Φόρος τιμής στον Απελευθερωτικό Αγώνα των Ελλήνων
Γεώργιος Μουρέλος
Πανηγυρικός λόγος, ο οποίος εκφωνήθηκε στο Α.Π.Θ. στις 25 Μαρτίου του 1978
Η Clio Tubata συμμετέχει στον εορτασμό της Εθνικής Παλιγγενεσίας, αναρτώντας το κείμενο του Πανηγυρικού λόγου, ο οποίος εκφωνήθηκε στις 25 Μαρτίου 1978 στην Αίθουσα Τελετών της παλαιάς Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης από τον Καθηγητή της Α΄ Έδρας Συστηματικής Φιλοσοφίας, Γεώργιο Μουρέλο. To πρωτότυπο είναι γραμμένο σε πολυτονικό σύστημα. Για τεχνικούς λόγους έχει μετατραπεί σε μονοτονικό, ενώ έχει διατηρηθεί η ορθογραφία της εποχής.
Ο Τερτσέτης, στην περίφημη απολογία του της 24ης Σεπτεμβρίου 1834, στο Εφετείο Ναυπλίου, απολογία, που είναι ένα από τα ωραιότερα δείγματα υψηλής εθνικής συμπεριφοράς, όπου το αίσθημα της ελευθερίας δένεται με το αίσθημα της ευθύνης, αποτεινόμενος στο Κυβερνητικό Επίτροπο του Δικαστηρίου, ανάμεσα στα άλλα λέει και τα ακόλουθα: «Ο Εθνισμός μας, ω Επίτροπε, είναι θεμελιωμένος εις τα αίματα οκτακοσίων χιλιάδων Ελλήνων, φονευμένων εις τον Αγώνα».
Δεν ξέρω ως ποιο σημείο ο αριθμός είναι σωστός. Όπως και να είναι όμως, δεν θα βρίσκεται πολύ μακριά από τη πραγματικότητα. Από το άλλο μέρος, στα στατιστικά δελτία, που έχουμε, αναφέρεται ότι στα 1828 η Ελλάδα είχε συνολικά 753.400 κατοίκους.¹ Αυτό τι άλλο σημαίνει, παρά το ότι για να αποκτήσει η Ελλάδα την ελευθερία της είχαν θυσιαστεί περισσότεροι από ένας στους δύο Έλληνες από τους κατοίκους του τότε μικρού κράτους. Δεν ξέρω να έχουν γίνει, από άλλο λαό, σε αναλογία, τόσες θυσίες με τελικό τίμημα την ελευθερία. Θα έλεγα μάλιστα ότι στα 150 χρόνια της ζωής μας σαν ελεύθερου έθνους, αν προσθέσουμε τις απώλειες στα πεδία των μαχών, χωρίς να παραλείψουμε τη Μικρασιατική εκστρατεία και τον ελληνοιταλικό πόλεμο, δεν φτάνουμε σε αυτό το τρομακτικό αριθμό.
Η μεγάλη αυτή θυσία των αγωνιστών του ’21 δεν μπορεί να σημαίνει παρά δύο πράγματα: Πρώτο, ότι σαν λαός βάζουμε πάνω από όλα την ελευθερία μας, και, δεύτερο, ότι στους ώμους μας βαραίνει μια τεράστια ευθύνη: να τη διαφυλάξουμε με κάθε θυσία.
Για αυτό και πιστεύω ότι οι δύο έννοιες, ελευθερία και ευθύνη, είναι αδιάρρηκτα δεμένες μεταξύ τους. Γιατί ελευθερία χωρίς ευθύνη δεν μπορεί να εδραιωθεί επάνω σε σταθερές βάσεις, αλλά ούτε και να υπάρξει αληθινή ευθύνη χωρίς ελευθερία.
Μια συνοπτική όμως ματιά στη Νεοελληνική Ιστορία στα τελευταία 150 χρόνια, μας οδηγεί εύκολα στην ακόλουθη διαπίστωση. Ότι σπάνια κρατήθηκε αυτός ο δεσμός, και, ότι όλες οι μεγάλες τραγωδίες του τόπου μας οφείλονται, τις περισσότερες φορές, σε αυτή τη διάσπαση. Γιατί, κάθε φορά που επιτύχαμε κάτι στην πλατειά αυτή περιοχή, που περιλαμβάνει όλων των ειδών τις ελευθερίες, σχεδόν ποτέ δεν αναπτύξαμε και την ανάλογη ευθύνη.
Αλλά πριν αναφερθώ σε διαδοχικά παραδείγματα, παρμένα από τη Νεοελληνική Ιστορία, θα ξαναγυρίσω στο κείμενο του Τερτσέτη, όπου μέσα το θέμα της ευθύνης παίρνει συγκλονιστικές διαστάσεις. Όπως βέβαια όλοι ξέρετε, είναι δεμένο με τη δίκη του Κολοκοτρώνη, μια δίκη σκηνοθετημένη από τα πριν, χωρίς ουσιαστικά αποδεικτικά στοιχεία, δίκη σαν αυτές που εμφανίζονται πολλές φορές στην Ιστορία των λαών, και τέτοιες δυστυχώς έχουμε να επιδείξουμε κι εμείς άφθονες, δίκες της λεγόμενης πολιτικής σκοπιμότητας. Με τη διαφορά του ότι στη περίπτωση του Κολοκοτρώνη, επρόκειτο εκ περισσού για τον μεγαλύτερο, γενναιότερο και σοφότερο αγωνιστή που γνώρισε η Νεοελληνική Ιστορία, για αυτόν, που έσωσε την Επανάσταση, και που η τότε ξενική κυβέρνηση ζητούσε τη καταδίκη του σε θάνατο. Και υπήρξαν τρεις Έλληνες δικαστές, που υπογράψανε αυτή τη καταδίκη. Και ο Γέρος του Μωρηά θα είχε εκτελεστεί, και το φοβερό αυτό έγκλημα θα βάραινε για πάντα πάνω στη συνείδηση του Έθνους, αν δύο ακέραιοι δικαστές, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Πολυζωΐδης και ο Τερτσέτης, σαν ελεύθεροι και υπεύθυνοι δικαστές, δεν έκαναν το καθήκον τους, αρνούμενοι να υπογράψουν. Δεν λογάριασαν τις συνέπειες αυτής της άρνησης, για τον εαυτό τους, γιατί ήξεραν ότι σήκωναν στους ώμους τους την ευθύνη ολόκληρου του Έθνους. Και μια τέτοια ευθύνη μόνο ένας ελεύθερος άνθρωπος είναι σε θέση να τη συλλάβει. Το ίδιο, άλλωστε, το κείμενο της απολογίας του Τερτσέτη, αφού τον ταλαιπώρησαν, τον κυνήγησαν, τον έπαυσαν από τη θέση του μαζί με τον Πολυζωΐδη και τους έσυραν και τους δύο στα δικαστήρια, το δείχνει φανερά: «αν ημείς, γράφει, εγκαλούμεθα από τον Επίτροπον, αν αυτός μας φοβερίζει φυλακισμός, το αίτιον είναι η σφοδρή μας λατρεία προς τη δικαιοσύνην, εις καιρούς τους οποίους κάλλιστα γνωρίζετε. Και η δικαιοσύνη είναι προνόμιον, είναι ιδιοκτησία της ανθρωπότητος και αρμόζει λοιπόν να αναφέρομεν ημείς σήμερον, ως εις βοήθειάν μας, το όνομα του ανθρωπίνου γένους, αφού δια αυτό αγωνίσθημεν».
Το κείμενο αυτό είναι χαρακτηριστικό, γιατί δείχνει ότι το αίσθημα της ευθύνης είναι συνυφασμένο με το αίσθημα της δικαιοσύνης και ότι η δικαιοσύνη είναι ένα πανανθρώπινο αίτημα που κατοχυρώνει την ανάγκη για ελευθερία.
