Γράφει ο Καθηγητής Γιώργος Πιπερόπουλος
Μαθαίνουμε, δυστυχώς, τον τζόγο από μικρή ηλικία καθώς πολλά παιχνίδια που δωρίζουμε στα παιδιά μας έχουν ως χαρακτηριστικό τους το ρίσκο, είναι παιχνίδια τύχης που περιέχουν τη ρίψη του ζαριού, το τράβηγμα χαρτιών, το στοιχείο της πιθανότητας.
Η πανδημία covid-19 που ταλανίζει την Ανθρωπότητα με τα lockdown και τους περιορισμούς κοινωνικών επαφών έχει «στενοχωρήσει» τους κάθε λογής «παίκτες - κυνηγούς της Τύχης» καθώς έκλεισαν διεθνώς (φυσικά και στην Πατρίδα μας) καζίνα και άλλων μορφών «Δομές-Ναοί του Τζόγου».
Αυτό δεν σημαίνει ότι σταμάτησαν ΟΛΕΣ οι δραστηριότητες του τζόγου καθώς με τη βοήθεια της πληροφορικής διατίθενται στο διαδίκτυο και «εικονικά καζίνα» και άλλες μορφές τυχερών παιχνιδιών.
Δυστυχώς είναι μεγάλοι οι αριθμοί των παιδιών που «τζογάρουν» διαδικτυακά χρησιμοποιώντας τις τραπεζικές κάρτες των γονιών τους και δημιουργούνται έτσι αμέτρητα δράματα που επιδεινώθηκαν αυτήν την εποχή στην οποία σημειώθηκε τεράστια αύξηση στον τζίρο του διαδικτυακού τζόγου…
Τον τζόγο σε όλες του τις μορφές σε παγκόσμια επισκόπηση παρουσιάσαμε στο βιβλίο που συγγράψαμε στην Αγγλική γλώσσα από κοινού με την κόρη μου Dr Νατάσα Πιπεροπούλου το οποίο κυκλοφόρησε διεθνώς ο εκδοτικός οίκος Bookboon τον περασμένο Οκτώβριο.
Το βιβλίο μπορούν οι αναγνώστες να «κατεβάσουν» δωρεάν από το διαδίκτυο και η σχετική βιβλιοπαρουσίασή του έγινε εδώ στο αγαπημένο blog με τίτλο: https://bookboon.com/en/addictions-ebook.
Ο τζόγος σε παγκόσμια κλίμακα έχει καθιερωθεί, επίσημα και ανεπίσημα, σε ιεροτελεστία, σε φοβερά επικερδή απασχόληση, τόσο για Κράτη όσο και για ιδιώτες καθώς επίσης και για οργανωμένα συμφέροντα που σε καθημερινή βάση διακινούν μυθώδη ποσά που ρέουν από το περίσσευμα των εύπορων ή το υστέρημα των απόρων.
Υπολογίζεται ότι τα κάθε λογής τυχερά παιχνίδια ξεπερνούν κάθε χρόνο τα αστρονομικά ποσά εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Στη Μέκκα του τζόγου, στο Las Vegas της Πολιτείας της Nevada (την πόλη των τυχερών παιχνιδιών και της πορνείας που, όπως είναι γνωστό, ποτέ δεν... κοιμάται), οι εισπράξεις μιας βραδιάς ξεπερνούν κατά πολύ τον ετήσιο προϋπολογισμό γιγαντιαίων ελληνικών ΔΕΚΟ, όπως της ΔΕΗ και του ΟΤΕ!
Στην Ελλάδα στο κυνηγητό της Τύχης συμβάλλουν τόσο ιδιώτες όσο και το επίσημο κράτος και κοινωφελή ιδρύματα με τις κάθε λογής λαχειοφόρες αγορές.
Με δεδομένες τις διαδικασίες εξοικείωσης όλων μας εξ απαλών ονύχων με τα παιχνίδια της τύχης, παραμένει επίμονα δύσκολη η απάντηση στο θεμελιακό ερώτημα «γιατί ένα συγκεκριμένο άτομο γίνεται μανιώδης παίκτης;».
