Γράφει ο Αντώνης Αντωνάς.
«Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε, όταν τους λησμονάνε!»
Το μεταθανάτιο άγγελμα « Οι ήρωες παραμένουν ζωντανοί όσο τους θυμόμαστε», της κ. Σταυρούλας Κατούντα συζύγου του ήρωα αδελφού ΕΛΛΗΝΑ Νικολάου Κατούντα, πύρρεια δάκρυα μου προκάλεσαν.
Σέ όλους τους πονεμένους, που έχασαν τα προσφιλή τους αγαπημένα πρόσωπα στην Ελληνική Κύπρο το 1974, αποτίω φόρο τιμής και ευγνωμοσύνης και τους αφιερώνω με υπέρτατη συγκίνηση το πιο κάτω λυρικό και επικό πόνημα.
( Καταχωρημένο στο βιβλίο μου ΕΣΧΑΤΗ ΙΚΕΣΙΑ.)
Οι νεκροί μας αδελφοί ήρωες.
Του Αντώνη Αντωνά.
Η μέρα εσκοτείνιασε,
ολική έκλειψη ο ήλιος έχει..
Μαύροι καπνοί υψώνονται,
τους ουρανούς καλύπτουν.
Τα λεύτερα πουλιά τα θεόθρεφτα,
της Κύπρου, μαζί με τα περιστέρια,
μαυρισμένα, φοβισμένα φεύγουν.
Φεύγουν τα ειρηνικά άσπρα περιστέρια,
φεύγουν, φεύγουν τρομαγμένα.
Μαύρα κοράκια, νεκρικά, σαν χάροντες,
πετούν πια, στους ουρανούς μας μένουν,
μαζί με τα τουρκικά αεροπλάνα,
που βόμβες σε γυναικόπαιδα σπέρνουν.
Η νύχτα που φεγγαρόφωτη ήταν,
μ΄ολόγιομο λαμπρό φεγγάρι,
κακός οιωνός, έκλειψη είχε και αυτό.
Μαύρισ΄ η νύχτα, αβυσσαλέο σκότος,
χάθηκαν το φεγγάρι και τ΄ αστέρια.
Οι Έλληνες ήρωες, όρθιοι τα τανκς,
με τα παλιά μαρτίνια πυροβολούν.
Τα τούρκικα τανκς τους κανονιοβολούν,
μ΄ αυτοί μένουν στις θέσεις τους ακλόνητοι,
που η πατρίδα, τους όρκισε, να υπερασπιστούν,
ποτέ μην κάνουν πίσω, οι ριζωμένοι βράχοι.
«Την πατρίδα ουκ ελάττω παραδόσω»,
ορκιστήκανε και τον όρκο τον τιμήσανε.
Πληγωμένα κατακαμένα, τα ουρανόφταστα,
παλληκάρια, πεισματικά όρθια συνεχίζουν νάναι.
Ηρωικά να πολεμούν, τα τιμημένα,
σκαλοπάτια ανεβαίνοντας της λευτεριάς.
Από τα τανκς περικυκλώθηκαν,
αλλά ποτέ δεν παραδόθηκαν.
Και όταν η μοιραία στιγμή,
αναπάντεχα έρχεται,
με οδύνη την τελευταία πνοή,
αρχίζουν να αφήνουν.
Τους Τούρκους δεν μπορούν
πιά μ΄ αυτοθυσία να πολεμούν.
Κάποιοι τους εγκατέλειψαν.
Σφαίρες άλλες δεν έχουν,
μία μόνο, για τον εαυτό τους φύλαξαν…
Ψυχομαχούν, ικετεύουν και προσεύχονται,
δεν θέλουν για να φύγουν,
τους Τούρκους θε΄ να πολεμούν.
Βοήθεια για νάρθει, μάταια προσδοκούν!
Πέφτουν κορμιά λεβέντικα, αιματοβρεγμένα,
με τα χώματα, τα ιερά της Κύπρου σμίγουν.
Η τιμημένη δόξα, με τον χάροντα,
χέρι – χέρι, για τα πάνθεα ουράνια, ωδεύουν…
Αγιάζεται το αίμα τους,
τα λεβεντοκορμιά τους,
τα πολεμοκαπνισμένα,
που μυροφόρες νύφες τ΄ αλείψανε,
έτοιμα στην αθανασία,
στον παράδεισο να παν.
Με μύρα αθάνατα της θεάς,
Κύπριδας Αφροδίτης καμωμένα.
Σε κύπελλο, απ΄ του Τρόοδους,
το χρυσόδενδρο, την Λατζιά,
τα χρυσοπράσινα φύλλα καμωμένο.
Απ΄ της Κερύνειας τα γιασεμιά,
τα μοσχομυρισμένα ρόδα.
Της Μόρφου τους λεμονανθούς,
των κυκλάμινων, των γλαδιόλων.
Του Πενταδάκτυλου του Διγενή
Ακρίτα, θρυλικού βουνού, απόσταγμα,
αγριολούλουδων, ανεμώνων,
γλιστροκουμαριάς, δάφνης, άλλιου,
της άνθεμις, του κρόκου της Αφροδίτης.
