Οι ηγέτες Ελλάδος, Κύπρου και Ισραήλ, υπέγραψαν στις 2 Ιανουαρίου την διακρατική συμφωνία κατασκευής του υποθαλασσίου αγωγού EastMed, που φιλοδοξεί να αποτελέσει εναλλακτική πηγή εφοδιασμού της ΕΕ με φυσικό αέριο.
Σε Ελλάδα και Κύπρο, υπογραμμίσθηκε η πρόβλεψη στην συμφωνία για την ασφάλεια του αγωγού, όπως αυτή αποτυπώνεται στο Άρθρο 10:
Τα μέρη θα συνεργαστούν λαμβάνοντας τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσουν την ασφάλεια του αγωγού. Από την άποψη αυτή, τα μέρη μπορούν να διατυπώσουν πολυμερείς ή διμερείς συμφωνίες και διακανονισμούς σχετικά με συνεργασίες στα ζητήματα ασφάλειας που σχετίζονται με το έργο/αγωγό».
Είναι σαφές ότι το Άρθρο προβλέπει δυνατότητα αμέσου λήψεως μέτρων, από την σχεδίαση της διαδρομής του αγωγού κιόλας και όχι αργότερα, όταν πλέον θα αρχίσει η κατασκευή, για την ασφάλειά του. Συνεπώς, θεωρητικώς, από αύριο κιόλας οι τρεις χώρες μπορούν να επεξεργαστούν μια τέτοιου είδους συμφωνία η οποία βεβαίως θα αφορά στρατιωτική συνεργασία.
Η πρόνοια είναι απολύτως φυσιολογική, εφόσον από πλευράς Τουρκίας έχει ήδη εκδηλωθεί αρνητική – εχθρική πολιτική και όλα δείχνουν ότι η “στρατιωτικοποίηση” του EastMed δεν θα αποφευχθεί. Σε αυτό ακριβώς το σημείο, αναδεικνύεται η σημασία που μπορεί να έχουν για το μέλλον του έργου οι πρόνοιες του Άρθρου 10: είτε θα λειτουργήσουν αποτρεπτικώς για την Τουρκία, είτε οι τρεις εταίροι θα προκληθούν από την τουρκική αρπακτικότητα και θα πρέπει να αντιδράσουν.
Εδώ ακριβώς είναι που εγείρονται τα ερωτηματικά για την στρατιωτική επάρκεια των εταίρων του EastMed. Η στρατιωτική ισχύς του Ισραήλ, δεν επιδέχεται αμφισβητήσεως – είναι μεγάλη. Το αυτό ισχύει και για την στρατιωτική ικανότητα της Κύπρου – είναι μικρή αλλά όχι αμελητέα. Το ερώτημα, είναι η Ελλάδα. Η οποία, ακριβώς επειδή έχει παραμελήσει τις ένοπλες δυνάμεις της επί 15 συναπτά έτη, αντιπροσωπεύει τον “αδύναμο κρίκο”.
Διότι η Αθήνα, υποτίθεται ότι αναλαμβάνει σε κάθε περίπτωση, και για λόγους εθνικούς αλλά και για λόγους ηθικούς, την αμυντική στήριξη της Λευκωσίας. Εάν το τελευταίο, έχει ατονήσει σε επίπεδο πολιτικών και στρατιωτικού σχεδιασμού λόγω της παρακμής των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, το ειδικό βάρος του EastMed αποτελεί την απόλυτη αφορμή για μια δυναμική επανεκκίνηση.
Η Ελλάδα, ως εξερχομένη από μια πολυετή οικονομική κρίση και επιδιώκοντας να μεγιστοποιήσει τους ρυθμούς αναπτύξεως αλλά και να αναβαθμίσει την γεωπολιτική θέση της έναντι της νέο-οθωμανικής κατακτητικής επιθέσεως, οφείλει να προστατεύσει την τεράστια επένδυση που έχει ξεκινήσει στην εκμετάλλευση του υποθαλασσίου ενεργειακού πλούτου.
Η επένδυση αυτή που έχει τεράστιες συνέπειες για τις επερχόμενες γενεές, είναι συνυφασμένη με την ερευνητική προσπάθεια νοτίως Κρήτης σε πρώτη φάση και βεβαίως με την πολυεθνική συνεργασία στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο που βρίσκεται σε εξέλιξη με την Κύπρο, το Ισραήλ, την Αίγυπτο κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτό, ο EastMed έρχεται να αποτελέσει το πρώτο χειροπιαστό βήμα ενεργού συμμετοχής της Αθήνας σε αυτή την διεθνή συνεργασία και οι υποχρεώσεις της είναι αυξημένες.
