ΕΥΑΓΟΡΑΣ ΠΑΛΛΗΚΑΡΙΔΗΣ …
Της Κύπρου ο Έλληνας Επαναστάτης και Ποιητής.
(Τσάδα Πάφου, 26 Φεβρουαρίου 1938 - Λευκωσία, 14 Μαρτίου 1957)
Παλιοί συμμαθηταί, Αυτή την ώρα κάποιος λείπει ανάμεσά σας, κάποιος που φεύγει αναζητώντας λίγο ελεύθερο αέρα, κάποιος που μπορεί να μη τον ξαναδείτε παρά μόνο νεκρό. Μην κλάψετε στον τάφο του, Δεν κάνει να τον κλαίτε. Λίγα λουλούδια του Μαγιού σκορπάτε του στον τάφο. Του φτάνει αυτό ΜΟΝΑΧΑ.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Θ΄ αφήσω αδέλφια συγγενείς, τη μάνα, τον πατέρα μεσ΄ τα λαγκάδια πέρα και στις βουνοπλαγιές.
Ψάχνοντας για τη Λευτεριά θα ΄χω παρέα μόνη κατάλευκο το χιόνι, βουνά και ρεματιές.
Τώρα κι αν είναι χειμωνιά, θα ΄ρθει το καλοκαίρι
Τη Λευτεριά να φέρει σε πόλεις και χωριά.
Θα πάρω μιαν ανηφοριά θα πάρω μονοπάτια να βρω τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά.
Τα σκαλοπάτια θ΄ ανεβώ, θα μπω σ΄ ενα παλάτι, το ξέρω θαν απάτη, δεν θαν αληθινό.
Μεσ΄ το παλάτι θα γυρνώ ώσπου να βρω τον θρόνο, βασίλισσα μια μόνο να κάθεται σ΄ αυτό. Κόρη πανώρια θα της πω, άνοιξε τα φτερά σου και πάρε με κοντά σου, μονάχα αυτό ζητώ.
Γειά σας παλιοί συμμαθηταί. Τα τελευταία λόγια τα γράφω σήμερα για σας. Κι όποιος θελήσει για να βρει ένα χαμένο αδελφό, ένα παλιό του φίλο, ας πάρει μιαν ανηφοριά ας πάρει μονοπάτια να βρει τα σκαλοπάτια που παν στη Λευτεριά. Με την ελευθερία μαζί, μπορεί να βρει και μένα. Αν ζω, θα μ΄ βρει εκεί.
Ευαγόρας Παλληκαρίδης
Στις 18 Δεκεμβρίου 1956 μαζί με άλλους 2 συναγωνιστές του μετέφεραν όπλα και τρόφιμα από την Λυσό. Ξαφνικά έπεσαν σε ενέδρα αγγλικής περίπολου. Οι 2 συναγωνιστές του Ευαγόρα κατάφεραν να διαφύγουν, αλλά ο ίδιος συνελήφθη. Στην κατοχή του είχε ένα οπλοπολυβόλο Μπρεν. Επίσης κουβαλούσε 3 γεμιστήρες γεμάτες. Περικυκλωμένος και εγκλωβισμένος από δεκάδες Άγγλους και Τούρκους επικουρικούς, που έπεσαν επάνω του και τον ακινητοποίησαν δεν πρόλαβε να το χρησιμοποιήσει.
Κατηγορήθηκε για κατοχή και διακίνηση οπλισμού και μεταφέρθηκε στη Λευκωσία και η δίκη ορίζεται για τις 25 Φεβρουαρίου. Στη δίκη του ο Παλληκαρίδης δεν άφησε περιθώρια στους δικηγόρους του να τον υπερασπιστούν, αφού παρά τις αντιρρήσεις τους παραδέχθηκε την ενοχή του:
Γνωρίζω ότι θα με κρεμάσετε. Ό,τι έκαμα το έκαμα ως Έλλην Κύπριος όστις ζητεί την Ελευθερίαν του. Τίποτα άλλο.
