Η απάντηση βρίσκεται στη διατύπωση του Ν. Δένδια «τι γίνεται όταν οι πράξεις διαψεύδουν τα λόγια». Και πράγματι με τα λόγια του Μ. Τσαβούσογλου – τα περισσότερα εξ αυτών – δύσκολα θα μπορούσε να διαφωνήσει κάποιος με ολικό απορριπτικό τρόπο. Μπορεί να διαφωνήσει διαπραγματευτικά, αλλά πάντως αποτελούν μια κάποια βάση για συζήτηση. Οι πράξεις, επιθετικές και έκνομες, είναι το πρόβλημα – από το casus belli μέχρι την έκνομη δραστηριότητα στην κυπριακή ΑΟΖ και στην Αν. Μεσόγειο. Τι συζητάμε επομένως με την Τουρκία εάν επικρατήσουν οι κατάλληλες συνθήκες;
Εδώ δύο διευκρινίσεις είναι απολύτως αναγκαίες, που θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να κατανοηθούν από το επικοινωνιακό σύστημα ιδιαίτερα. Πρώτον, άλλο διερευνητικός διάλογος και άλλο διαπραγμάτευση. Ο διάλογος είναι μια άτυπη, χαλαρή διαδικασία που στοχεύει στη διερεύνηση, ιχνηλάτηση των προθέσεων, ορίων της κάθε πλευράς. Δεν καταλήγει σε καμιά τυπική συμφωνία για τίποτα. Αντίθετα, η διαπραγμάτευση είναι μια τυπική διαδικασία με άλλους κανόνες διαλόγου που κατά κανόνα οδηγεί σε συμφωνία. Επομένως στον διερευνητικό διάλογο (μπορούμε να) έχουμε μια ευρύτερη agenda προκειμένου να μάθουμε υπεύθυνα θέσεις, προθέσεις, στόχους της άλλης πλευράς. Στη διαπραγμάτευση θα έχουμε προφανώς περιορισμένη, αυστηρή θεματολογία.
Δεύτερον, ο πυρήνας των διαφορών με την Τουρκία (έστω κι αν εκκινούν από μονομερείς διεκδικήσεις) καλύπτει τρία διαφορετικά πεδία: πρώτον, το πεδίο της κυριαρχίας της χώρας (π.χ. γκρίζες ζώνες, μειονότητα Θράκης κ.ά.), για το οποίο είναι προφανές ότι δεν μπορεί να γίνει καμιά διαπραγμάτευση, δεύτερον, το πεδίο των κυριαρχικών δικαιωμάτων (π.χ. οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας, ΑΟΖ), για το οποίο προφανώς μπορούμε να διαπραγματευθούμε την οριοθέτησή τους σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο και ειδικότερα τη σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS – 1982), και, τρίτον, το πεδίο των αρμοδιοτήτων (π.χ. FIR), για το οποίο επίσης μπορούμε να διαπραγματευθούμε. Και εάν στις διαπραγματεύσεις αυτές δεν φθάσουμε σε συμφωνία, να προσφύγουμε από κοινού (συνυποσχετικό) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Επιπρόσθετα να μη μας διαφεύγει ότι η όλη φιλοσοφία της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας αποβλέπει σε όλες τις ρυθμίσεις της, είτε πρόκειται για την οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας (άρθρο 83) ή ΑΟΖ (άρθ. 74) ή με άλλες διατάξεις (άρθρο 300), κ.λπ., στην επίτευξη ενός «δίκαιου αποτελέσματος» ή «δίκαιης λύσης» (το αναφέρει ρητά).
Τι δυνητικά διαπραγματευόμαστε (όχι τι συζητάμε) λοιπόν με την Τουρκία (αν και το ακριβές αντικείμενο της διαπραγμάτευσης θα οριστεί υπό το φως των ευρημάτων του διερευνητικού διαλόγου); Η επίσημη απάντηση βεβαίως είναι «τη μόνη διαφορά, δηλαδή την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ». Αν ήταν τόσο απλό… Με βάση την αρχή ότι δεν διαπραγματευόμαστε με τίποτα θέματα που εμπίπτουν στο πεδίο της κυριαρχίας της χώρας, έστω κι αν ξεκινήσουμε με οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ, ο κατάλογος των επιμέρους συγκεκριμένων θεμάτων μπορεί δυνητικά να καταλήξει να συμπεριλαμβάνει τα ακόλουθα δέκα (10) θέματα:
1. Οριοθέτηση υφαλοκρηπίδας/ΑΟΖ.
2. Τη συγκεκριμένη επήρεια ορισμένων νησιών (τη συζητήσαμε, διαπραγματευτήκαμε για την οριοθέτηση ΑΟΖ με Ιταλία, Αίγυπτο).
3. Τον μη εγκλωβισμό σε καμιά περίπτωση ελληνικών νησιών σε τουρκική υφαλοκρηπίδα.
4. Τον τρόπο (όχι το κυριαρχικό δικαίωμα) επέκτασης των χωρικών υδάτων ώστε να μην αποκλείεται η Τουρκία από πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα και να μη μετατρέπεται το Αιγαίο σε «ελληνική λίμνη».
5. Την εναρμόνιση του εύρους του εναέριου χώρου με το εύρος των χωρικών υδάτων.
6. Το ξεκαθάρισμα του FIR (περιοχές πληροφόρησης πτήσεων).
7. Τις περιοχές έρευνας και διάσωσης.
Και ως χώρα-μέλος της ΕΕ:
8. Το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα (το οποίο δεν είναι εν αυστηρή εννοία ελληνοτουρκική διαφορά).
9. Τη νέα σχέση ΕΕ – Τουρκίας που πρόκειται να διαμορφωθεί.
10. Τις πτυχές ασφαλείας του κυπριακού ζητήματος για τις οποίες Ελλάδα και Τουρκία έχουν αρμοδιότητα, ως παλαιές εγγυήτριες δυνάμεις (εάν και όταν φυσικά ανοίξει η διαδικασία επίλυσης του κυπριακού ζητήματος).
Αυτά. Με την προϋπόθεση ότι οι πράξεις συμβαδίζουν με τα λόγια…
Ο κ. Παναγιώτης Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, πρώην πρεσβευτής – σύμβουλος του ΥΠΕΞ και μέλος της συμβουλευτικής επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ.
https://www.tovima.gr/