Αλλά πριν προχωρήσω σε μια θεωρητική αντιμετώπιση του θέματος, νομίζω ότι είναι σκόπιμο, για την επέτειο, που γιορτάζουμε σήμερα, να αντλήσω τα δεδομένα μου από τη Νεοελληνική Ιστορία και μάλιστα από την Ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης. Γιατί νομίζω, ότι η Ιστορία είναι το μεγάλο σχολείο στο οποίο ένα Έθνος πρέπει πάντα να μαθητεύει. Από αυτή αντλεί και τα διδάγματά του, τόσο τα θετικά όσο και τα αρνητικά. Και δυστυχώς τα αρνητικά, που δείχνουν τα σφάλματα, που έχει κάνει το παρελθόν, είναι πιο χρήσιμα από τα θετικά, γιατί φανερώνουν τους κινδύνους, από τους οποίους περνά ένας λαός. Για αυτό, ας μου επιτραπεί για το θέμα, που έχω να σας αναπτύξω, να αναφερθώ κυρίως στα τελευταία.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης, ενώ στα πεδία των μαχών λάμπει ο ηρωισμός των Ελλήνων, στο πεδίο της εσωτερικής πολιτικής ενός ανύπαρκτου κράτους, φανερώνεται με τρόπο απελπιστικό μέσα από έντονες διαμάχες, η αδυναμία του Έλληνα να συλλάβει την τεράστια ευθύνη που φέρνει στους ώμους του από τις θυσίες που τόσο πρόθυμα ο ίδιος δέχεται να κάνει, για να αποκτήσει την ελευθερία του, που κινδυνεύει να χαθεί κάποια στιγμή, όχι από την ικανότητα και τη δύναμη του εχθρού, αλλά από δική του υπαιτιότητα.
Ακόμη δεν άρχισε καλά καλά η Επανάσταση και αρχίζουν οι πρώτες διχογνωμίες με τις τάσεις ανταρσίας, που παρουσιάζονται στο ελληνικό ναυτικό και την πραξικοπηματική ανατροπή, στις 12 Μαΐου του 1821, του Αντώνη Οικονόμου στην Ύδρα, στον οποίο οφείλεται κατά μέγα μέρος η έξοδος του νησιού αυτού στον Αγώνα. Είναι χαρακτηριστική η φράση που περιλαμβάνεται στο έγγραφο της 26ης Μαΐου που οι Υδραίοι στέλνουν στο Τομπάζη γνωρίζοντας τον διορισμό του σαν αντιναύαρχου του στόλου: «Η πατρίς παραγγέλει εσέ τον αρχηγό να διαφυλάξητε την ομόνοιαν και αγάπη μεταξύ των λοιπών αρχηγών και καπετανέων…». Και όμως, αμέσως μετά από τη πυρπόληση από τον Παπανικολή του Τουρκικού δίκροτου στο λιμάνι της Ερεσού στη Λέσβο, πυρπόληση που στέρησε τον τουρκικό στόλο από ένα από τα μεγαλύτερα και τα καλύτερα εξοπλισμένα πλοία του, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Σημειώνονται αντιγνωμίες ανάμεσα στους αρχηγούς του στόλου και τάσεις ανταρσίας στα πληρώματα, έτσι που ο στόλος, αντί να εκμεταλλευθεί την επιτυχία της Ερεσού και να παραμείνει κοντά στα Δαρδανέλλια, για να εμποδίσει την έξοδο του τουρκικού στόλου στο Αιγαίο, επιστρέφει στην Ύδρα, αφήνοντας έκθετα τα Ψαριανά πλοία. Ανάλογη διαμάχη σημειώνεται λίγο αργότερα, τον Ιούλιο του 1821, όταν ο τουρκικός στόλος προσπαθεί να καταλάβει τη Σάμο και αποτυγχάνει. Ο Ελληνικός στόλος δεν είχε ένα αρχηγό, αλλά βρισκόταν κάτω από τις διαταγές 11 ναυάρχων, τεσσάρων της Ύδρας, δύο των Σπετσών και πέντε των Ψαρών. Ήταν φυσικό, ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες, η εξόρμηση του Ελληνικού στόλου λίγο έλειψε, στις 12 Ιουλίου 1821, να οδηγήσει σε καταστροφή.
Στις αρχές του 1822 έχουμε ένα άλλο χαρακτηριστικό γεγονός της διχογνωμίας των Ελλήνων, τη διάλυση της πολιορκίας της Καρύστου και την αναχώρηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την Εύβοια στη Στερεά, κατά διαταγή του Άρειου Πάγου, που ήθελε να περιορίσει τη στρατιωτική φήμη του γενναίου οπλαρχηγού, που αν παρέμενε, θα μεγάλωνε με νέες επιτυχίες. Τον Αύγουστο του 1822, σκληρές διενέξεις για την αρχηγεία στην Εύβοια, καταλήγουν, τον επόμενο μήνα, σε σύγκρουση στα Καμάρια, ανάμεσα στο Διαμαντή, που διόρισε ο Άρειος Πάγος, και τους εντόπιους οπλαρχηγούς, οπαδούς του Ανδρούτσου. Το αποτέλεσμα ήταν οι Τούρκοι να ενεργούν σχεδόν ανενόχλητοι.
Τον επόμενο χρόνο, στα 1823, οι αντιθέσεις γίνονται ακόμη πιο έντονες. Στη σύνοδο της Β΄ Εθνικής Συνελεύσεως στο Άστρος, από τις 29 Μαρτίου ως τις 18 Απριλίου, όχι μόνο είναι πια καταφανής, μα οξύνεται ο ανταγωνισμός των κομμάτων. Από το ένα μέρος, έχουμε το κόμμα των λεγόμενων «Αρχοντικών», που το αποτελούν οι πλούσιοι πρόκριτοι της Πελοποννήσου και της Ύδρας, με κύριο εκπρόσωπο τον Μαυροκορδάτο, και από το άλλο μέρος το κόμμα των «Στρατιωτικών», που το αποτελούν οι καπεταναίοι του Αγώνα, με κύριο εκπρόσωπο τον Κολοκοτρώνη. Οι αντιθέσεις φτάνουν σε τέτοιο βαθμό, που κινδυνεύει να εκραγεί εμφύλιος πόλεμος, που αποσοβήθηκε μόνο χάρη στον πατριωτισμό του Κολοκοτρώνη. Είναι θλιβερά τα λόγια, που του αποτείνουν οι εκπρόσωποι του Βουλευτικού, όταν του προσφέρουν την αντιπροεδρία, με την υστερόβουλη σκέψη να τον φθείρουν πολιτικά: «Εάν δεν δεχθής αυτό το οποίον το Έθνος και η κυβέρνησίς του σε προσφέρει και αν δεν γράψης των συνωμοτών σου να ησυχάσουν και να παύσουν παν κατά της Κυβερνήσεως κίνημα, είναι εις την δυσάρεστον θέσιν και τα δύο σώματα να σας αποκηρύξουν αντάρτας και να σας καταδιώξουν ως αποστάτας και εχθρούς της πατρίδος… και να φροντίσωμεν όλοι οι Ετεροελλαδίται και οι νησιώται να κάμωμεν ένα έντιμο συμβιβασμόν με τους Τούρκους οίτινες τον επιθυμούν και μας τον επρότειναν κτλ. κτλ…». Ολόκληρο, άλλωστε, το δεύτερο εξάμηνο του 1823 καλύπτεται από εσωτερικές διαμάχες, που είχαν σαν αποτέλεσμα, να ματαιωθεί ο σχηματισμός στρατιωτικού σώματος 7.000 ανδρών υπό την αρχηγία του Κολοκοτρώνη, που τόσο σωτήριο ρόλο θα μπορούσε να παίξει στην εξέλιξη του Αγώνα με τους Τούρκους. Αντί γι’ αυτό, έχουμε την ένοπλη σύγκρουση στην περιοχή της Καρύταινας ανάμεσα στους Δεληγιανναίους και τον Πλαπούτα.