Την επόμενη μέρα της καταδίκης του Παλληκαρίδη, οι μαθητές του Γυμνασίου Πάφου απείχαν από τα μαθήματά του σε ένδειξη διαμαρτυρίας και έστειλαν τηλεγράφημα στον Χάρτινγκ, με το οποίο του ζητούσαν να απονεμηθεί χάρη στον Ευαγόρα. Όλος ο κόσμος αρχίζει μια προσπάθεια να σώσει τον νεαρό μαθητή.
Η Ελληνική κυβέρνηση προσπαθεί να αποτρέψει την εκτέλεσή του. Η Κυπριακή αδελφότητα Αθηνών ζητά προσωπική παρέμβαση του βασιλιά Παύλου. Η Βουλή των Ελλήνων στέλνει τηλεγραφήματα προς την Βουλή των Κοινοτήτων και τα Ηνωμένα Έθνη. Ο Αρχιεπίσκοπος Δωρόθεος, ο Χωρεπίσκοπος Σαλαμίνος Γεννάδιος, ο δήμαρχος Λευκωσίας κ. Δέρδης, 40 Εργατικοί Άγγλοι βουλευτές, συντεχνίες, ο Αρχιεπίσκοπος Νοτίου Αφρικής Νικόδημος, ο Αμερικανός Γερουσιαστής Fulton, απλοί πολίτες προσπαθούν να ματαιώσουν αυτή την εκτέλεση.
Ο Χάρτινγκ όμως και η Αγγλική διπλωματία απορρίπτει την απονομή χάριτος.
Ο Ευαγόρας στο τελευταίο γράμμα του γράφει:
Θ΄ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ναι το τελευταίο μου γράμμα.
Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το κάθε τι.
Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα τι αύριο;
Όλοι πεθαίνουν μια μέρα.
Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα.
Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.
ΟΛΙΓΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΤΙΜΗΤΙΚΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΥΡΙΑ….
ΦΩΤΗΣ ΒΑΡΕΛΗΣ
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα
μες στης κρεμάλας τη θηλειά σπαρτάραγε ο Βαγόρας.
Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας.
Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης τους δεμένος,
η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι
κι ούλοι οι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν.
Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα.
Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα.
Ετούτος πάει στο μαγαζί, ετούτος πάει στον κάμπο,
ψηλώνει ο χτίστης εκκλησιά, πανί απλώνει ο ναύτης,
και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει.
Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη ένας ένας.
Μπαίνει κι η Πρώτη, η άταχτη, κι η Τρίτη, που διαβάζει,
μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα. –
Παρόντες όλοι; – Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει. –
– Παρόντες, λέει ο δάσκαλος· και με φωνή που τρέμει:
Σήκω Ευαγόρα, να μας πεις Ελληνική Ιστορία!
Χωρίς μιλιά όλοι γύρισαν στο άδειο το θρανίο.
— Στάσου, Ευαγόρα, ορθός εκεί, στη θέση σου, όπως πρώτα!
Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,
αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει
να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη.
— Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,
κλαμένος λέει ο δάσκαλος, ανάμεσα στο θρήνο.
— Στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,
συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,
και του σχολειού μας σήμερα Δευτέρα Παρουσία!
Τα ᾽πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμένα νιάτα,
που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,
έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Γράφτηκε, κατά τη μαρτυρία του ποιητή, την επαύριο της εκτέλεσης του Παλληκαρίδη. Δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γ. Χατζηκωστή, «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: ο Ήρωας και ο Ποιητής» (Λευκωσία 1984)
ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ
«Το παιδί με τα τετράδια…»
(Του Ευαγόρα Παλληκαρίδη)
… Και «πήρε μιαν ανηφοριά,
πήρ᾽ ένα μονοπάτι,
σ᾽ ένα χρυσό παλάτι
να βρει τη Λευτεριά».
