Ένα μικρό αφιέρωμα,
επίκαιρο και διδακτικό, για σήμερα, που επίδοξοι ολετήρες για ακόμη μια φορά θα
εγκαταλείψουν την ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΟ.
Διάταξη – Επιμέλεια από
Αντώνη Αντωνά.
Ο Εθνικός ποιητής της Κύπρου, Ελληνολάτρης Κώστας Μόντης.
Η ποίησή του είναι καθαρά ελληνοκεντρική, ενώ ο ίδιος έχει
χαρακτηρισθεί ως ένας ακραιφνώς ελληνολάτρης ποιητής με έντονα επαναστατική
ποίηση. Χαρακτηριστικό δείγμα της αγάπης του για την ελληνική γλώσσα
φαίνεται καθαρά στο ποίημα του «Έλληνες ποιητές»: «Ελάχιστοι μας διαβάζουν,
ελάχιστοι ξέρουν τη γλώσσα μας, μένουμε αδικαίωτοι κι αχειροκρότητοι, σ’ αυτή
τη μακρινή γωνιά, όμως αντισταθμίζει, που γράφουμε ελληνικά».
Ο Κώστας Μόντης (18 Φεβρουαρίου 1914 – 1η Μαρτίου 2004) υπήρξεένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους Ελληνοκύπριους ποιητές και συγγραφείς. Καταγόταν από την Κύπρο.
Γεννήθηκε το 1914 στην
κατεχόμενησήμερα Αμμόχωστο, παιδί του Θεόδουλου Μόντη και της Καλομοίρας
Μπατίστα. Στα 18 του έφυγε για την Αθήνα για να σπουδάσει νομική στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1937. Συνέβαλε στον Κυπριακό
Απελευθερωτικό Αγώνα (1955-59) συμμετέχοντας ως πολιτικός καθοδηγητής των μελών
της ΕΟΚΑ.
Ο Κώστας Μόντηςήταν
αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Ποιητής, μυθιστοριογράφος και
συγγραφέας θεατρικών έργων, θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες
συγγραφείς του 20ου αιώνα και συγκεκριμένα της μεταπολεμικής περιόδου. Πολλά
από τα έργα του έχουν μεταφρασθεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Ιταλικά,
Ολλανδικά, Σουηδικά, Ρωσικά και σε άλλες γλώσσες. Το 1980 τιμήθηκε με τον τίτλο
του «δαφνοστεφούς ποιητή» (PoetLaureate) από την Παγκόσμια Ακαδημία Τεχνών και
Πολιτισμού. Το 1984 προτάθηκεγια το βραβείοΝόμπελ. Το 1997 ανακηρύχθηκε
επίτιμος διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ανάλογη τιμή
δέχτηκε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 2001.
Συγγραφέας
πολυγραφότατος, βαθιά προβληματιζόμενος για το παρόν και το μέλλον της
ιδιαίτερής του πατρίδας, της Κύπρου. Πολλά από τα έργα του αναφέρονται στον
αγώνα των Κυπρίων για απελευθέρωση από την Αγγλία και ένωση με την Ελλάδα, την
πορεία της νήσου μετά την Ανεξαρτησία, με σημαντικό σταθμό την Τουρκική Εισβολή
και την έκτοτε κατοχή του 1/3 της Κύπρου.
Μερικά από τα γνωστότερά
του έργα είναι το “Γράμμα στη Μητέρα”, “Στιγμές”, μία νουβέλα για τον απελευθερωτικό
αγώνα της Ε.Ο.Κ.Α. (1955-59), “Ο Αφέντης Μπατίστας”, ένα ιστορικοαυτοβιογραφικό
μυθιστόρημα το οποίο κέρδισε το πρώτο βραβείομυθιστορήματος στην Εθνική
Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων της Κύπρου κ.ά.
Ο μουσικοσυνθέτης Μάριος
Τόκας, προσωπικός φίλος του ποιητή και επίσης καταγόμενος από την Κύπρο,
μελοποίησε μερικά από τα έργα του Κώστα Μόντη αναφερόμενα στην τουρκική εισβολή
του 1974.
