Του Στρατηγού Μιχαήλ Δημητρίου Κωσταράκου*
Το τελευταίο διάστημα, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας έντονης τουρκικής αναθεωρητικής πολιτικής που συνοδεύεται από κατάφορες παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδος και της Κύπρου. Πρωταγωνιστής της αναθεωρητικής αυτής πολιτικής είναι ο Τούρκος πρόεδρος Ερντογάν που, μετά από 18 χρόνια διακυβέρνησης και κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2016, πέρασε σε μια φάση ανεξέλεγκτης μεσσιανικής συμπεριφοράς, θέτοντας την γειτονική χώρα σε μια τροχιά όχι μόνο αναθεωρητισμού, αλλά και μεγαλοϊδεατικού εθνικισμού. Με τελικό στόχο την πραγματική και οριστική ανάδυση της Τουρκίας σε κυρίαρχη περιφερειακή δύναμη, αψηφώντας έτσι τις μεγάλες δυνάμεις και διεκδικώντας «ζωτικό χώρο ελιγμών και κυριαρχίας».
Για το σκοπό αυτό, ο Τούρκος Πρόεδρος έχει εργαλειοποιήσει όλες τις δυνατότητες που διαθέτει η Τουρκία. Είναι γνωστός ο κανόνας των εργαλείων της Άγκυρας για την επέκταση της επιρροής της σε ολόκληρο τον κόσμο: τα περίφημα τρία m –migration, military, mosques (μετανάστευση, ένοπλες δυνάμεις, τζαμιά). Και τα τρία έχουν χρησιμοποιηθεί κατά κόρον το τελευταίο διάστημα.
Με αυτό τον τρόπο, ο Ερντογάν προχωρεί οπορτουνιστικά και με υψηλό ρίσκο, ακολουθώντας μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους με μία διαρκώς αναθεωρούμενη στρατηγική εθνικής εμβέλειας, στηριγμένος σε παρόρμηση και, κατά τη γνώμη του, «στο Θεό και στο πεπρωμένο». Επιδιώκει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την επέκταση της τουρκικής ισχύος σε ολόκληρη την περιοχή, όπου, όπως ο ίδιος λέει, «βρίσκονταν παλαιότερα οι πρόγονοί μας», δηλαδή στην περιοχή της πρώην οθωμανικής αυτοκρατορίας, που περιλαμβάνει ολόκληρη την Εγγύς Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, τον Καύκασο και τα Δυτικά Βαλκάνια. Παράλληλα, με το νέο-οθωμανικό αποτύπωμα επιρροής της σε Ευρώπη-Ασία και Αφρική, συνεχίζει τις προσπάθειες της για κατοχύρωση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου, αμφισβητώντας την υφαλοκρηπίδα των νησιών και επιδιώκοντας να αφήσει μόνιμα τις δυο χώρες, όπως πάντα επιδιώκει, με δύο μόνο επιλογές:
- Κρίση και αναμέτρηση με τις ισχυρές τουρκικές Ένοπλες Δυνάμεις ή
- Συμφωνία με τα τετελεσμένα που θα έχει ήδη δημιουργήσει.
Όσο βέβαια περνάει χρόνος και πλησιάζουμε το 2023 και το ενδεχόμενο εκλογών, και η αμερικανική αμηχανία και η ευρωπαϊκή αδυναμία ομόφωνης αντιμετώπισης συνεχίζονται, τόσο το ενδεχόμενο μιας στρατιωτικής κρίσης ή και περιορισμένης εμπλοκής για την εξασφάλιση των στόχων του, θα γίνεται όλο και περισσότερο ελκυστικό για τον Πρόεδρο Ερντογάν.
Η πεμπτουσία αυτής της μαξιμαλιστικής πολιτικής είναι το τουρκικό αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδος».
