Τις τελευταίες μέρες έχουν προκύψει επίμονες πληροφορίες ότι το Ελληνικό Ναυτικό ενδιαφέρεται να αγοράσει τέσσερις αμερικανικής κατασκευής φρεγάτες MMSC (Multi Mission Surface Combatant). Άποψη του γράφοντος είναι ότι η MMSC, όπως και οποιαδήποτε άλλο πλοίο με παρόμοια χαρακτηριστικά και ικανότητες, με όπλα περιορισμένου βεληνεκούς και αισθητήρες περιορισμένης εμβέλειας, όχι μόνο δεν καλύπτει τις ελληνικές μακρόπνοες ανάγκες, αλλά ενδέχεται να αποτελέσει επικίνδυνη αχίλλειο πτέρνα μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Ο λόγος είναι ότι αυτά τα πλοία δεν είναι προσαρμοσμένα στο δυνητικό περιβάλλον απειλής των επόμενων ετών στο Αιγαίο. Κι αυτό γιατί, αναγκαστικά, θα επιχειρούν σε σχετικά κοντινές αποστάσεις από τις τουρκικές ακτές, θα είναι ευάλωτα σε μια σειρά καινοφανών απειλών, με προεξάρχουσα τους αντιπλοϊκούς βαλλιστικούς πυραύλους (ASBM).
Πριν από περίπου δέκα χρόνια, η Κίνα άλλαξε τα δεδομένα στην προβολή ισχύος από τη στεριά στη θάλασσα, παρουσιάζοντας προηγμένα πλέγματα αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής (A2/AD), στόχος των οποίων ήταν να απομακρύνουν από τη Νότιο και την Ανατολική Σινική Θάλασσα τις ομάδες μάχης των αμερικανικών αεροπλανοφόρων (CCG). Έτσι οι Κινέζοι κατέστησαν πολύ ανθυγιεινά για αυτές τις ομάδες μάχης τα παράκτια ύδατα της Κίνας, σε βάθος που ξεπερνούσε τα χίλια χλμ.
Αιχμή του δόρατος της κινεζικής προσπάθειας ήταν οι διάσημοι, πλέον, βαλλιστικοί πύραυλοι εναντίον πλοίων (ASBM) Dong Feng 21D (DF-21D), με βεληνεκές περίπου 1700 χλμ. Οι πύραυλοι αυτοί λειτουργούσαν στο πλαίσιο δικτυοκεντρικών δομών που περιλάμβαναν μέσα εντοπισμού και ιχνηλάτησης των αμερικανικών πλοίων, τα οποία τροφοδοτούσαν με πληροφορίες τους πυραύλους κατά τη διάρκεια της πτήσης τους, έτσι ώστε αυτοί να ρυθμίζουν την πορεία τους ανάλογα με τα νέα δεδομένα.
Στην τερματική φάση ο πύραυλος εξαπέλυε ένα όχημα επανεισόδου με ικανότητες διεξαγωγής ελιγμών (MaRV) το οποίο αναλάμβανε να εντοπίσει με δικό του αισθητήρα το πλοίο-στόχο και να κατευθυνθεί προς αυτό. Χάρη στην πολύ μεγάλη ταχύτητά του ήταν πολύ δύσκολο να αναχαιτιστεί. Στα επόμενα χρόνια, οι Κινέζοι παρουσίασαν τον ακόμη υψηλότερων επιδόσεων ASBM DF-26, με βεληνεκές 3.000 χλμ, ο οποίος μπορούσε να απειλήσει και πλοία μικρότερων διαστάσεων όπως είναι τα αντιτορπιλικά Arleigh Burke και τα καταδρομικά Ticonderoga.
Τα μεταπυρηνικά όπλα
Κατά τη διάρκεια δε της μεγάλης στρατιωτικής παρέλασης που έγινε στο Πεκίνο τον Οκτώβριο 2019 οι Κινέζοι παρουσίασαν ένα ακόμη πιο επικίνδυνο σύστημα, ένα υπέρ- υπερηχητικό (hypersonic) όχημα αερολίσθησης (HGV) DF-ZF (ή WU-14 όπως αναφέρεται από τους Αμερικανούς) πάνω σε έναν βαλλιστικό πύραυλο. Το όλο σύστημα αναφέρεται ως DF-17. Ως hypersonic αναφέρουμε ένα βλήμα ή αεροσκάφος που μπορεί να επιτύχει ταχύτητα τουλάχιστον πέντε φορές μεγαλύτερης του ήχου (Mach 5). Ο πύραυλος-φορέας απελευθερώνει το βλήμα σε μεγάλο υψόμετρο και μετά αυτό κινείται προς τον στόχο του "γλιστρώντας" στον αέρα.
