Λυγερός Σταύρος
Ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών επισκέφθηκε τη Θεσσαλονίκη και τη Σούδα, φιλοξενήθηκε από τον πρωθυπουργό, είπε αυτά που είχε να πει και απήλθε. Τα ελληνικά ΜΜΕ υπογράμμισαν σε όλους τους τόνους τον πολιτικό συμβολισμό της επίσκεψης Πομπέο, αλλά αν ξύσουμε λίγο την επιφάνεια δεν θα βρούμε και πολλά πράγματα.
Θα ήταν λάθος να μηδενίσουμε την σημασία της επίσκεψης, αλλά εξίσου λάθος είναι και οι υπερβολές που κατέκλυσαν τη δημόσια σφαίρα. Οι Αμερικανοί έχουν κάθε λόγο να είναι ικανοποιημένοι με την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια.
Τους έδωσε ό,τι ζήτησαν και δεν τους ζήτησε ουσιαστικά τίποτα. Κι αν υπέβαλε κάποιο αίτημα, το υπέβαλε τόσο χλιαρά που δεν είχαν κανέναν λόγο να ανταποκριθούν.Στην πραγματικότητα, εξασφάλισαν όλα όσα είχαν ζητήσει, προσφέροντας μόνο λόγια κι αυτά τα είπαν με προσοχή και φειδώ για να μην διαταράξουν περαιτέρω τις σχέσεις τους με την Άγκυρα. Είναι ακριβές ότι έκαναν θετικές δηλώσεις για τις πειρατικές γεωτρήσεις της Άγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ και για τις παράνομες έρευνες του Oruc Reis. Αρκούν, όμως, για να θεωρηθούν επαρκές αντάλλαγμα; Έχουν πραγματικό λόγο οι Έλληνες να είναι κι αυτοί ικανοποιημένοι;
Οι μετρημένα θετικές διπλωματικές τοποθετήσεις των Αμερικανών δεν τους κοστίζουν. Το ρήγμα στις σχέσεις τους με την Τουρκία τους υποχρεώνει να επενδύσουν πολιτικά-στρατιωτικά στην Ελλάδα. Μπορεί αυτό να έχει κάποια θετική επίπτωση και για την ελληνική εθνική ασφάλεια, αλλά ό,τι κάνουν το κάνουν για να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα. Με άλλα λόγια, δεν μας έδωσαν ανταλλάγματα.
Ο όρος που δεν έθεσε η Ελλάδα
Καλή σύμμαχος δεν σημαίνει δεδομένη και υπάκουη σύμμαχος. Οι κανόνες στις διεθνείς σχέσεις είναι η αμοιβαιότητα, η σύγκλιση συμφερόντων και τα ανταλλάγματα. Το δια παραλείψεως πολιτικό έγκλημα της κυβέρνησης Μητσοτάκη (συνεχιστής της πολιτικής Τσίπρα-Κοτζιά) συνετελέσθη στις διαπραγματεύσεις για τη νέα στρατιωτική συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ που υπεγράφη πριν από ένα περίπου χρόνο.
Για να προσφέρει τις ζητούμενες στρατιωτικές διευκολύνσεις, η Αθήνα έπρεπε τότε να είχε θέσει ως όρο μία έγγραφη επίσημη δέσμευση ότι οι ΗΠΑ εγγυώνται με όλα τα διαθέσιμα μέσα τους την εθνική ασφάλεια της Ελλάδας. Οι Αμερικανοί δεν ήθελαν –λογικό εκ μέρους τους– να αναλάβουν μία τέτοια δέσμευση. Από την άλλη, όμως, ήθελαν πολύ τις στρατιωτικές διευκολύνσεις. Η ελληνική πλευρά έπρεπε να τους είχε θέσει το δίλημμα: "χωρίς εγγύηση δεν δίνονται βάσεις". Εάν το είχε πράξει τουλάχιστον θα είχαν υποχρεωθεί να διαπραγματευθούν σοβαρά.
Προφανώς, θα ήταν δύσκολο να δοθεί μία ισχυρή εγγύηση, αλλά όχι αδύνατον. Κι αυτό, επειδή λόγω του αμερικανοτουρκικού ρήγματος, οι ΗΠΑ έχουν ανάγκη την Ελλάδα. Η Αθήνα, όμως, δεν έκανε σοβαρή προσπάθεια για να εξασφαλίσει αντάλλαγμα. Τα έδωσε όλα και τζάμπα, εισπράττοντας μόνο καλά λόγια! Δεν υποτιμώ τις θετικές διπλωματικές δηλώσεις, αλλά έχει αποδειχθεί ότι τα λόγια δεν αποτρέπουν τον Ερντογάν.
