Tου Κ. ΚΥΡΙΑΚΟΠΟΥΛΟΥ
Φαίνεται ότι η επανέναρξη των «διερευνητικών» συναντήσεων με την γείτονα, η επανατοποθέτηση του Κυπριακού στην λίστα των προτεραιοτήτων του ΓΓ του ΟΗΕ μέσω της πενταμερούς και η στοχευμένη τροποποίηση της Αμερικανικής ρητορικής έναντι της Τουρκίας, επιδρούν με ιδιαιτέρως αντιφατικό τρόπο στους κυρίαρχους πολιτικούς κύκλους αλλά και στην συστημική στρατηγική σκέψη, τόσο στο εσωτερικό της χώρας μας όσο και στην μαρτυρική Κύπρο…
Αυτές οι εξελίξεις, κανονικά θα έπρεπε να αποτελέσουν κίνητρο αλλά και ευκαιρία για μια ουσιαστική μόχλευση της κρατούσας αντίληψης, που αφορά μεταξύ άλλων ΚΑΙ στον τρόπο με τον οποίο αποτιμάται η ιδιαίτερη στρατηγική βαρύτητα που έχουν οι συγκεκριμένες διπλωματικές διεργασίες, στην παρούσα ιστορική συγκυρία. Πολύ δε περισσότερο σήμερα, που είναι καταφανής πλέον η ανάγκη, για την ενιαία και αδιαίρετη προώθηση μιας ολοκληρωμένης και πολυδιάστατης εθνικής ατζέντας με ευρύτερο περιφερειακό αποτύπωμα. Μιάς ατζέντας που όχι μόνο θα διευκόλυνε την χώρα στην προσπάθειά της να δραπετεύσει οριστικά από τις παραδοσιακές κακοδαιμονίες και τα φοβικά σύνδρομα, αλλά παράλληλα με αυτό θα σηματοδοτούσε και μια νέα εποχή στην εθνική στρατηγική σκέψη, με επίκεντρο τον σχεδιασμό, το όραμα, τον αναβαθμισμένο και ενίοτε πρωταγωνιστικό περιφερειακό ρόλο.
Αντί αυτού, παρατηρούμε να ανατροφοδοτούνται και πάλι οι παραδοσιακές Ελληνικές αυταπάτες για τον ρόλο των «συμμάχων», για το εύρος των υπαναχωρήσεων που ορισμένοι θεωρούν ότι θα αναγκαστεί να κάνει η κατοχική δύναμη, αλλά και για την λειτουργικότητα των συμβιβασμών στους οποίους προτείνουν να οδηγηθεί η χώρα, όλοι εκείνοι που θεωρούν ότι αυτοί οι συμβιβασμοί, αποτελούν αναγκαία συνθήκη αλλά και την ασφαλέστερη μέθοδο, προκειμένου να «αγοραστεί» ένα βιώσιμο καθεστώς ΜΗ πολέμου, σε ένα περιβάλλον περιορισμένων εντάσεων και «αναπτυξιακής ευμάρειας», έτσι ώστε να ευοδωθούν οι ενεργειακές αυταπάτες που έχουν επισκιάσει τα πάντα.
Οι συνέπειες αυτής της εξέλιξης είναι ολέθριες…
Πριν απ’ όλα γιατί στο σύνολό τους τείνουν να εδραιώσουν, ένα σύστημα αντιλήψεων το οποίο βρίσκεται σε απόλυτη αναντιστοιχία με τα πραγματικά δεδομένα και την δυναμική της τρέχουσας εποχής. Η Ελλάδα δεν έχει λόγο να αυτοπαγιδεύεται αναβιώνοντας λογικές Ελσίνκι, πάνω στο εξαιρετικά ασταθές γι’ αυτήν αλλά και για την Κύπρο, έδαφος που δημιούργησε η πρόσφατη κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας. Δεν έχει λόγο να επενδύει στην αδιέξοδη αυταπάτη μιας δήθεν συγκαταβατικής Τουρκίας, η οποία στις μέρες μας αποτελεί οριστικά και αμετάκλητα παρελθόν. Και προφανώς δεν είναι η χώρα μας αυτή που επείγεται για να προωθηθούν οι διευθετήσεις που θα διευκολύνουν τα περιφερειακά σχέδια των ισχυρών στην ευρύτερη περιοχή. Από αυτήν την άποψη, δεν υπάρχει κάτι που να συνηγορεί υπέρ της λογικής εκείνης, που λέει ότι θα πρέπει η πατρίδα μας να εξετάσει ένα πακέτο συμβιβαστικών υπαναχωρήσεων, για να είναι η Τουρκία αυτή που θα καρπωθεί τελικά τα ωφελήματα μιας προνομιακής και αδιασάλευτης σχέσης με τις συμμαχικές δομές (ΕΕ και ΝΑΤΟ) ενώ παράλληλα με αυτό, θα καθίστανται ανεξέλεγκτες οι βουλιμικές της διαθέσεις σε Θράκη, Αιγαίο, Κύπρο και ΝΑ Μεσόγειο.