Η πολύ μεγάλη ταχύτητα και η αυξημένη ικανότητα διεξαγωγής ελιγμών καθιστούν πολύ δύσκολη την αναχαίτισή του ακόμη και από προηγμένα αντιπυραυλικά όπλα. Οι ικανότητες αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής των Κινέζων χαρακτηρίστηκαν από Αμερικανούς ειδικούς με το αρκτικόλεξο HEAT (High End Asymmetrical Threats) και πύραυλοι όπως ο DF-21D, ο DF-26 και ο DF-17 αναφέρονται ως "μεταπυρηνικά υπερόπλα" (post nuclear super weapons).
Επίσης, τα πυραυλικά δίκτυα A2/AD δεν περιλάμβαναν μόνο αντιπλοϊκούς βαλλιστικούς πυραύλους ή πυραύλους cruise. Για βεληνεκές μικρότερο των 500 χλμ οι Κινέζοι αξιοποίησαν πολλαπλούς εκτοξευτές ρουκετών με επαυξημένο βεληνεκές. Ο πιο εντυπωσιακός είναι ο Wei Shi 2D (WS-2D), το βεληνεκές του οποίου φτάνει τα 400 χλμ. Εδώ αξίζει να επισημανθεί ότι o πρόγονος του WS-2, ο WS-1B, αποτέλεσε τη βάση του τουρκικού TRG-300 Kasirga (Βλ. "Η Στρατιωτική Άνοδος της Κίνας και η Γεωπολιτική του Πολέμου στη Μέση Ανατολή" και "Η Νέα Στρατιωτική Επανάσταση και η Ελληνική Αμυντική Στρατηγική" εκδ. Λιβάνη).
Στα επόμενα χρόνια, ολοένα και περισσότερες χώρες παρουσίασαν παρόμοια συστήματα A2/AD, δημιουργώντας μια ζώνη θανάτου σε αποστάσεις εκατοντάδων ή και χιλιάδων χλμ από τις ακτές τους. Η Ρωσία ήταν φυσικά μία από αυτές, αλλά και το Ιράν κατάφερε να κατασκευάσει αντιπλοϊκούς βαλλιστικούς πυραύλους, οι δυνατότητες των οποίων λαμβάνονται πολύ σοβαρά υπόψη από τους Αμερικανούς.
Ακόμη και υποκρατικοί δρώντες, πολύ χαμηλών τεχνολογικών δυνατοτήτων, όπως είναι οι αντάρτες Χούτι στην Υεμένη, κατάφεραν να δημιουργήσουν ασύμμετρες ικανότητες A2/AD, διαμορφώνοντας ταχύπλοα σκάφη σε ρομποτικούς αυτοσχέδιους εκρηκτικούς μηχανισμούς (VBIED) και προσέβαλαν σαουδαραβικά πολεμικά σκάφη σε μεγάλες αποστάσεις από τις ακτές.
Πλέγματα αντιπρόσβασης από Τουρκία
Το ερώτημα είναι αν η Τουρκία έχει αναπτύξει, ή πρόκειται να αναπτύξει παρόμοια πλέγματα A2/AD; Αν ναι, αυτά θα διαμορφώσουν ένα νέο περιβάλλον, στο οποίο πρέπει να προσαρμοστεί η ελληνική ναυτική ισχύς. Η απάντηση δεν είναι γνωστή. Ωστόσο, αυτό που μπορούμε να πούμε μετά βεβαιότητας είναι πως η Τουρκία, ακόμη και αν δεν έχει αναπτύξει παρόμοιες ικανότητες, είναι σίγουρο ότι μπορεί να το κάνει προσεχώς.
Οι αντιπλοϊκοί βαλλιστικοί πύραυλοι ήδη διατίθενται στη διεθνή αγορά. Μεταξύ των άλλων, η κινεζική εταιρεία CASIC προσφέρει τον CM-401 με βεληνεκές περίπου 290 χλμ και η επίσης κινεζική ALIT τον M20A με βεληνεκές 280 χλμ. Έχει αναφερθεί πως αυτός ήδη έχει αποκτηθεί από μη κατανομαζόμενες χώρες.
