Ώπα ρε! Μη τρομάζετε και αρχίζετε αμέσως τα «Πού εγεννήθης και πού κατοικείς» και ψάχνετε για νόμους με αναδρομική ισχύ κ.λπ. Όχι. Το κείμενο που ακολουθεί είναι απολύτως νομοταγές και δημοκρατικότατο. Δεν κινδυνεύει η δημοκρατία απ’ αυτό, παρά μόνο από όποιον δεν φοράει μάσκα.
- Από τον Χρήστο Μπολώση
Το μακρινό 1960 λοιπόν, «γυρίστηκε», ανάμεσα σε πάμπολλες, μία Ελληνική ταινία με τίτλο «Οικογένεια Παπαδοπούλου», (‘’Βοήθεια με παντρεύουνε’’, ο ατυχέστατος και καθόλου αντιπροσωπευτικός, πλην όμως αντιστασιακός, μεταγενέστερος τίτλος). Η ταινία ήταν μεταφορά στην μεγάλη οθόνη μιάς πολύ επιτυχημένης ραδιοφωνικής σειράς, που έγραφε ο Βαγγέλης Γκούφας (η ηλεκτρονική εγκυκλοπαίδεια – τρομάρα της – Βικιπαίδεια, απαξιοί να το αναφέρει).
Η ταινία αυτή, όπως όλες άλλωστε της εποχής εκείνης «αφηγείται» γλαφυρότατα τα ήθη της εποχής εκείνης, που απέχουν… χιλιόμετρα από αυτά της σημερινής.
Τότε, που η αστυφιλία, ή καλύτερα η… Αθηνοφιλία, είχε αρχίσει να μαραίνει την Ελληνική ύπαιθρο και η Ελληνική οικογένεια ήταν ακόμα συγκεντρωμένη και όχι ρεμπέτ ασκέρι. Τα ήθη αυστηρά και όχι όπως σήμερα, που παντρεύεται ένα ζευγάρι και παρανυφάκια είναι τα 2 παιδιά του άνδρα από τον πρώτο του γάμο και της γυναίκας το 1 από τον δεύτερο γάμο και ακόμα ένα αγνώστου πατρός. Βέβαια πάντα υπάρχει και η περίπτωση να δούμε, ευτυχώς ακόμη όχι σε εκκλησία, αλλά στο Δημαρχείο (έκλεισαν όλες τις λακκούβες οι δήμαρχοι οι γάμοι τους μάραναν…) να παντρεύεται ο Μπάμπης τον Μπούλη, μπορεί και με τον πρωθυπουργό κουμπάρο.
Στην ταινία αυτή λοιπόν, και για να μη μακρηγορούμε, εκτός από την πιστή απεικόνιση των ηθών της εποχής, μπορεί κανείς να παρατηρήσει και την οικονομική άνθηση της χώρας που εκείνη την εποχή, είχε πάρει την ανηφόρα, από μία σειρά διαφημίσεων που φαίνονται στην οθόνη. Ήταν η οκταετία της ΕΡΕ του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που είχε διαδεχθεί την τριετία (1952-1955) του Ελληνικού Συναγερμού του Στρατάρχου Αλεξάνδρου Παπάγου την «ορχήστρα» του οποίου διηύθυνε με μοναδική μαεστρία, ο Σπύρος Μαρκεζίνης. Μετά λοιπόν την συμφορά του συμμοριτοπολέμου, η δεκαετία του 1950 αρχίζει υπό δύσκολους μεν, αλλά εξαιρετικά αισίους οιωνούς.
Η Ελληνική Βιομηχανία αρχίζει να στέκεται στα πόδια της και σε λίγο τα αδύνατα ποδαράκια της δυναμώνουν και αρχίζουν να κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτοι «γίγαντες».
