Ακούγεται συχνά στη δημόσια σφαίρα ότι η Ελλάδα διάλεξε λάθος πλευρά στη Λιβύη. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για ευθεία αμφισβήτηση της πολιτικής που άσκησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Η ειρωνεία της υπόθεσης είναι ότι η σχετική αμφισβήτηση εκδηλώνεται σε κύκλους όχι μόνο του υπουργείου Εξωτερικών, αλλά και της ίδιας της κυβέρνησης!
Αυτό ήταν κοινό μυστικό, αλλά βγήκε στην επιφάνεια με τη δήλωση του αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, ο οποίος φάνηκε να υιοθετεί αυτή την αμφισβήτηση.
Επειδή το ζήτημα είχε ενδιαφέρον και για την κατεύθυνση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και για τις ισορροπίες στους μηχανισμούς που την καθορίζουν, έκανα σχετικό ρεπορτάζ.
Μεταξύ άλλων επικοινώνησα και με τον Θάνο Ντόκο (24-6), ο οποίος μου είπε on the record ότι «η υποστήριξη της Ελλάδας προς τον Χάφταρ ήταν μονόδρομος, ανεξαρτήτως των μετέπειτα εξελίξεων στο θέατρο των συγκρούσεων στη Λιβύη». Ο ίδιος με διαβεβαίωσε πως αυτή ήταν εξαρχής η άποψή του, οπότε έκλεισε το θέμα με τον αναπληρωτή Σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας.
Δεν κλείνει, όμως, συνολικά, αφού η άποψη ότι η Αθήνα έκανε λάθος που πήρε θέση υπέρ του Χάφταρ διακινείται –όπως προανέφερα– ακόμα και σε κύκλους που επηρεάζουν τη διαμόρφωση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Για να δικαιολογήσουν την άποψή τους, μάλιστα, επικαλούνται το γεγονός ότι το στρατόπεδο του Σαράτζ όχι μόνο σταθεροποιήθηκε, αλλά και κερδίζει εδάφη, σε σημείο που να απειλεί τη Σύρτη.
Τουρκική στρατιωτική παρέμβαση στη Λιβύη
Αυτή η αντιστροφή, όμως, δεν προέκυψε ενδογενώς. Προέκυψε, λόγω της μαζικής τουρκικής στρατιωτικής παρέμβασης. Είναι κοινό μυστικό ότι ο Ερντογάν έστειλε χιλιάδες ισλαμιστές (κατά κανόνα τζιχαντιστές) μαχητές, Τούρκους στρατιωτικούς συμβούλους και μεγάλες ποσότητες προηγμένων οπλικών συστημάτων κάθε είδους. Αυτή η αποφασιστική παρέμβαση της Άγκυρας άλλαξε τη ροή των πολεμικών γεγονότων.
Το κριτήριο, ωστόσο, για το εάν η κυβέρνηση Μητσοτάκη είχε σωστά ή όχι προσκαλέσει τον Χάφταρ στην Αθήνα, δεν είναι το γεγονός ότι εκείνη την εποχή έλεγχε σχεδόν το 95% της Λιβύης και πολιορκούσε την Τρίπολη. Το κριτήριο ήταν και παραμένει το γεγονός ότι η κυβέρνηση Σαράτζ, με την υπογραφή του μνημονίου Άγκυρας-Τρίπολης για την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών, μετατράπηκε σε εχθρική προς την Ελλάδα δύναμη.
Υπενθυμίζουμε σε όσους αρέσκονται να ξεχνούν ότι με το εν λόγω μνημόνιο δεν είναι μόνο η Τουρκία που επιχειρεί να αρπάξει ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, αλλά εξίσου και η αναγνωρισμένη διεθνώς κυβέρνηση της Λιβύης. Αυτό είναι που την καθιστά εχθρική δύναμη. Η απέλαση του πρεσβευτή της στην Αθήνα εκείνη την περίοδο ήταν στην πραγματικότητα μικρότερης εμβέλειας αντίποινα σε σύγκριση με το μέγεθος της πρόκλησης. Η Αθήνα όφειλε να είχε διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με την κυβέρνηση της Τρίπολης, στέλνοντας παραλλήλως διπλωματικό σύνδεσμο στη Βεγγάζη.
Η Ελλάδα δεν είχε άλλη επιλογή
Είναι απορίας άξιον πως άτομα που ασχολούνται με την εξωτερική πολιτική υποστηρίζουν ότι κακώς η Ελλάδα επέλεξε την πλευρά Χάφταρ. Συμπεριφέρονται λες και η Ελλάδα είναι μία οποιαδήποτε τρίτη χώρα, η οποία δεν εμπλέκεται και ως εκ τούτου πρέπει να πάει με το νικητή! Η Ελλάδα, όμως, είναι –θέλει δεν θέλει– εμπλεκόμενη χώρα. Δεν ενεπλάκη με δική της πρωτοβουλία. Την ενέπλεξε το μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η Αθήνα δεν είχε επιλογή. Ακόμα και εάν τότε το στρατόπεδο Χάφταρ έλεγχε το 5% της Λιβύης και όχι το 95%, και πάλι θα έπρεπε να ταχθεί με τους αντιπάλους της κυβέρνησης Σαράτζ.
