Οριάνα Φαλλάτσι (Φλωρεντία, 29 Ιουνίου 1929 – Φλωρεντία, 15 Σεπτεμβρίου 2006) Ιταλίδα δημοσιογράφος πολιτικών θεμάτων και συγγραφέας. Πέθανε από καρκίνο. Φιλοξενούμε τους Ισλαμιστές Σομαλούς, του λαθρεμπόριου, της Μαφίας των ναρκωτικών, των εμφυλίων, των πειρατών, των δολοφόνων. Δεν πάμε καλά. Δεν πάμε καθόλου καλά.
''...Εγώ, δεν πηγαίνω να στήσω αντίσκηνα στη Μέκκα. Ούτε πηγαίνω να πω το Πάτερ Ημών ή το Άβε Μαρία μπροστά από τον τάφο του Προφήτη. Δεν κατουρώ στους τοίχους ενός τζαμιού κι ούτε θα έκανα τη χοντρή μου ανάγκη πάνω τους. Όταν επισκέπτομαι τις χώρες τους (κάτι από το οποίο δεν αντλώ καμιά ευχαρίστηση), ποτέ δεν ξεχνώ ότι είμαι ξένη και φιλοξενούμενη. Προσέχω να μην προσβάλλω τους κατοίκους με κάποια ενδυμασία, χειρονομία ή συμπεριφορά που ίσως να είναι συνηθισμένη για μας, αλλά ανάρμοστη για εκείνους. Θεωρώ καθήκον μου να συμπεριφέρομαι πάντοτε με σεβασμό, ευγένεια, προσοχή. Ζητώ συγγνώμη αν λόγω άγνοιας ή απερισκεψίας τύχει και παραβιάσω κάποιο κοινωνικό κανόνα ή κάποια δεισιδαιμονία τους. Έτσι..... δεν μπορώ να ξεχάσω την εικόνα του τεράστιου αντίσκηνου που πριν δυο καλοκαίρια
2 παραμόρφωνε την πλατεία του Καθεδρικού Ναού της Φλωρεντίας, της δικής μου πόλης.
Ήταν ένα αντίσκηνο γιγαντιαίων διαστάσεων, μια τέντα, που την είχαν στήσει Μουσουλμάνοι από τη Σομαλία, οι οποίοι διαμαρτύρονταν επειδή η Ιταλική Κυβέρνηση, για μια και μοναδική φορά, είχε αργήσει να τους ανανεώσει τα διαβατήριά τους και να δεχτεί τους συγγενείς τους που κατά ορδές επιθυμούσαν να εισβάλουν στη χώρα μας. Δηλαδή, τις μανάδες, τους πατεράδες, τ’ αδέλφια, τους θείους, τις θείες, τα ξαδέλφια, τις έγκυες γυναίκες τους και πιθανόν ακόμη κι όλους τους συγγενείς των συγγενών. Είχαν στήσει το αντίσκηνό τους δίπλα στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής, ενώ είχαν τη συνήθεια να αφήνουν πάνω στο πεζοδρόμιο τα παπούτσια τους και τα μπουκάλια με το νερό που χρησιμοποιούσαν για να πλένουν τα πόδια τους πριν τις προσευχές. Δηλαδή, ακριβώς μπροστά στον Καθεδρικό Ναό της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε και μονάχα λίγα βήματα από το Βαπτιστήριο. Η σκηνή ήταν επιπλωμένη σαν ένα μικρό διαμέρισμα: τραπέζια, καρέκλες, σεζλόνγκ, στρώματα για να κοιμούνται και να γ....ν και καμινέτα για μαγείρεμα που γέμιζαν την πλατεία με μια ανυπόφορη δυσωδία. Πάντοτε διάπλατα ανοιχτή προς δημόσια θέα. Το αντίσκηνο είχε παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, ενώ από μέσα ακουγόταν συνεχώς μια κασέτα που έπαιζε τη φωνή ενός μουεζίνη, που ασταμάτητα προέτρεπε τους Πιστούς, κατηγορούσε τους Άπιστους και έπνιγε με βάναυσο τρόπο τους γλυκούς ήχους από τις γύρω καμπάνες. Και σαν να μην έφταναν όλ’ αυτά, παντού υπήρχαν