Οι φορείς που συντηρούν και αναπαράγουν αυτές τις αντιλήψεις, αρνούνται συνειδητά να συνυπολογίσουν τον στρατηγικά αναβαθμισμένο περιφερειακό ρόλο της χώρας μας στην σύγχρονη εποχή. Αλλά και όταν το αποτολμούν, περιορίζονται απλώς στην επικοινωνιακή υπερπροβολή των νέων δεδομένων, απευθυνόμενοι κατά βάσην στο εσωτερικό ακροατήριο, σε μια προσπάθεια να εξαργυρώσουν μια απολύτως επιφανειακή των πραγμάτων προσέγγιση, προσβλέποντας σε φτηνά μικροπολιτικά οφέλη.
Κατά τα λοιπά, αποφεύγουν την λειτουργική ενσωμάτωση αυτού του αναβαθμισμένου ρόλου, στο οπλοστάσιο μιας επικαιροποιημένης, παραγωγικής και επιθετικής στρατηγικής, η οποία καλείται να διαχειριστεί κρίσιμες διμερείς αλλά και ευρύτερου ενδιαφέροντος περιφερειακές προκλήσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα άλλωστε είναι το γεγονός, ότι αυτό ακριβώς είναι που διαπερνά ως αντίληψη, και την διοργάνωση «Philia Forum», η οποία πραγματοποιείται στην Αθήνα την Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2021 με τη συμμετοχή της Αιγύπτου, των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, της Κύπρου, του Μπαχρέιν, και της Σαουδικής Αραβίας, με προσκεκλημένες την Γαλλία, την Ιορδανία και το Ιράκ. Φαίνεται ότι στο επίπεδο του εντυπωσιασμού, της επικοινωνιακής διαχείρισης και της οργανοτεχνικής διεκπεραίωσης, θα συζητηθούν τα πάντα. Το κορυφαίο ζήτημα όμως που αφορά στην φυσιογνωμία της περιφερειακής (και όχι απλά της ενεργειακής) ασφάλειας, στην ταυτότητα των πραγματικών απειλών, στον σχεδιασμό της ενδεδειγμένης δράσης και συνολικής στάσης για την οριστική ακύρωση κάθε αποσταθεροποιητικής δυνατότητας εκ μέρους της Τουρκίας η οποία επιμένει να διεμβολίζει τις εξελίξεις με την δική της αυτοτελή αναθεωρητική ατζέντα, παραμένει εκτός της Ημερήσιας Διάταξης, διότι απλούστατα η καθ’ ύλην αρμόδια να το ενσωματώσει (δηλαδή η Ελλάδα) απλώς περί άλλων τυρβάζει…
Αναμενόμενη αυτή η εξέλιξη. Άλλωστε αυτός ο συγκυριακά αναβαθμισμένος περιφερειακός ρόλος της χώρας, δεν προέκυψε ως αποτέλεσμα των δικών της ιδιαίτερων και στοχευμένων επιλογών, και φυσικά δεν επεβλήθη ως φυσικό συνεπακόλουθο αντίστοιχων χειρισμών της πολιτικής της ηγεσίας. Τον ανέδειξαν οι ίδιες οι εξελίξεις που σχετίζονται με τον ενεργειακό σχεδιασμό και φυσικά τον συντηρούν οι ανατροπές που μεσολάβησαν αλλά και οι νέες γεωπολιτικές συμφύσεις που βρίσκονται σε εξέλιξη μετά από μια παρατεταμένη περίοδο αποσταθεροποίησης στην ευρύτερη περιοχή της Β. Αφρικής και της ΝΑ Μεσογείου. Πρόκειται για μια νέα δυναμική πραγματικότητα η οποία υπενθυμίζει στους πάντες ότι η πατρίδα μας φύσει και θέση διαθέτει ισχυρά συγκριτικά πλεονεκτήματα τα οποία ουδείς δικαιούται να υποτιμήσει, σε αυτό το σταυροδρόμι των τριών Ηπείρων και των πολλών πολιτισμών, που είναι ταυτόχρονα και το κρίσιμο σημείο στο οποίο οριοθετείται η κορυφαία στρατηγική σύγκρουση που βρίσκεται σε εξέλιξη και θα προσδιορίσει τελικά την φυσιογνωμία της νέας ισορροπίας ισχύος.