Τα ίδια και χειρότερα στα 1824, τον τέταρτο χρόνο της Επανάστασης. Εδώ οι εσωτερικές διαμάχες παίρνουν τέτοιες διαστάσεις, που οι ιστορικοί τις ονομάζουν Πρώτο και Δεύτερο Εμφύλιο πόλεμο. Ο Πρώτος που πιάνει το πρώτο εξάμηνο του 1824, έχει ως επίκεντρο τη Πελοπόννησο και παρουσιάζεται με τη σύγκρουση ανάμεσα στο Κυβερνητικό κόμμα, που εκπροσωπείται από το λεγόμενο «Νέο Εκτελεστικό», με πρόεδρο τον Γεώργιο Κουντουριώτη, και από το «Παλιό Εκτελεστικό», με τους έκπτωτους βουλευτές. Αποτέλεσμα οι μάχες που έγιναν έξω από το Ναύπλιο στην προσπάθεια των κυβερνητικών να καταλάβουν την πόλη. Όσο για τον Δεύτερο Εμφύλιο πόλεμο των τελευταίων μηνών του 1824, εδώ έχουμε τη διαμάχη ανάμεσα στους Πελοποννησίους από το ένα μέρος, και τους Υδραιοσπετσιώτες, που υποστηρίζονται από τους οπλαρχηγούς της Ρούμελης. Το κορύφωμά της είναι η εκστρατεία του Παπαφλέσσα, ο φόνος του γυιού του Κολοκοτρώνη και τα όσα επακολούθησαν τον επόμενο χρόνο, στα 1825, όπως οι βιαιοπραγίες των Κυβερνητικών στην Πελοπόννησο, η απεχθής συμπεριφορά του Γκούρα και του Κωλέττη, η σύλληψη και ο εξευτελισμός ένδοξων αρχηγών της Επαναστάσεως, όπως του Παλαιών Πατρών Γερμανού, και τελικά, η δολοφονία στο Γουλά της Ακροπόλεως του ήρωα της Γραβιάς Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μόνο ανατριχίλα μπορεί κανείς να νιώσει όταν αναλογίζεται τις πράξεις αυτές, που δείχνουν παντελή έλλειψη εθνικής ευθύνης όταν σκεφτούμε τί διακυβευόταν εκείνη τη στιγμή.
Στα 1826, με τις πρώτες εργασίες της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως, βρισκόμαστε μπροστά στη διάσπαση των πληρεξουσίων σε αντίπαλα στρατόπεδα, που είχε τόσο καταστρεπτικές συνέπειες για τα επόμενα χρόνια. Στα 1827, μετά από τη σύγκλιση της Γ΄ Εθνικής Συνελεύσεως στην Ερμιόνη και την Τροιζήνα, έχουμε τις συγκρούσεις του Ναυπλίου παρ όλη την εκλογή του Καποδίστρια σαν Κυβερνήτου της Ελλάδος. Τέλος, τη δυσαρέσκεια της οικογένειας Μαυρομιχάλη και τις πρώτες αταξίες στη Μάνη.
Δεν πέρασε, λοιπόν, ούτε ένας χρόνος σε όλη τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, που να μην βρεθούμε μπροστά σε προστριβές ανάμεσα στα διάφορα κόμματα και τους αρχηγούς τους, που κατέληγαν συνήθως σε ένοπλες συγκρούσεις, από τις οποίες κινδύνευε κάθε στιγμή η Επανάσταση. Δεν έχουμε παρά να σκεφτούμε την κατάσταση που επικρατούσε στην Πελοπόννησο όταν εμφανίστηκε ο Ιμπραήμ.
Τί έγινε, όμως, μετά από την επικράτηση της Επανάστασης και τη δημιουργία του Ελληνικού Κράτους; Θα ήταν χρήσιμο, για το θέμα της ομιλίας μας, να τα θυμηθούμε κι αυτά.
Σε μια από τις πιο κρίσιμες για το Έθνος στιγμές, που ο Καποδίστριας, με μια πραγματικά μεγαλοφυή διπλωματική πολιτική, προσπαθούσε να καθοριστούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα σύνορα της Ελλάδος, έχοντας να παλέψει με τον ανταγωνισμό των Μεγάλων Δυνάμεων, στη φτωχή και κατεστραμένη Ελλάδα, πάντα με το πρόσχημα της ελευθερίας, εκδηλώνονται στάσεις κινούμενες από προσωπικές φιλοδοξίες και προσωπικά συμφέροντα. Θα ήταν πολύ διδακτικό να αναφερθούμε, στο σημείο αυτό, στις προθέσεις του Καποδίστρια και τις αιτίες που προκάλεσαν τις εσωτερικές αυτές ανωμαλίες.
Η στάση που εκδηλώθηκε, λόγου χάρη, στον Λιμένα της Μάνης, με απώτερο σκοπό να κρατήσει η οικογένεια των Μαυρομιχαλέων όλα τα δημόσια έσοδα, έγινε με το πρόσχημα ότι θα πλήρωναν τους στρατιώτες.
Ποια ήταν όμως τα σχέδια του Καποδίστρια, επάνω στα οποία στήριζε την εσωτερική του πολιτική; Να καταργήσει τα διάφορα προνόμια που είχαν τόσο η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων στη Πελοπόννησο όσο και οι Υδραίοι πρόκριτοι, που εισέπρατταν τους φόρους όλων των νησιών του Αιγαίου, και να μοιράσει στους ακτήμονες την εθνική γη. Γιατί ο Καποδίστριας πίστευε και διακήρυττε ότι «Οι Έλληνες δεν θα ένιωθαν πραγματικά ανεξάρτητοι», όπως γράφει ο Σπηλιάδης, «παρά μόνο όταν θα είχαν τουλάχιστον άφθονα τα προς το ζειν». Αυτή την οικονομική ανεξαρτησία του λαού, στήριγμα της ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, που επιθυμούσε ο Καποδίστριας για τους Έλληνες, αυτήν καταπολεμούσαν οι πρόκριτοι με το πρόσχημα, δήθεν, της ελευθερίας, αποκαλώντας τον Καποδίστρια τύραννο.
Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό αυτό που συνέβη στην Ύδρα. Στις παράλογες απαιτήσεις των Υδραίων πλοιοκτητών, που απαιτούσαν να καταβάλει σ’ αυτούς, κατά προτεραιότητα, το Κράτος όλα τα έξοδα, που έκαναν τον καιρό της Επανάστασης και να τους αποζημιώσει στο ακέραιο για όλες τις ζημιές, που έπαθαν τα πλοία τους, ο Καποδίστριας, ενώ άρχισε να τους καταβάλει σε δόσεις από τα άδεια τότε ταμεία του κράτους και με υποθήκευση των πιο εύφορων εθνικών κτημάτων, το μισό του συνολικού ποσού που είχε καθοριστεί για όλα τα νησιά του Αιγαίου, οι Υδραίοι δέχτηκαν μεν το ποσόν, δεν συμφώνησαν όμως με τον τρόπο της διανομής, που ο Καποδίστριας έχει ορίσει. Να δοθεί, δηλαδή, η πρώτη δόση στις οικογένειες των ναυτών, γιατί, όπως ο ίδιος έγραφε, θεωρούσε κοινωνικά άδικο «να λάβουν οι ευπορούντες μέρος των χρημάτων των προσδιορισμένων εις περίθαλψιν απόρων κατοίκων των ναυτικών νήσων». Στο σημείο αυτό οι πλοιοκτήτες της Ύδρας ήταν ανένδοτοι. Επέμειναν να μοιρασθούν τα χρήματα σ’ αυτούς, ανάλογα με τον αριθμό και τη χωρητικότητα των πλοίων, που είχαν προσφέρει στον Αγώνα. Οπότε το ποσό θα πήγαινε στους πλούσιους και ψίχουλα μόνο στους άνεργους ναυτικούς. Η επιμονή αυτή των πλοιοκτητών αποδείκνυε το ασύστατο των επιχειρημάτων του Κουντουριώτη, ότι απαιτούσε πιεστικά την καταβολή αποζημιώσεων, γιατί ενδιαφέρονταν για τον «δεινώς δυστυχούντα Υδραϊκόν λαόν».