Όπλο και πένα αγκαλιασμένα…
Σύμπλεγμα που ζωγράφισε
στα στήθια των αιώνων
Γκρέκο και Πικασσό η πολυκύμαντη Ιστορία.
«Ηρωική Συμφωνία» ενός Μπετόβεν
που δάμασε τη θύελλα
με την ορμή της αρμονίας.
Και προχωρεί ο λεβεντονιός
— παιδάκι αμούστακο —
στα ματωμένα Ηλύσια της θυσίας.
Ένα βιβλίο τ᾽ απόμεινε στο χέρι:
Του Σοφοκλέους «Η Αντιγόνη».
Κι όλο διαβάζει την ανθρώπινη κραυγή της,
κραυγή της νιότης που δεν έζησε,
κραυγή του ονείρου που έχει κλείσει
με τραγικά αποσιωπητικά…
Μα προχωρεί στο βωμό με θούριο βάδισμα
Με μάτια ονειροπόλα, φεγγοβόλα.
Ώριμος άντρας στην αντρειοσύνη του.
Και δάσκαλος — αυτός ο μαθητής
π᾽ άλλαξε το θρανίο με το εδώλιο της αγχόνης —
στην έδρα τη χτισμένη από την πίστη
σ᾽ ό,τι ομορφαίνει κι ανεβάζει τη ζωή:
στην ερωμένη όλου του κόσμου Λευτεριά.
Αντιλαλεί η φωνή του με τα τύμπανα
Και με τα φλάουτα μιας ορχήστρας
Που όλο τονίζει κι αναλύει το προανάκρουσμα:
«Και σαν πρώτ᾽ αντρειωμένη
χαίρε, ω χαίρ᾽ Ελευθεριά».
Μ᾽ αυτό τον ύμνο έφυγε
απ᾽ τον κόσμο
Σεμνός, ωραίος, μεγάλος — το παιδί
με τα τετράδια και την πένα του ποιητή.
Τον αποχαιρετούνε τα θρανία της Ιστορίας.
Τον αποχαιρετούνε οι λαγκαδιές, τα μονοπάτια…
Κι ένα φιλί του στέλνει η Λευτεριά
Με το χαρμόσυνο μήνυμα:
«Ξεκίνησα. Και φτάνω. Ναι, θα φτάσω
στους ώμους του λαού, που κι όταν πέφτει
στη μάχη ανασηκώνεται σα γίγαντας
κι όλο βαδίζει προς τη νίκη.
Είναι οι καιροί μας κύματα και γλάροι τα όνειρά μας.
Καράβι ο πόθος της ελεύθερης ζωής.
Κι όλα προς ένα λιμάνι ταξιδεύουν.
Στολίστε τα κατάρτια με στεφάνια και χαμόγελα.
Γλάρος σας συνοδεύει η Λευτεριά.
Δημοσιεύεται στα «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962)
ΤΕΥΚΡΟΣ ΑΝΘΙΑΣ
«Ω Ξειν Αγγελλεις»
Ξένε, μια μαύρη πόρτα όταν περάσεις,
στην έρμη πολιτεία τους μ᾽ ένα δέος αργό το βήμα
θα σύρεις σα μια πένθιμη γραμμή.
Θα ᾽χεις ολόρθο το κεφάλι σου ως τόσο.
Και πιο ψηλό θα ιδείς το ανάστημά σου
— πιο ψηλό κι απ᾽τους τοίχους με τα γυάλινα τ᾽ αγκάθια,
πιο ψηλό κι απ’ της βιας την αγχόνη
π᾽ αντίκρυ τα κοράκια μαγνητίζει.
Μικρή είν᾽ η πολιτεία τους…
Ούτε ένα στρέμμα γης. Μα είναι πλατιά
σαν την ακτίνα της θυσίας
και σαν το πέλαο των δακρύων
που μάνες μαυροφόρες και αδερφές
και κόσμοι ολάκεροι
έχουν απλώσει στο χώρο της οδύνης.
