5.12.20

ΥΣΤΑΤΗ ΙΚΕΣΙΑ ΣΤΟΝ ΘΕΑΝΘΡΩΠΟ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΑ ΙΗΣΟΥ.

 


Γράφει ο Αντώνης Αντωνάς, σε μικτή Κυπριακή διάλεκτο.

Χρησιμοποιώντας λυρικές επικές, ποιητικές λαογραφικές, σύνθετες λέξεις και φράσεις, θα προσπαθήσω να αποδώσω σε μικτή συμφραστική γλώσσα, καθαρεύουσα – νεοελληνική – δημοτική – κυπριακή διάλεκτο, ακόμη ένα λυρικό πόνημα - προσευχής Υστάτης Ικεσίας, στην αγαπημένη μου πατρίδα Κύπρο.

Η λυρική αφήγηση, του απείρου άδικου ιστορία, γραμμένη με το θείο αίμα της Κύπρου και των Ελλήνων πεσόντων Κυπραίων Ηρώων.
Η Άλωση όπως την είδαν απού ψηλά, τα τρία ματόβρεκτα ειρήνης περιστέρια.

Όταν όμως γεννιέται ο Χριστός γεννιέται μαζί Του και η ελπίδα για ένα κόσμο χωρίς βία, γεμάτο αγάπηειρήνη, δικαιοσύνη ... ΛΕΥΤΕΡΟ!
     Πρωί πρωί, που το πουρνόν ξημέρωμα,/ τζιείν΄ την ημέραν, την ασβολερήν, την μαυροκαημένην,/ όταν οι Τούρτζιοι βάρβαροι, που απ΄ τ΄ανάθεμαν,/ ήρτασιν τζιαί σ’ άλωσαν, Κύπρος μας αγαπημένη/ τζιαί κατάσφαζαν γέρημα γυναικόπεδα,/ γριές μανάδες, γέροντες πατεράδες τζιαί αδέρφκια,/ τρία ασπροπούλια, καλά πουλιά,/ τρι΄ άσπρα της Κύπρου, ειρήνης περιστέρκα,/ που πισσομαυρισμένα εγίνασιν,/ που τους καπνούς και τα αχνίζοντα αίματα./ Ασβολωμένα ήταν, απού θρηνισμό καρκιάς/ τζι΄ οδύνης, απού την ματοχυσία…./ Τα ΄δασιν ούλλα τα κακά που τ΄άψη,/ της Κύπρου της πομπαρτοκαμένης,/ τζι΄ ακόμη εθωρούσασιν, μαραζωμένα,/ εδερνοπίσκασιν πετώντας γοερά,/ στους θλιμμένους κυπριακούς ουρανούς,/ που βροσιήν μαύρων πικρών δακρύων,/ με οδυρμούς, καταρράκτες ερίχνασιν…/Τζιαί νεκαλιούνταν τα περιστέρκα μας,/ μαζί με τ΄ απροστάτευτα ορφανά,/ τις μάνες τζιαί πατέρες τους χαροκαμένους,/ τους μαυροπικραμένους τζιαί πενθοκτυπημένους./ Γαλάζιοι τζιαί ξάστεροι οι ουρανοί μας ήταν…/, πριν έρτουν, να τους μολύνουσιν,/ που τα πέρατα της βάρβαρης ανατολής,/ ορδές μυριάδες γιουρούκηδες,/ που για γαίμαν Χριστιανικόν αδημονούσαν/ όπως οι πρόγονοι τους Οθωμανοί Σουλτάνοι,/ οι γαιματοβαμμένοι, που τζιαί αυτοί αιμοδιψούσαν…
    Μαυροπικραμμένα, εσμίασιν τα πυρωμένα γαίματα/ τα πύρρεια τα δάκρυα, πικρά την νήσον,/ εποτίζαν τζιαί μ΄ορμή εχύνουνταν./ στην θάλασσα της Τζιερύνειας,/ Ερυθρά η θάλασσα βάφτηκε, Νεκρά θάλασσα εγίνει,/ μαύρη τζιαί η γη η δακρυοποτισμένη γέρημη τζιαί στείρα πια./ Αλοί τζιαί τρισαλοίμονο ..οϊμέ…!/ στα τρία μοιραία άσπρα περιστέρκα,/ τα έρημα, που λαβωμένα επετούσαν,/ που πάνωθκιον, της αστραποκτυπημένης,/ στο βαρύν σκότος πισσούρι τυλιγμένης,/ θαλασσοφίλητης πανώρκας νήσου/. Ας όψονται τζι΄ ας ξέρουσιν,/ οι Τούρτζιοι βαρβάροι, ότι ακόμα τζιαί μετά,/ που μια νύχτα πισσοσκότεινη ο ήλιος/, ο φωτοστεφανώμενος,/ το πουρνόν τζιαί πάλαι, θ΄ ανατείλει,/ απ τα φωτόλαμπρα, της Κυπρου τα’ ‘πουράνια,/ με το κοντάρι του, το λαμπερόν, φωθκιάν τζι όλεθρον/, εις τους οχτρούς αλύπητα θα σπείρει/ τζιαι Ανάσταση τζιαι Λευτερκά, εννά φέρει….
    ΄Ενε πρόλαβαν το μήνυμα στην μάνα μας να πάνε,/τα τρία της Κύπρου, περιστέρκα../
    Απεγνωσμένα μάχουνται,/ στης Κύπρου της ματοτζιηλισμένης/, στην αχάπαρη την μάνα για να πάσιν,/ να ικετεύσουν, ύστατη στιγμή,/ βοήθεια μητρική να κελεύσουν/. Εν είχαν απ΄αλλού βοήθεια,/ τα άμοιρα να εκλιπαρήσουν,/ για την έρμην κόρη, που αργοπέθαινε./ Εθέλασιν μόνο στην μάνα της,/ τα μαύρα μαντάτα να της λαλήσουν,/ για την βαρβαροκτυπημένη θυγατρί,/ απού τα σιέρκα τα ΄γκληματικά κατασφαγμένης,/ αυτόνων των βάρβαρων, τ΄ Αττίλα απογόνων./ Εν πρόλαβε το μαυροπικραμμένο μαντάτο/, το ΄να άσπρο περιστέρι για να πάει/, μες΄ τους καπνούς εχάθην./ Απού ψηλά την Κύπρο εθώρεντην,/ που εκαύκετου…, εν άντεξε, εποστάθηκεν,/η θλίψη το παράλυσε, τζιαί χάμου ππέφτει,/ οϊμένανε..στ’ Απόστολου Βαρναβα σκλαβωμένο μοναστήρι!/ Το άλλο στου Τζιύκκου το ψηλό βουνί,/ της Παναγιάς Τζιυκκώτισσας, στο άγιο το θρονί της,/ ψυχομασιεί τζιαί σέρνεται το πισσομαυρισμένο/το τρίτο απ τον ουρανό, την Κύπρο/ που τους καπνούς, θολά εθώρεντην / τζι΄ απ την πύρινη θωρκά του, αστραπόβροντα γενιούνται./ τζιαι επιθανάτιο Ύστατο ανακάλημα, μες την ανεμοζάλη του την μαυρογέρημη/, σαν Διγενή Ακρίτα μεταμόρφωση,/ στα θεία ουράνια με βροντερήν ανθρώπινην λαλιά/, ανακράζει το πικροποτισμένο/ τζιαί αναπέμπει ικεσία έσχατη,/ που σαν ιερή ψαλμουδκιά απόκοσμη,/ απαντοχή στα πέρατα ακούστην,/ « Την Κύπρο σώστε, Ω! Θεέ, Χριστέ μας,/ τζιαί συ Τζιυκκώτισσα Παναγιά μας/
    Εσύ της Κύπρου η μάνα Παναγιά, που απ΄την Κύπρο,/ όταν πέρασε,ς τον Άη Λάζαρο να δείς,/ πάνου στου Τζιύκκου τα βουνά μαζί,/ τ΄ ανεβήκατε για να βλογήσετε,/ πιστούς Χριστιανού Κυπραίους,/ τα πεύκα ούλλα λύγισαν τζιαί υποκλιθήκαν./ Έλα πίσω Παναγιά μας, συγχώρεση να δώσεις,/ για τις αμαρτίες μας τζιαί τούτην μόνον την φοράν,/ τους βάρβαρους θε να λυγίσεις τζιαί γονατίσεις,/ στα τιμημένα χώματα της Κύπρου, να θεοκαρβουνιάσουν,/Αυτοί οι βάρβαροι που αμάχους κατάκαψαν,/ εκκλησιές λεηλάτησασιν, ιερά και όσια καταπατήσασιν…/
    Τζιαί επί τέλους οι Κυπραίοι τζιαί ούλλoς,/ ο Ελληνισμός αυτός ο μαρτυρικός λαός να πνάσουσιν…,/τζιαι απ αύτην του κόσμου την μαυροσκότεινη/ μαυρογέρημη τραγωδία της πανδημίας να ησυχάσουσιν…. , / ειρήνη , υγεία τζιαί αναπαμό νάχουν, διότι  τώρα έχουν λυγίσει/ πια τα ματωμένα γόνατα τους,/  και αν κάποτε ακούμπαγαν τα ιερά χώματα,/ ήταν για τους νεκρούς τους ήρωες τζιαι για προσευχή…..