Επιστροφή στο "δυτικό μαντρί"
Οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να χρησιμοποιήσουν ούτε την απειλή αποτελεσματικών κυρώσεων για να τον συγκρατήσουν. Με άλλα λόγια, δεν είναι αποφασισμένες να πάνε μακριά ούτε στο επίπεδο των μη στρατιωτικών μέτρων. Δεν το έπραξαν για το κρίσιμο γι' αυτές ζήτημα των S-400. Είναι προφανές ότι στην Ουάσιγκτον θέλουν –τουλάχιστον προς το παρόν– να αποφύγουν την ρήξη με την Τουρκία, ελπίζοντας ακόμα πως θα την επαναφέρουν στο δυτικό "μαντρί". Εάν, όμως, το αμερικανοτουρκικό ρήγμα μετατραπεί σε ρήξη, οι ΗΠΑ δεν θα έχουν άλλη επιλογή από το να αναδείξουν την Ελλάδα σε χώρα πρώτης γραμμής, για πρώτη φορά μεταπολεμικά.
Προς το παρόν, πάντως, αποφεύγουν ενέργειες, οι οποίες θεωρούν πως θα σπρώξουν περαιτέρω τον Ερντογάν στην αγκαλιά του Πούτιν. Στην πραγματικότητα, όμως, ο Ερντογάν –για λόγους που δεν είναι του παρόντος– δεν είναι καθόλου διατεθειμένος ούτε να επιστρέψει στο "δυτικό μαντρί", ούτε να πέσει στην αγκαλιά του Πούτιν.
Όπως φάνηκε στη Συρία και στη Λιβύη και όπως ακόμα πιο καθαρά φαίνεται στη σύγκρουση για το Ναγκόρνο Καραμπάχ, η ρωσοτουρκική προσέγγιση είναι λυκοφιλία, ασταθής και ευμετάβλητη. Κι αυτό, λόγω των αντιτιθέμενων στρατηγικών συμφερόντων που έχουν Μόσχα και Άγκυρα σε όλα σχεδόν τα μέτωπα. Παίζοντας το χαρτί του Ισλάμ, ο Ερντογάν επιδιώκει να αναδείξει την Τουρκία σε αυτόνομη περιφερειακή δύναμη, η οποία κατά περίπτωση θα συμπλέει ή θα αντιπαρατίθεται με κάποια από τις μεγάλες δυνάμεις.
Το ρίσκο του Ερντογάν
Η στρατηγική αυτή είναι ριψοκίνδυνη. Όχι μόνο, επειδή οι μεγάλες δυνάμεις δεν θέλουν στα "χωράφια" τους αυτόνομους περιφερειακούς παίκτες, αλλά και επειδή υφίσταται μεγαλύτερη ή μικρότερη σύγκρουση συμφερόντων της Τουρκίας τόσο με τις ΗΠΑ όσο και με τη Ρωσία. Στη Συρία και στη Λιβύη η Μόσχα, άλλοτε με το ραβδί κι άλλοτε με το καρότο, προσπαθούσε να έλθει σε κάποιον συμβιβασμό με την Άγκυρα, προκειμένου να την κρατήσει μακριά από τη Δύση.
Στον Καύκασο, όμως, τα πράγματα είναι πιο σύνθετα, δεδομένου ότι μιλάμε για το ποιος θα κάνει κουμάντο στη γεωπολιτική πίσω αυλή της Ρωσίας. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα περιθώρια ρωσοτουρκικού συμβιβασμού συρρικνώνονται πολύ. Το ίδιο ισχύει και για το Ιράν, το οποίο δικαιολογημένα θεωρεί πολύ αρνητική εξέλιξη μία στρατιωτική ήττα της Αρμενίας.
Μπορεί ο Ερντογάν να πιστεύει ότι με την κίνησή του θα δείξει εμπράκτως στη Δύση ότι μπορεί να της είναι χρήσιμος στο αντιρωσικό μέτωπο, αλλά τα πράγματα είναι πιο σύνθετα από όσο νομίζει. Το βλέπουμε από την αντίδραση της Γαλλίας, η οποία επιβεβαιώνει και στην περίπτωση του πολέμου Αζέρων-Αρμενίων, ότι έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα σε ό,τι αφορά την Τουρκία. Αλλά ούτε και οι ΗΠΑ δείχνουν ιδιαίτερο ενθουσιασμό να στηρίξουν την τουρκική επέμβαση στον Καύκασο.