οι κίτρινοι λεκέδες από ούρα που σπίλωναν τα χιλιόχρονα μάρμαρα και την επίχρυση πύλη του Βαπτιστηρίου. (Θεέ και Κύριε! Αυτοί οι γιοι του Αλλάχ ξέρουν να σημαδεύουν με τα ούρα τους από μεγάλη απόσταση! Πώς μπορούσαν να πετυχαίνουν με τέτοια ακρίβεια τον στόχο τους που βρισκόταν πίσω από ένα προστατευτικό κιγκλίδωμα, σχεδόν δυο μέτρα απόσταση από τα όργανα της εκτόξευσης;) Επιπλέον, οι γιοι του Αλλάχ, με λεκέδες από κάτουρο και με σωρούς από κόπρανα που έφραζαν την κύρια είσοδο του Σαν Σαλβατόρε Βεσκόβο: την εξαιρετική αυτή εκκλησία, ρωμανικής αρχιτεκτονικής (του ένατου αιώνα), που βρίσκεται κοντά στην πλατεία είχαν μετατρέψει τον ιερό ναό σε αποχωρητήριο.
Άλλωστε, αυτά τα γνωρίζεις. Τα γνωρίζεις, γιατί σε είχα πάρει τηλέφωνο και σε είχα παρακαλέσει να παρέμβεις, θυμάσαι; Είχα, επίσης, τηλεφωνήσει και στον Δήμαρχο της Φλωρεντίας, ο οποίος με
3 επισκέφτηκε αμέσως, υπέμεινε στωικά την έξαρση του θυμού μου και κάπως ντροπαλά παραδέχτηκε πως οι διαμαρτυρίες μου ήταν δικαιολογημένες: «Έχετε δίκιο. Πραγματικά, έχετε δίκιο». Αλλά δεν έδωσε εντολή να απομακρυνθεί το αντίσκηνο. Το αμέλησε, ή καλύτερα, δεν είχε τα κότσια να το κάνει. Επικοινώνησα και με τον Υπουργό Εξωτερικών, έναν Φλωρεντινό με έντονη φλωρεντινή προφορά, ο οποίος είχε την αρμοδιότητα να εγκρίνει ή να απορρίψει την ανανέωση των διαβατηρίων τους. Κι αυτός υπέμενε στωικά τον ψυχικό μου αναβρασμό. Κι αυτός παραδέχτηκε ότι οι διαμαρτυρίες μου ήταν δικαιολογημένες: «Έχετε δίκιο. Πραγματικά, έχετε δίκιο». Αλλά, ούτε κι αυτός έκανε το παραμικρό για να απομακρυνθεί η σκηνή. Ακριβώς όπως ο Δήμαρχος, το αμέλησε. Ή καλύτερα, δεν είχε τα κότσια να το κάνει. Κατόπιν (πέρασαν πάνω από τρεις μήνες) άλλαξα τη στρατηγική μου. Τηλεφώνησα στον αστυνομικό διευθυντή της πόλης και του έτριξα τα δόντια: «Αγαπητέ κύριε διευθυντά, εγώ δεν είμαι πολιτικός: όταν λέω κάτι, το εννοώ στα σοβαρά. Αν μέχρι αύριο δεν έχετε απομακρύνει την αναθεματισμένη τη σκηνή, θα της βάλω φωτιά. Ορκίζομαι, λόγω τιμής, ότι θα την κάψω κι ούτε μια διμοιρία στρατιωτών δεν θα μπορέσει να με εμποδίσει και γι’ αυτό θέλω να με συλλάβετε! Να μου περάσετε χειροπέδες, να με ρίξετε στη φυλακή, να με κλείσετε μέσα! Έτσι, οι εφημερίδες και οι τηλεοπτικοί σταθμοί θα ενημερώσουν ολόκληρο τον κόσμο ότι η Φαλάτσι βρίσκεται κρατούμενη στην ίδια της την πόλη, επειδή επιχείρησε να την υπερασπιστεί. Κι αυτό θα αδειάσει τα σκατά στη μούρη ολωνών σας». Λοιπόν, σαν πιο γνωστικός από τους άλλους, ο διευθυντής της Ασφάλειας, μέσα σε λίγες μέρες είχε απομακρύνει την σκηνή. Το μόνο που απέμεινε ήταν μια έντονη και αηδιαστική δυσωδία στο πεζοδρόμιο της πλατείας. Δηλαδή, τα βρομερά υπολείμματα από την τρίμηνη σιχαμερή εκείνη κατάληψη.
