26.12.20

Κίνα Vs ΗΠΑ: Μια υπόθεση κατασκοπείας που μας αφορά περισσότερο απ΄όσο νομίζουμε Πηγή:

 Κωνσταντίνος Λάππας


Την Τρίτη 22 Δεκεμβρίου το έγκυρο αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy εγκαινίασε μία σειρά άρθρων που βασίζονται σε συνεντεύξεις ανώνυμων κυρίως πηγών των αμερικανικών μυστικών υπηρεσιών. Η σειρά φέρει τον εξής τίτλο: «Η Κίνα χρησιμοποίησε κλεμμένα δεδομένα για να εκθέσει επιχειρησιακούς της CIA σε Αφρική και Ευρώπη». Μέσα από τις συνεντεύξεις προκύπτει το συμπέρασμα ότι η κατοχή και κατάλληλη επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων μπορεί να γείρει την πλάστιγγα του παγκόσμιου ανταγωνισμού προς τη μία ή την άλλη πλευρά, (ακόμα και) μέσα από τον εντοπισμό πολύ συγκεκριμένων ατόμων. Μέσα σε αυτό ακριβώς το περιβάλλον κυβερνητικές πηγές μας διαβεβαιώνουν ότι μυστικές συμβάσεις σαν κι αυτή της ελληνικής κυβέρνησης με την εταιρία «μεγάλων δεδομένων» Palantir δεν εμπνέουν ανησυχία για τα προσωπικά μας δεδομένα…

Κάπου στο 2013 οι αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών παρατήρησαν ότι κατά τις αποστολές τους σε Ευρώπη και Αφρική μυστικοί πράκτορες της CIA γίνονταν αμέσως αντιληπτοί από τις υπηρεσίες της Κίνας. Σύμφωνα με ανώνυμη αμερικανική πηγή, αυτή η κίνηση ήταν απάντηση στην στρατολόγηση έναντι αδράς αμοιβής από τη CIA Ρώσων και Κινέζων σε χώρες της Αφρικής.

Αναζητώντας πώς οι Κινέζοι κατάφερναν να εντοπίζουν τους πράκτορές τους, οι Αμερικανοί ξεκίνησαν να το ψάχνουν. Όπως γράφει ο συντάκτης του άρθρου, «σε μια προηγούμενη εποχή, θα είχαν ξεκινήσει ένα κυνήγι κατασκόπων αναζητώντας κάποιον προδότη που θα ήταν σε θέση να δώσει στην άλλη πλευρά τόσο σημαντικές πληροφορίες ή ίσως θα σάρωναν τα αρχεία τους για να εντοπίσουν κάποιο κενό στις πλατφόρμες επικοινωνίας τους». Η απάντηση όμως βρισκόταν αλλού: Στα δεδομένα.

Οι κινεζικές υπηρεσίες είχαν αναπτύξει τεχνολογίες ικανές να κλέβουν μεγάλους όγκους πολύτιμων ευαίσθητων προσωπικών δεδομένων, σχετιζόμενα με θέματα μετακίνησης ή υγείας, καθώς και το ιστορικό των υπαλλήλων της αμερικανικής διοίκησης. Αφού τα έκλεβαν, τα επεξεργάζονταν και στη συνέχεια συνέθεταν πληροφορία μέσα από αυτόν τον τεράστιο όγκο δεδομένων, πληροφορία ικανή να οδηγήσει στην ταυτοποίηση πρακτόρων της CIA. «Αυτό δεν ήταν μεμονωμένο ή τυχαίο» λέει πηγή. «Ήταν ένα πρόβλημα μεγάλων δεδομένων»..

Ο συντάκτης επισημαίνει ότι αυτή η μάχη των δεδομένων, δηλαδή ποιός τα ελέγχει, ποιός τα προστατεύει, ποιός μπορεί να τα κλέψει και πώς μπορούν να χρησιμοποιηθούν για οικονομικούς σκοπούς και την ασφάλεια, ορίζει πλέον την όλη διαμάχη μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου. Γράφει επίσης ότι «όπως η Κίνα προσπάθησε να χρησιμοποιήσει τα δεδομένα σαν σπαθί και ασπίδα απέναντι στις ΗΠΑ, οι αμερικανικές υπηρεσίες έχουν προσπαθήσει να εισβάλουν στα κινεζικά δεδομένα και να αξιοποιήσουν τις δικές τους τεχνολογίες «μεγάλων δεδομένων» προκειμένου να μάθουν ακριβώς τί γνωρίζει η Κίνα σχετικά με το προσωπικό και τις επιχειρήσεις της CIA».

