαν από τις κρυψώνες τους και οι υπόλοιποι Σφακιανοί.
Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο ο Ψαροσμαήλης και παρότι οι Αμπαδιώτες ήταν υπερδιπλάσιοι από τους Σφακιανούς, μαλάκωσε το ύφος του και άρχισε να υποχωρεί, προκαλώντας τη θυμηδία των Σφακιανών, που δεν τους καταδίωξαν.
Η επίθεση στο Μονή Πρέβελη.
Κατά την επιστροφή τους στην Αμπαδιά και μετανιωμένοι για την ανανδρεία που επέδειξαν, αλλά και το διπλό πάθημά τους, επιτέθηκαν εναντίον της Μονής του Πρέβελη που ήταν στον δρόμο τους.
Δεν βρήκαν μέσα τον Ηγούμενο Μελχισεδέκ όπως ήλπιζαν και ξέσπασαν στους δύο μοναχούς, τους οποίους θανάτωσαν με μαρτυρικό τρόπο.
Καταδίωξαν τους εργάτες της Μονής, την οποία στη συνέχεια λεηλάτησαν και την παρέδωσαν στις φλόγες.
Ο Μελχισεδέκ Τσουδερός πληροφορήθηκε από τα Σφακιά την επίθεση των Αμπαδιωτών στο Μοναστήρι και παρότι αυτοί κινήθηκε άμεσα με τους άνδρες του, δεν πρόλαβαν το κακό.
Ο Ισμαήλ Αγάς Κουντούρης πλήρωσε τα ανομήματά του, λίγες ημέρες αργότερα, όταν σκοτώθηκε στη μάχη στον Άη Γιάννη τον Καημένο, στις 13 Ιουνίου 1821 από τους άνδρες του Τσουδερογούμενου.
Η μάχη στο Βαθιακό.
Οι Κρήτες δεν ξέχασαν την προδοτική και προκλητική στάση των Αμπαδιωτών μουσουλμάνων. Μετά τη σπουδαία νίκη εναντίον των Τούρκων στον Άη Γιάννη τον Καημένο, οι οπλαρχηγοί Ρούσος Βουρδουμπάς, Γ. Τσουδερός, Κουρμούλης, Πολογιώργης και Αντώνης Μελιδόνης, στις 20-21 Ιουνίου κινήθηκαν με τους άντρες τους εναντίον της Αμπαδιάς.
Μετά την έναρξη της επανάστασης, οι χριστιανοί κάτοικοι της περιοχής, που αποτελούσαν μειονότητα, υπέφεραν τα πάνδεινα από τους άγριους μουσουλμάνους. Αν και οι χριστιανοί της Αμπαδιάς είχαν αγοράσει όπλα για να συμμετάσχουν στον απελευθερωτικό αγώνα, δεν μπορούσαν από μόνοι τους να αντιμετωπίσουν τους πολυπληθέστερους και αγριότερους μουσουλμάνους.
Αλλά και οι μουσουλμάνοι της Αμπαδιάς, μαθαίνοντας ότι ξέσπασε η επανάσταση, άρχισαν να προετοιμάζονται κι αυτοί κατάλληλα. Μετέφεραν, μέσω της Μεσαράς, τις οικογένειές τους και την κινητή περιουσία τους στο Ηράκλειο, που υπήρχε ασφάλεια και συγκεντρώθηκαν στο Βαθιακό, που ήταν το κέντρο της οθωμανικής Αμπαδιάς.
Ο αρχηγός τους, Δελημουσταφάς, με 100 περίπου άνδρες, οχυρώθηκαν στον οικισμό περιμένοντας τους επαναστάτες Κρήτες.
Στις 28 Ιουνίου του 1821 άρχισε η σκληρή μάχη, η οποία κράτησε δύο ημέρες, χωρίς να υπάρχει νικητής.
Οι μουσουλμάνοι, οχυρωμένοι, αντιστέκονταν με σθένος στις επιθέσεις των Κρητικών.
Στο τέλος της δεύτερης ημέρας, οι Αμπαδιώτες, με τον Δελημουσταφά επικεφαλής, έκαναν γιουρούσι εναντίον των επαναστατών, οι οποίοι υποχώρησαν και κατέλαβαν πιο οχυρές θέσεις.
Ο Δελημουσταφάς όρμησε εναντίον τους κραυγάζοντας χλευαστικά να σταθούν οι Σφακιανοί να υπογράψουν τη συμμαχία, θυμίζοντάς τους τη συνάντηση για τις διαπραγματεύσεις του προηγούμενου μήνα.
Τέσσερις ώρες οι επαναστάτες απέκρουαν με επιτυχία τις επιθέσεις των Αμπαδιωτών.
Πάνω στην ένταση της μάχης τραυματίστηκε στο χέρι ο Δελημουσταφάς, ενώ, συγχρόνως διερράγη το όπλο του και αχρηστεύθηκε.
Βλέποντας την ευμενή γι αυτούς εξέλιξη, ο Βουρδουμπάς με τους άντρες του περικύκλωσε τον Δελημουσταφά και τους Αμπαδιώτες που ήταν γύρω του του και τους σκότωσαν όλους.
Συγχρόνως, ο Μελιδόνης με τους άνδρες του επιτέθηκε εναντίον των άλλων Αμπαδιωτών, οι οποίοι, βλέποντας και τον θάνατο του αρχηγού τους, άρχισαν να υποχωρούν προς τα γύρω βουνά, καταδιωκόμενοι από τους χριστιανούς της Αμπαδιάς που γνώριζαν εξίσου καλά τα μέρη.
Από τους Αμπαδιώτες ελάχιστοι σώθηκαν, ενώ οι Κρητικοί είχαν επτά νεκρούς και εννιά τραυματίες.
Στη συνέχεια, οι επαναστάτες, αφού λαφυραγώγησαν τα όπλα και τα πολεμοφόδια των νεκρών αντιπάλων τους, έκαψαν όλα τα χωριά της Αμπαδιάς.
Του Νίκου Δερεδάκη.
(αναρτήθηκε από:
Antonis Antonas) |