Του Μιχάλη Ψύλου
από την εφημερίδα Δημοκρατία
«Η Κίνα, σύντομα θα είναι η κορυφαία οικονομική δύναμη στον κόσμο» γράφει η βρετανική εφημερίδα Guardian. Ολα δείχνουν ότι «η κινεζική οικονομία φαίνεται να επωφελείται από την κρίση Covid-19 και ετοιμάζεται να προσπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες ,πιο γρήγορα απ` ότι αναμενόταν» προσθέτει η βρετανική εφημερίδα.
Το βρετανικό Κέντρο Οικονομικής και Επιχειρηματικής Έρευνας (CEBR) εκτιμά ότι η Κίνα θα γίνει η μεγαλύτερη οικονομική δύναμη στον κόσμο έως το 2028.
Μια ματιά στην πρώτη 20ετία του 21ου αιώνα ρίχνει επίσης άπλετο φως στις εξελίξεις αυτές: Το ποσοστό της Κίνας στο παγκόσμιο ΑΕΠ ήταν μόλις 3,6% το 2000 και αυξήθηκε σε 17,8% το 2019. Μέχρι το 2023, η Κίνα αναμένεται να μετακινηθεί στην κατηγορία χωρών με υψηλό εισόδημα, ξεπερνώντας το όριο των 12.536 δολαρίων κατά κεφαλήν, που ορίζεται από την Παγκόσμια Τράπεζα . Αν και αυτή η κατάταξη δεν αντικατοπτρίζει το πραγματικό βιοτικό επίπεδο των κατοίκων, το οποίο θα παραμείνει, στην Κίνα, πολύ χαμηλότερο από αυτό των Ηνωμένων Πολιτειών και των χωρών της Δυτικής Ευρώπης, το συμπέρασμα παραμένει σαφές: «Η Κίνα εξέρχεται από την πανδημία σε πολύ καλύτερη θέση από τον Δυτικό κόσμο» γράφει η γερμανική Die Welt και προσθέτει: «Η εξέλιξη αυτή τροφοδοτεί μια από τις μεγάλες συζητήσεις του 21ου αιώνα: Θα είναι η πανδημία το τέλος της Pax Americana;»
Η αντίδραση του Τζο Μπάιντεν
Το ερώτημα είναι πώς θα αντιδράσει έναντι της Κίνας ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, Τζο Μπάιντεν . Θα ακολουθήσει την πολιτική ολομέτωπης ρήξης και ενός νέου Ψυχρού Εμπορικού Πολέμου ,που χάραξε ο προκάτοχός του Ντόναλντ Τραμπ, προκαλώντας ακόμη και περιφερειακές γεωπολιτικές συγκρούσεις; Η θα επιλέξει μια ειρηνική και αμοιβαία επωφελή συνύπαρξη; Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν ότι η στρατηγική της κυβέρνησης Μπάιντεν έναντι του Πεκίνου θα είναι μια αλλαγή στο στυλ αλλά όχι ουσία από την προεδρία του Τραμπ. «Ο νέος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν θα θεωρήσει αναμφισβήτητα την Κίνα ως μείζονα ανταγωνιστή, αλλά η προσέγγισή του για να αντιμετωπίσει το Πεκίνο αναμένεται να είναι λιγότερο φιλόδοξη και αυθαίρετη σε σχέση με τον Τραμπ» εκτιμά ο καθηγητής Οικονομικών Γιαν Λιάνγκ στο Πανεπιστήμιο Willamette του Ορεγκον. «Ο Μπάιντεν έχει υποσχεθεί να ανοικοδομήσει έναν αντι-Κινέζικο συνασπισμό των ΗΠΑ με ομοειδείς χώρες για να εξασφαλίσει παραχωρήσεις από την Κίνα, αλλά αυτό δεν θα είναι καθόλου εύκολο» εκτιμά ο καθηγητής Γιανγκ. Δεν είναι σαφές ότι ο Μπάιντεν θα είναι σε θέση να συγκεντρώσει επαρκή υποστήριξη ,καθώς -σε ότι αφορά το εμπόριο και την οικονομία για παράδειγμα- χώρες όπως η Αυστραλία, η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα βρίσκουν την Κίνα ως έναν εξαιρετικά ευεργετικό εταίρο ,παρά τις υπάρχουσες δυσκολίες. Ηδη, το Πεκίνο προχώρησε στα μέσα Νοεμβρίου στην υπογραφή της Περιφερειακής Οικονομικής Εταιρικής Σχέσης (RCEP) με 14 άλλες χώρες της Ασίας-Ειρηνικού ,γεγονός που ενίσχυσε το καθεστώς της Κίνας στα περιφερειακά εμπορικά και οικονομικά δίκτυα. Με την Ευρωπαική Ενωση επίσης, μετά από επτά χρόνια διαπραγματεύσεων, η συνολική επενδυτική συμφωνία Κίνας-ΕΕ ,έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο.