Οι Καπνοβιομηχανίες Κεράνη (ναυαρχίδα της το ‘’Παλλάς’’, ‘’το ευγενέστερο Ελληνικό σιγαρέτο’’, έλεγε η διαφήμιση), Παπαστράτου (με τον ιστορικό ‘’Άσσο’’ να κρατάει για χρόνια τα πρωτεία), Καρέλια (με την γνωστή κασετίνα που κυκλοφορεί ακόμα και μάλιστα την χαρακτηρίζουν ως το πρώτο τάμπλετ, αφού στο πακέτο αυτό σημείωναν από τα ψώνια της ημέρας, μέχρι και οικοδομικά σχέδια), Ματσάγγου (τα ‘’ελαφρά’’ του άφησαν αποχή), Κωνσταντίνου (με το χαρακτηριστικό κόκκινοι πακέτο του Sante, που το κοσμούσε η Ζωζώ Νταλμάς, διάσημη ηθοποιός, χορεύτρια και ντίβα της οπερέτας), Καραβασίλη (με την μυστηριώδη μάρκα EGO, που κάπνιζε ο μακαρίτης ο πατέρας μου) και διάφορες άλλες…
Ο κολοσσός ΙΖΟΛΑ, που ιδρύθηκε το 1930 από μικρασιάτες πρόσφυγες και ξεκίνησε φτιάχνοντας γκαζιέρες, που με την χαρακτηριστική βελόνα ξεβούλωνες το μπεκ ψεκασμού πετρελαίου και στην συνέχεια υπό την στιβαρή καθοδήγηση της οικογενείας «Δράκου» απογειώνεται φέρνοντας τον «πολιτισμό στο σπίτι», όπως ήταν το σύνθημά της. Σήμερα οι εγκαταστάσεις της ΙΖΟΛΑ είναι ολούθε, πλην τη Ελλάδος, προς δόξαν όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων.
Μέχρι τις μέρες μας προβάλλεται η γνωστή διαχρονική διαφήμιση του αγαθού καλόγερου Ακάκιου, που καβαλώντας το γαϊδουράκι του πηγαίνει στην πόλη να ψωνίσει και ο ηγούμενος του φωνάζει: «Ακάκιε! Μη ξεχάσεις τα μακαρόνια να είναι ΜΙΣΚΟ». Η ΜΙΣΚΟ ζυμαρικών ιδρύθηκε το 1927 στον Πειραιά, από τις οικογένειες Μιχαηλίδη και Κωνσταντίνη, ενώ το όνομά της προέρχεται από τα αρχικά των δύο συνεταίρων.
Πολύ φοβάμαι ότι τώρα η διαφήμιση αυτή πρέπει να αλλάξει και να γίνει «Αυγουστίνε η πάστα να είναι BARILLA», αφού από το 1991, γίνεται μέλος του κολοσσού BARILLA GROUP….
Έχετε ακούσει για τον Σωκράτη Μαλκότση; Το 1934 λοιπόν ιδρύεται στον Πειραιά η ‘’Τέχνικα Σ. Μαλκότσης’’, η οποία μεταξύ του πλήθους των μηχανών, μηχανουργικών δραπάνων και εξαρτημάτων σιδηροδρομικού δικτύου, ήταν και η πρώτη που κατασκεύασε ολοκληρωμένο ελληνικό τρακτέρ. Ένα τρακτέρ της Ελληνικής αυτής εταιρίας φαίνεται στην ταινία «Η νύφη τόσκασε» της Φίνος Φιλμ παραγωγής 1962 με την Τζένη Καρέζη και τον Θανάση Βέγγο. Αργότερα η εταιρία χρεοκόπησε επειδή το ελληνικό δημόσιο δεν ήταν συνεπές στις οικονομικές υποχρεώσεις του προς αυτήν, δηλαδή δεν είχε ξοφλήσει εργασίες που της είχε αναθέσει. Αθάνατο Ελληνικό κράτος.
Αμ η Πειραϊκή Πατραϊκή, που μας διαβεβαίωνε και έτσι ήταν, ότι «Ντύνει, Στολίζει, Νοικοκυρεύει»; Ιδρύθηκε το 1919 στην Πάτρα και έγινε ένας τεράστιος κολοσσός στην κλωστοϋφαντουργεία. Δυστυχώς το 1992 κλείνει οριστικά και αφού προηγήθηκε η κρατικοποίησή της από την πρώτη κυβέρνηση του Α. Παπανδρέου. Ο Φαίδων Στράτος (τότε ιδιοκτήτη της «Πειραϊκής-Πατραϊκής») λέει: «Το βαθύτερο σκεπτικό του ΠΑΣΟΚ, ήταν να ελέγχει τη βιομηχανία. Το ίδιο έκανε σε όλους τους βιομηχανικούς τομείς. Στη δική μας περίπτωση, η κυβέρνηση επέβαλε αναγκαστική αύξηση του κεφαλαίου, με αποτέλεσμα να μην έχουμε την πλειοψηφία». Τι να πει κανείς…
Κάτι ανάλογο συνέβη και με τα Κλωστήρια Λαναρά, που βλέποντας το κουφάρι του άλλοτε ακμάζοντος εργοστασίου όταν μπαίνεις στην Έδεσσα, έχεις στα μάτια σου όλη την ανικανότητα της μεταπολιτευτικής Ελλάδος.