    ……Τζιαί άφησε τον τελευταίο στεναγμό,/ το τρίτο ματοβαμμένο περιστέρι….,/ στον τρούλλο του Αποστόλου Ανδρέα,/ στ΄Άγιο υπόδουλο μοναστήρι της Ουρανίας Καρπασίας…./ποτίζοντας τζιαι τούτο, το πικροχολωμένο/ το δακρύβρεχτο με το αίμα του το Άγιο Αθάνατο Δέντρο της Ελευθερίας…./ προσδοκώντας tην υστάτη τένα νέο φωτεινό αστέρι της γέννησης του Θεανθρώπου Ιησού,/ να λάμψει πάνω από την Ελληνική Κύπρο και να φέρει Λευτεριάκαι αναγέννηση σ΄αυτό το μοναχικό χρυσοπράσινο φύλλο,/ το κλυδωνιζόμενο/ στη φουρτουνιασμένη θάλασσα της Μεσογείου……

    Εσύ Χριστέ Πανάγαθε, που επί γής ειρήνη και εν ανθρώποις ,/ευδοκία έφερες, Εσύ που ματόβρεκτος ανέβηκες τον ΓολγοθάΕσύ που του Σταυρού εβίωσες τα βάσανα και τον θάνατο, /μ΄αγκάθινο στεφάνι, δες και της Κύπρου τα μαρτύρια, που είναι Εσταυρωμένη και δώσε απλόχερα ελπίδα με την Θεία Γέννηση σου σ΄όλο τον ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ/

    ΑΝΤΩΝΙΟΣ ΑΝΤΩΝΑΣ