Του συνεργάτη μας Δημήτρη Κωνσταντάρα
Δεν είχε φθάσει ακόμα το ερεβώδες 1973 στη Χιλή, όταν μια μικρόσωμη νεαρή δημοσιογράφος θα περνούσε το κατώφλι του νομπελίστα Χιλιανού ποιητή Πάμπλο Νερούδα για να του πάρει συνέντευξη. Του εξήγησε τι ήθελε.
«Καλό μου παιδί, πρέπει να είσαι η χειρότερη δημοσιογράφος της χώρας. Σου είναι αδύνατον να είσαι αντικειμενική, τοποθετείς τον εαυτό σου στο επίκεντρο όσων κάνεις, υποψιάζομαι ότι είσαι επιρρεπής στη συρραφή παραμυθιών και, όταν δεν έχεις ειδήσεις, τις επινοείς», θα της έλεγε ο Νερούδα, εξηγώντας γιατί δεν θα της παραχωρούσε τελικά συνέντευξη. «Γιατί δεν το γυρνάς στη λογοτεχνία; Εκεί, αυτά τα ελαττώματα είναι προτερήματα».
Σήμερα, 47 χρόνια αργότερα, η μικρόσωμη δημοσιογράφος έχει φτάσει στο απόγειο μιας υπερηχητικής συγγραφικής καριέρας , με τη Latin American Herald Tribune να την χαρακτηρίζει ως την «πιο πολυδιαβασμένη ισπανόφωνη συγγραφέα παγκοσμίως» . Και δικαίως, καθώς έχει καταγράψει πωλήσεις άνω των 70 εκατομμυρίων αντιτύπων βιβλίων της , μεταφρασμένων σε πάνω από 35 γλώσσες. 78 χρονών, η γυναίκα αυτή δεν είναι άλλη από την Ιζαμπέλ Αλιέντε. Κόρη του Χιλιανού διπλωμάτη Τομάς Αλιέντε, ο οποίος απλώς «εξαφανίστηκε» μια ωραία πρωία, και ανεψιά του δολοφονηθέντα, από το καθεστώς Πινοσέτ, προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε.
Ο Νερούδα είχε δίκιο απόλυτο. Γιατί πράγματι η δημοσιογραφία εξελίχθηκε σε ένα είδος γραπτού λόγου που δεν είναι σχεδόν πουθενά στον κόσμο αντικειμενικός, οι δημοσιογράφοι τοποθετούν τον εαυτό τους στο επίκεντρο του όποιου θέματος, είναι επιρρεπείς στη συρραφή παραμυθιών και όταν δεν έχει ειδήσεις, τις επινοούν. Και η Ιζαμπέλ Αλιέντε , με παγκόσμιας φήμης περγαμηνές όπως το « Σπίτι των Πνευμάτων», το «Του Έρωτα και της Σκιάς», το «Μακρύ Πέταλο από Θάλασσα», το «Παιχνίδι του Αντεροβγάλτη», το «Πέρα απ΄το Χειμώνα», το «Δάσος των Πυγμαίων», το «Νησί κάτω από τη Θάλασσα» το «Τετράδιο της Μάγια» μπορεί να είναι απ΄τις πιο διάσημες μυθιστοριογράφους αλλά προέρχεται από μια καριέρα αποτυχημένης δημοσιογράφου.
Βέβαια όλοι οι δημοσιογράφοι του κόσμου, από το 1990 και μετά και κυρίως μετά το 2010, με την ραγδαία «εξέλιξη» της τηλεόρασης και του Διαδικτύου, τη γέννηση των «τρολς» , των «fake news» , των «hoaxes» και των “spoilers” , προφανώς δεν ήξεραν τον «χρησμό» του νομπελίστα ποιητή ο οποίος – κι αυτός χωρίς να το φαντάζεται, περιέγραφε όχι τον συγγραφέα αλλά τον δημοσιογράφο του 21 ου αιώνα.
Έχουν πολύ εξελιχθεί τα πράγματα, τόσο πολύ που κι εμείς , οι επαγγελματίες με 30-40 χρόνια προυπηρεσία στα Μ.Μ.Ε. δεν καταλαβαίνουμε πολλές φορές τι θέλουν να πουν ( ή δεν θέλουν να πούν) οι ειδήσεις έτσι όπως λέγονται. Γιατί εξηγούνται , έτσι όπως εξηγούνται οι δημοσκοπήσεις και σε τι είδους επηρεασμό της Κοινής Γνώμης αποσκοπούν, γιατί να λέει ( ή να γράφει κάποιος) ότι «εγώ ξέρω αλλά δεν μπορώ να πω» , πώς το ξέρει και γιατί δεν το λέει αφού με τα συμφραζόμενά του το έχει ήδη πει ή έχει αμφισβητήσει κάτι άλλο και πόσο αναγκασμένοι είναι ( από το «αφεντικό» ή από τις πολιτικές ισορροπίες ή και τις προσωπικές πεποιθήσεις τους) οι δημοσιογράφοι να μην προτάσσουν στα δελτία ειδήσεων «κάποιες» ειδήσεις αλλά «κάποιες άλλες» ή να μη μεταδίδουν την είδηση σωστά γραμμένη ή όπως φτάνει σ αυτούς από τις «κοινής αποδοχής ειδησεογραφικές πηγές» αλλά «μεταφρασμένη» σ αυτό που πρέπει να πουν ή να γράψουν.
Ζούμε σε πολύ δύσκολους καιρούς. Τα βιβλία δεν είναι πλέον «ευπώλητα» στην Ελλάδα, τα περιοδικά έχουν «τελειώσει», οι εφημερίδες έχουν χάσει την κυκλοφοριακή τους δύναμη.
Παρακολουθώντας τα βασικά γεγονότα των ημερών, από τις κινήσεις του Ερντογάν και τις βόλτες του Oruc Reis μέχρι τη στάση του ΝΑΤΟ, της Ευρωπαικής Ένωσης, του Πομπέο και του Πούτιν, από τα κρούσματα και τη διασπορά του κορωναιού και τον αριθμό των τεστ και των ανέλεγκτων γηροκομείων μέχρι τη δίκη της Χρυσής Αυγής, την περίεργη στάση της εισαγγελέως και την επαπειλούμενη αποποινικοποίηση των εγκλημάτων των Χρυσαυγιτών, μας έχει -στην κυριολεξία- « φύγει το καφάσι» όπως τραγουδούσε η Σαπουντζάκη.