Προφανώς όλα αυτά που δεν έγιναν, δεν συνιστούν μια απλή διαχειριστική ανεπάρκεια μιας μικρής μερίδας πολιτικών εκπροσώπων και στρατηγιστών, που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να θεωρηθεί ανάξια λόγου και να εκλαμβάνεται ως επιμέρους σύμπτωμα που δεν χρήζει περαιτέρω ενασχόλησης. Πρόκειται για μια απολύτως συνειδητή επιλογή η οποία φαίνεται να κυριαρχεί στα πολιτικά επιτελεία της Ελλάδας και της Κύπρου. Πρόκειται για μια επιλογή που εναρμονίζεται πλήρως και «αναβαθμίζει» έτι περαιτέρω την παραδοσιακή ατολμία, τα διαχρονικά φοβικά σύνδρομα, την παντελή έλλειψη οράματος και κυρίως την απόλυτη ανυπαρξία επικαιροποιημένης και μαχητικής στρατηγικής στόχευσης, που θα μπορούσε να τροποποιήσει τους κανόνες του παιχνιδιού.
Η ελληνική πολιτική τάξη και μαζί της η συστημική στρατηγική σκέψη, αρνούνται να “διαβάσουν” την Τουρκία. Αρνούνται να δουν το ιστορικό βάθος των επιδιώξεών της, την απόλυτη συνάφεια των πειρατικών της χειρισμών. Και φυσικά, αρνούνται να συνειδητοποιήσουν, πως η ευνοϊκή για την χώρα μας περιφερειακή δυναμική που έχει διαμορφωθεί στην παρούσα συγκυρία, δεν έχει μονοσήμαντο πρόσημο, αλλά είναι μια παράμετρος κατ εξοχήν επιρρεπής σε ανατροπές και θα παραμένει επιρρεπής, όσο οι πρωταγωνιστές αυτής της σύνθετης γεωπολιτικής εξίσωσης, θα αναζητούν νέα επίπεδα ισορροπίας και οι λοιποί ισχυροί αλλά και οι μικρότεροι δρώντες, θα διεκδικούν τον ιδιαίτερο ρόλο τους μέσα σε αυτήν.