Τάφος είν᾽ η σκλαβιά. Διπλός ο τάφος
στων φυλακών τον Άδη που τους ζώνει.
Κι εδώ είν᾽ η πολιτεία τους,
Εδώ έχουν κοιμηθεί μ᾽ ένα στεφάνι στο λαιμό
— με του σκοινιού τον κύκλο σ᾽ ένα ηφαίστειο
π᾽ ανέβαζε σα λάβα την κραυγή της Λευτεριάς.
Προχώρα. Κοίτα μόνο μην πληγώσεις
τα χαμομήλια — την αιώνια συντροφιά τους.
Προχώρα. Κυπαρίσσια θ᾽ αντικρύσεις
μα δεν είναι από ξύλο κι από φύλλα.
Ανάερα — με την αύρα, με τον άνεμο —
Θωπεύουν ή κλονίζουν την ατμόσφαιρα.
Τα «κυπαρίσσια» είν᾽ η σκιά της Λεβεντιάς
— υπέρκαλλοι ίσκιοι των ηρώων.
Και θα διαβάσεις σε σταυρούς φυλακισμένους:
Καραολής, Δημητρίου, Παλληκαρίδης,
Μούσκος και Δράκος, Αυξεντίου,
Ζάκος… Πετράκης Γιάλλουρος…
και πόσους άλλους τίτλους της Τιμής.
Στάσου ν᾽ αφουγκραστείς. Και πλήθος άλλα ονόματα
φερμένα στα φτερά του αγέρα
από χωριά και πολιτεία
— από λησμονημένα κοιμητήρια —
στ᾽ ακουστικά σου τύμπανα θα ηχούνε.
Ίσκιοι κι αυτοί μπροστά σου θα υψωθούνε.
Και θ᾽ αντηχήσει στο θόλο της σιωπής σου:
— «Ὦ ξεῖν᾽ ἀγγέλλεις…» στα πέρατα της γης:
Εδώ και πέρα ως πέρα στο νησί μας
η Λαϊκή Θυσία ξυπνάει περήφανη
κι όλο προστάζει: ανυψωθείτε
στ᾽ ανάστημα του Αγώνα που τελειώνει
μόνο σα γίνει Αλήθεια και Παλμός η Λευτεριά.
Δημοσιεύεται στα «Ποιητικά Άπαντα, 1928-1962» (Λονδίνο 1962)
ΚΩΣΤΑΣ ΜΟΝΤΗΣ
«Ευαγόρας Παλληκαρίδης»
Όταν διάβασα την ιστορία σου,
το βράδυ είχα πυρετό.
«Για τον εικοσάχρονο ποιητή Ευαγόρα Παλληκαρίδη, που απαγχόνισαν οι Εγγλέζοι»
Όταν εμείς εξακολουθούσαμε να γράφουμε στίχους
εκείνος διέκοπτε κι ανέβαινε στην αγχόνη.
Από τη συλλογή «Στιγμές» (Λευκωσία, 1958)
ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΑΣΠΑΣΜΟΣ
(“Στιγμες”, 1958)
Εκείνο τον τελευταίο ασπασμό
τον ένιωσαν τα παιδιά
ποιος τον έδινε,
πώς τους τον έδιναν;
Μας αντιπροσώπευσε ο τελευταίος σου ασπασμός;
(“Στιγμες”, 1958)
Το Ευαγγέλιο τ’ άγιασε χτες ξανά ένα παιδί
δεκαοχτώ χρονών
που το κράτησε στα χέρια του,
που κρεμάστηκε απάνω του
την τελευταία στιγμή.
ΑΔΕΡΦΕ ΤΗΣ ΑΓΧΟΝΗΣ
(“Συμπληρωμα των Στιγμων”, 1960)
Αδερφέ της αγχόνης
τι μας έκανε αυτή η νύχτα
τι μας πήρε και τι μας έδωσε!
ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ,
«Του Βαγορή»
Τα αθλητικά του παπούτσια κρεμασμένα
στου ποδηλάτου το τιμόνι επί το θάττον
έκαμναν την Παράδεισο να σειέται.
Λοιπόν ο νεαρός μας αθλητής
σαν βγήκε στο κλαρί να κελαδήσει
αμούστακος μπροστά στους αστακούς
Εγγλέζους που τον έψαχναν στα φαράγγια
με κάτι δολοφονικούς φακούς, με κάτι
δόκανα σιδερένια και σκεπέτους,
φώλιαζε στο ξωκλήσι τ᾽ Άι Ονούφριου
κρυμμένου στην ποδήρη του γενειάδα.
Μια μέρα μια γυναίκα του λαού
Παράπονα και κλάματα μπροστά
στον Άγιο της και τον ερωτούσε:
«Γιατί δεν μου κάνουμε στην χάρη που σου γύρεψα
κι εις τες παράκλησές μου τι κωφεύεις;»
Δεν άντεξε ο καλός μας Βαγορής
οπίσω από τη γενειάδα της εικόνας:
«Και πώς να κάνω κείνο που μου ζήτησες
αφού και συ δεν μου ᾽φερες λαμπάδα;»
Χύθηκε αυτή με μίας μες στο λιβάδι
Κράζοντας για το θαύμα της φανέρωσης!
Όσο να φτάσουν οι πιστοί ως εκεί,
επήρε την γενειάδα του κι εχάθη.
Συμπέρασμα δεν έχει· τούτο μόνο:
Αν τη ζωή κορώνα-γράμματα την παίζεις,
γλυκό να της παρέχεις ευφρόσυνη
με τη δικιά σου γρηγορούσα χάρη.
Μάρτης 1998
Από τη συλλογή «Δοκίμιν» (Αθήνα, 2000)
ΛΕΩΝΙΔΑΣ ΜΑΛΕΝΗΣ
«Το Τραγούδι του Ευαγόρα Παλληκαρίδη»
(Χαρισμένο στο παλικάρι που
κρεμάστηκε στις φυλακές της
Λευκωσίας στις δεκατρείς
του Μάρτη του 1957.)
Φίλε Ευαγόρα,
κάθε νύχτα στις δώδεκα
σου στέλλω μια χούφτα καρδιές,
περασμένες σέ χρυσή κλωστή αγάπη.
Στο πανηγύρι της μεγάλης άνοιξης
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλιους γιους,
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια,
οι νέοι του ατσάλινου νησιού
φέραν τραγουδώντας
το δυνατό πιοτό
για το μεγάλο το μεθύσι.
Και το ᾽πινες γουλιά-γουλιά
σκιρτούσε η γης
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια.
Στο πανηγύρι της μεγάλης άνοιξης
χορευτή πρώτο
απ’ τη γωνιά μου
σε τραγουδούσα σαν αδελφό,
και στο στερνό γύρο
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλιους γιους,
που η γης σκιρτούσε
σα να γεννούσε χίλια παλικάρια,
σε φίλησα στο μέτωπο
κι ήπια απ’ τον ίδρο άγιασμα.
Φίλε Ευαγόρα,
κάθε νύχτα στις δώδεκα
σου στέλλω μια χούφτα καρδιές
περασμένες σέ χρυσή κλωστή αγάπη.
Ανθολογείται στο «Ευαγόρας Παλληκαρίδης: Ο ήρωας και ο Ποιητής
Γράφει ο πατριώτης ΕΛΛΗΝΑΣ Δ. Νατσιός ο δάσκαλος από το ηρωϊκό Κιλκίς.