Η Τουρκία ήδη έχει αποδείξει ότι επενδύει στην ανάπτυξη πλεγμάτων "αναγνώρισης-κρούσης" (reconnaissance-strike complexes) με μη επανδρωμένα αεροχήματα, αλλά και με μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας, όπως είναι το ULAQ που παρουσίασε πριν λίγο καιρό. Αυτά προσφέρουν δεδομένα στοχοποίησης σε άλλα όπλα, ή χρησιμοποιούν και τα δικά τους.
Παρεμπιπτόντως, σμήνη από μη επανδρωμένα αεροχήματα, περιφερόμενα πυρομαχικά (loitering munitions), μη επανδρωμένα σκάφη επιφανείας (USV) ή μη επανδρωμένα υποβρύχια (UUV), επίσης αποτελούν μέρος των ικανοτήτων A2/AD. Δυστυχώς, η Τουρκία δείχνει να βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από την Ελλάδα σε αυτόν τον τομέα. Όχι γιατί η Ελλάδα στερείται των σχετικών ικανοτήτων, αλλά γιατί δεν ασχολείται. Επιπροσθέτως, εδώ και πολλά χρόνια η Τουρκία έχει επενδύσει στην ανάπτυξη βαλλιστικού οπλοστασίου, συνεργαζόμενη με την Κίνα. Είναι, λοιπόν, επόμενο να έχει έρθει σε επαφή με τις πολεμικές μεθοδολογίες και πιθανώς και τις σχετικές τεχνολογίες που έχει αναπτύξει η Κίνα.
Εδώ και 20 χρόνια
Το σημαντικότερο είναι ότι έχουμε σειρά ενδείξεων ότι εδώ και χρόνια η Τουρκία μελετά παρόμοιες ικανότητες. Για παράδειγμα, πολλά χρόνια πριν οι Κινέζοι παρουσιάσουν τον DF-21D (αρχές της δεκαετίας 2000), το Ισραήλ είχε παρουσιάσει τον βαλλιστικό πύραυλο LORA, για τον οποίο είχε ανακοινώσει ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί και εναντίον πλοίων επιφανείας. Τότε, μάλιστα, είχαμε χαρακτηρίσει υπερβολικούς τους ισχυρισμούς των Ισραηλινών για τις ικανότητες του όπλου. Μερικά χρόνια μετά, οι Κινέζοι μας απέδειξαν ότι κάναμε λάθος (βλ. Κ. Γρίβας, Ζ. Μίχας "Ελληνική Αμυντική Στρατηγική για τον 21ο Αιώνα" εκ. Κασταλία 2006).
Το πολύ ενδιαφέρον της υπόθεσης είναι ότι το Ισραήλ έκανε γνωστή την ύπαρξή του πυραύλου όταν τον παρουσίασε στην ηγεσία του τουρκικού υπουργείου Άμυνας. Εκείνο τον καιρό οι σχέσεις των δύο χωρών ήταν ακόμη εξαιρετικές. Με άλλα λόγια, σχεδόν 20 χρόνια πριν, οι Τούρκοι εξέταζαν την απόκτηση αντιπλοϊκών βαλλιστικών πυραύλων και όπως φαίνεται δεν έμειναν μόνον στην εξέταση. Κατά την έκθεση αμυντικού υλικού DSEi το 2011, η Τουρκία παρουσίασε για πρώτη φορά τον αεροεκτοξευόμενο πύραυλο cruise SOM.
Κατά τη διάρκεια της παρουσίασης, οι εκπρόσωποι της κατασκευάστριας εταιρείας ανέφεραν ότι ο πύραυλος έχει σχεδιαστεί για να λειτουργεί σε δικτυοκεντρικό περιβάλλον, να ανανεώνει τα δεδομένα στοχοποίησης σε πτήση και να μπορεί να προσβάλει κινούμενα πλοία επιφανείας, λαμβάνοντας πληροφορίες από άλλες πλατφόρμες. Άρα, από τότε οι Τούρκοι ανέπτυσσαν πλέγματα αναγνώρισης-κρούσης με σκοπό την προβολή ισχύος στη θάλασσα.
Χρειαζόμαστε μεγάλες ναυτικές μονάδες;
Συμπερασματικά, αν η Τουρκία δεν έχει ήδη αναπτύξει, είναι εξαιρετικά πιθανό πως θα αναπτύξει στα επόμενα χρόνια ισχυρά πλέγματα αντιπρόβασης και άρνησης περιοχής στο Αιγαίο που θα καθιστούν εξαιρετικά επισφαλή τη δράση μεγάλων μονάδων επιφανείας ακόμα και σε μεγάλες αποστάσεις από τις τουρκικές ακτές. Φυσικά, παρόμοιες ικανότητες μπορεί να αναπτύξει και η Ελλάδα. Και μάλιστα πολύ καλύτερες.