Ο Παθολογικός παίκτης
Σε μια επιφανειακή ψυχοδυναμική προσέγγιση, σε μια πρώτη επιπόλαια θεώρηση, ο μανιώδης κυνηγός της τύχης προβάλλει ως άτομο με έντονα στοιχεία κοινωνικότητας, πρόσχαρο στη συμπεριφορά του με τους άλλους, ως ένας κλασικά ευχάριστος τύπος άνδρα ή γυναίκας.
Διεισδύοντας, όμως, βαθύτερα στην αυθεντικότητα της συμπεριφοράς του, ανακαλύπτουμε κάτω από την ευχάριστη επιφάνεια ένα άτομο ψυχό-συναισθηματικά ανώριμο, με έντονα χαρακτηριστικά εχθρότητας και σαφείς τάσεις μαζοχισμού που συνοδεύονται από στοιχεία άρνησης και αντικοινωνικότητας καθώς και από μια χαρακτηριστική ροπή προς τη μαγεία, την παραψυχολογία και τις μεταφυσικές ανησυχίες.
Οι καταναγκαστικοί κυνηγοί της τύχης είναι άτομα με παθητική εξαρτημένη προσωπικότητα, τους λείπει η ικανότητα για σύναψη, εδραίωση και συνέχιση αυθεντικών στενών διαπροσωπικών σχέσεων, είναι άτομα με έντονη τάση για εκμετάλλευση του άλλου, που δεν διστάζουν να διαλύσουν – θυσιάζοντας στον βωμό του προσωπικού τους πάθους – και αυτήν ακόμη την κοινωνική υπόληψη ή την οικονομική ασφάλεια της οικογένειάς τους.
Η ψυχοσύνθεση του καταναγκαστικού κυνηγού της τύχης, του παθιασμένου τζογαδόρου φαίνεται να είναι ταυτόσημη με την αναζήτηση της δράσης και της περιπέτειας και, όπως εξομολογούνται οι ίδιοι, είναι άτομα που, εάν δεν ρισκάρουν, αδυνατούν να επιβεβαιώσουν την ύπαρξή τους, αδυνατούν να αισθανθούν ότι πραγματικά ζούνε!
Συχνά, πολύ συχνότερα από τον μέσο άνθρωπο, ο κυνηγός της τύχης ζει στο μεταίχμιο, με πολύπλοκα συστήματα υποκειμενικής αιτιολόγησης της συμπεριφοράς του που ξεκινούν από το γνωστό «σύνδρομο του Μόντε Κάρλο» (έπειτα από μια σειρά αποτυχιών έρχεται αναμφισβήτητα η επιτυχία ή, αφού χάσω σε έναν αριθμό x προσπαθειών, την επόμενη φορά θα κερδίσω, αλλά το άτομο δεν μας λέει πόσες ακριβώς πρέπει να είναι οι x φορές).
Επίσης, υπάρχει και ο «φαύλος κύκλος», η αποκαλούμενη φαντασίωση του σοφίσματος, που για τον τζογαδόρο παίρνει την ακόλουθη μορφή: «Όταν κερδίζω, παίζω με τα χρήματα των άλλων και όταν χάνω, προσπαθώ απλώς και μόνο να… ισοφαρίσω. Όταν το επιτύχω αυτό το κέρδος ταυτίζεται με την απόλαυση, τη γοητεία που μου χαρίζει το παιχνίδι καθώς με συνεπαίρνει χωρίς να μου κοστίζει και... πολλά!».
Έτσι, μολονότι η καθημερινή αδυσώπητη, επαναλαμβανόμενη και δυσάρεστη πραγματικότητα των απωλειών χρημάτων θα έπρεπε να το συνετίσει, το ψυχαναγκαστικό άτομο παραμένει απορροφημένο με ολόκληρο το «είναι» του στο απύθμενο ψυχό-κοινωνικό-οικονομικό κατρακύλισμα, εξανεμίζοντας περιουσίες, χρεωμένο σε φίλους και τοκογλύφους, αλλά με σταθερή πάντα τη διαίσθηση ότι στην επόμενη στροφή θα ανοίξει και πάλι η τύχη του.