Γιατί όμως αυτή η επεκτατικότητα στο θαλάσσιο χώρο; Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Η Τουρκία διαπίστωσε ήδη από το 1996 με τον τότε Α/ΓΕΝ Ναύαρχο Ερκαγιά, που πρώτος διατύπωσε αυτές τις θέσεις, ότι δεν είναι δυνατόν να διεκδικήσει ρόλο περιφερειακής δύναμης, χωρίς να διεκδικήσει τον έλεγχο των θαλασσίων γραμμών συγκοινωνιών και του υποθαλάσσιου ενεργειακού πλούτου. Η Τουρκία δεν μπορεί να είναι φυλακισμένη μέσα στα χωρικά της ύδατα. Οι Οθωμανοί άρχισαν να παρακμάζουν, όταν έχασαν τη θαλάσσια κυριαρχία και κάθε ήττα τους είχε και μία ναυτική αδυναμία ή καταστροφή. Και η Τουρκία άρχισε έκτοτε τη δημιουργία ναυτικών δυνατοτήτων για την αποκατάσταση ναυτικής ισχύος που θα την έφερνε στο προσκήνιο ως μια ισχυρή περιφερειακή ναυτική δύναμη.
Το αφήγημα της «Γαλάζιας Πατρίδας», όπως διαμορφώθηκε το 2017-18 από τον Αντιναύαρχο ε.α. Τζιχάτ Γιαϊτζί, είναι -ακριβώς- η περιγραφή της επιστροφής των Τούρκων στη διεκδίκηση του ελέγχου των θαλασσίων γραμμών συγκοινωνιών στη Μεσόγειο, στη συμμετοχή με τουρκικούς όρους στο μοίρασμα του θαλάσσιου πλούτου και στη δυναμική άρση του (κατά τη γνώμη τους) ελληνικού στρατηγικού εναγκαλισμού στο Αιγαίο και στην Ανατ. Μεσόγειο.
Το αφήγημα του έγινε από αποδεκτό (το μέγιστο) μέχρι ανεκτό (το ελάχιστο) από τον τουρκικό λαό. Είναι ξεκάθαρο, για όσους μελετούν την Τουρκία, ότι ο νεο-οθωμανικός μαξιμαλισμός του Ερντογάν έχει αφομοιωθεί από την πλειονότητα του τουρκικού λαού. Είναι πλέον οι περισσότεροι στην Τουρκία πεπεισμένοι ότι οι Έλληνες «άρπαξαν» τα νησιά του Αιγαίου, στραγγαλίζουν την Τουρκία με τα νησιά «τους», κλέβουν το δικό τους θαλάσσιο πλούτο και στρέφουν την Ευρώπη και τη Δύση εναντίον τους. Αν μάλιστα επιβληθούν κυρώσεις στην Τουρκία από την Ε.Ε., σε συνδυασμό με την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας, οι Έλληνες και οι Ελληνοκύπριοι θα δαιμονοποιηθούν – αν δεν έχουν δαιμονοποιηθεί ήδη – σαν κύριοι υπεύθυνοι της τουρκικής οικονομικής δυσπραγίας. Για ένα λαό, με τα πολιτικά χαρακτηριστικά των Τούρκων, η πατερναλιστική χειραγώγηση της κοινής γνώμης και του πληθυσμού τους δεν φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολη.
Η πετυχημένη υιοθέτηση του μαξιμαλιστικού τουρκικού αφηγήματος της «Γαλάζιας Πατρίδας» φανερώνει ξεκάθαρα ότι, δυστυχώς, αν ο Ερντογάν «χαθεί» αύριο από το πολιτικό προσκήνιο για οποιονδήποτε λόγο, δεν θα αλλάξει τίποτα στη τουρκική αναθεωρητική πολιτική και στις τουρκικές γεωπολιτικές αξιώσεις. Η τουρκική αντιπολίτευση υπερακοντίζει και η τουρκική κοινή γνώμη αφομοιώνει και οικειοποιείται όλο και περισσότερο το νεο-οθωμανικό όραμα των ισλαμιστών, χωρίς υποχρεωτικά το ισλαμικό του υπόβαθρο. Συνεπώς, η αντιπαράθεση με την Τουρκία δεν θα σταματήσει για τα επόμενα χρόνια και οι σχέσεις της με τους γείτονες εκτιμάται ότι δεν θα ομαλοποιηθούν στο ορατό μέλλον. Ενδεχομένως να περάσουν σε ένα πιο πολιτισμένο και ήπιο επίπεδο, αλλά ο τουρκικός λαός θα συνεχίσει, δυστυχώς, να θεωρεί ότι οι γείτονες και κυρίως οι Έλληνες και οι Ευρωπαίοι, τον αδικούν και τον «κλέβουν». Το τζίνι των τουρκικών διεκδικήσεων βγήκε πλέον από το μπουκάλι του και δεν πρόκειται να μπει εύκολα πίσω. Και όπως δυστυχώς συμβαίνει με όλους τους μεγαλοϊδεατισμούς, αυτοί δεν σταματούν και δεν εξαφανίζονται με διπλωματία ή ωριμότητα ή εξέλιξη, αλλά μόνο σαν αποτέλεσμα μιας εθνικής καταστροφής.
