Ήταν 18 Οκτωβρίου 1944, ημέρα επίσημης απελευθέρωσης της Ελλάδας από τα στρατεύματα του Άξονα. Οι Γερμανοί είχαν εκκενώσει σχεδόν ολόκληρη την χώρα πλην της Δυτικής Κρήτης, όπου μία ιδιότυπη μορφή κατοχής συνέχιζε να υφίσταται και των Δωδεκανήσων και άλλων νησιών όπου η σύγκρουση με τους Βρετανούς μαίνονταν. Στην ελληνική ύπαιθρο οι οργανώσεις του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ είχαν πρακτικά υποκαταστήσει τις επίσημες κρατικές λειτουργίες.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, τη χώρα όμως είχε καταλάβει το χάος, τα κατεστραμμένα από τις γερμανικές αντεκδικήσεις χωριά έμεναν όρθια ερείπια, πλήθος ανθρώπων είχαν εγκατασταθεί μακριά από τις εστίες τους, η φτώχια, η πείνα και οι συνέπειες του πολέμου έκαναν την παρουσία τους έκδηλη παντού.
Η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα, τη χώρα όμως είχε καταλάβει το χάος, τα κατεστραμμένα από τις γερμανικές αντεκδικήσεις χωριά έμεναν όρθια ερείπια, πλήθος ανθρώπων είχαν εγκατασταθεί μακριά από τις εστίες τους, η φτώχια, η πείνα και οι συνέπειες του πολέμου έκαναν την παρουσία τους έκδηλη παντού.
Στο δύσκολο έργο της ανοικοδόμησης της χώρας, η κυβέρνηση Παπανδρέου είχε δεχτεί έξι συνολικά ανθρώπους της αριστεράς, τέσσερις από το ΕΑΜ και δύο απευθείας από το ΚΚΕ, να συμμετάσχουν ως υπουργοί. Σύμφωνα με την πρότερη Συμφωνία της Καζέρτας οι δωσίλογοι και συνεργάτες του κατακτητή έπρεπε να τιμωρηθούν, τα αντάρτικα σώματα να αφοπλιστούν και να σχηματιστεί το ταχύτερο δυνατόν ενιαίος εθνικός στρατός προς διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας και ακεραιότητας. Οι Σύμμαχοι και συγκεκριμένα ο στρατηγός Σκόμπυ θα ανελάμβαναν την διοίκηση των εθνικών ενόπλων δυνάμεων, το πολιτειακό ζήτημα παράλληλα τορπίλιζε την συζήτηση με την τελική του λύση να αφήνεται σε αόριστο χρόνο με μορφή δημοψηφίσματος.
Το ίδιο το ΚΚΕ και το όργανο του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, δεν είχαν αποσαφηνίσει ακόμη πλήρως τις μελλοντικές κινήσεις τους. Για την ηγεσία του ΚΚΕ η στρατολόγηση αγνών πατριωτών στις γραμμές του ΕΑΜ δεν είχε παρά σαν δευτερεύοντα σκοπό την εκδίωξη των γερμανικών δυνάμεων κατοχής. Κύριος στόχος των κομμουνιστικών και αριστερών δυνάμεων ήταν η κατάληψη της εξουσίας, με κάθε μέσο και η παράδοση της Ελλάδας στην σοβιετική σφαίρα επιρροής, υπό μαρξιστικό και ολοκληρωτικό πολίτευμα. Ήδη ο ΕΛΑΣ είχε διαλύσει κάθε αντιστασιακή οργάνωση που έθιγε το μονοπώλιο του στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και στις βρετανικές χορηγίες: η ΕΚΚΑ με το ηρωικό Σύνταγμα 5/42 είχε συντριβεί, με τον ηρωικό της αρχηγό Ψαρρό να βρίσκει μαρτυρικό θάνατο, ενώ οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ- ΕΟΕΑ είχαν εκδιωχθεί από την Ήπειρο και την Δυτική Ελλάδα στην Κέρκυρα. Οι δυνάμεις του ΕΑΜ είχαν δώσει πολύ περισσότερες μάχες με άλλους Έλληνες αντιστασιακούς, από ότι με Γερμανούς ή Βουλγάρους, σκοπίμως ώστε να διατηρούν δυνάμεις για την κατάληψη της εξουσίας στο τέλος του πολέμου.