Να σημειώσω την απάντηση της μάνας του Παλληκαρίδη, όταν πήγαν οι Αγγλοι να τη δελεάσουν μ’ ένα τεράστιο ποσό, για να πιέσει το γυιό της να προδώσει. Απάντησε αγέρωχα η Ρωμιά, Ελληνίδα μάνα:
«Εγώ δεν εγέννησα παιδί/να το λαλούν προδότη/χαλάλι της πατρίδας μου/το αίμα του παιδιού μου».
Εψές πουρνό μεσάνυχτα στης φυλακής τη μάντρα/Μες στης κρεμάλας τη θελιά σπαρτάραγε ο Βαγόρας./Σπαρτάρησε, ξεψύχησε, δεν τ’ άκουσε κανένας./Η μάνα του ήταν μακριά, ο κύρης του δεμένος,/Οι νιοι συμμαθητάδες του μαύρο όνειρο δεν είδαν,/Η νια που τον ορμήνευε δεν είχε νυχτοπούλι./Εψές πουρνό μεσάνυχτα θάψαν τον Ευαγόρα/Σήμερα Σάββατο ταχιά όλη η ζωή σαν πρώτα./Ετούτος πάει στο μαγαζί, εκείνος πάει στον κάμπο,/Ψηλώνει ο χτίστης εκκλησία, πανί απλώνει ο ναύτης,/και στο σκολειόν ο μαθητής συλλογισμένος πάει./Χτυπά κουδούνι, μπαίνουνε στην τάξη του ο καθένας./Μπαίνει κι η Πρώτη η άταχτη και η Τρίτη που διαβάζει,/Μπαίνει κι η Πέμπτη αμίλητη, η τάξη του Ευαγόρα.
–Παρόντες όλοι;/ Κύριε, ο Ευαγόρας λείπει./Παρόντες, λέει ο δάσκαλος, και με φωνή που τρέμει:/Σήκω, Ευαγόρα, να μας πεις ελληνική ιστορία./Ο δίπλα, ο πίσω, ο μπροστά, βουβοί και δακρυσμένοι,/αναρωτιούνται στην αρχή, ώσπου η σιωπή τους κάμνει/να πέσουν μ’ αναφιλητά ετούτοι κι όλη η τάξη./Παλληκαρίδη, άριστα, Βαγόρα, πάντα πρώτος,/στους πρώτους πρώτος, άγγελε πατρίδας δοξασμένης,/συ μέχρι χθες της μάνας σου ελπίδα κι αποκούμπι,/και του σχολειού μας σήμερα, Δευτέρα Παρουσία./Τα’ πε κι απλώθηκε σιωπή πα στα κλαμμένα νιάτα,/Που μπρούμυτα γεμίζανε της τάξης τα θρανία,/Έξω απ’ εκείνο τ’ αδειανό, παντοτινά γεμάτο.
Αυτό το αριστούργημα περιεχόταν στο παλιό – προ του 2006 – βιβλίο Γλώσσας της Στ΄ Δημοτικού, στο γ΄ τεύχος. Δεν άρεσε στα κνώδαλα του πολυπολιτισμού, στους προσκυνημένους νενέκους του τότε Παιδαγωγικού Ινστιτούτου, το έκριναν προφανώς ως εθνικιστικό! Για ήρωες θα μιλάμε τώρα; Αυτά είναι παρωχημένα, στερεότυπα. Αίματα, κόκκαλα και θάνατοι για την Πατρίδα, τρομάζουν τα Παιδιά – έτσι μου είπε κάποιος ανεπρόκοπος κάποτε, όταν αντίκρισε τα καμιά 15αριά κάδρα ηρώων που έχω αναρτημένα πάντοτε στην τάξη μου! Ενώ οι «συνταγές μαγειρικής» τα γαληνεύουν. Και καταντήσαμε να διδάσκουμε στην Στ’ Δημοτικού τον ηρωισμό μέσω ενός κειμένου με τίτλο «η … Σόνια η γάτα»! Αχ, δυστυχισμένη πατρίδα! «Την Ελλάδα θέλομεν κι ας τρώγωμεν πέτρες», έγραφε κάποτε στους τοίχους των σπιτιών η αδάμαστη εκείνη γενιά των Ελλήνων της Κύπρου. Σήμερα «τρώγωμεν» την Ελλάδα… «δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα» (Κ. Βάρναλης), παρακολουθούμε τον εξισλαμισμό της !