Η Ελλάδα, αντιμέτωπη με μια τέτοια κατάσταση, έχει στηρίξει την αντίδραση της σε τέσσερεις πυλώνες:
- Στην ενεργοποίηση και υποστήριξη συντεταγμένης, πρακτικής και συγκεκριμένης αντίδρασης εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων και των Διεθνών Οργανισμών απέναντι στον τουρκικό αναθεωρητισμό μέσω επιβολής οικονομικών και διπλωματικών περιορισμών και κυρώσεων.
- Στην έντονη διπλωματική δραστηριότητα για τη δημιουργία, τριγωνικών ή πολυγωνικών, διεθνών φιλικών ή συμμαχικών σχημάτων συνεργασίας με γειτονικές ή λιγότερο γειτονικές χώρες με τις οποίες μας συνδέουν κοινά συμφέροντα.
- Στην επίτευξη εθνικής ομοψυχίας στο εσωτερικό.
- Στην ισχυροποίηση των αποτρεπτικών και αμυντικών της δυνατοτήτων.
Τους τελευταίους μήνες, στηρίξαμε την πεμπτουσία της αποτροπής μας τόσο στις δυνατότητες και την αποφασιστικότητα μας, αλλά κυρίως στις ενδεχόμενες κυρώσεις από τις ΗΠΑ και κυρίως την Ε.Ε. Και ενώ οι κυρώσεις από τις ΗΠΑ ήρθαν χωρίς να αποτελέσουν αποφασιστική αποτροπή, οι κυρώσεις από την Ε.Ε. φαίνεται ότι ακόμη και αν επιβληθούν στο μέλλον, προς στιγμήν έχουν καθυστερήσει, δίνοντας μέχρι την επόμενη συζήτηση στις Βρυξέλλες ένα παράθυρο ενδεχόμενης δημιουργίας τετελεσμένων στους αντιπάλους μας. Όλα αυτά προσδίδουν τουλάχιστον αμηχανία στο εθνικό μας αφήγημα που πρέπει να αποδεχθεί το προφανές: ότι, δηλαδή, εφόσον οι κυρώσεις δεν συνιστούν το κύριο μέσο αποτροπής, έχουν στην ουσία μειωμένη αποτελεσματικότητα έναντι των αντιπάλων μας. Η ανάθεση της αποτροπής σε τρίτους αναπόφευκτα οδηγεί σε εξάρτηση, εξασθένιση και τελικά κατάργηση της.
Οι μεγάλες διπλωματικές επιτυχίες του τελευταίου διαστήματος δεν μπορούν, δυστυχώς, να αποτελέσουν από μόνες τους τη βασική και αποτελεσματική εκείνη μορφή αποτροπής που επιβάλλει η παρούσα κατάσταση. Ιστορικά έχει αποδειχθεί ότι το να αμύνεσαι διπλωματικά απέναντι σε μια αναθεωρητική δύναμη οδηγεί, αναπόφευκτα, σε σταδιακές υποχωρήσεις. Είμαι πεπεισμένος ότι, για να έχουμε πραγματική αποτροπή απέναντι σε ένα αντίπαλο που αναγνωρίζει μόνο την ισχύ, θα πρέπει να ενισχύσουμε και τις στρατιωτικές μας δυνατότητες. Χωρίς, φυσικά, να εγκαταλείψουμε ούτε τις διπλωματικές μας ενέργειες προς γείτονες και συμμάχους ούτε τις προσπάθειες μας σε ΕΕ και το ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η Ελλάδα θα πρέπει να ισχυροποιήσει την αποτρεπτική της ικανότητα γρήγορα και αποτελεσματικά σε μεγάλο χρονικό βάθος, με βάρος:
- Στις αεροναυτικές της δυνατότητες.
