Το ερώτημα είναι αν κινεζικές επενδύσεις μπορούν να την σώσουν, καθώς η χώρα έχει εξαντλήσει τα κρίσιμα αποθέματα σε ξένα νομίσματα που χρειάζονται για να εξοφλήσει το χρέος της. Υπήρξε μια πλήρης μεταστροφή, από την εποχή που ο Ερντογάν εξαπέλυε μύδρους κατά του Πεκίνου για να υποστηρίξει την μειονότητα των Ουιγούρων στην Κίνα, μια κυρίως τουρκόφωνη μουσουλμανική φυλή στην επαρχία Σιντζιάνγκ.
«Τα περιστατικά στην Κίνα είναι απλά μια γενοκτονία», είχε δηλώσει ο Ερντογάν το 2009. Η Τουρκία αποτέλεσε ασφαλές καταφύγιο για τους Ουιγούρους και φιλοξενεί έναν από τους μεγαλύτερους πληθυσμούς Ουιγούρων της διασποράς στον κόσμο.Αυτό διακόπηκε απότομα το 2016, όταν η Τουρκία συνέλαβε τον Ουιγούρο ακτιβιστή Αμπντουλκαντίρ Γιαπτζάν που ζούσε στην Τουρκία από το 2001 και δρομολόγησε την έκδοσή του. Το 2017, η Τουρκία και η Κίνα υπέγραψαν συμφωνία που επιτρέπει την έκδοση ακόμη και αν το υποτιθέμενο αδίκημα είναι παράνομο μόνο σε μία από τις δύο χώρες. Από τις αρχές του 2019 η Τουρκία συνέλαβε εκατοντάδες Ουιγούρους και τους έστειλε σε κέντρα απέλασης. Τα σχόλια του Ερντογάν έχουν εξαφανιστεί, όπως και τα θετικά για τους Ουιγούρους ρεπορτάζ σε φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ.
Δύο ήταν τα ζητήματα που επέβαλαν την μεταστροφή του Ερντογάν ως προς την Κίνα και της Κίνας προς τον Ερντογάν. Πρώτον, η συνεχιζόμενη φθίνουσα πορεία της τουρκικής οικονομίας με τα διογκούμενα ελλείμματα και την εξάντληση των αποθεμάτων σε ξένα νομίσματα. Δεύτερον, ο στρατηγικός ρόλος που μπορεί να παίξει η Τουρκία στο χερσαίο τμήμα του νέου “δρόμου του μεταξιού” που διαμορφώνει η Κίνα.
Πως άλλαξε το σκηνικό
Τον περασμένο Ιούνιο, η Λαϊκή Τράπεζα της Κίνας επέκτεινε μια ανταλλαγή (swap) τουρκικών λιρών για γιουάν αξίας 400 εκατ. δολαρίων. Η συμφωνία ανταλλαγής νομισμάτων υπογράφηκε αρχικά το 2012, αλλά αναβίωσε όταν η Άγκυρα βρήκε κλειστές όλες τις πόρτες στην προσπάθειά της να σταματήσει η κατάρρευση του νομίσματος. Το Πεκίνο έχει κάθε λόγο να χαίρεται με την ευκαιρία να διασφαλίσει ότι η Τουρκία θα γίνει ζωτικό μέρος του νέου “δρόμου του μεταξιού” (Belt and Road Initiative – BRI). Μια κινεζική εταιρεία logistics αγόρασε πέρυσι το 48% του Kumport Terminal για 940 εκατ. δολάρια. Βρίσκεται στη βορειοδυτική ακτή της θάλασσας του Μαρμαρά και είναι ο τρίτος μεγαλύτερος σταθμός εμπορευματοκιβωτίων της Τουρκίας, αποτελώντας στρατηγική σύνδεση με την Ευρώπη.
Το Νοέμβριο 2019 η Τουρκία καλωσόρισε επίσης το πρώτο φορτηγό τρένο από την επαρχία Ζιάν μέσω της σήραγγας του Μαρμαρά που χτίστηκε και χρηματοδοτήθηκε από την Κίνα. Χρησιμοποιώντας αυτήν τη σήραγγα, τρένα μπορούν να μεταβούν απευθείας από την Κίνα στην Ευρώπη. Ο Γκάο Τιαν, διευθυντής του έργου σιδηροδρομικής σύνδεσης Κίνας-Γερμανίας, υποστηρίζει ότι η Τουρκία θα είναι το κέντρο των σιδηροδρομικών έργων και υποδομών του “δρόμου του μεταξιού” που συνδέει την Ανατολή με τη Δύση.