Ενας νέος Ψυχρός Πόλεμος;
«Πολλοί δυτικοί παρατηρητές βλέπουν έναν νέο αναπτυσσόμενο Ψυχρό Πόλεμο, με την Κίνα να λειτουργεί ως εκδοχή του Σοβιετικής Ένωσης του 21ου αιώνα» γράφει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Affairs ,αλλά προσθέτει ότι «τέτοιες προβολές είναι υπερβολικά άκαμπτες για να περιγράψουν με χρήσιμο τρόπο την πολυπλοκότητα της ανόδου της Κίνας – είτε για να συλλάβουν τους μελλοντικούς στόχους του Πεκίνου είτε για να αναγνωρίσουν τα βασικά στοιχεία που έχουν διαμορφώσει τις φιλοδοξίες της χώρας». Το αμερικανικό περιοδικό σημειώνει ότι η Κίνα κάθισε στο περιθώριο για μεγάλο μέρος του Ψυχρού Πολέμου μετά το 1960, χωρίς να ενταχθεί ούτε στο δυτικό στρατόπεδο ούτε στο σοβιετικό. Το Πεκίνο φιλοδοξεί μάλιστα να θεωρηθεί ως ηγέτης του παγκόσμιου Νότου. Αυτός ο στόχος δεν είναι επίσης, καινούριος. Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Κίνα προσπάθησε να εμφανιστεί ως υπέρμαχος του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, σε αντίθεση με μια άγρια καπιταλιστική Δύση και την σκληροπυρηνική Σοβιετική Ένωση. Οι κινέζοι ηγέτες προσπαθούν να εμφανιστούν επίσης ως οι κληρονόμοι των αντι-αποικιακών αγώνων ,χωρίς φυσικά σήμερα να υποδαυλίζουν επαναστάσεις στον παγκόσμιο Νότο. Αντιθέτως, υποστηρίζουν ότι βοηθούν τις φτωχότερες χώρες ,δίνοντας έμφαση στην οικονομική ανάπτυξη όσο και στην αρχή της εθνικής κυριαρχίας. Αναμφίβολα, το Πεκίνο επιδιώκει την ανασύσταση της παγκόσμιας τάξης, στην οποία η Κίνα θα αναλάβει τον κυρίαρχο ρόλο στην Ασία .Στο πλαίσιο αυτό ,το Κινέζικο Κομμουνιστικό Κόμμα θέλει να ενισχύσει το ενδιαφέρον του για την κινεζική κοινωνία, να ενθαρρύνει τον καταναλωτισμό στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό, να επεκτείνει την παγκόσμια επιρροή του και να αναπτύξει και να εξάγει την προηγμένη τεχνολογία της Κίνας. «Οι Κινέζοι ηγέτες δεν θέλουν απλώς να εδραιώσουν την εξουσία τους στη χώρα. Οι φιλοδοξίες τους είναι παγκόσμιες» τονίζει το αμερικανικό περιοδικό και προσθέτει: «Αυτό δεν είναι εντελώς νέο: ο εθνικιστής ηγέτης Τσαγκ Κάι -σεκ και ο κομμουνιστής διάδοχός του ,Μάο Τσετουνγκ είχαν το όραμα του σημαντικού διεθνούς ρόλου για τη χώρα τους στις δεκαετίες του 1940 και του 1960, αντίστοιχα. Η Κίνα του σημερινού προέδρου Σι Τζιπινγκ ωστόσο ,έχει συνδυάσει τις διεθνείς φιλοδοξίες του Πεκίνου με οικονομική, στρατιωτική και τεχνολογική δύναμη για να επιτύχει μια πραγματικά παγκόσμια εμβέλεια: από λιμενικές εγκαταστάσεις στην Ελλάδα και ναυτική βάση στο Τζιμπουτί ,μέχρι την ανάπτυξη της τεχνολογίας 5G σε όλο τον κόσμο» .