- Στα πλέον ευέλικτα τμήματα του Στρατού, που στην Ελλάδα αποκαλούμε «Ειδικές Δυνάμεις», όπως τα αερομεταφερόμενα τμήματα πεζικού, ορεινούς καταδρομείς, τους πεζοναύτες και τους αλεξιπτωτιστές.
- Στην αμυντική ικανότητα των νησιών και στους αμφίβιους καταδρομείς.
Η Ελλάδα είναι, κυρίως, μία ναυτική δύναμη που απαιτείται να διαθέτει ένα πανίσχυρο στόλο με δυνατότητα «ανοικτής θαλάσσης» (blue water navy) σωστά κατανεμημένο που θα κυριαρχεί στο Αιγαίο, στο Ιόνιο πέλαγος, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο και το Λιβυκό πέλαγος. Ο στόλος αυτός πρέπει να υποστηρίζεται και να προστατεύεται από μια πανίσχυρη πολεμική αεροπορία και να προβάλλει ισχύ, να προστατεύει και να ενισχύει τα νησιά (και την Κύπρο αν απαιτηθεί) με τις κατάλληλες ευκίνητες και ευέλικτες στρατιωτικές δυνατότητες που εκτέθηκαν παραπάνω.
Όλες οι θεσμοθετημένες προβλέψεις της οργάνωσης των Ενόπλων Δυνάμεων πρέπει να αναθεωρηθούν άμεσα προς τα πάνω. Χρειαζόμαστε περισσότερα πολεμικά πλοία, περισσότερα μαχητικά αεροσκάφη και μεγαλύτερη πληρότητα επάνδρωσης των χερσαίων δυνάμεων. Το επιχειρησιακό έργο, όπως και η περιοχή ενδιαφέροντος της Ελλάδος, έχει ουσιαστικά διπλασιαστεί σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα, γι’ αυτό και ένας αριθμός 20 φρεγατών/κορβετών και 12 υποβρυχίων, συνδυαζόμενος με 200 διαθέσιμα μαχητικά αεροσκάφη (στην πραγματικότητα αριθμητικά περισσότερα), θα μπορούσαν να αποτελέσουν ξεκάθαρους εξοπλιστικούς στόχους για την επόμενη δεκαετία.
Παράλληλα, σε Διακλαδικό επίπεδο, πρέπει να ασχοληθούμε με την απειλή που συνιστούν τα Drones (αεροχήματα χωρίς πιλότο – UAVs). Παρόλο που οι ΕΔ ασχολήθηκαν μ’ αυτά από τη δεκαετία του ‘90 και πρώτες προμηθεύτηκαν drones το 2003, στη συνέχεια έμειναν πίσω και στη προμήθεια, αλλά και στην ανάπτυξη τους. Η ραγδαία ανάπτυξη και χρήση τους από τις τουρκικές ΕΔ τα τελευταία χρόνια απαιτεί απόλυτη προτεραιότητα στην ανάπτυξη ή/και αγορά τόσο Drones όλων των τύπων, όσο και (και αυτό είναι το κυριότερο και πιο επείγον) οπλικών συστημάτων αντι-drones για την αντιμετώπιση τους.
