Ο ισχυρός σεισμός που έπληξε την Τουρκία θα μπορούσε να ανοίξει ένα ρήγμα στον πάγο που έχει δημιουργηθεί το τελευταίο διάστημα, καθιστώντας εφικτή μια επαναπροσέγιση με την Ελλάδα, εάν φυσικά το επιθυμούν κάποιοι.
Οι σχέσεις μεταξύ χωρών εξελίσσονται πάντα μέσα σε ένα διαμορφωμένο περιβάλλον. Και η τραγωδία που χτύπησε την γείτονα, δημιουργεί ένα συγκεκριμένο σκηνικό.
Πριν από είκοσι χρόνια, μετά τον τρομακτικό σεισμό των 7,6 ρίχτερ, που έπληξε τη Σμύρνη στις 17 Αυγούστου του 1999 - αλλά και τον φονικό σεισμό των 5,9 ρίχτερ που είχε προηγηθεί στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου - προέκυψε η λεγόμενη «διπλωματία των σεισμών» που οδήγησε στην απόσμενη αναθέρμανση των ελληνοτουρκικών σχέσεων σε μια εξαιρετικά τεταμένη και τότε περίοδο.
Ήταν τρία χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων και μόλις λίγους μήνες μετά την υπόθεση Οτσαλάν, που είχε φέρει τις δυο χώρες στα πρόθυρα σύρραξης.
Ξαφνικά, το κλίμα άλλαξε. Οι προθέσεις, η ρητορική, ακόμη και κάποιες ενέργειες, κινήθηκαν σε διαφορετική κατεύθυνση.
Δημιουργήθηκαν ευκαιρίες. Τα προβλήματα δεν λύθηκαν. Το Αιγαίο δεν μετατράπηκε ξαφνικά σε θάλασσα ειρήνης. Και, τελικά, το ελπιδοφόρο παράθυρο, έκλεισε. Ωστόσο, εκείνη η ιστορική στιγμή άφησε πίσω της κάποια διδάγματα.
Στον σεισμό της Σμύρνης τα μεγέθη ήταν, δυστυχώς, πολύ διαφορετικά. Ο αριθμός των θυμάτων 18 χιλιάδες και των τραυματιών 50 χιλιάδες. Ο χθεσινός σεισμός δεν συγκρίνεται με αυτόν του '99, αν και οι ειδικοί δεν αποκλείουν την πιθανότητα να υπάρξει και ισχυρός μετασεισμός.
Αλλά δεν είναι θέμα αριθμών. Η αίσθηση ειλικρινούς αλληλεγγύης που εξέπεμπε η άμεση στήριξη των Ελλήνων πολιτών και οι εικόνες με τις υπεράνθρωπες προσπάθειες που κατέβαλαν τα ελληνικά συνεργεία διάσωσης, έμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στη συνείδηση των απλών Τούρκων πολιτών, τουλάχιστον των περισσότερων.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης επικοινώνησε ήδη με τον Ταγίπ Ερντογάν και του εξέφρασε την «ολόψυχη συμπαράσταση» και την αλληλεγγύη των Ελλήνων στον τουρκικό λαό και του διεμήνυσε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να συνδράμει στις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης. Ο Τούρκος Πρόεδρος τον ευχαρίστησε, αλλά τόνισε ότι προς το παρόν ελέγχεται η κατάσταση από τα τουρκικά συνεργεία.
Σε ανάλογο κλίμα κινήθηκε και η τηλεφωνική συνομιλία του Υπ. Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, με τον Μεβλούτ Τσαβούσογλου, με τον οποίο διατηρεί προσωπική σχέση εδώ και χρόνια από την εποχή που ήταν και οι δυο στο Συμβούλιο της Ευρώπης.
Είναι ένα τραγικό συμβάν που στη σημερινή συγκυρία μπορεί να συντελέσει σε αλλαγή κλίματος. Να ανατρέψει ένα πολύ αρνητικό περιβάλλον που είναι ταυτόχρονα και εξαιρετικά επικίνδυνο.
Το ‘99 η «διπλωματία των σεισμών» ειχε φέρει τους λαούς αλλά και τις ηγεσίες, πιο κοντά. Τότε, είχαν προηγηθεί οι γείτονες. Μετά τον σεισμό των 5,9 Ρίχτερ και των 143 νεκρών στην Πάρνηθα, άνδρες της AKUT (της τουρκικής ΕΜΑΚ) είχαν φθάσει άμεσα στην Αθήνα και ξεκίνησαν δουλειά μαζί με τα ελληνικά σωστικά συνεργεία.
Εναν μήνα μετά οι Έλληνες. ανταπέδωσαν την αλληλεγγύη. Δεν ήταν μόνο τα συνεργεία της ΕΜΑΚ. Οι Έλληνες έσπευσαν μαζικα να προσφέρουν αίμα για τους σεισμοπαθείς, κίνηση ιερή, που γκρέμισε στερεότυπα και αναγνωρισθηκε από τους Τούρκους.. Παρότι ο τότε υπουργός Υγείας της Τουρκίας είχε στην αρχή φθάσει στο σημείο να δηλώσει ότι «δεν θέλουμε ελληνικό αίμα», το κύμα ειλικρινούς συμπαράστασης και ανθρωπιάς των Ελλήνων, ανέτρεψε τα πάντα.
Στα μέσα ενημέρωσης προβάλλονταν συνεχώς ανθρώπινες ιστορίες στήριξης και κατανόησης. Το κλίμα άλλαξε σε λίγες μέρες.
Μέσα από τα συντρίμμια μπορεί να αναδυθεί ένα κλίμα φιλίας και αλληλεγγύης που όχι μόνο είναι προφανώς θετικό για τους δυο λαούς, αλλά θα διευκολύνει και τις ηγεσίες εάν πραγματικά αναζητούν τρόπους για να προχωρήσουν στην ομαλοποίηση των σχέσεων.
Προφανώς, ο Ταγίπ Ερντογάν είναι αυτός που θα πρέπει να αποφασίσει αν θέλει να «αξιοποιήσει» κάθε ευκαιρία. Αντί απειλών και προκλητικών ενεργειών, να αναζητήσει την ειρηνική συνύπαρξη, με βάση την αρχή της καλής γειτονιάς και τις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου. Εάν πάρει την απόφαση, οι επικοινωνιακές κινήσεις μπορούν εύκολα να ακολουθήσουν και να διευκολύνουν την εξέλιξη.
kathimerini