H πιο συγκλονιστική, όμως, για το Έθνος συνέπεια της στάσης των Υδραίων προκρίτων, ήταν η μετέπειτα ανταρσία και κατάληψη του στόλου στο Ναύσταθμο του Πόρου, κατάληψη που είχε σαν αποτέλεσμα την τελική διαταγή του Μιαούλη να ανατιναχθεί στον αέρα όλος ο ελληνικός στόλος. Ευτυχώς η εγκληματική αυτή διαταγή δεν εκτελέστηκε στο ακέραιο. Ωστόσο, τα δύο λαμπρότερα πλοία του ελληνικού στόλου, η κορβέτα Ύδρα και η φρεγάτα Ελλάς ανατινάχτηκαν στον αέρα την 1η Αυγούστου 1831. Ήταν η μεγαλύτερη σε αναλογία καταστροφή, που έπαθε ποτέ ο ελληνικός στόλος. Και η διαταγή δόθηκε από ποιόν; Από τον Μιαούλη, τη μεγάλη αυτή μορφή της Ελληνικής Επανάστασης, που κινήθηκε από τις προσωπικές φιλοδοξίες των Μαυρομιχαλέων και από τα δικά του προσωπικά συμφέροντα. Και είναι εύλογη η κατακραυγή του Κανάρη, παρ’ όλους τους δεσμούς που τον συνέδεαν με τον Μιαούλη: «Είθε να παραδοθή το όνομα του αυτουργού τοιαύτης πράξεως βαρβαρωτάτης εις αιώνιον ανάθεμα». Πού ήταν η ευθύνη του μεγάλου αυτού ναυτικού του ’21, που τόσα και τόσα προσέφερε στην Επανάσταση;
Ακριβώς ένα μήνα και 27 μέρες μετά, την 27 Σεπτεμβρίου 1831, ο αδελφός και ο γυιός του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, Κωνσταντίνος και Γεώργιος, δολοφονούσαν τον Καποδίστρια. Είναι χαρακτηριστική η φράση του Γεωργίου Μαυρομιχάλη, τη στιγμή, που, προσπαθώντας να διαφύγει από την οργή του πλήθους, ζητούσε άσυλο στο σπίτι του Γάλλου αντιπρέσβυ: «Ο τύραννος δεν ζη πλέον, εξέπνευσεν από τας ιδικάς μου χείρας και από τας χείρας του θείου μου». Είναι φανερό, ότι όταν εκτελούσε το έγκλημά του, ο Γεώργιος Μαυρομιχάλης πίστευε πως θυσίαζε τη ζωή του για την ελευθερία, χωρίς ούτε στιγμή να αναλογιστεί, στο φανατισμό του επάνω, τις φοβερές για το Έθνος ευθύνες μιας τέτοιας πράξης.
Το πόσο λίγο η πράξη αυτή του Μαυρομιχάλη ανταποκρίνονταν στο αίσθημα της ελευθερίας του ελληνικού λαού, φαίνεται από τα λόγια αυτά του Κολοκοτρώνη: «Την αυγήν όπου το έμαθαν οι πολίτες της Τριπολιτσάς, έμειναν νεκροί. Άφησαν τα εργαστήριά τους, τις δουλειές τους, και επερπατούσαν στους δρόμους σαν τρελλοί…». Φαίνεται ακόμη και από τις αναφορές του ανώνυμου λαού, όπως διατυπώνονται στην Ιστορία του Ελληνικού Έθνους: «Είθε η 27η Σεπτεμβρίου 1831, ημέρα σκοτεινή… ημέρα του τάφου της τύχης των Ελλήνων να ήθελεν εκλείψει από τον χρόνον…». Ή ακόμα: «Θρηνεί η Ελλάς, διότι βλέπει εαυτήν χήραν, τα τέκνα της ορφανά, την ύπαρξίν της εις το άδηλον εκτεθειμένην, θρηνεί διότι έχασε το παν…». Ό «τύραννος» που δολοφονούσε ο Μαυρομιχάλης, εν ονόματι της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, ήταν ο άνθρωπος που ήθελε να μοιράσει τη γη στους ακτήμονες, να καταργήσει τα προνόμια ορισμένων επαρχιών, όπως της Μάνης και της Ύδρας, να επιβάλλει τους ίδιους φόρους παντού για το καλό και την προκοπή του Έθνους, να δώσει πρώτα τις πολεμικές αποζημιώσεις στους φτωχούς και άεργους ναύτες και κατόπι στους πλούσιους πλοιοκτήτες, ήταν όμως μαζί και ο μεγαλύτερος Έλληνας πολιτικός της εποχής εκείνης, ο θαυμάσιος διπλωμάτης και οργανωτής του ανύπαρκτου τότε κράτους. Το πόσο μεγάλη καταστροφή ήταν για τον τόπο η δολοφονία του Καποδίστρια φάνηκε αμέσως μετά, με την απολυταρχία που εδραίωσε η Αντιβασιλεία, που κατακλείδα της ήταν η δίκη, τρία χρόνια αργότερα, τον Σεπτέμβριο του 1834, και η καταδίκη σε θάνατο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Θα περιορίσω εδώ τις αναφορές μου στην Ιστορία, γιατί θέλησα να στηρίξω σε συγκεκριμένα γεγονότα όλα όσα έχω να σας πω για την ελευθερία και την ευθύνη. Διάλεξα επίτηδες τα παραδείγματά μου από την Ελληνική Επανάσταση, μια και γιορτάζουμε σήμερα τα 157 χρόνια της. Δεν θα επεκταθώ στην υπόλοιπη Ελληνική Ιστορία, που είναι κι’ αυτή γεμάτη με ανάλογες ενέργειες. Ποιες να πρωτοαναφέρει κανείς, που όλες οφείλονται σε ένα μειωμένο αν όχι ανύπαρκτο αίσθημα ευθύνης. Τις ενέργειες αυτών που κυβέρνησαν την Ελλάδα, την εποχή του Όθωνα, τις διαμάχες του Δεληγιάννη με τον Τρικούπη, που κατέληξαν σε απομάκρυνση του πιο υπεύθυνου πολιτικού που γνώρισε η Ελλάδα στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα, απομάκρυνση που είχε σαν συνέπεια την καταστροφή του ’97; Την αντιδικία Βενιζέλου και Κωνσταντίνου, με τελικό αποτέλεσμα τη Μικρασιατική καταστροφή: Τον εμφύλιο σπαραγμό στα μετακατοχικά χρόνια, που είχε κι’ αυτός ολέθριες συνέπειες για τον τόπο μας; Τις απόπειρες εναντίον του Μακάριου και την τραγωδία της Κύπρο; Θα έλεγε κανείς ότι αυτό που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά μας σε όλο το μάκρος της Ιστορίας μας είναι ένα μειωμένο αίσθημα ευθύνης απέναντι στο αιώνιο αίτημα της ελληνικής ψυχής, την ανάγκη για ελευθερία. Σκληρή διαπίστωση, που μας ήταν όμως χρήσιμη για να προχωρήσουμε τώρα στην ουσία του θέματός μας. Ποιες είναι οι προϋποθέσεις της άσκησης της ελευθερίας, ποιοι είναι οι περιορισμοί της, ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη;
Είναι φανερό ότι όταν θέτουμε ένα τέτοιο πρόβλημα, σκοπός μας δεν είναι να το θίξουμε σε όλες τις διαστάσεις του. Τόσο η έννοια της ελευθερίας, όσο και η έννοια της ευθύνης, ανταποκρίνονται σε μια σειρά ολόκληρη από θέματα: θεολογικά, μεταφυσικά, κοσμολογικά, βιολογικά, ψυχολογικά, κοινωνιολογικά, νομικά κλπ. Είναι ο άνθρωπος ελεύθερος να αποφασίζει και επομένως υπεύθυνος για τις πράξεις του, ή υπόκειται σε ένα οποιουδήποτε είδους ντετερμινισμό: θεολογικό, μεταφυσικό, φυσικό, βιολογικό, ψυχολογικό, κοινωνικό, οικονομικό ή άλλο; Ή, ακόμα, το αίσθημα της ευθύνης πηγάζει από την ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου, ή είναι η εσωτερίκευση μιας αντικειμενικής κοινωνικής συμπεριφοράς, που αρχικά λειτουργεί συλλογικά και που με την εξέλιξη των κοινωνικών δομών περιορίζεται στο άτομο, όπως μας λεν οι εκπρόσωποι της Γαλλικής Κοινωνιολογικής Σχολής του Durkheim; Απομεινάρι του είδους αυτού της ευθύνης είναι η βεντέτα και σε πολλές περιπτώσεις η σύλληψη και η εκτέλεση ομήρων.
Δεν θα θίξω τέτοιου είδους προβλήματα. Η ελευθερία για την οποία σας μιλώ είναι η ελευθερία του Ελληνικού Έθνους, και η ευθύνη, αυτή που σχετίζεται με την απόκτηση και τη διαφύλαξη αυτής της ελευθερίας. Επειδή, όμως η ελευθερία ενός έθνους έχει άμεσο σχέση με την δράση των πολιτών του σαν ατόμων ή σαν κοινωνικών ομάδων, νομίζω ότι για να θέσουμε το θέμα μας επάνω σε μια στέρεη βάση, είναι σκόπιμο να εξετάσουμε ποιες είναι οι σχέσεις ανάμεσα στην ελευθερία και την ευθύνη σαν έκφραση μιας πανανθρώπινης συμπεριφοράς. Ας μου επιτραπεί εδώ να κάνω προσωρινά μια στροφή στη Φιλοσοφία.