Για την υλοποίηση όλων αυτών των απαιτήσεων απαιτούνται σημαντικοί οικονομικοί πόροι. Δυστυχώς, και αυτό πρέπει να το αντιληφθούν όλοι, η ασφάλεια και η άμυνα δεν υπάρχουν σε οικονομική συσκευασία. Ένα Ταμείο Εθνικής Άμυνας με εθελοντικές οικονομικές εισφορές από τους πολίτες, ενδεχομένως, θα βοηθούσε σημαντικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Κάθε συζήτηση, επίσης, για «απόσυρση» ή «αντικατάσταση» οπλικών συστημάτων, φρεγατών, υποβρυχίων ή αεροσκαφών πρέπει να αποκλεισθεί. Τα χρειαζόμαστε όλα. Και νέα και λιγότερο νέα. Υπάρχουν αποστολές για όλα τα επίπεδα τεχνολογίας. Όταν αντιμετωπίζεις μία δύναμη από τρεις μέχρι οκτώ φορές μεγαλύτερη κατά τομέα, δεν έχεις περιθώρια για επιλογές. Είναι γνωστές, η μαχητική αξία και η ικανότητα των Ελλήνων στρατιωτικών, αλλά αυτό πρέπει να μη μας παρασύρει σε ριψοκίνδυνες εκτιμήσεις. Στην πραγματικότητα, «η ποσότητα εμπεριέχει ποιότητα αφ’ εαυτής» και, όποιος το αγνοεί αυτό, απλά εθελοτυφλεί και θα το πληρώσει.
Η εκτιμώμενη μεγάλη διάρκεια των αποτρεπτικών απαιτήσεων απαιτεί την άμεση «ανάσταση» ή επανεργοποίηση και επέκταση της αμυντικής μας βιομηχανίας. Αυτό είναι αναγκαίο όχι μόνο για την ασφάλεια εφοδιασμού, αλλά και για να εξασφαλίσει η χώρα σοβαρά αναπτυξιακά και οικονομικά οφέλη, καθώς και θέσεις εργασίας από αυτή την αναβάθμιση της αποτροπής. Όλα τα «εθνικά σχέδια» πλοίων, τεθωρακισμένων, τυφεκίων, υλικών προστασίας, ηλεκτρονικών ή συστημάτων παρατήρησης πρέπει να μελετηθούν και να υλοποιηθούν, κατά προτεραιότητα, προς όφελος της άμυνας αλλά και της εθνικής οικονομίας. Η κάλυψη από την εγχώρια βιομηχανία των εθνικών αμυντικών αναγκών στο 30% τουλάχιστον, μέσα στην επόμενη δεκαετία, είναι πιθανόν ένας φιλόδοξος, αλλά επιτεύξιμος στόχος.
Όσο για το ανθρώπινο δυναμικό, θα πρέπει άμεσα να αλλάξουμε νοοτροπία και να αποκαταστήσουμε τις ελλείψεις όπου υπάρχουν. Υπάρχουν λύσεις για την ενίσχυση του ανθρώπινου δυναμικού πέρα από τις ασφαλώς απαραίτητες προσλήψεις επαγγελματιών. Όταν όλοι οι «ικανοί» νέοι μας τοποθετηθούν σε μάχιμες φρουρές στους παραμεθόριους σχηματισμούς χωρίς εξαιρέσεις, όπως κάναμε για περιορισμένα χρονικά διαστήματα στο παρελθόν, τότε σίγουρα θα αυξήσουμε την επάνδρωση και τη μαχητική ικανότητα των μονάδων μας στο επιθυμητό επίπεδο. Ο στόχος της επάνδρωσης στο 80-100% από του καιρού της ειρήνης είναι απόλυτα εφικτός αλλά και αναγκαίος. Όπως λένε οι Αμερικανοί στρατιωτικοί, «την αποστολή των πεντακοσίων στρατιωτών, απαιτούνται πεντακόσιοι στρατιώτες για να την εκτελέσουν, ούτε λιγότεροι ούτε περισσότεροι».
Η κατάσταση στην ευρεία περιοχή μας λοιπόν είναι ιδιαίτερα ανησυχητική, ο διαθέσιμος χρόνος περιορισμένος και το διακύβευμα εξαιρετικά σοβαρό. Γι’ αυτό και είναι αναγκαίο να δούμε κατάματα την πραγματικότητα και να λάβουμε μέτρα που θα εξασφαλίζουν την ευνοϊκή για μας εξέλιξη των γεγονότων και, φυσικά, την απαραίτητη αποτροπή που θα εγγυάται την αξιοπρέπεια και την ακεραιότητα της χώρας μας και την ειρήνη και την ασφάλεια στη περιοχή μας.
*Επίτιμος Αρχηγός ΓΕΕΘΑ & π. Πρόεδρος της Στρατιωτικής Επιτροπής της ΕΕ-