Αδυνατεί ο Μόντηςνα συνηθίσει στην ιδέα ότι η ΕΝΩΣΗ δεν είναι
πραγματοποιήσιμοςστόχος και γράφει: «Και τι θα γίνει τώρα, θα
σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση», θα σχίσουμε
τα παλιά μας σχολικά τετράδια που ‘ ταν γεμάτα «Ένωση» διακοσμημένη με γιασεμιά
και λεμονανθούς και μαργαρίτες, θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά των παιδιών
μας με τις ελληνικές σημαίες, θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό σκουφί του
Γυμνασίου με την «Ένωση» στο γείσο, θα πετάξουμε το χάρακά τους και την τσάντα
και τη μπάλα και το ποδήλατο που ‘γραφαν «Ένωση»; Αλήθεια, πέστε μου, τι θα
γίνει τώρα;»
Και το καλοκαίρι του ΄74, όταν αντιλαμβάνεται ότι η Κύπρος δεν
μπορεί να περιμένειουσιαστική βοήθεια από την Μάνα Ελλάδα, δεν μεμψιμοιρεί και
δεν την καταριέται όπως έκαναν πολλοί άλλοι! Βουτά την πένα του στο αίμα της
καρδιάς του και γράφει: «…Την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό στη
θάλασσα της Κερύνειας, συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της. Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»- και την περιμέναμε, κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει»,
λέγαμε κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε κι όπου να’ ναι άκου την με
τους Σπαρτιάτες της και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα», κι
όπου να’ ναι άκου την!
Μικρά ενδεικτικά αποσπάσματα.
Από το «Τρίτο
Γράμμα στη Μητέρα» – του Κώστα Μόντη
Την περιμέναμε μέσ’ απ’
τους καπνούς/και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,/Την περιμέναμε απ’ το
ξάγναντο του Τρίπυλου,/την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό/ στη θάλασσα της
Κερύνειας,/συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει./ Φυλλομετρούσαμε
την Ιστορία της./ Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της/ -«να εδώ κ’
εδώ κ’ εδώ»-/ και την περιμέναμε,/ κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε/ κι όπου να’ ναι άκου την με τους
Σπαρτιάτεςτης/ και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,/ κι όπου
να’ ναι άκου την!/ Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε./
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,/ τι βουητόήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!/ Αγκαλιαστήκαμε
κλαίγοντας και πηδούσαμε/ και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν/ και
τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν/ κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της
ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοιξέχασαν τα παιδιά τους/ και τους αδελφούς και τους πατέρες/ κ’
έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,/ κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα./ Κ’ έλεγαν οι
δάσκαλοι «Είδατε;»/ Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»/ Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το
βυθό/ ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,/ ώσπου την άλλη μέρα
βούλιαξε το Τρίπυλο,/ ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε/ σιωπηλό το Τρόοδος να
βρει βράχο να καθίσει,/ ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,/ ώσπου
την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο/ κ’ οι αγχόνες της
Λευκωσίας/ γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,/ γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,/ ψέμα η
Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,/ γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι
θάλασσες/ και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά/ και ψέμα οι Ιστορίες μας,/ ψέμα,
όλα ψέμα./ Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,/ κάτι πανηγυρισμούς,/ κ ήμαστε και
μακριά και δεν μπορούσε, λέει,/ λυπόταν, δεν το περίμενε,/ ειλικρινά λυπόταν,/ ειλικρινά
λυπόταν πάρα πολύ./ Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,/ και τα
«Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα/ κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,/ και τα
«Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια/ όσο πλησιάζουν τα περίΘερμοπυλών και τα περί
Σαλαμίνος…/ Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,έχω αντίγραφα.
Και τι θα γίνει τώρα,/ θα
σχίσουμε τα παλιά μας τετράδια/ που ‘ταν γεμάτα χρωματιστή «Ένωση»,/ θα
σχίσουμε τα παλιά μας σχολικά τετράδια/ που ‘ταν γεμάτα «Ένωση»/ διακοσμημένη
με γιασεμιά και/ λεμονανθούς και μαργαρίτες,/ θα σχίσουμε τα παλιά αναγνωστικά
των παιδιώνμας/ με τις ελληνικές σημαίες,/θα πετάξουμε τ’ αγαπημένο αναμνηστικό
σκουφί του Γυμνασίου/ με την «Ένωση» στο γείσο,/ θα πετάξουμε το χάρακά τους/ και
την τσάντα και τη μπάλα και το ποδήλατο/ που ‘γραφαν «Ένωση»;/ Αλήθεια, πέστε
μου, τι θα γίνει τώρα;
(Κύπρος, 1974-1976, Β, 605)
Της εισβολής
Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η
θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένηθάλασσα της Κερύνειας.