Και για να δείτε και αυτή την διαφήμιση εποχής.
Διαφημίζει επαγγελματικά τρίκυκλα μοτοποδήλατα που κατασκευάζονταν στο Μοσχάτο από την εταιρία «Δέλτα» Δημητριάδη.
Αργότερα κατασκευάζαμε και αυτοκίνητα μερικά από τα οποία κυκλοφορούν ακόμη στους Αθηναϊκούς δρόμους.
Όλες αυτές οι εταιρίες όπως και άλλες αργότερα πήραν των ομματιών τους και είτε έκλεισαν, είτε έφυγαν από την Ελλάδα, με τελευταίο κρούσμα, μιά και βιώνουμε περίοδο κορονοϊού την θρυλική ΙΖΟΛΑ που μετακόμισε στην… Τουρκία.
Κλείνουμε την θλιβερή ιστορία του θανάτου της Ελληνικής βιομηχανίας με την περίπτωση της «Βιαμάξ», που ιδρύθηκε το 1956, και αρχικώς ξεκίησε ως κατασκευάστρια αμαξωμάτων λεωφορείων και από το 1960 ολοκληρωμένων λεωφορείων και πούλμαν.
Για την «Βιαμάξ» να μας επιτρέψετε να πούμε δύο λόγια παραπάνω, διότι είναι αντιπροσωπευτικό παράδειγμα της ανικανότητος και των πειραματισμών όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Για τους ίδιους λόγους με την «Βιαμάξ» έκλεισαν και η «PIRELLI» στην Πάτρα και η «GOOD YEAR» στον Βόλο, διότι… «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»…
Σε συνεργασία με την Mercedes Benz, η επιχείρηση της οικογένειας Φωστηρόπουλου κατασκεύασε ως τα τέλη της δεκαετίας του ’80 χιλιάδες λεωφορεία, πούλμαν, τρόλεϊ, τρακτέρ, απορριμματοφόρα, αμαξώματα, σασί για λογαριασμό άλλων εταιρειών κτλ.
Επρόκειτο για μία από τις μεγαλύτερες ελληνικές επιχειρήσεις, με εργοστάσια σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Λάρισα και το κεντρικό στη Λεωφόρο Αθηνών, στο Περιστέρι, που σήμερα η εικόνα εγκατάλειψης του εξομοιώνει την πορεία της ελληνικής οικονομίας.
Υπήρξε μια περίοδος που στις γραμμές παραγωγής του εργοστασίου στο Μανχάιμ της τότε Δυτικής Γερμανίας, αγνοούσαν την έννοια «ρομποτικός αυτοματισμός» και την ίδια ώρα στη Λεωφόρο Αθηνών, η ΒΙΑΜΑΞ είχε ρομποτάκια για κολλήσεις στις βάσεις που εφάρμοζαν το πλαίσιο με το αμάξωμα!
Η πετρελαϊκή κρίση του 1973 έπληξε σε ένα βαθμό την εταιρία, που έχασε ορισμένες αγορές της Μέσης Ανατολής. Το μεγάλο χτύπημα όμως ήρθε εκ των έσω. Στις αρχές του 1980 ψηφίστηκε νόμος που επέτρεπε την αθρόα εισαγωγή μεταχειρισμένων λεωφορείων στην Ελλάδα (θα γινόταν έτσι κι αλλιώς λόγω της εισόδου στην ΕΟΚ) και λίγο καιρό αργότερα, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, υπέγραψε για τις κρατικές ανάγκες την προμήθεια των ουγγρικής κατασκευής, Ikarus, των μακράν πιο ρυπογόνων και άβολων λεωφορείων, που εισήγαγε ποτέ η χώρα. Προτιμήθηκαν δηλαδή εισαγόμενα λεωφορεία, ναι μεν φτηνότερα, αλλά σαφώς κατώτερης ποιότητας από τα ελληνικά. Γιατί άραγε; Ο Μιχάλης Φωστηρόπουλος και η ΒΙΑΜΑΡ είχαν μπει στο μάτι των συνδικαλιστών και των εργατοπατέρων. Αποτέλεσμα ήταν να κριθούν ακατάλληλα τα F580 S που είχαν προταθεί για την ΕΑΣ.