Η παγίδα του Θουκυδίδη
«Φαντάζει αρκετά περίεργο ,αλλά η κινεζική οικονομία πιθανότατα θα καταστεί τα επόμενα χρόνια τουλάχιστον διπλάσια από την οικονομία των Ηνωμένων Πολιτειών, ίσως και τριπλάσια» λέει ο δισεκατομμυριούχος Ιλον Μασκ ,ιδρυτής και διευθύνων σύμβουλος της Tesla και της Space X. «Η βάση του πολέμου είναι η οικονομία και αν έχεις τους μισούς πόρους από την απέναντι πλευρά και δεν είσαι καινοτόμος ,πιθανότατα θα χάσεις» προειδοποιεί ο νοτιοαφρικανός επιχειρηματίας. Και αν κάποιοι αμφισβητούν τον Μασκ ,θα πρέπει να αναρωτηθούν γιατί η σχολή Κυβερνητικής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ μελετά εξονυχιστικά το τελευταίο διάστημα στην λεγόμενη «Παγίδα του Θουκυδίδη» ,όπως την «βάφτισε» ο καθηγητής του διάσημου αυτού ιδρύματος, Γκρέιαμ Αλισον αναλύοντας την κατάσταση που εξελίσσεται όταν μια ανερχόμενη δύναμη αμφισβητεί την ηγεμονία μιας δύναμης που ήταν κυρίαρχη ως τώρα . Ο καθηγητής Αλισον στο βιβλίο του «Destined for War. Can America and China escape Thucydide’s Trap», εκτιμά ότι η Κίνα και οι Ηνωμένες Πολιτείες προχωρούν προς μια βίαιη σύγκρουση, όπως είχε συμβεί στον Πελοποννησιακό πόλεμο μεταξύ Αθήνας και Σπάρτης. Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, ο πόλεμος αυτός που κράτησε 27 χρόνια και ουσιαστικά κατέστρεψε και τις δύο πόλεις ,ήταν αναπόφευκτος: «Ήταν η ολοένα αυξανόμενη δύναμη της Αθήνας που προκάλεσε φόβο στους συμμάχους της Σπάρτης και κατέστησε τη σύρραξη ανάμεσα στις δύο πόλεις αναπότρεπτη», αναφέρει ο Θουκυδίδης ως τη βασική αιτία που οδήγησε στον Πελοποννησιακό πόλεμο.
Φυσικά , οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις παραμένουν παντοδύναμες και αυτό είναι που ξεχωρίζει σε επίπεδο ισχύος. Αλλά και η Κίνα αυξάνει συνεχώς το πυρηνικό της οπλοστάσιο καθιστώντας το ενδεχόμενο μιας αναμέτρησης όχι απλά ολέθριο για όλη την ανθρωπότητα, αλλά και αμφίρροπο. “Το μεγαλύτερο εμπόδιο που θα αντιμετωπίσει η Κίνα πάντως ,δεν είναι η εχθρότητα των Ηνωμένων Πολιτειών ή άλλων αντιπάλων, αλλά ο εντεινόμενος αυταρχισμός στο εσωτερικό της χώρας” υποστηρίζει το Foreign Affairs. “Πρέπει όμως να ζήσουμε με μια Κίνα που υπάρχει – και όχι με μια Κίνα που ευχόμαστε να υπάρχει», λέει ο βετεράνος διπλωμάτης και καθηγητής Φιλοσοφίας ,Κισόρε Μαχμπουμπάνι ,από τη Σιγκαπούρη, ο οποίος μιλάει εδώ και χρόνια για τον «Ασιατικό αιώνα» . Ο καθηγητής Μαχμπουμπάνι χαρακτηρίζει «αλαζονική» την προσπάθεια της Δύσης να θέλει να διαμορφώσει την Κίνα σύμφωνα με τις δυτικές αξίες και διερωτάται: «Γιατί μια χώρα όπως οι ΗΠΑ με λιγότερα από 250 χρόνια ιστορίας και το ένα τέταρτο του πληθυσμού της Κίνας ,να πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει την Κίνα – και όχι το αντίστροφο;»
Τ.Μ