Έλληνες Ποιητές
Ελάχιστοι μας διαβάζουν
ελάχιστοι ξέρουν τη
γλώσσα μας
μένουμε αδικαίωτοι κι
αχειροκρότητοι
σ’ αυτή τη μακρινή γωνιά
όμως αντισταθμίζει που γράφουμε ελληνικά!
Ποιος μας κομμάτιασε τη
συνέχεια,
Ποιος μας τεμάχισε τις ώρες,
Ποιος μας διέσπασε τις στιγμές;
Δεύτερο Γράμμα στη
Μητέρα
Μητέρα θυμᾶσαι τὸνoὐρανὸ
πoύχαμε δεμένoκὸμπo στό μαντήλι;
Μᾶςτόν πῆραν oἱ ταχυδακτυλoυργoί, μητέρα
ἔτσι ὅπως πρὶντὴν μπάλα μέσ’ ἀπ’ τὸκoυτί.
Θυμᾶσαι τό ρυάκι πoὔ ‘πλενετὰ πόδια μας,
θυμᾶσαι τό ρυάκι πoὺτoῦ πλέναμε τὰ πόδια,
θυμᾶσαι τὶςλευκὲςκραυγὲς στὴ χαράδρα;
Θυμᾶσαι τὶςφλυαρίες πoὺράμφιζαν τὴρόγα τῆς αὐγῆς,
θυμᾶσαι τoύςψιθύρoυς πoύμηχανoρραφoῦσαν τὴνἄνoιξη,
θυμᾶσαι τὰ περιστέρια πoύ ‘σκυβαν μέσ’ στόνἥλιo
νά πιoῦννερὸστὴχoύφτα τoυ,
θυμᾶσαι τ’ ὄνειρo πoὺκυλoῦσε κι ἔφευγε ἀπάνω ἀπ’ τὶςφτερoῦγεςτoυς,
θυμᾶσαι τ’ ὄνειρo πoὺκρεμόταν κάτω ἀπ’ τό λαιμὸτoυς,
τ’ ὄνειρo πoὺσκαρφάλωνε τὶςσημαῖες τoυς;
Τώρα ὀξειδώθηκαν ὅλα μέσα μας, μητέρα,
τώρα σκέβρωσαν ὅλα μέσα μας.
Οι Έλληνες όπου γης, βρίσκουν στους στίχους του συμπυκνωμένη, τη
δική τους έκφραση, απέναντι κι ενάντια όσων τους επιβουλεύονται: «Χρόνια
σκλαβκιές ατέλειωτες – τομ πάτσοντζιαί τον κλώτσον τους. Εμείς τζιαμαί: Ελιές
τζιαί τερατσιές πάνω στον ρότσον τους!».
Ο Κώστας Μόντης, μέσα από την επαναστατική του ποίηση, έρχεται
αντιμέτωπος με όλες τις εξουσίες και μέσα από τους στίχους του τις
αποδομεί. Για αυτόν το λόγο, η ποίησή του πολλές φορές γίνεται και
ειρωνική: «Σκέφτομαι τι κακόόνομα θάχουμε βγάνει στο σύμπαν. Θ’ ακούν
«γήινος» και θα κουμπώνονται».
Τα έργα του οδηγούν τον αναγνώστη σε φιλοσοφικό στοχασμό με
απόληξη πάντα την ανθρωπιά. Η ανθρωπιά αυτήείναι και το στοιχείο που κρατά
επίκαιρο το έργο του μέχρι και στις ημέρες μας, αφού σε αυτό το πλαίσιο ο
ποιητής αναλύει όρους διαχρονικούς που δε θα χαθούν ανά τους αιώνες. Έτσι, ως
χαρακτηριστικό παράδειγμα καταπιάνεται με τον όρο «Ζωή» με τους παρακάτω
στίχους: «Δεν τη νοιάζει αν μας δυσαρεστεί. Ξέρει πως δεν θα
ξανασυναντηθούμε».