Λίγο πολύ, όλοι οι φιλόσοφοι έθεσαν το πρόβλημα της ελευθερίας και της ευθύνης, από τους πιο αρχαίους, όπως ο Πυθαγόρας και ο Ηράκλειτος, ως τους πιο σύγχρονους, όπως ο Sartre. Είναι μάλιστα ιδιαίτερα αξιόλογες οι απόψεις τόσο των σοφιστών όσο και των Σωκρατικών, του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, μα και του Επίκουρου και των Στωικών επάνω στο θέμα αυτό. Ο φιλόσοφος όμως που μας επιτρέπει να εισχωρήσουμε ως την ουσία του προβλήματος που εξετάζουμε εδώ, είναι, κατά τη γνώμη μου, ο Καντ. Γι‘ αυτό θεωρείται άλλωστε ένας από τους κύριους θεμελιωτές του Διεθνούς Δικαίου. Γιατί έδειξε, με τον πιο καθαρό τρόπο, ποιοι είναι οι βασικοί όροι που πρέπει να διέπουν τις σχέσεις των ατόμων και των λαών μεταξύ τους, ώστε να εξασφαλίζεται μαζί με την αρμονική τους συμβίωση, σύμφωνα με τους κανόνες του δικαίου, το μεγαλύτερο δυνατό ποσοστό ελευθερίας. Και επειδή η φιλοσοφία του είναι μια φιλοσοφία ορθολογική, τόσο η αρμονική συμβίωση όσο και η εξασφάλιση της ελευθερίας, παρουσιάζονται σαν λογική συνέχεια της εφαρμογής ορισμένων ηθικών κανόνων, που, κι’ αυτοί με τη σειρά τους, είναι ορθολογικά εδραιωμένοι, γιατί δεν προκύπτουν από κανένα εξωτερικό παράγοντα, αλλά από την ίδια τη λογική φύση του ανθρώπου. Έτσι, ο άνθρωπος παρουσιάζεται σαν να είναι και αυτός ο ίδιος η πηγή και ο θεμελιωτής της ελευθερίας του και, κατά συνέπεια, απόλυτα υπεύθυνος γι’ αυτήν.
Ας δούμε τα πράγματα από πιο κοντά, όπως παρουσιάζονται στο έργο του «Κριτική του Πρακτικού Λόγου». Η βούληση του ανθρώπου, λέει ο Καντ, είναι η άμεση έκφραση του Λόγου, όχι όμως του Λόγου που διέπει τη θεωρητική γνώση, μα αυτού που προσδιορίζει την πράξη, δηλαδή την ανθρώπινη συμπεριφορά. Είναι όμως μέσα στη φύση του Λόγου να επιβάλλει γενικούς κανόνες που ο ίδιος ελεύθερα νομοθετεί. Και όταν λέμε γενικούς κανόνες, εννοούμε κανόνες που γίνονται ελεύθερα αποδεκτοί από όλους ανεξαιρέτως τους ανθρώπους, γιατί πηγάζουν άμεσα από την ελεύθερη βούλησή τους. Ακόμα, πρέπει να είναι τέτοιοι, που να εφαρμόζονται σε κάθε περίπτωση και να κατοχυρώνουν την ανθρώπινη ελευθερία, γιατί αποτελούν την άμεση έκφραση της.
Οι κανόνες αυτοί παρουσιάζονται με τη μορφή της «κατηγορηματικής προσταγής», δηλαδή του νόμου του χρέους, της ευθύνης να εφαρμόζει ο άνθρωπος τους κανόνες που ο ίδιος, σαν μέλος της πανανθρώπινης κοινωνίας έχει ελεύθερα νομοθετήσει. Γι’ αυτό, για τον Κάντ, ελευθερία και ευθύνη, είναι δύο έννοιες αδιάρρηκτα δεμένες μεταξύ τους, ή καλύτερα, οι δυο πλευρές ενός ίδιου νομίσματος. Είμαι ελεύθερος, γιατί εγώ ο ίδιος επιβάλλω στον εαυτό μου τα καθήκοντά μου σαν λογικό ον, εν ονόματι όλης της ανθρωπότητας, και είμαι υπεύθυνος, γιατί εγώ ο ίδιος, με την ελεύθερη βούλησή μου, τα έχω προσδιορίσει.
Ποιοι είναι τώρα οι κανόνες αυτοί, που συνοψίζουν σε γενικές γραμμές τις σχέσεις της ελευθερίας με την ευθύνη;
Ο πρώτος είναι: «Να ενεργείς πάντα με τέτοιο τρόπο, ώστε ο κανόνας της δράσης σου, να μπορεί να αποτελέσει ένα νόμο καθολικής συμπεριφοράς». Δηλαδή, τότε μόνο κατοχυρώνεται ηθικά μια πράξη, όταν μπορεί να γενικευθεί. Κι αυτό, γιατί κάθε πράξη που πηγάζει από την ελεύθερη βούλησή μας και γίνεται υπεύθυνα και συνειδητά, εκφράζει τον ίδιο το λόγο, και η πρωταρχική λειτουργία του λόγου είναι ότι μπορεί και γενικεύει. Ας πάρουμε για παράδειγμα ένα από τα ιστορικά γεγονότα, που σας ανέφερα. Τη διαταγή του Μιαούλη να ανατιναχθεί όλος ο Ελληνικός στόλος. Αν ο κανόνας μιας τέτοιας πράξης, μπορούσε να γενικευθεί, τότε θα έπρεπε, ο κάθε αρχηγός του στόλου, κάθε φορά που θα ήταν δυσαρεστημένος, να δίνει διαταγή να βυθίζονται όλα τα πλοία που θα είχε κάτω από τη διοίκηση του. Καταλαβαίνετε πόσο μια τέτοια συμπεριφορά θα ήταν παράλογη.
Ο δεύτερος κανόνας είναι: «Να ενεργείς πάντα με τέτοιο τρόπο, ώστε να θεωρείς την ανθρωπότητα, τόσο μέσα από το άτομο σου όσο και μέσα από τους άλλους, σαν έναν σκοπό και ποτέ σαν ένα μέσο». Στον κανόνα αυτό στηρίζεται ο σεβασμός της ανθρώπινης ελευθερίας και της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Δεν έχουμε δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τους άλλους για τους δικούς μας σκοπούς. Και αυτό που είναι σωστό για το άτομο, είναι σωστό και για ένα λαό. Δεν έχει δικαίωμα ένα κράτος να χρησιμοποιεί ένα άλλο για τα δικά του συμφέροντα. Ένα τέτοιο νόημα έχει η Αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η συμφωνία του Ελσίνκι δεν είναι παρά μια προσπάθεια εφαρμογής του κανόνα αυτού της Καντιανής φιλοσοφίας.
Άμεση συνέπεια των κανόνων αυτών είναι η Τρίτη Αρχή που διατυπώνει ο Καντ σαν έκφραση της ελευθερίας της βούλησης, αρχή που αποτελεί και θεμέλιο λίθο κάθε δημοκρατικής πολιτείας: «Να ενεργείς με τέτοιο τρόπο, ώστε η ελευθερία σου να μην περιορίζει την ελευθερία των άλλων σε μια κοινωνία ελεύθερων και ορθοφρονούντων ανθρώπων». Είναι φανερό, ότι έτσι που είναι διατυπωμένος ο κανόνας αυτός, όχι μόνο καθορίζει τα όρια της άσκησης της ελευθερίας σε μια ευνομούμενη πολιτεία, αλλά, ταυτόχρονα, δηλώνει ότι τα μέλη της αναλαμβάνουν την ευθύνη να σεβαστούν τους περιορισμούς που επιβάλλει, μια και οι νόμοι μιας δημοκρατικής πολιτείας πηγάζουν από την ελεύθερη βούλησή τους.
Από όλα αυτά προκύπτει καθαρά, ότι η ελευθερία αυτοπεριορίζεται αναγκαστικά για να υπάρξει σαν ελευθερία, γιατί αν η ίδια δεν καθορίζει τους κανόνες του αυτοπεριορισμού της, καταργεί τον εαυτό της. Έτσι, όμως, μεταμορφώνεται σε μια σειρά από υποχρεώσεις, από καθήκοντα, μεταβάλλεται δηλαδή σε ευθύνη. Μόνο με τον τρόπο αυτό κατοχυρώνεται η ελευθερία του συνόλου, γιατί μόνο μέσα από αυτή μπορεί να εξασφαλιστεί η ελευθερία του ατόμου.