Οι δηλώσεις Πομπέο και Μητσοτάκη
Οι εξελίξεις στην ευρύτερη περιοχή μας εκ των πραγμάτων αναβαθμίζουν αντικειμενικά τη γεωπολιτική σημασία της Ελλάδας. Με άλλα λόγια, η διαπραγματευτική θέση της έναντι των Αμερικανών ήταν ενισχυμένη συγκριτικά με το παρελθόν. Το γεγονός αυτό της επέτρεπε να διεκδικήσει σοβαρά ανταλλάγματα και σίγουρα δεν υπήρχε κανένας λόγος η Αθήνα να παραχωρήσει τζάμπα πολύτιμες για τις ΗΠΑ στρατιωτικές διευκολύνσεις.
Σταδιακά αναδύεται μία μείζονος σημασίας γεωστρατηγική ευκαιρία, αλλά οι ευκαιρίες έχουν αξία όταν τις αξιοποιείς. Για να αξιοποιηθούν, όμως, χρειάζονται πολιτική βούληση και επεξεργασμένες (ενταγμένες σε μία σφαιρική εθνική στρατηγική) κινήσεις από το πολιτικό σύστημα που διαχειρίζεται τις τύχες της χώρας. Σ' αυτό επίπεδο, όμως, επιβεβαιώνεται συνεχώς πως υπάρχει σοβαρό έλλειμμα.
Όποιος παρακολούθησε τις δηλώσεις Πομπέο και Μητσοτάκη στην Κρήτη, είδε τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών να μιλάει για "σκληρή πολιτική" και τον Έλληνα πρωθυπουργό για διεθνές δίκαιο! Καλή η ρητορική για το διεθνές δίκαιο, αλλά όταν φθάνει να υποκαθιστά την αναγκαία εθνική στρατηγική (εξωτερική και αμυντική πολιτική) μετατρέπεται σε καταστροφική παγίδα.
Κράτος-πελάτης η Ελλάδα
Οι ΗΠΑ επιδιώκουν να υπηρετήσουν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα και το κάνουν. Το ίδιο πρέπει να πράξει και η Αθήνα, δεδομένου ότι για πρώτη φορά υπάρχει έστω μερική σύγκλιση των ελληνικών με τα αμερικανικά συμφέροντα, εξ ου και ο διμερής Στρατηγικός Διάλογος. Η Αθήνα, όμως, δεν υπηρέτησε τα εθνικά συμφέροντα, λέγοντας απλώς "ναι" σε ό,τι της ζήτησαν οι Αμερικανοί.
Λέγοντας υπάκουα "ναι" είσαι εξαρτημένος "ακόλουθος" όχι σύμμαχος. Εν πολλοίς το "πουλί έχει πλέον πετάξει", αλλά τουλάχιστον, έστω και κατόπιν εορτής, ας αλλάξουμε ρότα. Η Αθήνα οφείλει να επεξεργασθεί ένα ρεαλιστικό συνολικό σχέδιο για τον τρόπο που η σύγκλιση και με τις ΗΠΑ μπορεί να αποβεί εθνικά επωφελής. Να εντοπισθούν τα θέματα, στα οποία "κουμπώνουν" τα εκατέρωθεν συμφέροντα και σ' αυτά να υλοποιηθούν συγκεκριμένες αμοιβαία επωφελείς δράσεις.
Κι αν η Ουάσιγκτον επέμενε μέχρι το τέλος στην άρνησή της να εγγυηθεί την ελληνική εθνική ασφάλεια, θα έπρεπε να δώσει μεγάλα ανταλλάγματα σε άλλα επίπεδα (π.χ. δωρεάν παραχώρηση προηγμένων οπλικών συστημάτων), που να αντιστοιχούν στις προσφερόμενες στρατιωτικές διευκολύνσεις. Κι αν ούτε αυτό ήταν διατεθειμένη να δώσει, τότε δεν θα έπρεπε να της παραχωρηθούν διευκολύνσεις, ή τουλάχιστον να παραμείνουν θεσμικά μετέωρες, ώστε να της ασκηθεί πίεση.
Πώς να συμβεί αυτό, όμως, όταν το εγχώριο πολιτικό σύστημα θεωρεί ότι και μόνο η παραχώρηση στους Αμερικανούς στρατιωτικών διευκολύνσεων εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον; Αυτό δεν είναι τίποτα περισσότερο από εσωτερίκευση του καθεστώτος της εξάρτησης. Ο τρόπος που το πολιτικό σύστημα αντιλαμβάνεται τον ρόλο της Ελλάδας δεν βοηθάει. Η παράδοση του κράτους-πελάτη ήταν και παραμένει ισχυρή. Την είδαμε να αποτυπώνεται και στην λεγόμενη αμυντική συμφωνία.
slpress.gr/