Αρνούνται ακόμη και να αξιολογήσουν σωστά τις αναμενόμενες κατά τα λοιπά “συμμαχικές” αντιδράσεις έναντι της Τουρκίας, επιμένοντας να φορτώνουν τα πάντα στον από μηχανής Θεό Αμερικανό πρόεδρο Μπάιντεν, που θα “μαλώσει” τον Ερντογάν και θα επαναφέρει την πολυπόθητη ισορροπία. Ωστόσο, για το πνεύμα και το ύφος που κυριαρχεί αυτήν την στιγμή στην Αμερική απέναντι στον σουλτάνο, είναι χαρακτηριστικό το περιεχόμενο σχετικής επιστολής 54 γερουσιαστών, που ζητούν από τον Αμερικανό πρόεδρο “να συμβουλέψει και να νουθετήσει” τον Τούρκο ηγέτη. Λένε χαρακτηριστικά οι Αμερικανοί γερουσιαστές: “Η Τουρκία παραμένει ένας σημαντικός σύμμαχος σε μια σημαντική περιοχή του κόσμου, και για αυτόν ακριβώς τον λόγο σας γράφουμε σήμερα. Πιστεύουμε ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να κρατήσουν τους συμμάχους και τους εταίρους τους σε ένα υψηλότερο επίπεδο και να μιλήσουν ειλικρινά μαζί τους για θέματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και δημοκρατικής οπισθοδρόμησης. Σας καλούμε να τονίσετε στον πρόεδρο Ερντογάν και στη κυβέρνηση του ότι πρέπει να τερματίσει αμέσως την καταστολή των αντιφρονούντων τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, να απελευθερώσει τους πολιτικούς κρατούμενους και τους κρατούμενους συνείδησης και να αντιστρέψει αυτή την αυταρχική πορεία”. Αυτά… Έτσι για να συνειδητοποιούμε σιγά – σιγά που έχουμε εναποθέσει τις ελπίδες μας, όσοι αφελείς και ευκολόπιστοι…
Να λοιπόν γιατί επιμένουμε να λέμε πως ο τρέχων γεωπολιτικός χρόνος, θα μπορούσε να είναι ιδιαίτερα παραγωγικός, στο πλαίσιο μιας συστηματικής προσπάθειας της Ελλάδας και της Κύπρου προκειμένου, από την μία μεριά να συμβάλουν, ώστε οι συντελούμενες περιφερειακές διεργασίες να αποκτήσουν συγκεκριμένη ταυτότητα και από την άλλη να καταδείξουν, πως το μακροπρόθεσμο συμφέρον όλων των πρωταγωνιστών, είναι να σφυρηλατήσουν μια στρατηγική σχέση μακράς πνοής, στην βάση ενός οράματος που θα αποσκοπεί μεταξύ άλλων, στην ανάσχεση της τουρκικής επεκτατικότητας και στην αποκατάσταση των ιστορικών δικαίων, βάζοντας έτσι οριστικά την ταφόπλακα στον νέο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό και στα περιφερειακά όνειρα της σύγχρονης Τουρκίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη που θα μπορούσε να αναβαθμίσει συνολικά την θέση όλων των μερών, έναντι όλων των συντελεστών στην νέα Αρχιτεκτονική ισχύος.
Αντ’ αυτών, η χώρα μας επιμένει να κατασπαταλά πολύτιμο γεωπολιτικό χρόνο σε πανηγυρισμούς γύρω από το ζήτημα των εξοπλισμών και το θεαθήναι των πολυμερών συνευρέσεων. Την ίδια στιγμή, οι συναφείς προκλήσεις ισχύος αλλά και όλες οι νεοφυείς δυνατότητες που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν συνεργατικά έως και υποστηρικτικά στην ιδέα της προώθησης αυτού του ευρύτερου εθνικού οραμάτος, παραμένουν σταθερά έξω από το οπτικό μας πεδίο…
Αυτή η απροθυμία για εξειδικευμένη στρατηγική ενασχόληση, αφήνει το περιθώριο για ευέλικτο και επιλεκτικό παζάρι στην νεο-οθωμανική εξωτερική πολιτική, η οποία σε δεύτερο χρόνο θα διεκδικήσει πολλαπλάσια από τους εύκολους και τους συμβιβασμένους, προκειμένου να αντισταθμίσει αυτά που θα χρειαστεί να παραχωρήσει αυτήν την περίοδο, ώστε να αποσπάσει την εύνοια των ισχυρών και να επιχειρήσει να ανασυγκροτήσει τις στρατηγικές της συμμαχίες. Τα πράγματα λοιπόν δεν πάνε καλά και καλό θα είναι να μην επαναπαυόμαστε. Άλλωστε και το σημερινό παραλήρημα του Ερντογάν, ο οποίος υπήρξε εξαιρετικά προκλητικός και υβριστικός έναντι του Έλληνα πρωθυπουργού αλλά και απροκάλυπτα επιθετικός σε βάρος της χώρας μας, δεν αφήνει περιθώρια για αυταπάτες και αποδομεί με τον χειρότερο τρόπο το ροζ συννεφάκι στο οποίο επιμένουν να ρομαντζάρουν οι εκλεκτοί του ΕΛΙΑΜΕΠ με τις υποτιθέμενα «νηφάλιες» προσεγγίσεις τους.