Έγραψε και για τους μεγάλους ήρωες μας ο Κώστας Μόντης. Παραθέτουμε
ένα μικρό απόσπασμα για τον Γρηγόρη Αυξεντίου στο «ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ
ΑΔΕΡΦΟ ΜΑΣ («Στιγμές», 1958)»: «…. Να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα
σου να καθαρίσουμε το δικό μας, να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου να
μπολιάσουμε το δικό μας, να πάρουμε μια σταγόνα απ’ το αίμα σου να βάψουμε το
δικό μας να μην μπορέσει πια ποτές να το ξεθωριάσει ο φόβος. Να πάρουμε το
τελευταίο σου βλέμμα να μας κοιτάζει μην ξεστρατίσουμε, να πάρουμε την
τελευταία σου εκπνοή να ‘χουμε οξυγόνο ν’ αναπνέουμε χιλιάδες χρόνια, να
πάρουμε τις τελευταίες σου λέξεις να ‘χουμε να τραγουδάμε ανεξάντλητα εμβατήρια
για τη λευτεριά…..».
Ένας άλλος μεγάλος Έλληνας, αείμνηστος κι αυτός, ο Μάριος Τόκας,
προσωπικός φίλος του ποιητή, μελοποίησε αρκετά από τα έργα του και τα χάρισε να
τα τραγουδούν οι αιώνες.. Επαλήθευση στην πράξη, για ό,τι έγραψε ο ίδιος ο
Μόντηςγια τον ποιητή και δι’ εαυτόν: «Ο ποιητής: Δεν πέθανε.
Απλώςμετακόμισε στους στίχους του…..».
ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ
Είναι δύσκολο να
πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένηθάλασσα της Κερύνειας.
Αυτή η κούκλα με το
κομμένο χέρι,
που κρεμάστηκε στο παράθυρο
του γκρεμισμένου σπιτιού,
ποιο παιδάκι ήθελε ν’ αποχαιρετήσει,
σε ποιο παιδάκι σύρθηκε ως το παράθυρο
ν’ ανεμίσει το χέρι και της το ’κοψαν;
Τι γρήγορα που
κατάλαβε αυτό το καλοκαίρι
πως ήταν περιττό
και τα μάζεψε κι έφυγε στις μύτες των ποδιών
Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους
ΤΟΥΡΚΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ
—Τη θλίψη σου, παππούλη μου,
καταλαβαίνω, μα
αυτές τις μπότες σου τις λασπωμένες
τι τις φυλάς τόσο πολύτιμα;
Να τη φιλήσεις έμεινε
τη λάσπη που παρέμεινε.
Τουλάχιστο δεν τις ξεπλένεις;
Σε βλέπω και λυπάμαι έτσι που μένεις
και ξεχασμένος τις κοιτάς ώρες πολλές.
—Να τις ξεπλύνω, γιε μου; Τι
μου λες!
Μ αυτέςείν τις αγαπημένες
που πότισα πορτοκαλιές
για τελευταία φορά.
Η λάσπη τους είναι του Μόρφουχώμα
που σαν να πρόβλεπε τον χωρισμό
όσο περσότερο μπορούσε κόλλησε και μένει ακόμα.
Τις μπότες μου, παιδάκι μου, θα καθαρίσω
όταν στου Μόρφου το περβόλι μου
θα πάω ξανά να το ποτίσω.