Έτσι βλέπουμε ότι η ελευθερία, αν δεν συνοδεύεται από την ευθύνη του περιορισμού της, που κάνει τη λειτουργία της αρμονική με την εξισορρόπηση που επιδιώκει των αντικρουόμενων τάσεων που πηγάζουν είτε από το άτομο είτε από μεμονωμένες κοινωνικές ομάδες, κλείνει μέσα της τους σπόρους της καταστροφής της. Γιατί από ελευθερία μεταβάλλεται σε ασυδοσία, που οδηγεί, τελικά, στην επιβολή μιας κοινωνικής ομάδας επάνω στις άλλες. Τι είναι όμως η εξισορρόπηση των επί μέρους ελευθεριών με τους περιορισμούς που συνεπάγονται; Τι άλλο από την άσκηση της δικαιοσύνης.
Τους κινδύνους που περικλείνει η ανεύθυνη ελευθερία τους περιγράφει θαυμάσια ο Πλάτων, δείχνοντας ότι η επιβολή μιας κοινωνικής ομάδας επάνω στις άλλες, καταργώντας κάθε έννοια δικαιοσύνης, καταλήγει στη καταστροφή της πολιτείας. Αν, μας λέει στο 4ο Βιβλίο της «Πολιτείας», κάποιος που ανήκει στη τάξη των τεχνικών ή των εμπόρων, με τα χρήματα, τους οπαδούς ή την κάθε είδους ισχύ που θα αποκτούσε, βάλει στο νου του να εξουσιάσει την τάξη των πολεμιστών, ή αν ένας από την τάξη των πολεμιστών, που σκοπός της είναι να διαφυλάττει την ακεραιότητα της πολιτείας, θελήσει να εισχωρήσει και να κατευθύνει την τάξη των κυβερνώντων, ενώ δεν έχει τα κατάλληλα προσόντα, ή, αν κάποιος επιχειρήσει να εξουσιάσει και τις τρεις αυτές τάξεις, το αποτέλεσμα θα είναι, καταλύοντας την αρμονία που είναι δικαιοσύνη, με την εγκληματική του αυτή πράξη, να οδηγήσει την πολιτεία στη καταστροφή.
Και νομίζω ότι είναι προτιμότερο να σας διαβάσω το ίδιο το πλατωνικό κείμενο:
Ο διάλογος γίνεται ανάμεσα στο Σωκράτη και το Γλαύκωνα (“Πολιτεία”, Βιβλίο Δ. 434 α κα β): “Αλλ’ όταν γε, οίμαι, δημιουργός ων η τις άλλος χρηματιστής φύσει, έπειτα επαιρόμενος ή πλούτω ή πλήθει ή ισχυι ή άλλω τω τοιούτω εις το του πολεμικού είδος επιχειρή ιέναι, ή των πολεμικών τις εις το του βουλευτικού και φύλακος ανάξιος ων, και τα αλλήλων ούτοι όργανα μεταλαμβάνωσι και τας τιμάς, ή όταν ο αυτός πάντα ταύτα άμα επιχειρή πράττειν, τότε οίμαι και σοι δοκείν ταύτην την τούτων μεταβολήν και πολυπραγμοσύνην όλεθρον είναι τη πόλει. Παντάπασι μεν ούν. Η τριων ρα όντων γενών πολυπραγμοσύνη και μεταβολή εις άλληλα μεγίστη τε βλάβη τη πόλει και ορθότατ’ αν προσαγορεύοιτο μάλιστα κακουργία. Κομιδή μεν ούν. Κακουργίαν δε τη μεγίστην της εαυτού πόλεως ουκ αδικίαν φήσεις είναι; Πως δ’ ου;”
Σας το μεταφράζω πρόχειρα:
«Αλλά, όταν όμως, νομίζω, κάποιος είναι τεχνίτης ή οτιδήποτε άλλο, προορισμένος από τη φύση του να κερδίζει χρήματα, και θριαμβολογώντας είτε για τα πλούτη του, είτε για το πλήθος των σπουδών του, είτε για τη δύναμή του, είτε για οτιδήποτε άλλο, βάζει στο νου του να εισχωρήσει στο σώμα των πολεμιστών, ή αν κάποιος από τους πολεμιστές στο βουλευτικό και το σώμα των φυλάκων, μη έχοντας τα προσόντα γι’ αυτό, παίρνοντας ο ένας του άλλου τα όργανα και τις τιμές, ή ακόμα αν ένας ίδιος άνθρωπος επιχειρήσει να τα αναλύσει όλα αυτά, νομίζω, και θα συμφωνήσεις κι εσύ μαζί μου, ότι αυτή η αλλαγή και η πολυπραγμοσύνη θα είναι ολέθριος για την πόλη.
-Συμφωνώ απόλυτα με τη γνώμη σου.
<-Ώστε η πολυπραγμοσύνη τούτη και η μεταβολή που δεν κάνει διακρίσεις ανάμεσα στις τρεις αυτές τάξεις και τις συγχέει, όντας καταστρεπτική για την πόλη, σίγουρα θα μπορούσε να την ονομάσει κανείς μέγιστο κακούργημα.
-Ασφαλώς, έτσι είναι.
-Δεν θα παραδεχτείς λοιπόν ότι το μεγάλο τούτο κακούργημα που διαπράττει κάποιος εναντίον της δικής του πόλης πρέπει να ονομαστεί αδικία;
–Πώς να μην το παραδεχτώ;”
Το θαυμάσιο αυτό πλατωνικό κείμενο μας δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να εισχωρήσουμε βαθύτερα στο θέμα μας και να καθορίσουμε τις σχέσεις ελευθερίας και ευθύνης στην περίπτωση που μας ενδιαφέρει εδώ, στην ελευθερία του Έθνους. Εισάγοντας τη δικαιοσύνη σαν βασική προϋπόθεση της διατήρησης της ακεραιότητας και της ελευθερίας μιας πολιτείας και την αδικία σαν κύριο αίτιο της καταστροφής της, καθορίζει ταυτόχρονα την ευθύνη των μελών της. Για να μπορέσει μια πολιτεία να παραμείνει ελεύθερη, δεν πρέπει η ελευθερία του ενός, που ταυτίζεται με την άσκηση των καθηκόντων που του έχει αναθέσει η πολιτεία, να εισχωρήσει στην περιοχή της ελευθερίας και των καθηκόντων του άλλου. Και αυτό ακριβώς που διασφαλίζει την ελευθερία του καθενός, προσδιορίζοντας τα όρια της, και επιτρέπει την αρμονική συμβίωση, είναι η δικαιοσύνη. Και για τον Πλάτωνα και γενικότερα για τους Αρχαίους Έλληνες. δικαιοσύνη και αρμονία είναι δύο έννοιες ταυτόσημες.
Ας ξαναγυρίσουμε τώρα σε ένα από τα πιο σκοτεινά σημεία της Επανάστασης που σας ανέφερα. Στην ανατίναξη του ελληνικού στόλου από τον Μιαούλη και τη δολοφονία του Καποδίστρια. Και στις δύο περιπτώσεις έχουμε να κάνουμε με το είδος της αδικίας, που αναφέρει ο Πλάτων, που δεν μπορεί να οδηγήσει παρά σε μια καταστροφή. Την εισχώρηση ενός παράγοντα που ανήκει σε μιαν άλλη τάξη, στη τάξη των κυβερνώντων. Είτε τοποθετήσουμε τον Μιαούλη στη τάξη των πλοιοκτητών, που όπως λέει ο Πλάτων, σκοπός της είναι η απόκτηση πλούτου, είτε στη τάξη των στρατιωτικών, κυβερνήτης εντολοδόχος του λαού ήταν ο Καποδίστριας. Δίνοντας διαταγή να ανατιναχθεί ο στόλος, ο Μιαούλης θέλησε να οικειοποιηθεί το ρόλο του Κυβερνήτη, που δεν του ανήκε. Το ίδιο έκανε και η οικογένεια των Μαυρομιχαλαίων. Ενώ ανήκε στη τάξη των προκρίτων του πλούτου, θέλησε να παίξει αρνητικά το ρόλο του Κυβερνήτη του Έθνους, καταλύοντας τον ίδιο τον Κυβερνήτη με μια δολοφονική πράξη. Αποτέλεσμα: κατάλυση της δικαιοσύνης, κατάλυση της αρμονίας, με όλα τα καταστρεπτικά επακόλουθα που άλλαξαν την πορεία της ελληνικής ιστορίας.
