ΤΑΚΗΣ Σ. ΠΑΠΠΑΣ*
Αν σκεφτείτε για λίγο πόσες χώρες της Ευρώπης και της αμερικανικής ηπείρου έχουν κυβερνηθεί τα τελευταία εβδομήντα χρόνια από λαϊκιστές θα διαπιστώσετε, ασφαλώς με κάποια ανακούφιση, ότι αυτές δεν είναι πολλές. Στη δική μου καταμέτρηση (κατά χρονολογική σειρά εμφάνισης), πρόκειται τις εξής εννέα χώρες: Αργεντινή, Ελλάδα, Περού, Ιταλία, Βενεζουέλα, Ισημερινός, Ουγγαρία, Πολωνία και Ηνωμένες Πολιτείες. Λόγω της δουλειάς μου, τις έχω μελετήσει μία προς μία. Να σας πω περιληπτικά τι έχω μάθει μέχρι τώρα και πώς η περίπτωση του Τραμπ προσθέτει νέα στοιχεία στην κατανόηση του λαϊκιστικού φαινομένου.
Πρώτα πρώτα, αυτό που λέμε «λαϊκισμός» δεν είναι παρά ένας τύπος δημοκρατίας που όμως διαφέρει από την περισσότερο γνωστή φιλελεύθερη δημοκρατία. Η τελευταία στηρίζεται στους θεσμούς της πολιτείας, επιδιώκει την πολιτική μετριοπάθεια, ενώ η πολιτική ηγεσία νοείται ως υποκείμενη των θεσμών και ελεγχόμενη από αυτούς.
Ο λαϊκισμός είναι ακριβώς το αντίθετο. Επιτυγχάνει μόνον εξαιτίας ριζοσπαστών ηγετών οι οποίοι, ουσιαστικά ασκώντας προσωπική εξουσία, δημιουργούν έντονη κοινωνική και πολιτική πόλωση και επιδιώκουν να εξυπηρετήσουν τα συμφέροντα των οπαδών τους εις βάρος των θεσμών της πολιτείας και του κοινού καλού. Ο δικός τους «λαός» είναι πάνω από τους θεσμούς του όλου έθνους.Από την ιστορική εμπειρία των χωρών που προανέφερα προκύπτουν τρεις πιθανές εκδοχές εξέλιξης του λαϊκισμού – για ευκολία ας τις ονομάσουμε εδραίωση, αυταρχισμό και διάλυση.
Η εδραίωση του λαϊκισμού στην εξουσία για μεγάλο χρονικό διάστημα είναι εφικτή μόνον όταν υπάρχει ένας χαρισματικός ηγέτης με παγιωμένη εκλογική βάση που του επιτρέπει να κερδίζει συνεχόμενες εκλογές. Τέτοιες είναι οι περιπτώσεις του Περόν στην Αργεντινή, του δικού μας Ανδρέα Παπανδρέου, του Ορμπαν στην Ουγγαρία, ο οποίος από το 2010 έχει κερδίσει τρεις αναμετρήσεις, και του Πολωνού Κατσίνσκι με δύο συνεχόμενες νίκες στο ενεργητικό του. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως τουλάχιστον δείχνει η εμπειρία της Αργεντινής και της Ελλάδας, ο λαϊκισμός μπορεί να ηττηθεί, ή έστω να υποχωρήσει, μόνο μετά τον θάνατο του αρχικού ηγέτη και εφόσον ο διάδοχός του δεν είναι λαϊκιστής.
Στη δεύτερη εκδοχή, ο λαϊκισμός μεταλλάσσεται σε σκληρό αυταρχικό καθεστώς, πράγμα που συμβαίνει όταν ο ηγέτης διαθέτει μεν την εξουσία αλλά όχι το προσωπικό χάρισμα. Αυτό συνέβη στη Βενεζουέλα μετά τον θάνατο του Ούγκο Τσάβες το 2013, όπου ο διάδοχός του στην προεδρία Νικολάς Μαδούρο οδήγησε τη χώρα στην κατεύθυνση του αυταρχισμού. Στη δική μας κρίση μετά το δημοψήφισμα του 2015, πολλοί είχαν φοβηθεί πως ένα παρόμοιο σενάριο θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα εάν οι «σκληροί» της τότε κυβέρνησης είχαν επικρατήσει των περισσότερο μετριοπαθών και εάν ο τότε πρωθυπουργός δεν έκανε την περίφημη κωλοτούμπα του.
Η τρίτη εκδοχή μετά μια λαϊκιστική διακυβέρνηση περιλαμβάνει την εκλογική αποτυχία και τη, μάλλον αργή, αποσύνθεση του πρώην ισχυρού λαϊκιστικού κόμματος. Αυτό ακριβώς συνέβη στην Ιταλία, στο Περού και στον Ισημερινό. Οι αντίστοιχοι λαϊκιστές ηγέτες, δηλαδή οι Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Αλμπέρτο Φουτζιμόρι και Ραφαέλ Κορέα, αφού πρώτα έχασαν την προσωπική τους λάμψη, κατόπιν ηττήθηκαν σε εκλογές και σιγά σιγά έσβησαν πολιτικά. Κάτι παρόμοιο ενδέχεται να συμβαίνει αυτήν τη στιγμή και στη χώρα μας με τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά η Ιστορία μπορεί κάλλιστα να με διαψεύσει.
Σε σχέση με τους τους προηγούμενους λαϊκιστές, ο Ντόναλντ Τραμπ αποτελεί ιδιόμορφη περίπτωση. Θεωρώ ότι, αν είχε κερδίσει τις εκλογές, θα εφάρμοζε ένα μοντέλο αυταρχικού λαϊκισμού με όξυνση της πόλωσης και περαιτέρω συστηματική αποδυνάμωση των θεσμών. Ο Τραμπ όμως έχασε τις εκλογές. Η ιδιαιτερότητα βρίσκεται στο γεγονός ότι, παρά την ήττα, ο ίδιος παρέμεινε χαρισματικός σε βαθμό που μπόρεσε να υποκινήσει την ανταρσία των οπαδών του εναντίον του θεσμικού και συμβολικού πολιτικού κέντρου των ΗΠΑ που είναι το Καπιτώλιο. Τι θα είχε συμβεί εάν ο έως τώρα πιστός αντιπρόεδρος Μάικ Πενς, ο γερουσιαστής και δεξιός ιδεολόγος Μιτς Μακόνελ και άλλοι ηγέτες των Ρεπουμπλικανών δεν είχαν κάνει τις δικές τους κωλοτούμπες και αποφάσιζαν να στηρίξουν τον Τραμπ μέχρι τέλους; Κανείς δεν το γνωρίζει. Οπως κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει τι θα συμβεί στη συνέχεια, εάν ο Τραμπ συνεχίσει να διατηρεί τη χαρισματική του επιρροή σε μεγάλο μέρος της αμερικανικής κοινωνίας. Η επιστροφή της Αμερικής στον δημοκρατικό φιλελευθερισμό δεν θα είναι εύκολη υπόθεση.
* Ο κ. Τάκης Σ. Παππάς είναι πολιτικός επιστήμων στο Πανεπιστήμιο του Ελσίνκι, συγγραφέας του βιβλίου «Populism and Liberal Democracy» (Εκδόσεις Πανεπιστημίου
Οξφόρδης, 2019).