Για να εκτονωθεί κάπως η κατάσταση ο εξόριστος μονάρχης Γεώργιος Β’, πείσθηκε να παραμείνει στο Λονδίνο, έως ότου το πολιτειακό να ξεκαθαριστεί πλήρως, την δε θέση του ανέλαβε ως Αντιβασιλέας ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Δαμασκηνός, γνωστός για το αντιστασιακό του έργο και την σωτηρία των Εβραίων της Αθήνας. Ήδη μικροσυγκρούσεις συνέβαιναν μεταξύ δυνάμεων του ΕΑΜ και ακροδεξιών στο κέντρο της Αθήνας, μεγάλος αριθμός δωσίλογων συνέχιζε να κυκλοφορεί ελεύθερος και το ΕΑΜ αρνούνταν να διαλύσει την Πολιτοφυλακή του, ώστε να χτιστεί Εθνοφυλακή δίχως κομματικό ή πολιτικό επίχρισμα. Ο στρατηγός Σκόμπυ θα συνέχιζε να έχει την πλήρη ηγεσία στις ένοπλες δυνάμεις μέχρι και την ολική διάλυση των μονάδων του ΕΑΜ- ΕΛΑΣ, οπότε και θα ανελάμβανε ο στρατηγός Αλέξανδρος Οθωναίος, με τον ίδιο να παραιτείται εξαιτίας των κυβερνητικών δράσεων. Πρώην χωροφύλακες από την ύπαιθρο και από διαλυμένα σώματα του ΕΛΑΣ κατέβηκαν τότε στην Αθήνα, όπου και συγκροτήθηκε το Σύνταγμα Μετεκπαιδεύσεως Χωροφυλακής.
Το Σύμφωνο των Ποσοστώσεων μεταξύ Στάλιν και Τσώρτσιλ, άφηνε την Ελλάδα στην βρετανική σφαίρα επιρροής, με την ΕΣΣΔ να συμμετάσχει με ποσοστό της τάξης του 10%. Αντίστοιχα ποσοστά είχαν δοθεί στους Σοβιετικούς και για χώρες της Κεντρικής Ευρώπης όπως η Τσεχοσλοβακία ή η Ουγγαρία, οι οποίες όμως βιαίως τοποθετήθηκαν στο ανατολικό μπλοκ. Στο ζήτημα της Ελλάδας τόσο η πολυπόθητη έξοδος στην Μεσόγειο, όσο και ο ολικός έλεγχος της Ανατολικής Ευρώπης και η δυνατότητα άμεσης παρέμβασης στη Μέση Ανατολή, έκαναν θελκτική την ένταξή της χώρας στο κόκκινο στρατόπεδο. Παράλληλα όμως ο Στάλιν δεν ήταν σε κατάσταση να προβεί σε μία τόσο παράτολμη κίνηση, δεδομένου ότι η Ελλάδα τακτικά και εξ ιδρύσεως υπάγονταν στο δυτικό στρατόπεδο, μακριά από την σφαίρα της έντονης ρωσικής επιρροής. Οι υπό σοσιαλιστικές κυβερνήσεις Αλβανία και Βουλγαρία, αγωνιούσαν να μην χάσουν εδάφη ελέω της πολεμικής του συμμετοχής ενάντια στην Ελλάδα, η δε Γιουγκοσλαβία εποφθαλμιούσε ανοικτά τον χώρο της «Μακεδονίας του Αιγαίου». Τυφλό όργανο των σοβιετικών πρακτόρων το ΚΚΕ φιλοδοξούσε τόσο να αναλάβει την εξουσία, όσο και να προσφέρει ένα πολυπόθητο δώρο στον προστάτη του.
Ως εκ τούτου το ΕΑΜ αρνούνταν έντονα τον αφοπλισμό του και απαιτούσε άμεση επαναδιαπραγμάτευση. Στη 1 Δεκεμβρίου ο Σκόμπυ έβγαλε άμεσα διαταγή αφοπλισμού, σε περίπτωση δε που δεν γίνονταν αποδεκτή θα ακολουθούσαν ολέθριες συνέπειες. Υπό τις νέες συνθήκες ο αρχηγός της ΠΕΕΑ του ΕΑΜ, Αλέξανδρος Σβώλος, συναντήθηκε με τον επικεφαλής της Σοβιετικής Αποστολής στην Ελλάδα, συνταγματάρχη Ποπώφ, ώστε να αποκτήσει ρόλο διαμεσολαβητή, με τον τελευταίο να το αρνείται κατηγορηματικά. Όσο η κατάσταση πιεζόταν οι υπουργοί του ΕΑΜ παραιτήθηκαν στις 2 του μήνα, ταυτόχρονα το ΕΑΜ ζήτησε άδεια διαδήλωσης στην πλατεία Συντάγματος και κήρυξε γενική απεργία, διατάσσοντας τον ΕΛΑΣ να μην παραδώσει τον οπλισμό του. Το ΚΚΕ θα κρατούσε πρακτικά τις δυνάμεις του ώστε να μπορέσει στη συνέχεια να επιτεθεί στις βρετανικές δυνάμεις και στις ολιγάριθμες μονάδες της Αστυνομίας Πόλεων και της Χωροφυλακής.