«Να πάμε όλοι μας στους τάφους των ηρώων μας, να κλάψουμε πικρά και να βροντοφωνάξουμε: «Σήκω Ευαγόρα, σήκω Γρηγόρη, σήκω Παύλε, σήκω Μάρκο και Κωνσταντίνε και Νικηφόρε και Λεωνίδα να μας πείτε ελληνική ιστορία…». Δημήτρης Νατσιός
Γράφει ο Αντώνιος Αντωνάς.
Στα φυλακισμένα μνήματα οδηγούν τα μονοπάτια που παν΄στην Λευτεριά.
Και εσύ αδελφέ Έλληνα, σαν ο δρόμος σου,/στη Κύπρο σ΄ οδηγήσει, μαζί σου φέρε,/τον «Κάλχα», που την Κύπρο, εθυσίασε/και ποτέ στα ματωμένα κυπριακά,/χώματα, το πόδι δεν επάτησε,/για να εξιλεωθεί, να προσκυνήσει,/φόροτιμής ν΄ αποδώσει και να τα τιμήσει.
Και όταν ο θύτης Αρχιερέας, ρωτήθηκε,/στη πολύπαθη Κύπρο, αν θα πάει,/ρητά αρνήθηκε και από ντροπή, τύψεις,/αλλά κι΄ οδύνη, έσκυψε το κεφάλι…..
Λευτεριάς και αυτοθυσίας, θα βρεις,/μονοπάτια, μοναχικέ Έλληνα αδελφέ,/που από μακριά ήρθες, Ελληνικές σημαίες,/από σφαίρες, διάτρητες, φθαρμένες,/μισοσβησμένα συνθήματα της Ένωσης,/σ΄ ερειπωμένα μετερίζια, αντίστασης κι΄ ελευθερίας./Τα μονοπάτια οδηγούν σε Θερμοπύλες,/στα «ελεύθερα φυλακισμένα μνήματα».
Και όταν διαβάτη Έλληνα θα φτάσεις,/στα μνήματα τα φυλακισμένα,/σ΄ αυτόν της Κύπρου τον ιερό χώρο,/την αγχόνη κοίταξε και εσύ κατάματα,
τους σταυρούς, των ηρώων Κυπραίων άγγιξε,/της ΕΟΚΑ, τ΄απελευθερωτικού αγώνα της 1ης Απρίλλη 55-59./Που με όραμα την ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ και ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ,/υπέρ βωμών και εστίων θυσιάστηκαν,/με τον Εθνικό Ύμνο και το ΕΛΛΑΣ …ΚΥΠΡΟΣ …ΕΝΩΣΗ,/τά ύστατα τους ξεψυχισμένα λόγια…/Σε γρανιτένιες πλάκες τους κατέγραψε η Ιστορία./Δεν θ΄ αντέξεις, θα λυγίσεις, ρίγη,/αναφιλητά, τα δάκρυα σου ποτάμια,/λάβας θα ρέουν, θα σε καίνε,
/αχνίζουν πέφτοντας στοκαθαγιασμένο χώμα των θαμμένων ηρώων./Και νοερά θα ακούς, τα ποιήματα τους,/π΄ απάγγελλαν και τα εμβατήρια,
π΄ αλύγιστα περήφανα τραγουδούσαν..,/ακόμη και στο ικρίωμα, δεν λυγούσαν,
όταν την νεκρική θηλειά, τους περνούσαν./Και τον εθνικό ύμνο θ΄ ακούς,
που τις τελευταίες τους στιγμές,/στα χείλια είχαν και υμνούσαν….