Όπως αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης, αυτό είναι το περιβάλλον μέσα στο οποίο η Ελλάδα επιμένει να «διερευνά» της διακηρυγμένες προθέσεις της επιθετικά και ανυποχώρητα αναθεωρητικής Τουρκίας. Είναι ένα περιβάλλον διαχρονικά ευμετάβλητο και ασταθές, το οποίο ωστόσο στην παρούσα χρονική συγκυρία, εμφανίζει ένα πλεόνασμα νέων δυνατοτήτων και πολλών στρατηγικών ευκαιριών, οι οποίες παραμένουν στο σύνολό τους παντελώς αναξιοποίητες. Στην μοναδική για την εποχή μας ευκαιρία που δίνεται στην χώρα, προκειμένου να «παίξει» δυναμικά και απαιτητικά στο καρέ των πρωταγωνιστών, αυτή επιμένει να έχει το βλέμμα στραμμένο στο δάκτυλο αρνούμενη πεισματικά να κοιτάξει το φεγγάρι.
Σύρεται σε έναν διάλογο καθ’ υπαγόρευση και υπό την επιτήρηση των «συμμάχων», έχοντας αποδεχτεί τον ρόλο του απολογούμενου… Έχοντας προσυμφωνήσει ότι το μοναδικό πράγμα που τίθεται σε διαπραγμάτευση είναι η Εθνική μας προίκα… Έχοντας αποδεχτεί ότι στο περιβάλλον αυτής της σικέ χορογραφίας, η Τουρκία υπάρχει μόνο για να διεκδικεί και η Ελλάδα συμμετέχει μόνο για να ενδίδει και να προβαίνει σε κατευναστικές υπαναχωρήσεις.
Σε αυτόν τον διάλογο, η Ελλάδα δεν έχει θέσει ένα πλαίσιο δικών της αιτημάτων. Βομβαρδίζεται με τον τουρκικό παραλογισμό χωρίς να έχει αποτολμήσει να συγκεκριμενοποιήσει μια αδιαπραγμάτευτη λίστα με τα αυτονόητα προαπαιτούμενα, προκειμένου να αρθεί το καθεστώς του εκβιασμού και των απαράδεκτων τετελεσμένων σε βάρος του Ελληνισμού στο σύνολό του. Έτσι…
- Το casus belli παραμένει…
- Το πειρατικό Τουρκολιβυκό μνημόνιο δεν έχει ανακληθεί…
- Στην Κύπρο παραμένουν οι έποικοι και ένας άρτια εξοπλισμένος στρατός Κατοχής που διχοτομείο ντε φάκτο το νησί…
- Στην Ίμβρο και στην Τένεδο, δεν υπάρχει ρητή δέσμευση για πλήρη άρση των παραβιάσεων της Λωζάνης στις οποίες προέβη η Τουρκική ηγεσία ήδη από το 1926…
- Ουδεμία ρητή δέσμευση έχει αναληφθεί για απόλυτο σεβασμό των προβλεπομένων από την Συνθήκες για την Ελληνικότατη Θράκη…
- Δέσμευση για πλήρη διακοπή όλων των παραβιάσεων του ΕΕΧ όσο διαρκούν οι «διερευνητικές» επίσης δεν έχει υπάρξει…
- Η απόφαση του αίσχους για την Αγιά Σοφιά δεν έχει ανακληθεί…
- Η γενοκτονία δεν έχει αναγνωριστεί και δεν έχει επιδειχθεί η απαιτούμενη μεταμέλεια από τους μακελάρηδες…
Όλα τα παραπάνω τα οποία κάθε σοβαρό κράτος θα έθετε ως προαπαιτούμενες προϋποθέσεις προκειμένου να ξεκινήσει οποιαδήποτε διαδικασία διαλόγου και συνεννοήσεων, παραμένουν σε ισχύ ως απειλητικά και ταπεινωτικά τετελεσμένα, διότι απλούστατα η Ελληνική πολιτεία είναι πεισμένη ότι υποχρεούται να ανέχεται τα πάντα, αλλά δεν δικαιούται να απαιτεί οτιδήποτε πέραν αυτών που της επιτρέπουν.