Το σχέδιο περιλαμβάνει την ανάπτυξη της Τουρκίας από έναν απλό κόμβο διαμετακόμισης σε στρατηγικό κόμβο διεθνούς εμπορίου, τον αποκαλούμενο “Μεσαίο Διάδρομο” της κινεζικής οικονομικής ζώνης του “δρόμου του μεταξιού”. Πρόσθετα βοηθητικά έργα για την ανάπτυξη του “Μεσαίου Διάδρομου” περιλαμβάνουν το έργο θερμικής μονάδας παραγωγής ενέργειας, αξίας περίπου 1,7 δισ. δολαρίων.
Τι θα κερδίσουν οι Κινέζοι
Ωστόσο, οι κινεζικές επενδύσεις μπορεί να μην είναι αρκετές για να αναχαιτίσουν άμεσα τη νομισματική κρίση της Τουρκίας, ή το πρόβλημα του μακροπρόθεσμου ιδιωτικού χρέους, το οποίο ανέρχεται σε πάνω από 300 δισ. δολάρια. Ζητήματα αφερεγγυότητας έχουν ήδη επηρεάσει έργα που χρηματοδοτούνται από την Κίνα. Η γέφυρα Yavuz Sultan Selim (μια από τις ψηλότερες στον κόσμο) χρηματοδοτήθηκε από την Κίνα με 2,7 δισ. δολάρια. Όταν έγινε σαφές η Τουρκία δεν θα μπορούσε να επιστρέψει το δάνειο, η γέφυρα πωλήθηκε σε Κινέζους επενδυτές για 688 εκατ. δολάρια.
Πέρα από τους τομείς της οικονομίας που καρκινοβατούν, ο μόνος τομέας στην Τουρκία που εξακολουθεί να αναπτύσσεται είναι η τεχνολογία, πράγμα που ενδιαφέρει την Κίνα. Η μεγαλύτερη πλατφόρμα ηλεκτρονικού εμπορίου της Τουρκίας, το Trendyol, με 2.000.000 ενεργούς αγοραστές και 25.000.000 μέλη, αγοράστηκε για 750 εκατ. δολάρια από την Alibaba. Ο κινεζικός γίγαντας ηλεκτρονικού εμπορίου υπόσχεται εξοικονόμηση κόστους με προϊόντα κινεζικής κατασκευής, πιστεύοντας ότι η τεράστια τεχνογνωσία της Alibaba σε υποδομές, μεταφορές και logistics θα ωφελήσει τους Τούρκους καταναλωτές, τροφοδοτώντας τους με φθηνότερα προϊόντα και με δωρεάν αποστολή εντός τριών ημερών.
Είναι, όμως, αρκετές οι κινεζικές επενδύσεις για να σωθεί η Τουρκία; Καθώς οι δυτικές εταιρείες εγκαταλείπουν την Τουρκία, την περασμένη εβδομάδα ο μεγαλύτερος δείκτης χρηματιστηρίων στον κόσμο ανακοίνωσε ότι κινδυνεύουν 900 εκατ. δολάρια στην πιθανή περίπτωση που η Τουρκία υποβαθμιστεί από “αναδυόμενη” σε “οριακή” αγορά. Δεδομένου όυι οι εταιρείες πωλούν μετοχές που κατέχουν, η Κίνα πρέπει να καλύψει όχι μόνο το επενδυτικό κενό, αλλά και το διογκούμενο κενό σε συνάλλαγμα.
Είναι σαφές στην Άγκυρα ότι η λίρα πρέπει να υποτιμηθεί ακόμη περισσότερο. Το ερώτημα δεν είναι εάν, αλλά πότε και πως. Η λίρα έχει χάσει σχεδόν το μισό της αξίας της από το 2018, αλλά μια υποτίμηση-σοκ θα προκαλέσει μεγάλο οικονομικό πόνο σε μια χώρα που εισάγει πολλά, αφού τα προϊόντα θα γίνουν ακριβότερα. Με μεγάλες ξένες επενδύσεις, μια σταδιακή υποτίμηση μπορεί να είναι δυνατή.