Η γεωγραφία του Αιγαίου είναι σαν έχει σχεδιαστεί για να αποτελέσει βάση έδρασης ενός πολυπλέγματος (complex-of-complexes) αντιπρόσβασης και άρνησης περιοχής, το οποίο θα ενοποιούσε την αρχιπελαγική δομή του Αιγαίου σε μια ενιαία και αδιαίρετη θαλασσοχερσαία δομή και θα καθιστούσε αναντίρρητη την ελληνική κυριαρχία σε αυτό, όπως ο γράφων έχει επιχειρηματολογήσει σε παλαιότερα άρθρα του στο SLpress.gr. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν χρειαζόμαστε πολεμικά πλοία.
Οι μεγάλες μονάδες επιφανείας μπορούν να αποτελέσουν την "κινητή γεωγραφία" ισχύος στις ανοιχτές θαλάσσιες περιοχές του Αιγαίου και κυρίως στην Ανατολική Μεσόγειο, επιχειρώντας εκτός του βεληνεκούς των τουρκικών όπλων A2/AD. Να δημιουργήσουν μια "γέφυρα" προβολής ισχύος που θα ενοποιήσει την Ελλάδα με την Κύπρο και γενικότερα να ελέγξουν τις ανοιχτές θαλάσσιες εκτάσεις.
Αυτό σημαίνει να μπορούν να καταφέρνουν πλήγματα ακριβείας σε βάθος στην Τουρκία και σε εναέριους στόχους σε μεγάλες αποστάσεις. Τη δυνατότητα αυτή, όμως, δεν μπορούν να την προσφέρουν τα μεγάλα πλοία με τους πυραύλους επιφανείας-επιφανείας και επιφανείας-εδάφους Harpoon Block II και τους πυραύλους επιφανείας-αέρος ESSM που έχουν βεληνεκές μόλις 50 χλμ!
Οι φρεγάτες MMSC, οι Belh@arra και το Arleigh Burke
Απαιτούνται πλοία όπως είναι οι γαλλικές φρεγάτες Belh@arra, με πυραύλους επιφανείας-αέρος Aster 30 (βεληνεκές 170 χλμ) και πυραύλους cruise Scalp Naval (βεληνεκές πάνω από 1000 χλμ). Ακόμα καλύτερα, τις ανάγκες καλύπτουν τα αμερικανικά αντιτορπιλικά Arleigh Burke με πυραύλους επιφανείας-αέρος SM-2 και τους ακόμη μεγαλύτερου βεληνεκούς και με ικανότητες προσβολής στόχων πέραν του ορίζοντα SM-6. Αυτοί θα λειτουργούν σε δικτυοκεντρική δομή με το σύστημα συνδιαχείρισης πληροφοριών μάχης και οπλικών συστημάτων CEC (Cooperative Engagement Capability), ή με κάποιο άλλο πλοίο αντίστοιχων δυνατοτήτων.
Ακόμη και αν οι αμερικανικές φρεγάτες MMSC είναι εισιτήριο για να αποκτήσουμε μελλοντικά αντιτορπιλικά Arleigh Burke, ή έστω τα παλαιότερα καταδρομικά Ticonderoga, όπως φημολογείται, αναρωτιέται κανείς τι ακριβώς θα προσφέρουν οι φρεγάτες MMSC σε βάθος χρόνου στις ελληνικές ικανότητες προβολής ισχύος, με βάση τα αναδυόμενα τεχνολογικά και επιχειρησιακά δεδομένα.
Ο γράφων δεν υποστηρίζει ότι οι αμερικανικές φρεγάτες είναι "κακές" και κάποιες άλλες "καλές". Όλα τα πλοία με αυτά τα επιχειρησιακά χαρακτηριστικά κινδυνεύουν να βρεθούν σε επικίνδυνη δυσαρμονία με τη νέα πολεμική πραγματικότητα που διαμορφώνεται στα εγγύς ύδατα (near seas) ανά τον πλανήτη. Αυτό αφορά περισσότερο τη γειτονιά μας. Γι' αυτό και απαιτείται νέα φιλοσοφία εξοπλισμών που θα συντρίβει τα στεγανά μεταξύ των επιμέρους Κλάδων.
https://slpress.gr/