Και για να τελειώσω με τις αναδρομές μου στη Φιλοσοφία, θα αναφερθώ και σε ένα άλλο φιλόσοφο, τον Αριστοτέλη, μια και το Πανεπιστήμιο μας γιορτάζει, όλες αυτές τις μέρες, τα δυο χιλιάδες τριακόσια περίπου χρόνια από τη γέννηση του. Γιατί, αν όπως φάνηκε, ελευθερία και ευθύνη έχουν έναν κοινό παρανομαστή, τη δικαιοσύνη, ο φιλόσοφος που μας έδωσε την πιο ολοκληρωμένη, μα και την πιο συγκεκριμένη εικόνα της δικαιοσύνης, είναι ο Αριστοτέλης. Όχι μόνο γιατί θεωρεί τη δικαιοσύνη σαν την υψηλότερη και τελειότερη αρετή, στην οποία περιλαμβάνονται όλες οι άλλες, και διακρίνει δύο είδη δικαιοσύνης, την διανεμητική και τη συναλλαγματική, χωρίς τις οποίες καμμιά κοινωνία δεν θα μπορούσε να λειτουργήσει κανονικά, μα γιατί με βάση τη δικαιοσύνη, μας δίνει μια γενική θεωρία της αρετής, που μπορεί να εφαρμοστεί στο εσωτερικό ενός κράτους για να διασφαλίσει την καλή λειτουργία του.
Έτσι, μας λέει, ότι η αρετή είναι μια συνήθεια προαιρετική, που δεν οδηγεί σε καμμίαν ακρότητα, αλλά βρίσκεται στο μέσο, γιατί στηρίζεται στη φρόνηση. «Έστιν άρα η αρετή έξις προαιρετική, εν μεσότητι ούσα τη προς ημάς, ωρισμένη λόγω και ως αν ο φρόνιμος ορίσειεν». Τα κύρια χαρακτηριστικά της αρετής, επομένως και της δικαιοσύνης, είναι, λοιπόν, ότι πηγάζουν από την ελεύθερή μας βούληση, εφόσον είναι προαιρετικές, ότι δημιουργούνται χάρη στην συχνή επανάληψη, εφόσον είναι συνήθειες, ότι εκφράζουν τη μεσότητα, το σωστό δηλαδή μέτρο, και ότι πηγάζουν από τη φρόνηση και στηρίζονται στη λογική.
Μ’ αυτά που μας λέει ο Αριστοτέλης, με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται τη δικαιοσύνη, καθορίζει τις σχέσεις ελευθερίας και ευθύνης. Γιατί στηρίζοντας την ελευθερία στη φρόνηση, δείχνει ταυτόχρονα, ότι η ευθύνη βρίσκεται στο ποσοστό της σωστής εκτίμησης μιας πράξης, εκτίμησης που πηγάζει, από την ίδια τη λογική, έτσι ώστε κάθε απόφασή μας να μην ξεπερνά τα δίκαια μέτρα. Και ακόμα, ότι ο τρόπος με τον οποίο κατοχυρώνεται η δικαιοσύνη, είναι η σωστή επανάληψη ελεύθερων και υπεύθυνων πράξεων.
Θα σταματήσω εδώ τις αναφορές μου στη Φιλοσοφία. Νομίζω όμως, ότι όσα σας είπα, είναι αρκετά για να καθορίσουμε το περιεχόμενο της ελευθερίας και της ευθύνης. Η σωστή άσκησή τους, προϋποθέτει τη φρόνηση. Και για να γυρίσω πάλι στα όσα σας είπα για την Ελληνική Επανάσταση, δεν ήταν η αγάπη για την ελευθερία, μα η φρόνηση, που έλειψε από ορισμένους αρχηγούς, γιατί ο καθένας θέλησε να εισχωρήσει στην περιοχή του άλλου, διαπράττοντας με κάποιο τρόπο το είδος της αδικίας, για το οποίο μας μίλησε ο Πλάτων.
Είναι γνωστός ο χαρακτηρισμός που δίνεται από μερικούς ξένους στους Έλληνες: «Δύο Έλληνες, πέντε καπεταναίοι».
>Πολύ φοβάμαι ότι ο χαρακτηρισμός αυτός είναι σωστός, γιατί βγαίνει από όλη την ιστορία μας. Γι’ αυτό, αν στη διατύπωση του θέματος της ομιλίας μου, «Ελευθερία και Ευθύνη», προσέθεσα τη φράση «Διπλή παρακαταθήκη του ’21», είναι γιατί νομίζω ότι, αν οι ήρωες του ’21 έβγαιναν από τον τάφο και μιλούσαν στη θέση μου, δεν θα μας παρουσίαζαν μόνο τα ανδραγαθήματά τους, αλλά και θα μας έλεγαν τί πρέπει να αποφύγουμε, που να εξαρτάται από εμάς, αν θέλουμε να διατηρήσουμε την ελευθερία, που με τόσες θυσίες μας παρέδωσαν. Τα λόγια, άλλωστε, του ίδιου του Κολοκοτρώνη από το Λόγο που εξεφώνησε στην Πνύκα στις 8 Οκτωβρίου 1838, είναι χαρακτηριστικά:
«Εις τον πρώτο χρόνο της Επαναστάσεως είχαμε μεγάλη ομόνοια, και όλοι ετρέχαμε σύμφωνοι. Ο ένας επήγεν εις τον πόλεμο, ο αδελφός του έφερνε ξύλα, η γυναίκα του εξύμωνε, το παιδί του εκουβαλούσε ψωμί και μπαρουτόβολα εις το στρατόπεδον και εάν αυτή η ομόνοια εβαστούσε ακόμη δύο χρόνους, ηθέλαμε κυριεύσει και την Θεσσαλία και την Μακεδονία, και ίσως εφθάναμεν και έως την Κωνσταντινούπολη. Τόσο τρομάξαμε τους Τούρκους, οπού άκουγαν Έλληνα και έφευγαν χίλια μίλια μακρά. Εκατόν Έλληνες έβαζαν πέντε χιλιάδες εμπρός, και ένα καράβι, μιαν αρμάδα. Αλλά δεν εβάσταξεν». Και συνεχίζοντας προσθέτει: «… ένας έμπαινε πρόεδρος έξη μήνες, εσηκώνετο ο άλλος και τον έριχνε και εκάθετο αυτός άλλους τόσους, και έτσι ο ένας ήθελε τούτο, και ο άλλος το άλλο. Ίσως όλοι ηθέλαμε το καλό πλην καθένας κατά τη γνώμη του».
Κυρίες και Κύριοι,
Νομίζω ότι έπειτα από 140 χρόνια θα μπορούσε να επαναλάβει κανείς λέξη προς λέξη τα σοφά αυτά λόγια του Κολοκοτρώνη. Και οφείλω να σας ομολογήσω, ότι βλέποντας τα όσα συμβαίνουν γύρω μου σε τούτο τον τόπο, με τα μάτια ενός αντικειμενικού παρατηρητή που δεν θέλει να κομματίζεται, ώστε να μην επηρεάζεται η κρίση του από συναισθηματικά ή ταξικά δεδομένα, όμως και με τα μάτια ενός ανθρώπου που αγαπά την πατρίδα του, αισθάνομαι δέος. Η άσκηση της ελευθερίας σπάνια συνοδεύεται από την ανάλογη ευθύνη, από την απαραίτητη φρόνηση, από τη συνείδηση των δυνατοτήτων μας σαν ελεύθερου μα και μικρού κράτους. Όλοι τα θέλουν όλα. Ο ένας τραβά από δω, ο άλλος από κει. Ίσως βέβαια ο καθένας από την πλευρά του να έχει δίκαιο, όλοι όμως έχουν άδικο σε σχέση με τα πεπρωμένα αυτού του τόπου.
Οι στιγμές που ζούμε σήμερα είναι από τις πιο κρίσιμες και τις πιο επικίνδυνες για το Έθνος μας για χίλιους δυο λόγους, από τους οποίους θα σας αναφέρω μόνο μερικούς:
Γιατί βρισκόμαστε σε μια από τις πιο εκρηκτικές περιοχές του κόσμου, όπου συγκρούονται μεγάλα στρατιωτικά και πολιτικά συμφέροντα.