Των λυγερόκορμων κυπαρισσιών
του Κυπαρισσόβουνου τ΄ άρωμα,
Της Μεσαρκάς τα φούλια,
των μεθυστικών νυχτολούλουδων,
της ζουλατζιάς, της αροδάφνης.
Της Αμμοχώστου το θαλασσινό,
άρωμα της Σαλαμίνας,
με την χρυσή την άμμο.
Του Καρπασιού του θυμαρίσιου,
του χαμομηλιού άρωμα,
αιώνιο κράμα μύρου αθανασίας.
Νεκρά τα σώματα τα ιερά,
όχι νεκρές οι ψυχές τους,
πλανώνται μέχρι σήμερα,
σαν άσβεστοι κομήτες πεντάχρυσοι,
πάνω απ΄ της Κύπρου τ΄ άπειρο,
του ολόφωτου ξάστερου ουρανού.
Σαν λαμπάδες με ιερή φλόγα Αγίου Φωτός,
μετέωρα κρεμασμένες στον θόλο,
του Αποστόλου Ανδρέα, της σκλαβωμένης,
Αγίας Καρπασίας, πολιορκημένη εκκλησιά.
Το πνεύμα τους, αγέρηδες δυνατούς,
μελτέμια θα σηκώσει, σίφουνας,
καταιγίδα, θα γενεί κάποια στιγμή,
τους Τούρκους ν΄ αποδιώξει.
Η Κύπρος, τα μαύρα σύννεφα,
σκλαβιάς σύντομα θα τα σπρώξει…
Τιμημένα και ένδοξα νέα μας παλληκαριά,
που την ζωή σας δώσατε στην ηρωική πατρίδα…
Αυτή η μικρή Κύπρος σας, η πολύπαθη,
αλλά ηρωική και περήφανη,
πάντα θα σας θυμάται,
θα σας ευγνωμονεί,
που με το αίμα σας το ιερό,
το αίμα της υπέρτατης θυσίας,
την γη της την ποτίσατε,
αθάνατη έγινε, αγίασμα την βρέχει.
Νέα βλαστάρια αναγέννησης,
φυτρώνουν παλληκάρια,
της δικής σας αυτοθυσίας,
τιμής κι΄ ευψυχίας.
Ούριοι άνεμοι ελευθερίας, στη Κύπρο,
θα φυσήξουν, τα μαύρα σύννεφα,
και τους κατακτητές, θε΄ ν’ αποτραβήξουν.
Τα λευκά ειρηνικά περιστέρια πάλι,
τον ουρανό της Κύπρου θε΄ να πλημυρίσουν.
Ω! νεκροί μας, τιμημένοι ένδοξοι αδελφοί,
δικά μας αδέλφια, ηρωικά παλληκάρια…
Αιωνία σας η μνήμη…
Αυτά τα ολίγα και άλλα μύρια, για την περήφανη Ελληνική Κύπρο, που όλοι την εγκατέλειψαν, την αγκαθοστεφανωμένη, χιλιοσταυρωμένη, αλλά και δαφνοστεφανωμένη Ηρωίδα…
Μ΄αθάνατο νερό ποτίστηκε, με αγιασμένο μύρο την αλοίψανε, μ΄ αγίασμα των «σκλαβωμένων» Αποστόλων Βαρνάβα και Ανδρέα την αγίασαν, με θεία κοινωνία την κοινώνησαν….
Τη Αγία αθάνατη εναλία, θαρσίδα, ευελαίω, κυοφόρω χώρα Κύπρω… και τους νεκρούς αθάνατους ήρωες μας …
Ω ξειν αγγέλλειν τοις Ελλήσι(ν) ότι τήδε κείμεθα τοις κείνων ρήμασι πειθόμενοι …
Οἱ Ἥρωες
Tου Γ. Σουρρή.
Μέσα σε βόλια κι ὀβίδων κρότους
ἔπεσαν νιάτα μὲς στὸν ἀνθό τους.
Πᾶνε λεβέντες, πᾶνε κορμιὰ
κι ἄγνωστα τά ῾θαψαν στὴν ἐρημιά.
Κανεὶς δὲ ξέρει ποὺ τά ῾χουν θάψει,
κανεὶς δὲ πῆγε γιὰ νὰ τὰ κλάψει,
κανεὶς δὲν ἔκαψε γι᾿ αὐτὰ λιβάνι,
κανεὶς δὲν ἔπλεξε γι᾿ αὐτὰ στεφάνι.
Ἀνώνυμ᾿ ἥρωες, ἄγνωστοι τάφοι,
κανένας ὄνομα σ᾿ αὐτοὺς δὲ γράφει,
μήτε τὸ χῶμα τοὺς φιλοῦνε χείλη,
σταυρὸ δὲν ἔχουνε μήτε καντῆλι.
Μόνο μιᾶς κόρης μαργαριτάρια
κυλοῦν σὲ τάφους ποὺ κάποια μέρα
θὰ γίνουν κόσμου προσκυνητάρια
καὶ φάροι Νίκης γιὰ μία μητέρα.