ΕΝΑΣ ΓΕΡΟΣ ΠΡΟΣΦΥΓΑΣ
Μνήμη Χρίστου Γαβριηλίδη
Και τώρα τι θα γίνει μ’
εκείνο τον γέρο πρόσφυγα
που τον απαντούσα πριν κάθε μέρα στη στάση
να περιμένει το λεωφορείο για του Μόρφου
και ν’ ανάβει συνέχεια τσιγάρα να περάσει η ώρα,
και που σήμερα δεν ήταν εκεί,
και που χτες δεν ήταν εκεί,
και που δε θάν’ ξανά εκεί;
[Άτιτλη στιγμή]
Ποιος μας κομμάτιασε τη
συνέχεια
ποιος μας τεμάχισε τις ώρες,
ποιος μας διέσπασε τις στιγμές;
ΤΗΝ ΑΝΟΙΞΗ ΠΟΙΟΣ ΠΡΟΔΩΣΕ
Την Άνοιξη ποιος πρόδωσε
νησί μου περιστέρι
στην Άνοιξη ποιος τόλμησε
και σήκωσε το χέρι
Την Άνοιξη ποιοςσταύρωσε
νησί μου κυπαρίσσι
κι έγειρε και σταμάτησε
η Ανατολή στη Δύση
Τόσο καημό μου φόρτωσαν
και πώς να τον σηκώσω
τέτοιο μαχαίρι στην καρδιά
πώς να το ξεκαρφώσω
Οι μάνεςκλαιν τους που
‘χασαν
και ποιοι να τους τούς δώσουν
αλλά δεν τους απέμειναν
μαλλιά να ξεριζώσουν
Καρδιά που πριν δεν λύγιζες
πώς τόσο πια λυγίζεις
καρδιά που δεν μ’ απέλπιζες
πώς τόσο μ’ απελπίζεις
ΓΙΑ ΤΗ ΜΟΡΦΟΥ
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΤΗ ΜΟΡΦΟΥ
Η πιο καλήγειτόνισσα
η Παναγιάείν’ η Χρυσοζώνισσα.
Στο τόσο δα σπιτάκι της κλεισμένη
όποτε πας θάν’ πάντα μέσα να προσμένει
να της άνοιξης την καρδιά σου
τη λύπη να της πεις και τη χαρά σου
κι’ απ’ το παλιό της πίσω το μανουάλι
να γνέφει «ναι» με το κεφάλι.
Ένα την έχει μοναχά πάντα στενοχωρήσει
που δε μπορείένα καφεδάκι να σου ψήσει.
Και τις ζεστές του Αυγούστου νύχτες
που δε λέει πια να πάρει τ’ αγεράκι
βγαίνει κι’ Αυτή με μια καρέκλα στο σοκάκι
και τα κουτσομπολιά των άλλων τα τρελά
τ ακούγει και κρυφά-κρυφά γελά.
Ώσπου με το «άντε για ύπνο πια κ’ είν’ η ώρα περασμένη»
σηκώνεται κι η Παναγιά
και παίρνει τη καρέκλα της και μπαίνει.
ΜΟΡΦΟΥ
Στη γυναίκα μου
Κι’ όταν στον τρύγο της
πορτοκαλιάς
άγουρα στα περβόλια κοριτσόπουλα ανεμίζουν
φωνές και γέλια τσιριχτά κι’ αγάπης ρίγος
κι’ απ’ των πορτοκαλιών τον τρύγο είναι πιο τρύγος
ο τρύγος ο κλεφτός της αγκαλιάς,
οι πρώτες της αγάπης μας αυγές πώς ξανανθίζουν,
οι δεκατρείς του Απρίλη πώς ξαναγυρίζουν;
ΣΤΙΓΜΕΣ
Τζ’ έγιώ παραμονήμ παναϋρκού
στου Μόρφου
να τραουδώ «Ρα Μορφιτού,
που μ’ εκαμες τζ’ επέλλανα για δκυό βυζιά του κόρφου».
(Και τότ’ εν ειναλίη Κύπρω…
1974)
ΔΕΥΤΕΡΟ ΓΡΑΜΜΑ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ
(Απόσπασμα)
Μητέρα, διαισθάνομαι πως το
γράμμα μου άρχισε να διασπάται,
διαισθάνομαι πως η συνοχή που επεδίωξα άρχισε να διασπάται,
πως η δομή που ήλπιζα άρχισε να διασπάται
σαν τις κουρασμένες τετράδες των μαθητικών παρελάσεων
όταν προσεγγίζουν το τέρμα
που λεν «ουφ» και ξεκουμπώνουν τα κολάρα
και «επιτέλους»
και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτεροστα καθημερινά
και σπεύδουν να επανέλθουν το ταχύτεροστα συνήθη.
Κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η συνοχή,
κι η αλήθεια είναι πως τι χρειαζόταν η δομή,
πώς θα διασωζόταν η δομή,
πώς θ’ άντεχε η δομή,
πώς θ’ άντεχε η συνέπεια,
πώς θ’ άντεχε η ακολουθία,
πώς θ’ άντεχε ο ειρμός,
που, όπως είπα, έρχεται ο τυχών απροειδοποίητα κι ανοίγει την πόρτα,
που έρχονται απροειδοποίητα κι ανοίγουν την πόρτα
και μου τα πετάν ανάκατα μέσα,
που ξανάρχονται απροειδοποίητα και ξανανοίγουν
και διαδίδεται η είδηση
κι έρχονται κι άλλοι κι άλλοι
και συνωθούνται;
Εγκαταλείπω τη συνοχή,
μητέρα,
εγκαταλείπω τη δομή, μητέρα,
εγκαταλείπω τη συνέπεια,
δεν μπορεί να υπάρξει συνέπεια
έτσι που τώρα μιλώ για λογαριασμό όλων
και τώρα για δικό μου,
έτσι που τώρα είμαι όλοι
και τώρα είμαι μόνος,
έτσι που τώρα διαχωρίζομαι πλήρως
και τώρα ενούμαι* πλήρως,
και τώρα ταυτίζομαι πλήρως,
σαν το μικρό τρελό κλαδί της λυγαριάς
που τη μια στιγμή αποσπάται και λυγίζει εδώθε,
και λυγίζει ενάντια εδώθε
μέσ’ στις τσιριξιές και τα χειροκροτήματα των σπουργιτιών,
τριγυρισμένο απ’ τις τσιριξιές και τα χειροκροτήματα των σπουργιτιών,
και την άλλη στιγμή σμίγει στην κατεύθυνση των λοιπών,
και την άλλη στιγμή σμίγει στην υπακοή τους,
σμίγει στην ενότητά τους
και δεν διαφωνεί
και «τ’ είχαν και τσίριζαν τα σπουργίτια;»
και «τ’ είχαν και χειροκροτούσαν τα σπουργίτια;»,
σαν το μικρό τρελό πουλί
που ξαφνικάξεκόβει και λες αλλούτραβά,
και λες σίγουρα αλλούτραβά
και μπράβο του,
μα ίδια ξαφνικάύστερα πίσωτρεχάλα να φτάξειτ’άλλα,
ύστερα πίσω αγωνία να φτάξει τ’ άλλα,
κι εσύ δεν ξέρεις πια
αν έστω κι απ’ αυτή τη δειλή μεταμελημένη απόπειρα
βγήκε κάτι
ή αν χειρότερα τώρα.
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.
Την αφορμή για να
δημιουργήσω το πιο πάνω αφιερωματικό αποσπασματικό κείμενο μου έδωσε, ο φίλος
ΑΜΦΙΚΤΥΩΝ, με το πιο κάτω συγκινητικό μικρό αλλά μεγάλο σε νόημα ποίημα
αφιερωμένο στην ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΥΠΡΟ. Τον ευχαριστώ. Α.Α.
Η ΜΑΝΑ
ΤΗΣ ΤΗΝ ΠΟΥΛΗΣΕ… ΣΕ ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΗ
ΕΧΩ ΜΙΑ ΑΔΕΛΦΗ
ΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΤΗΝ ΤΡΑΝΗ
Η ΜΑΝΑ ΤΗΣ ΤΗΝ ΠΟΥΛΗΣΕ
ΚΑΙ ΕΙΝΑΙ ΟΡΦΑΝΗ
Η ΚΥΠΡΟΣ Η ΤΡΑΝΗ
ΜΕ ΘΑΡΡΟΣ ΚΑΙ ΠΥΓΜΗ
ΤΟ ΒΕΤΟ ΤΟ ΕΣΦΥΡΙΞΕ
ΣΤΗΝ ΑΘΛΙΑ ΓΕΡΜΑΝΗ
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΔΕΛΦΗ
Η ΧΟΥΝΤΑ Η ΣΚΟΤΕΙΝΗ
ΣΤΟΥΣ ΤΟΥΡΚΟΥΣ ΤΗΝ ΕΠΟΥΛΗΣΕ