Γιατί βρισκόμαστε σε μια εποχή τεχνοκρατικού πολιτισμού, όπου ο ανθρώπινος ηρωισμός παίζει μικρό μόνο ρόλο και είναι πολύ δύσκολο να αναπτύξουμε μια τεχνολογία τέτοια, ώστε να μην έχουμε ανάγκη να εξαρτάμε την άμυνα μας από άλλους.
Γιατί δεν αναπτύξαμε ακόμα τις βιομηχανίες που μας χρειάζονται για να μπορούμε να προσαρμοζόμαστε άνετα στις γρήγορα μεταβαλλόμενες οικονομικές συνθήκες της εποχής μας.
Γιατί περιστοιχιζόμαστε από ύπουλους εχθρούς, και περιμένουμε τη βοήθεια μας από άσπονδους φίλους.
Γιατί έχουμε αφεθεί αμέριμνα στις συνθήκες μιας εύκολης και άκαρπης ζωής, που δεν ανταποκρίνεται στις πραγματικές μας δυνατότητες, που αμβλύνει τις ικανότητές μας για αντίσταση και δεν εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Γιατί επικρατεί σύγχυση σε όλους τους τομείς της κοινωνικής μας ζωής και δεν είμαστε σε θέση να υπολογίζουμε τις απώτερες συνέπειες των αποφάσεων και των πράξεων μας.
Όλα αυτά προδιαγράφουν, δυστυχώς, ένα αβέβαιο μέλλον, ένα μέλλον που προετοιμάζεται στο σκοτάδι και μπορεί να ορθωθεί μπροστά μας ξαφνικά. Η εισβολή στην Κύπρο είναι ένα τραγικό παράδειγμα που πρέπει να μας κρατά σε διαρκή εγρήγορση.
Αν το πρώτιστο αγαθό για ένα λαό είναι να έχει την ελευθερία του, δεν πρέπει όμως κοντά σ’ αυτό να ξεχνά, ότι όλες οι άλλες ελευθερίες, η πολιτική, η οικονομική, η ελευθερία της γνώμης κλπ που είναι απαραίτητο να υπάρχουν σε μια ευνομούμενη πολιτεία για να διασφαλίζεται η αξιοπρέπεια και ο σεβασμός κάθε ανθρώπου, όλες αυτές οι ελευθερίες παύουν αυτόματα να υπάρχουν όταν καταλυθεί η ελευθερία του κράτους. Πολλές, όμως, φορές, οι επί μέρους αυτές ελευθερίες, όταν δεν καθοδηγούνται από τη φρόνηση και το αίσθημα της συλλογικής ευθύνης, με τις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που δημιουργούν, αμβλύνουν την ενότητα ενός έθνους και προετοιμάζουν την καταστροφή του.
Νομίζω ότι ένα καλό μάθημα για μας τους Έλληνες, σε οποιαδήποτε παράταξη και αν ανήκουμε, θα ήταν να συμβουλευόμαστε από καιρό σε καιρό ένα ιστορικό χάρτη της Ευρώπης, για να βλέπουμε τις αλλαγές που έχουν συντελεστεί στα 157 αυτά χρόνια που μας χωρίζουν από την Ελληνική Επανάσταση. Θα διαπιστώναμε τότε, ότι τόσες και τόσες φορές άλλαξαν τα σύνορα όλων των κρατών, ότι ολόκληρες αυτοκρατορίες όπως η Αυστροουγγρική ή η Οθωμανική έχουν καταλυθεί, ότι καινούργια κράτη, όπως η Ιταλία, η Τσεχοσλοβακία, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Γιουγκοσλαβία, η Αλβανία έχουν εμφανιστεί και ότι άλλα έχουν εξαφανιστεί.
Οι πολιτισμοί, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Πωλ Βαλερύ, είναι θνητοί. Ακόμη περισσότερο τα διάφορα έθνη. Και η διατήρηση της ζωής τους εξαρτάται, νομίζω, σε μεγάλο βαθμό από τη θέλησή τους για ύπαρξη, και αυτή τους η θέληση από την ανάληψη των ευθυνών από όλους, τους Κυβερνώντες και τους Κυβερνόμενους, την κάθε κοινωνική ομάδα και το κάθε άτομο χωριστά. Και η φρόνηση λέει, ότι αυτό που πρέπει να πρυτανεύει, είναι η διαφύλαξη της ενότητάς μας με πράξεις δικαιοσύνης τέτοιες, που να εξασφαλίσουν την αρμονία στις σχέσεις μας, έτσι ώστε το συλλογικό συμφέρον να μην υποσκελίζεται και υποτάσσεται στο ατομικό. Και με ατομικό, δεν εννοώ μόνο τα μεμονωμένα άτομα, αλλά και όλες τις προνομιούχες ομάδες, που θυσιάζουν με κερδοσκοπικές ή άλλες πράξεις τα συμφέροντα του Έθνους στα προσωπικά τους συμφέροντα.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Ελληνικός Λαός είναι από τους λαούς εκείνους που έδειξαν με τις πράξεις τους ότι επάνω απ’ όλα βάζουν την ελευθερία, γιατί τη θεωρούν σαν το υπέρτατο ανθρώπινο αγαθό. Γι’ αυτό θα ήθελα να τελειώσω την ομιλία μου με την ακόλουθη διαπίστωση.
Έχουμε την τύχη, εμείς οι Έλληνες, να έχουμε τον ωραιότερο, ίσως, εθνικό ύμνο από όλους τους άλλους λαούς. Όχι μόνο γιατί γράφτηκε από έναν πολύ μεγάλο ποιητή, μα και γιατί είναι ένας ύμνος στην Ελευθερία. Δεν έχω, λοιπόν, παρά να επικαλεσθώ μερικούς από τους στίχους, για να τιμήσω τη μνήμη των ηρώων του ’21, για να εκφράσω αυτό που αποτελεί την πεμπτουσία της ελληνικής ψυχής, την αγάπη και την πίστη στην Ελευθερία:
«Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντριωμένη
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά.»
O Γεώργιος Μουρέλος (Κωνσταντινούπολη, 1912 – Αθήνα, 1994) υπήρξε Τακτικός Καθηγητής της Α΄ έδρας της Συστηματικής Φιλοσοφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ήταν ο πρώτος Κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής έπειτα από την πτώση της χούντας, οπότε και αναγορεύτηκε ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος σε επίτιμο διδάκτορα (γεγονός με ύψιστη συμβολική σημασία για την εποχή). Πέραν της ακαδημαϊκής ιδιότητας, ο Γεώργιος Μουρέλος διετέλεσε, μεταξύ άλλων, πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Αισθητικής, πρόεδρος του Συλλόγου “Οι Φίλοι του Μπουζιάνη”, μέλος του Διεθνούς Συμβουλίου Αισθητικής, μέλος της Διεθνούς Ενώσεως Κριτικών της Τέχνης (AICA) και ιδρυτικό μέλος του Τελλογλείου Ιδρύματος Τεχνών. Το 1976 εξελέγη Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Ηθικών και Πολιτικών Επιστημών της Γαλλίας (Académie des Sciences Morales et Politiques) και το 1979 του απενεμήθη από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας το παράσημο του Τάγματος της Αξίας (Ordre du Mérite). Το ογκώδες αρχείο του (161 φάκελοι και σημαντικό οπτικοακουστικό υλικό), δωρήθηκε στο Τελλόγλειο Ίδρυμα Τεχνών από τον γιο του, Γιάννη Μουρέλο, και αποτελεί πολύτιμη συμβολή για τη μελέτη της ιστορίας του Α.Π.Θ., της Θεσσαλονίκης και των Γραμμάτων και των Τεχνών, γενικότερα, στη χώρα μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
¹ Η απογραφή του 1828 έγινε με γνώμονα τη διοικητική διαίρεση του έτους εκείνου (Πελοπόννησος και ορισμένα νησιά). Συνεπώς, ο αριθμός των 753.400 κατοίκων δεν αφορά παρά τις παραπάνω μόνο περιοχές. Μέσω του αποτελέσματος της απογραφής του 1828 επιχειρήθηκε εκτίμηση του πληθυσμού κατά το έτος 1821 (ή όπως αναφερόταν: “εξακριβώθη αναδρομικώς ο πληθυσμός κατά το 1821”): 938.765 κάτοικοι.