Τα ελληνικά δεδομένα στη σφαίρα των ΗΠΑ

Κρατώντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας το συμπέρασμα των άρθρων του Foreign Policy, ερχόμαστε στα δικά μας. Με αφορμή την ανακοίνωση της δημιουργίας από την αμερικανική Microsoft μονάδων αποθήκευσης δεδομένων (data centers) στην Αττική τον περασμένο Οκτώβρη, το tvxs.gr είχε εντοπίσει την στράτευση της ελληνικής πλευράς με τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του σινο-αμερικανικού ψηφιακού πολέμου που εξελίσσεται εδώ και περίπου μία δεκαετία στον πλανήτη. 

Σε εκείνο το άρθρο είχαμε αναδείξει μια δημόσια εμφάνιση του Κυριάκου Μητσοτάκη που ελάχιστα είχε απασχολήσει έως τότε τον ελληνικό Τύπο. Συνομιλώντας διαδικτυακά και δημόσια με τον καθηγητή του Harvard και πρώην πρέσβη των ΗΠΑ στην Ελλάδα, Νίκολας Μπερνς, ο Έλληνας πρωθυπουργός είχε εγγυηθεί στον συνομιλητή του ότι «το κεντρικό μας δίκτυο θα παραμείνει χωρίς παρουσία της Huawei», δηλαδή της κινεζικής εταιρίας που φέρεται να λειτουργεί σε αγαστή συνεργασία με την κυβέρνηση του Πεκίνου. Στο βίντεο μάλιστα, γίνεται εμφανής η αγωνία που συνόδευε το σχετικό ερώτημα του κου. Μπερνς.

Τη στράτευση της Ελλάδας στο δυτικό στρατόπεδο του ψηφιακού πολέμου είχε προλάβει ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάικ Πομπέο μιλώντας το καλοκαίρι στις Βρυξέλλες σχετικά με το ποια εταιρία θα αναλάβει την υποστήριξη του ελληνικού 5G: «H Ελλάδα συμφώνησε να συνεργαστεί με την Ericsson κι όχι με την Huawei για την ανάπτυξη της 5G υποδομής της» είχε πει ο απερχόμενος πια αξιωματούχος, πολύ πριν την ολοκλήρωση του διαγωνισμού για τις συχνότητες στην Ελλάδα που ολοκληρώθηκε μόλις στα μέσα Δεκεμβρίου.

Σε αυτά τα δεδομένα ας προσθέσουμε και το γεγονός ότι η χώρα μας έχει επιλεγεί από την Κίνα ως χώρος στρατηγικών επενδύσεων, με σημαντικότερη προφανώς αυτή της Cosco στο λιμάνι του Πειραιά. Κι αν δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Ελλάδα είναι μία από τις χώρες στις οποίες οι κινεζικές υπηρεσίες έχουν εντοπίσει Αμερικανούς πράκτορες, σίγουρα μπορούμε να πούμε ότι η Ελλάδα είναι για το Πεκίνο πύλη εισόδου στην Ευρώπη.

Σε αυτό το περιβάλλον όπου η Ελλάδα μοιάζει ένας σημαντικός σταθμός του σινο-αμερικανικού ανταγωνισμού, ήρθε και η αποκάλυψη της συμφωνίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη με τον αμφιλεγόμενο αμερικανικό κολοσσό των «μεγάλων δεδομένων» Palantir, συμφωνία που η ελληνική κυβέρνηση συνεχίζει να κρατά μυστική παρά το γεγονός ότι κυβερνητικές πηγές επιχειρούν να διαβεβαιώσουν πως δε συνιστά κίνδυνο για τα προσωπικά δεδομένα των Ελλήνων. Αυτή την «ανώδυνη» συμφωνία πάντως, οι ΗΠΑ την είχαν διαφημίσει ως σημαντική, μέσω του ίδιου του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα, Τζέφρυ Πάιατ.

Πηγή: tvxs.gr

Όταν λοιπόν το Foreign Policy αφιερώνει σειρά άρθρων για τη σημασία της κατοχής και επεξεργασίας «μεγάλων δεδομένων» από τις υπερδυνάμεις του πλανήτη και η σημασία της Ελλάδας στον ψηφιακό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας προκύπτει αξιοσημείωτη, το αίτημα για διαφάνεια και ενημέρωση σχετικά με τις παραχωρήσεις δεδομένων Ελλήνων προς ιδιωτικές εταιρίες και μάλιστα εκτός ΕΕ μοιάζει να γίνεται ακόμα πιο επείγον.

Πηγή: i-epikaira.blogspot.com