Η νίκη μου όμως ήταν μια φτωχή νίκη, μια Πύρρειος νίκη. Κι αυτό επειδή αμέσως μετά, τα διαβατήρια των Σομαλών ανανεώθηκαν με την έγκριση του υπουργού Εξωτερικών, αυτού που μιλούσε με έντονη φλωρεντινή προφορά, ενώ επιπλέον όλα τα αιτήματά τους έγιναν δεκτά από την κυβέρνηση. Οπότε, σήμερα, όλοι αυτοί οι Σομαλοί διαμαρτυρόμενοι, καθώς και οι πατεράδες τους, οι μανάδες τους, τ’ αδέλφια τους, οι θείοι τους, οι θείες τους, τα ξαδέλφια τους και οι έγκυες γυναίκες τους (που, στο μεταξύ, έχουν προλάβει να γεννήσουν) έχουν εγκατασταθεί ακριβώς εκεί που ήθελαν: στη Φλωρεντία και σε άλλες πόλεις της Ευρώπης. Η
4 νίκη μου ήταν φτωχή, ήταν μια Πύρρειος νίκη, επειδή η απομάκρυνση του αντίσκηνου δεν άλλαξε σε τίποτε τις εξωφρενικές προσβολές που για δεκαετίες τώρα ντροπιάζουν την πόλη μου, μια πόλη που κάποτε ήταν η θαυμαστή πρωτεύουσα της τέχνης, της ομορφιάς, του πολιτισμού. Η παρέμβασή μου δεν αποκάρδιωσε τους υπόλοιπους μουσουλμάνους εισβολείς: τους Αλβανούς, τους Σουδανούς, του Βεγγαλέζους, τους Τυνήσιους, τους Αιγυπτίους, τους Αλγερινούς, τους Πακιστανούς και τους Νιγηριανούς, που διακινούν πυρετωδώς ναρκωτικά. (φαίνεται ότι αυτό είναι μια αμαρτία που δεν την καταδικάζει το Κοράνι). Μαζί μ’ αυτούς, οι πλανόδιοι πραματευτές που κατακλύζουν τους δρόμους μας πουλώντας φτηνιάρικα ρολόγια και στυλό. Οι μικροπωλητές που εκθέτουν τα εμπορεύματά τους πάνω σε μικρά χαλιά, στη μέση των πεζοδρομίων. Οι πόρνες που, ασκώντας το επάγγελμά τους, διαδίδουν το AIDS ακόμη και στους δρόμους της επαρχίας. Οι διαρρήκτες που λεηλατούν τα σπίτια στην ύπαιθρο, ειδικά τη νύχτα και δεν τολμάς να τους αντιμετωπίσεις μ’, ένα ρεβόλβερ, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση εσύ είσαι αυτός που θα πάει φυλακή. Εκτός των άλλων και με την κατηγορία του ρατσιστή).''
Oriana Fallaci, «H Οργή και η Περηφάνεια» (2003)