Δεν επρόκειτο, λοιπόν, για προτίμηση στον Χάφταρ, αλλά για προάσπιση των εθνικών συμφερόντων. Υπενθυμίζω ότι ο Χάφταρ, όπως και ο πρόεδρος του νόμιμου Κοινοβουλίου της Λιβύης, δήλωσαν ότι το επίμαχο μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης είναι παράνομο και πως θα το ακυρώσουν εάν κερδίσουν τον πόλεμο. Κριτική στην κυβέρνηση Μητσοτάκη πρέπει να γίνει όχι επειδή –με καθυστέρηση– προσκάλεσε τον Χάφταρ στην Αθήνα, αλλά επειδή δεν προχώρησε αμέσως μετά την υπογραφή του επίμαχου μνημονίου, σε κινήσεις έμπρακτης και όχι μόνο διπλωματικής υποστήριξης των αντιπάλων της κυβέρνησης Σαράτζ.
Είναι θλιβερό και αλάνθαστο δείγμα εθνικής παρακμής και μόνο το γεγονός ότι ορισμένοι κύκλοι και στο υπουργείο Εξωτερικών και στην κυβέρνηση εκ των υστέρων επικαλούνται τις στρατιωτικές επιτυχίες του Σαράτζ για να πουν ότι έπρεπε να τηρήσουμε ίσες αποστάσεις! Είναι εξωφρενικό ότι μιλάνε λες και δεν υπάρχει το μνημόνιο Άγκυρας-Τρίπολης που αρπάζει ελληνική υφαλοκρηπίδα-ΑΟΖ, λες και η Ελλάδα είναι μία άλλη ευρωπαϊκή χώρα που δεν επηρεάζεται από τα όσα συμβαίνουν στη Λιβύη!
Αναζητώντας λογική εξήγηση
Οι εν λόγω κύκλοι δεν είναι ούτε άσχετοι, ούτε ανόητοι. Είμαι, λοιπόν, υποχρεωμένος να αναζητήσω μία εξήγηση γι' αυτή την προδήλως βλαπτική για τα εθνικά συμφέροντα στάση τους. Η μόνη λογική εξήγηση είναι ότι κριτήριό τους δεν είναι το εθνικό συμφέρον, αλλά το συμφέρον των ΗΠΑ, οι οποίες για το μόνο που ενδιαφέρονται είναι να μην αποκτήσει ερείσματα στη Λιβύη η Ρωσία. Ούτε καν για τη Δύση συνολικά δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε, αφού τουλάχιστον η Γαλλία έχει διαφοροποιηθεί. Ακόμα και η Ιταλία δεν θέλει να δει "κάτω από τα πόδια της" (Λιβύη) ένα τουρκικό προτεκτοράτο.
Έτσι όπως διαμορφώνεται η κατάσταση, για την Ελλάδα ο πόλεμος στη Λιβύη αποκτά κρίσιμη εθνική σημασία. Από τις εξελίξεις εκεί θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό και η δυναμική της αντιπαράθεσης στο ελληνοτουρκικό μέτωπο. Εάν ο Ερντογάν κερδίσει στη Λιβύη όχι μόνο θα περικυκλώσει την Ελλάδα, αλλά και θα προχωρήσει από πλεονεκτική θέση στην έμπρακτη αρπαγή της ελληνικής υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ κι όχι μόνο. Αντιθέτως, εάν σπάσει τα μούτρα του εκεί, θα υποχρεωθεί να αναδιπλωθεί και στο ελληνοτουρκικό μέτωπο.
Είναι ηλίου φαεινότερο πως εάν η πλευρά Σαράτζ παραμείνει η διεθνώς αναγνωρισμένη κυβέρνηση της Λιβύης, το επίμαχο μνημόνιο θα εδραιωθεί όσο κι αν ο Δένδιας δηλώνει πως είναι παράνομο και δεν παράγει νόμιμα αποτελέσματα. Παράνομο είναι, αλλά δυστυχώς για την Ελλάδα, όπως πιθανότατα θα δούμε προσεχώς, μπορεί να παραγάγει πραγματικά αποτελέσματα.
Ώρα για αντιτουρκική μεσογειακή συμμαχία
Στο σημείο που έχουν φθάσει τα πράγματα, έχει ζωτική σημασία για την Ελλάδα να εγκαταλείψει οριστικά κι όχι συγκυριακά δύο παραδοσιακά σύνδρομα: Πρώτον, την στρατιωτική περιχαράκωση στο Αιγαίο. Δεύτερον, να αντιλαμβάνεται την εξωτερική πολιτική της αποκλειστικά και μονοδιάστατα με όρους ΕΕ. Η ευρωπαϊκή διάσταση είναι δεδομένη, αλλά τα ίδια τα γεγονότα υποχρέωσαν την Ελλάδα τα τελευταία χρόνια να αντιληφθεί τον εαυτό της και ως μεσογειακή δύναμη.
Αυτή η διεργασία, ωστόσο, θυμίζει μετέωρο βήμα, με την έννοια ότι παραμένει ανολοκλήρωτη. Το παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο παίζεται με άλλους όρους. Δεν εξαντλείται μόνο στην κλασική μεταπολεμική διπλωματία των επιφυλακτικών βημάτων, αν όχι της αδράνειας, ειδικά όταν η Τουρκία χρησιμοποιεί συστηματικά το στρατιωτικό εργαλείο.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο πιο αποτελεσματικός τρόπος για να προασπίσει η Ελλάδα τα κυριαρχικά της δικαιώματα και ταυτοχρόνως να αποφύγει τον πόλεμο με την Τουρκία, είναι να αναλάβει πρωτοβουλία για τη συγκρότηση μίας (και στρατιωτικής) μεσογειακής συμμαχίας με έμμεσο πλην σαφή αντιτουρκικό πρόσημο. Δεν είναι μία πρωτοβουλία με δεδομένη την επιτυχή κατάληξη, αλλά οι συνθήκες είναι σήμερα πιο ώριμες παρά ποτέ και οπωσδήποτε αξίζει τον κόπο να γίνει η προσπάθεια.