Τα σωματεία άρχισαν τη μάχη κατά της (επάρατης καπιταλιστικής) εργοδοσίας και κάποιοι εισηγούνταν με πάθος στον τότε αναπληρωτή υπουργό Εθνικής Οικονομίας Γιάννη Ποττάκη, τον αποκλεισμό του «δεξιομάγαζου» από κάθε προμήθεια του Δημοσίου.
Ο Φωστηρόπουλος, απηυδισμένος από τους μικροκομματισμούς και τα συντεχνιακά συμφέροντα, ζητούσε εγγυήσεις από την κυβέρνηση και τα σωματεία πως αφ’ ενός θα επιτρέπονταν εξαγωγές οχημάτων και αφ’ ετέρου δεν θα γίνονταν απεργίες, ώστε να τηρηθούν χρονοδιαγράμματα παραδόσεων. Η απέναντι πλευρά όμως είχε πολύ ισχυρό έρεισμα στην κυβέρνηση. Οι απεργίες συνεχίστηκαν και το 1984 η ΒΙΑΜΑΞ «γονάτισε». Περίπου 400 οικογένειες έμειναν στο δρόμο, ενώ εκατοντάδες βιοτεχνίες που εργάζονταν ως προμηθευτές στην εφοδιαστική αλυσίδα της, έχασαν πολύ μεγάλο ποσοστό του τζίρου τους.
Τη συγκυρία εκμεταλλεύτηκαν Τούρκοι επενδυτές, που καιροφυλακτούσαν. Η τουρκική Otomarsan εμφανίστηκε με ζεστό χρήμα και «σήκωσε» το εργοστάσιο σε χρόνο μηδέν. Και έτσι, ενώ η ΒΙΑΜΑΞ συνέχισε για ένα διάστημα με εισαγωγές λεωφορείων, το εργοστάσιο της Otomarsan εξευρωπαΐ-στηκε με τα «σπλάχνα» της ελληνικής εταιρίας και συνεχίζει μέχρι σήμερα να παράγει μεγάλα οχήματα.
Η ΒΙΑΜΑΞ δραστηριοποιή-θηκε εμπορικά με τις εισαγωγές λεωφορείων «Jonckheere» και επί κυβερνήσεως Κων. Μητσοτάκη των αστικών λεωφορείων DAF «Den Oudsten», που όταν παρουσιάστηκαν στην αγορά – με τα εταιρικά σήματα και τα χαρακτηριστικά κόκκινα ταμπελάκια από τις μήτρες γραμματοσειρών του εργοστασίου – πολλοί προέβλεπαν ότι ο Φωστηρόπουλος ετοιμάζει τη μεγάλη επιστροφή.
Ωστόσο η πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη και οι οικονομικοί πειραματισμοί που ακολούθησαν δεν επέτρεψαν στην οικογένεια Φωστηρόπουλου να κάνει κάτι δυναμικό στην αγορά.
Σήμερα, έχει μείνει το κουφάρι της Λεωφόρου Αθηνών, ως θλιβερή υπενθύμιση της αυτοκαταστροφικής ελληνικής τάσης των περασμένων δεκαετιών σε οτιδήποτε καινοτόμο, προηγμένο και επιτυχημένο.
Εδώ, μάλλον θα πρέπει να αναφωνήσουμε ομοθυμαδόν, ποπυ έλεγε αι ο Χάρρυ Κλιν, «Ουστ αλήτες».
Αλλά μάλλον ξεστρατίσαμε. Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε γι’ αλλού κι’ αλλού η ζωή μας πάει.
Όμως δεν ξαστρατήσαμε και πολύ, αφού αυτά συλλογιζόμουν παρακολουθώντας την ταινία που είπαμε στην αρχή. Σε πολλές σκηνές, όπως είπαμε και στην αρχή, φάνηκε μια σειρά διαφημίσεων, οι οποίες έδειχναν την οικονομική σταθερότητα, που είχε τότε η Πατρίδα μας.
Ηθικόν Δίδαγμα: Μη βλέπεις παλιές Ελληνικές ταινίες και, το κυριότερο, μη συλλογίζεσαι…