Στις 13 Ιανουαρίου ανακοινώθηκε, από την Αμερικανική Πολεμική Αεροπορία και τη Lockheed Martin, ότι ο πρώτος δορυφόρος του νέας γενιάς συστήματος παγκόσμιου προσδιορισμού θέσης GPS III είναι πλέον ενεργός και διαθέσιμος προς στρατιωτική και εμπορική χρήση. Η διάθεση του δορυφόρου έγινε δυνατή μετά την ολοκλήρωση της αναβάθμισης του σταθμού διοίκησης και ελέγχου εδάφους. Πρόκειται για μια εξέλιξη που αφορά και την Ελλάδα, όπως θα δούμε παρακάτω.
Ωστόσο, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η πλήρης αξιοποίηση των δυνατοτήτων του νέου δορυφόρου δεν θα μπορεί να γίνει μέχρι την ανάπτυξη, σε τροχιά, του συνόλου των δορυφόρων GPS III και την εγκατάσταση του νέας γενιάς σταθμού διοίκησης και ελέγχου εδάφους. Μέχρι τότε, μέσω της εφαρμογής του προγράμματος αναβάθμισης Architecture Evolution Plan 8.0, στους υπάρχοντες σταθμούς διοίκησης και ελέγχου εδάφους, θα είναι δυνατή η διαχείριση των δορυφόρων του συστήματος GPS III.
Το σύστημα GPS III αποτελεί μια πολύ σημαντική αναβάθμιση, σε σχέση με τα προγενέστερα συστήματα GPS. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία, Lockheed Martin, το GPS III είναι τρείς (3) φορές πιο ακριβές σε σχέση με τα προγενέστερα συστήματα GPS, έχει περισσότερη διάρκεια ζωής, κατά 25%, ενώ είναι οκτώ (8) φορές πιο ανθεκτικό σε επιθέσεις παρεμβολών. Επίσης, το εμπορικό του σήμα είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό σύστημα GPS, το γνωστό Galileo.
Εκτός των δορυφόρων, το GPS III συνοδεύεται και από το νέο, προηγμένο σύστημα διοίκησης και ελέγχου εδάφους, η ανάπτυξη του οποίου όμως δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, αλλά αναμένεται να ολοκληρωθεί μέχρι τον Ιούνιο του 2021. Η σημασία των επιδόσεων του GPS III, ιδιαίτερα στο κομμάτι της ακρίβειας, είναι μεγάλη για τις βόμβες και τα βλήματα προσβολής, τα οποία βασίζονται στην καθοδήγηση GPS ή το συνδυασμό GPS/INS, για να πλήξουν το στόχο τους.
Το πρόβλημα των παρεμβολών στα σήματα και τα συστήματα GPS είναι υψίστης σημασίας και για την Ελλάδα, λαμβάνοντας υπόψη την εξάρτηση που έχουμε από τα GPS: Aπo την ακριβή πλοήγηση μέχρι τη σωστή καθοδήγηση των κατευθυνόμενων όπλων, όπως είναι τα βλήματα AGM-154C JSOW, οι βόμβες JDAM, oι διανομείς βομβιδίων AFDS, τα βλήματα SCALP-EG και τα βλήματα κατά πλοίων ΜΜ-40 Block.3 Exocet, όλα τους ενταγμένα στο οπλοστάσιο της ΠΑ (Πολεμική Αεροπορία) και του ΠΝ (Πολεμικό Ναυτικό).
Εκ των πραγμάτων λοιπόν, η εξέλιξη του προγράμματος GPS III είναι άμεσου ενδιαφέροντος και για την Ελλάδα, για έναν ακόμη λόγο: Στο πλαίσιο του προγράμματος της αναβάθμισης των 84 ελληνικών μαχητικών αεροσκαφών F-16 στο επίπεδο Viper, έχει επιλεγεί και το σύστημα LN260 INS/ GPS (Inertial Navigation System/Global Positioning System) της Northrop Grumman. To LN260 διαθέτει γυροσκόπια τεχνολογίας οπτικών ινών, δίαυλο επιλεκτικής διαθεσιμότητας 24 καναλιών, μειωμένο βάρος και αυξημένη αξιοπιστία, ενώ, σύμφωνα με τη Northrop Grumman, θα είναι συμβατό με το σύστημα GPS III. Με άλλα λόγια τα ελληνικά F-16 Viper θα είναι τρείς (3) ακριβέστερα στις βολές τους με τα ίδια όπλα που διαθέτουν σήμερα.
Σε μια παράλληλη και εξίσου σημαντική εξέλιξη, τον περασμένο Νοέμβριο, η ευρωπαϊκή MBDA, σε συνεργασία με την Airbus και την ONERA, ανακοίνωσε ότι ερευνά μια λύση προήγησης των βλημάτων πλεύσης (cruise) μεγάλου βεληνεκούς, όπως είναι οι SCALP-EG, σύμφωνα με την οποία τα συγκεκριμένα βλήματα θα χρησιμοποιούν δορυφορικές επικοινωνίες, ως μέσο ακριβούς καθοδήγηση τους προς το στόχο. Η έρευνας αυτή εντάσσεται στο πρόγραμμα REASON (Resilient and Autonomous Satcom Navigation), το οποίο εντάσσεται στο ευρύτερο γάλλο-βρετανικό πρόγραμμα MCM IPT (Materials and Components for Missiles Innovation and Technology Partnership). Το REASON ξεκίνησε το 2018 και έχει ως στόχο την απεξάρτηση των βλημάτων cruise από τα συστήματα GPS/GNSS η παρεμβολή των οποίων είναι εφικτή.