Σε έναν τέτοιο διάλογο, απολύτως ετεροβαρή και έχοντας τοποθετημένους προκλητικά απέναντι στην χώρα τόσο τον θεσμικό ΟΗΕ όσο και τους υποτιθέμενους «συμμάχους», το αποτέλεσμα είναι προδιαγεγραμμένο και δεν υπάρχει απολύτως κανένας λόγος να συμμετέχει μια χώρα που σέβεται στοιχειωδώς τον εαυτό της και τους διεθνείς κανόνες.
Η συμμετοχή σε έναν τέτοιο διάλογο, δεν είναι αυτονόητη στο πλαίσιο της ανάγκης να συνομιλεί μια χώρα με τον δύστροπο γείτονα. Αυτονόητη είναι η μη συμμετοχή σε συνδυασμό με την απαίτηση για την απόλυτη συμμόρφωση του δύστροπου γείτονα με τους κανόνες Δικαίου. Σε διαφορετική περίπτωση, ένας τέτοιος διάλογος νομιμοποιεί τον παραλογισμό, το άδικο και την γεωπολιτική πειρατεία.
Επίλογος…
Η τελευταία παραληρηματική επίθεση την οποία εξαπέλυσε ο ίδιος ο Ερντογάν σε βάρος του πρωθυπουργού και της χώρας, υπήρξε ουσιαστικά ένα θείο δώρο που δεν έχουμε δικαίωμα να αγνοήσουμε. Αποκάλυψε το πραγματικό πρόσωπο που έχει το μυθικό τέρας της αυταπάτης μας… Το τέρας που κατασκευάζει στις κατ ιδίαν συναντήσεις της και πουλάει ως ακριβό επίτευγμά της η μανδάμ Μέρκελ… Το τέρας του ισορροπιστή κ. Μπορέλ… Το τέρας όλων εκείνων που επιμένουν να επενδύουν στο παραμύθι του εξευμενισμού… Και φυσικά το τέρας των πολύτιμων Ευρωπαίων “συμμάχων” μας, που θεώρησαν πως δεν υφίσταται πλέον λόγος να επεκταθεί η συζήτηση στην Σύνοδο Κορυφής της 25ης Μαρτίου σε κυρώσεις.
Πρόκειται για μια εξέλιξη που φέρνει πιεστικά στο προσκήνιο την ώρα των ευθυνών. Για τους αδιαπραγμάτευτους όρους απέναντι στους ευρωνατοϊκούς μας “συμμάχους” που ΔΕΝ θέσαμε όταν έπρεπε να τεθούν… Για τα αδιαπραγμάτευτα προαπαιτούμενα που ΔΕΝ βάλαμε στο τραπέζι πριν συμφωνήσουμε ότι ο πολύς κ. Καλίν έχει δικαίωμα να συνομιλεί μαζί μας… Για το πραγματικό στίγμα των “στρατηγικών” μας συμμαχιών που ΔΕΝ φροντίσαμε να προσδιοριστεί απαιτώντας να τοποθετείται το ζήτημα της περιφερειακής ασφάλειας στην κορυφή της ατζέντας… Για την ολοκλήρωση των απαραίτητων διαδικασιών που θα οδηγήσει στην άμεση άσκηση του συνόλου των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο και τα οποία για δεκαετίες ολόκληρες ΔΕΝ ασκήσαμε εκπέμποντας σταθερά το λάθος μήνυμα στους πλέον ακατάλληλους αποδέκτες… Για την άμεση και συνολική μεταστροφή της εξωτερικής πολιτικής και της ουσιαστικής στροφής στην επιθετική διπλωματία που ΔΕΝ ιεραρχήσαμε ως ύψιστη προτεραιότητα, απολύτως εναρμονισμένη με την ανάγκη προώθησης ενός πραγματικού Εθνικού οράματος στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης Εθνικής στρατηγικής στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται…
Και φυσικά για την αναγκαία ριζική και εκ βάθρων αναμόρφωση του υποστηρικτικού μηχανισμού, του πλαισίου που θα διέπει την κρατούσα και αποκλειστική φιλοσοφία του, και του ανθρωπίνου δυναμικού που θα τον πλαισιώσει, έτσι ώστε να απαλλαγεί η χώρα οριστικά από την πεμπτοφαλαγγίτικη αντίληψη που ροκανίζει κάθε υγιή φωνή διευκολύνοντας τις εκφυλιστικές επιδιώξεις των αντιπάλων.