Ο παθολογικός παίκτης, ο τζογαδόρος, χώρια από τις ώρες που αναλώνει στο συγκεκριμένο παιχνίδι (χαρτιά, καζίνο, ιππόδρομος κ.λπ.), ξοδεύει και τις υπόλοιπες ώρες του προσδιορίζοντας την κακοτυχία της περασμένης νύχτας ή μέρας και πλάθοντας όνειρα για το επόμενο παιχνίδι. Ο καταναγκασμός και η ταυτόχρονη γοητεία του κυνηγητού της Τύχης που το συνεπαίρνουν, οδηγούν το άτομο αυτό σε πλήρη αδιαφορία και αμέλεια της προσωπικής και οικογενειακής ζωής του και φυσικά των επαγγελματικών του υποχρεώσεων.
Όσο πικρόχολο και εάν ακουστεί αυτό, θα το πω γιατί το κρίνω αναγκαίο. Στις περιπτώσεις του πάθους του τζόγου εκατό γραμμάρια πρόληψης λειτουργούν πολύ πιο αποτελεσματικά από ένα κιλό θεραπείας. Καθώς προαναφέρθηκε, δεν υπάρχει απόλυτα σαφής ορισμός των γενεσιουργών αιτίων δημιουργίας ενός παθιασμένου παίκτη, ενός τζογαδόρου.
Κοινωνικό-ψυχολογικές έρευνες πιστοποιούν το γεγονός ότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτών των ατόμων επιδεικνύει συγγενείς δομές προσωπικότητας και χαρακτήρα με άτομα που κάνουν κατάχρηση αλκοόλ και ναρκωτικών. Με άλλα λόγια, η διαδικασία ανέλιξής τους σε τζογαδόρους ακολουθεί τον κύκλο του κέρδους ή της επιτυχίας που γίνεται αυτοσκοπός, τα ποσά έχουν σταθερά αυξητική τάση και ολάκερη η συμπεριφορά, η προσμονή και η συναισθηματική εστίαση επικεντρώνονται μονίμως στο... επόμενο παιχνίδι.
Από τη άλλη πλευρά, υπάρχει η άποψη ότι σημαντικός αριθμός παικτών είναι νευρωτικά άτομα στα οποία υπάρχει η υποσυνείδητη «ανάγκη να χάσουν», που συγκαλύπτεται από τη συνειδητή, την εμφαντική προσκόλληση στην επιδίωξη της επιτυχίας. Η υποσυνείδητη ανάγκη για «αποτυχία» ξεκινά από την ανάγκη του ατόμου να επαναστατήσει απέναντι στη γονική εξουσία και κυριαρχία, γεγονός που δημιουργεί ενοχές και ανάγκη τιμωρίας και γενικεύεται σε επαναστατικότητα στο ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Ο τζογαδόρος είναι άτομο με έντονο υπαρξιακό άγχος, με βαθιά συναισθήματα ανασφάλειας και έλλειψη ικανότητας χειρισμού των απογοητεύσεων και ματαιώσεων που επιφυλάσσει η καθημερινότητα. Το άτομο αυτό εστιάζει στην υπέρμετρη ανάγκη του για φυγή στο κυνηγητό της τύχης.
Η ατομική ψυχοθεραπευτική παρέμβαση συνήθως έχει αρνητικά προγνωστικά ενώ παραγωγική είναι η ψυχοθεραπεία σε επίπεδο ομάδας.
Το 1957 δύο Αμερικανοί τζογαδόροι, αναζητώντας θεραπεία για το πάθος τους, δανείστηκαν τη φιλοσοφία Αλληλοβοήθειας των Ανώνυμων Αλκοολικών και δημιούργησαν την πρώτη παρόμοια ομάδα αλληλοβοήθειας τζογαδόρων (Gamblers Anonymous) στο Los Angeles. Ήδη υπάρχουν εκατοντάδες παραρτήματα στις περισσότερες χώρες του Κόσμου.