Τους επόμενους έξι μήνες, η Τουρκία πρέπει να βρει 60 δισ. δολάρια για να μπορέσει να μετατρέψει το εξωτερικό χρέος της σε πιο εύκολα διαχειρίσιμο εσωτερικό χρέος. Εάν ένας ξένος επενδυτής επρόκειτο να επενδύσει στην Τουρκία σε δόσεις, τότε ίσως η τουρκική οικονομία να ξεπερνούσε την κρίση με ομαλότερο τρόπο. Η Κίνα δεν θέλει να απαξιωθούν οι επενδύσεις της στην Τουρκία, όπως έπαθαν οι ΗΠΑ στη δεκαετία του 1990 με τις επενδύσεις τους στην Αργεντινή. Μπορεί μεν να αποσπάσει τουρκικά περιουσιακά στοιχεία, αλλά αν αυτά είναι απαξιωμένα θα χρειαστούν επιπλέον επενδύσεις για να αποβούν κερδοφόρα σε μια διαλυμένη οικονομία.
Η τουρκική οικονομία κοιτάζει δυτικά
Κάτι ακόμη που εμποδίζει το Πεκίνο να στηρίξει την Άγκυρα οικονομικά είναι ότι οι τρέχουσες εμπορικές και χρηματοοικονομικές τους σχέσεις είναι σχετικά μικρές. Αν και ο Ερντογάν έχει διαφοροποιήσει τους εμπορικούς εταίρους της Τουρκίας, κανένας δεν έχει αναδειχθεί ισχυρή εναλλακτική λύση στις παραδοσιακές δυτικές αγορές για τις τουρκικές εξαγωγές. Οι εξαγωγές προς την Κίνα αποτελούν μικρό κλάσμα εκείνων προς την Ευρώπη και Αμερική, το δε έλλειμμα της Τουρκίας στο εμπορικό ισοζύγιο με την Κίνα είναι μεγάλο. Το 2018 οι τουρκικές εισαγωγές από την Κίνα ανήλθαν σε 19,4 δισ. δολάρια, ενώ οι εξαγωγές της μόνο σε 2,7 δισ. δολάρια. Και ενώ το μη δυτικό μερίδιο στο τουρκικό εξωτερικό εμπόριο έχει αυξηθεί σε σχεδόν 30%, η ΕΕ μόνο αντιπροσώπευε πέρυσι το 42%, σε σύγκριση με μόλις 6% για την Κίνα.
Ομοίως, ενώ οι επενδυτικοί εταίροι της Τουρκίας έχουν διαφοροποιηθεί τα τελευταία χρόνια, το μερίδιο των ΗΠΑ και της Ευρώπης στις εισροές ξένων επενδύσεων στην Τουρκία έχει επίσης αυξηθεί. Το 2005, η ΕΕ ήταν ο μεγαλύτερος επενδυτής στην Τουρκία, αντιπροσωπεύοντας το 58% των άμεσων ξένων επενδύσεων. Το 2018 το ποσοστό είχε αυξηθεί στο 61%. Αντιθέτως, οι κινεζικές επενδυτικές ροές παρέμειναν κάτω από 1%.
Η Τουρκία είναι χώρα φτωχή σε φυσικούς πόρους. Εισάγει ενέργεια αξίας περίπου 30 δισ. δολαρίων ετησίως. Έτσι χρειάζεται δεκάδες δισ. δολάρια άμεσες ξένες επενδύεις, ή ογκώδεις ταμειακές ροές για να διατηρήσει την οικονομική της ανάπτυξη και να διατηρηθεί η κοινωνική βάση του Ερντογάν ικανοποιημένη. Για να προσελκύσει τέτοιους πόρους από την Κίνα η Άγκυρα “πουλάει” τους Ουιγούρους, αλλά και απομακρύνεται περαιτέρω από την Δύση.
Εφόσον, οι τουρκικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται να βρουν πιστώσεις από τη Δύση, δημιουργείται ένα κενό που οι Κινέζοι ενδέχεται να καλύψουν Εάν συμβεί αυτό, η πολιτική ισχύς του Πεκίνου στην Άγκυρα θα αυξηθεί κατακόρυφα, φέρνοντας την Τουρκία πιο κοντά στον αναδυόμενο άξονα Κίνα-Ρωσίας στην παγκόσμια πολιτική σκηνή.
__________Αναρτήθηκε από το συνεργάτη μας Μιχάλη Τσολάκη________