Εάν, επί παραδείγματι, κάποιος εκ των υπολοίπων δύο εταίρων, αισθανθεί ότι απαιτείται η λήψη μέτρων για την ασφάλεια του έργου, η Αθήνα δεν μπορεί να “σφυρίζει αδιάφορα”, όπως έπραττε μέχρι σήμερα στις περιπτώσεις που τουρκικά ερευνητικά πλοία, συνοδευόμενα από πολεμικά, ανέλαβαν πειρατική δραστηριότητα στην ΑΟΖ της Κύπρου… Όπως έχει αυξημένες προσδοκίες από το έργο αυτό, η Αθήνα έχει και αυξημένες υποχρεώσεις.
Το Ισραήλ έχει επενδύσει στον EastMed για λόγους στρατηγικούς, που άπτονται όχι μόνο της οικονομικής πολιτικής και της στενότερης συνεργασίας με την ΕΕ. Έχει επενδύσει στον Ελληνισμό, στα δύο ξεχωριστά κράτη που τον εκπροσωπούν σήμερα, ως στρατηγικό εταίρο ζωτικής σημασίας για την επιβίωσή του. Οποιαδήποτε ένδειξη αδυναμίας από Αθήνα πρωτίστως, θα απογοητεύσει και θα ενισχύσει τις τάσεις για επαναπροσέγγιση του Ισραήλ με τον νέο-οθωμανισμό.
Συνεπώς, η εθελοτυφλία και οι εκπτώσεις από την κυβέρνηση στην Εθνική Άμυνα, έληξαν στις 2 Ιανουαρίου 2020. Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, οφείλει να επενδύσει σοβαρά, αυξάνοντας κάθετα τις αμυντικές δαπάνες ή πιο συγκεκριμένα τις επενδύσεις σε νέα εξοπλιστικά προγράμματα. Οι εισηγήσεις του ΓΕΕΘΑ, είναι δεδομένες εδώ και σειρά ετών. Άπαντες γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει. Κανείς από την κυβέρνηση αλλά ούτε και από την αντιπολίτευση, δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι “δεν ξέρει”.
Τα πράγματα είναι απολύτως συγκεκριμένα. Οι δαπάνες για αμυντικούς εξοπλισμούς, πρέπει από το 2021 να αυξηθούν κατά 100% και από το 2022 να έχουν αυξηθεί κατά 200% εν σχέσει με σήμερα. Δηλαδή 1 δισ. ευρώ το 2021 και 1,5 δισ. ευρώ από το 2022. Αύξηση των αμυντικών δαπανών στο 3 και 4% του ΑΕΠ, είναι απολύτως δικαιολογημένη εν όψει του διακυβεύματος. Αυτά είναι τα ελάχιστα στοιχειώδη μέτρα που πρέπει να ληφθούν υπό ρεαλιστικές συνθήκες άμεσα, προκειμένου να αρχίσει να καλύπτεται το χαμένο έδαφος. Η νέο-οθωμανική κατακτητική επίθεση, δεν είναι θεωρία. Είναι κατάσταση που πρέπει να αντιμετωπισθεί με έργα.
Τα νούμερα μπορεί να προκαλούν ζάλη, στην αποκοιμισμένη και “προοδευτική” κοινή γνώμη αλλά και στο ισχυρό λόμπι των λαϊκιστών του πολιτικού χώρου. Είναι όμως η μόνη εγγύηση ότι ο EastMed και η συνολική ενεργειακή πολιτική της χώρας, θα προχωρήσουν ανεμπόδιστα.
Αυτή την φορά, οι κυβερνώντες έχουν και μια άλλη ευθύνη: να εξασφαλίσουν ότι όσο το δυνατόν μεγαλύτερο ποσοστό από την τεράστια δαπάνη για την Εθνική Άμυνα, θα διοχετευθεί προς την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία, ούτως ώστε το κόστος να έχει σαφή ανταποδοτικό χαρακτήρα από την επένδυση. Επένδυση στις νέες τεχνολογίες, σε νέες θέσεις εργασίας, σε νέα προϊόντα που θα αποφέρουν έσοδα στα κρατικά ταμεία.
Θα είναι ασυγχώρητο, έπειτα από όσα έχουμε ζήσει και διδαχθεί, από την εξοπλιστική προσπάθεια του 1996-2002, να μην φροντίσουν οι αρμόδιοι να εκμεταλλευθούμε αυτή την προοπτική, ώστε να την αναδείξουν σε μεγάλη ευκαιρία για τις Ένοπλες Δυνάμεις, την Ελληνική Αμυντική Βιομηχανία και την Οικονομία της χώρας.
defence-point