ΜΑΖΙ ΚΙ’ ΟΙ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙ
ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ
ΤΗΝ ΑΓΑΠΩ ΠΟΛΥ
ΦΙΛΟΔΟΞΩ ΝΑ ΤΗΝ ΕΙΔΩ
ΕΛΕΥΘΕΡΗ ΝΑ ΖΕΙ
ΠΟΛΥ ΑΝΥΠΟΜΟΝΩ
ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ ΜΑΣ ΝΑΡΘΩ
ΧΩΡΙΣ ΑΤΤΙΛΑ ΚΑΙ ΤΟΥΡΚΙΆ
ΑΚΕΡΑΙΑ ΝΑ ΤΗΝ ΔΩ
ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΠΕΘΑΝΩ
ΤΟΝ ΤΟΥΡΚΙΚΟ ΜΠΟΓΟ ΔΙΑΛΥΜΕΝΟ ΝΑ ΠΡΟΚΑΝΩ
ΚΡΑΤΟΣ Ο ΚΟΥΡΔΟΣ ΝΑ ΙΔΡΥΣΕΙ ΕΚΕΙ ΠΑΝΩ
ΣΕ ΠΟΝΤΟ ΠΟΛΗ ΚΑΙ ΙΩΝΙΑ Ο ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ ΝΑ ΞΑΝΑΝΘΙΣΕΙ
ΚΑΙ Η ΕΛΛΑΔΑ ΝΑ ΜΕΓΑΛΟΥΡΓΗΣΕΙ
ΑΜΦΙΚΤΥΩΝ
21/9/20
*Αμφικτύωνείναι ο Υποστράτηγος ε.α Κωνσταντίνος Κωνσταντινίδης,
Συγγραφεύς, Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Όποιος
μας πρόδωσε ( και θα μας ξαναπροδώσει), δεν θα μας συγχωρέσει ποτέ για την
πράξη του αυτή. Ο Ελληνισμός θα τον θυμάται και θα τον αναθεματίζει εσαεί. Οι
Ερινύες και οι νοερές φωνές 6000 αδικοχαμένων και προδομένων εθνομαρτύρων
μεταξύ αυτών και του ήρωα αδελφού μου θα τους κατατρέχουν για πάντα και ζώντες
και νεκρούς…..
«Η
νίκη θα είναι δική μας, αν βασιλεύση εις την ακαρδίαν μας μόνο το αίσθημα το
ελληνικό. Ο φιλήκοος των ξένων είναι προδότης.»
Αν
για ακόμη μια φορά ο Ελληνισμός της Κύπρου προδοθεί και εγκαταλειφθεί και πάλι
θα αγωνισθούμεν μέχρι εσχάτων και ας κατασφαγούμεν με τιμή. Μεταξύ πολέμου και
ντροπής θα επιλέξουμε το πρώτο…
Αυτό
το ακριτικό Ελληνικό νησί προπύργιο του Ελληνισμού στην εσχατιά της Μεσογείου,
που αγωνίζεται ανά τους αιώνες να παραμείνει ΕΛΛΗΝΙΚΟ αν το αφήσετε να χαθεί….
στήστε μια απλή τιμητική στήλη κάπου εν Ελλάδι αφιερωμένη σε …κάποιους Έλληνες
Κυπρίους που έπεσαν μαχόμενοι υπέρ βωμών και εστιών και αναγράψτε μεταθανάτιο
επίγραμμα…Ω ΞΕΙΝ ΑΓΓΕΛΛΕΙΝ ΤΟΙΣ ΕΛΛΗΣΙ(Ν) ΟΤΙ ΤΗΔΕ ΚΕΙΜΕΘΑ ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ
ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ……
«Σας βεβαιώνουμε, νεκροί συμπολίτες μας, ότι
είμαστε έτοιμοι να λογοδοτήσουμε για τον απρόσφορο θάνατο σας. Έτοιμοι για όλα,
όταν σε λίγο εκμετρώντας τον βίο μας, βρεθούμε απέναντι σας. Αλίμονο στους
ανέτοιμους που ζουν με τις ψευδαισθήσεις ότι θα αποφύγουν το κολαστήριο της
αδέκαστης ιστορίας, που επέρχεται ως καταλύτης και κριτής αδυσώπητος, για όσα
έπραξαν εις βάρος αυτών που τους εμπιστεύτηκαν».
Στρατηγός ΓώργιοςΚαρούσος.