Και όταν αδελφέ Έλληνα,/στην μητέρα πατρίδα, επιστρέψεις, το μήνυμα δώσε…
Ω Ξειν αγγέλλειν….,/ότι η Κύπρος αν και εγκαταλείφθηκε,
ποτέ της δεν λιποψύχισε, ποτέ της δεν γονάτισε../Και αν γονατούσε καμιά φορά, τους ήρωες της,/ήθελε να κατευοδώσει και τιμήσει…
Ελληνικές Θερμοπύλες φύλαττε,/τοις κείνων ρήμασι πειθόμενη…,/πάντα με ηρωισμό και αυτοθυσία,/μόνη κ΄ έρμη, χρυσοπράσινο φύλλο,/των κυμάτων έρμαιον ριγμένο,/στο φουρτουνιασμένο μακρινό πέλαγος…..
Η Κύπρος, θ΄ αναστηθεί διαβάτη αδελφέ Έλληνα./Σ΄ όλους τους χαλεπούς αιώνες,/ποτέ της δεν ελύγισε/βάρβαρους κατακτητές,/ποτέ της δεν προσκύνησε!/Μισοσβησμένα συνθήματα,/ύμνους Ελληνισμού και Ένωσης,
διαβάτη Έλληνα στη Κύπρο,/θα συναντούσες./Τώρα, συνθήματα δεν θα δεις,
θυσία απ΄ τον Κάλχα,/σε ελληνικούς βωμούς εγίναν,/μαζί με τα προδομένα όνειρα χαθήκαν….. ΤΙΜΗ ΚΑΙ ΔΟΞΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥ ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ.
ΠΥΡΡΕΙΑ ΔΑΚΡΥΑ ΣΜΙΓΟΥΝ ΜΕ ΤΑ ΜΑΤΟΒΡΕΚΤΑ ΤΙΜΗΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΛΗΡΗΣ ΘΥΓΑΤΕΡΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΚΥΠΡΟΥ… ΠΟΥ ΘΥΣΙΑ ΕΓΙΝΕ ΣΕ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΒΩΜΟ ΑΠΟ ΑΡΧΙΕΡΕΑ ΚΑΛΧΑ Η ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΚΥΠΡΙΔΑ…. ΤΟ 1974.
Ω ΞΕΙΝ ΑΓΓΕΛΕΙΝ ΤΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙ(Ν) ΟΤΙ ΤΗΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ.
ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΔΕΝ ΝΙΚΗΘΗΚΑΜΕ, ΑΛΛΑ ΠΡΟΔΟΘΗΚΑΜΕ! ΜΑΣ ΛΕΙΠΕΤΕ ΣΗΜΕΡΑ ΠΟΥ ΣΑΣ ΧΡΕΙΑΖΟΜΑΣΤΕ ΗΡΩΕΣ ΜΑΣ ….
«Η γης δεν έχει κρικέλια για να την πάρουν στον ώμο και να φύγουν μήτε μπορούν, όσο κι αν είναι διψασμένοι να γλυκάνουν το πέλαγο με νερό μισό δράμι. Και τούτα τα κορμιά πλασμένα από ένα χώμα που δεν ξέρουν, έχουν ψυχές. Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν, δε θα μπορέσουν· να τις ξεκάμουν αν ξεγίνουνται οι ψυχές. Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι, δε χρειάζεται μακρύ καιρό το κακό για να σηκώσει το κεφάλι, κι ο άρρωστος νους που αδειάζει δε χρειάζεται μακρύ καιρό για να γεμίσει με την τρέλα, νῆσός τις ἔστι ... ΚΥΠΡΟΣ!» Γ. Σεφέρης.
Επιμέλεια συλλογής τιμητικών αφιερωμάτων από Αντώνιο Αντωνά – Συγγραφέα από Ελληνική Κύπρο, αδελφό του ήρωα Χριστάκη Αντωνά και όλων των πεσόντων εθνομαρτύρων μας.