Η απάντηση της κυβέρνησης προς την διαδήλωση ήταν αρνητική, απαγορεύοντας το από το προηγούμενοι βράδυ. Παρά την απαγόρευση μέλη του ΕΑΜ κατέλαβαν την περιοχή του Συντάγματος, με εξαιρετικά μεγάλη συμμετοχή. Αν και φαινομενικά άοπλοι, οι διαδηλωτές συνοδεύονταν από ένοπλους του ΕΛΑΣ, ένας αστυνομικός σκοτώθηκε πριν το συλλαλητήριο και η οικία του πρωθυπουργού Γεωργίου Παπανδρέου δέχθηκε επίθεση με χειροβομβίδες, η οποία και απετράπη. Ήδη το ΚΚΕ και το ΕΑΜ είχαν κλείσει τα γραφεία τους και φυγαδεύσει τα σημαίνοντα μέλη τους, έχοντας λάβει απόφαση για γενικευμένη, ένοπλη εξέγερση με αφορμή το συλλαλητήριο. Κάποια στιγμή και υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες οι αστυνομικές δυνάμεις που είχαν καταλάβει τις ταράτσες των εκεί κτηρίων, άναψαν πυρ στο πλήθος, με αποτέλεσμα 33 εκ των διαδηλωτών να πέσουν νεκροί και άλλοι 140 να τραυματιστούν. Χρόνια αργότερα ο τότε αρχηγός της Αστυνομίας Πόλεων Άγγελος Έβερτ, γνωστός για το έργο του διάσωσης των Εβραίων της Αθήνας στη Κατοχή, παραδέχονταν πως ο ίδιος έδωσε την διαταγή να ξεκινήσουν οι πυροβολισμοί, πειθαρχώντας σε κυβερνητική εντολή.
Το ίδιο βράδυ ο Παπανδρέου πρότεινε τον σχηματισμό νέας οικουμενικής κυβέρνησης υπό τον φιλελεύθερο Θεμιστοκλή Σοφούλη, ώστε να εκτονωθεί η κατάσταση, με παραίτηση του ίδιου και όλων των υπουργών. Τόσο το ΚΚΕ, όσο και ο πρέσβης αποδέχτηκαν την πρόταση του αρχηγού του Κόμματος των Δημοκρατών Σοσιαλιστών, πλην του ίδιου του Τσώρτσιλ που απαίτησε να παραμείνει στη θέση του, με κάθε τρόπο. Η μόνη ελπίδα του ελληνικού αστικού και μη κομμουνιστικού χώρου να επιβιώσει ήταν να ενταχθεί ανερυθρίαστα στο πλευρό των Βρετανών για άλλη μια φορά, απέναντι στην κόκκινη ανταρσία. Ένα ακόμη συλλαλητήριο πραγματοποιήθηκε την αμέσως επόμενη μέρα, με αρκετούς νεκρούς ξανά από σφαίρες της Οργάνωσης Χ και πρώην ταγματασφαλιτών. Το ίδιο βράδυ οι Βρετανοί αφόπλισαν αναίμακτα το καλά εξοπλισμένο και εμπειροπόλεμο 2ο Σύνταγμα Πεζικού του ΕΑΜ, που είχε κατέλθει μόλις στην Αθήνα, πράξη που αποδείχθηκε ζωτική έπειτα. Η κεντρική επιτροπή καταδίκασε την πράξη αυτή «εσχάτη προδοσία», ο δρόμος πλέον προς την ολική σύγκρουση ήταν ανοικτός.
Ξημερώματα 4 Δεκεμβρίου ο κύκλος αίματος ξεκίνησε με τις συγκρούσεις των δυνάμεων του ΕΛΑΣ και της Οργάνωσης Χ στην περιοχή του Θησείου, την οποία ακολούθησε βρετανική παρέμβαση. Ταυτόχρονα μονάδες του ΕΛΑΣ κατέλαβαν πλήθος αστυνομικών τμημάτων στον Πειραιά, στην Κυψέλη, στα Πατήσια, στους Αμπελόκηπους, στον Νέο Κόσμο και αλλού περιμετρικά της Αθήνας, το ίδιο απόγευμα εισέβαλλαν στις φυλακές Βαριώτη, επί της Βουλιαγμένης τις οποίες και κατέλαβαν. Αργά το βράδυ επιχείρησαν την κατάληψη των φυλακών Συγγρού για να υποχωρήσουν από τα βρετανικά τεθωρακισμένα, όπως συνέβη και στις φυλακές Χατζηκώστα. Η 5η Δεκεμβρίου πέρασε και το πρωί της 6ης βρήκε όλη σχεδόν την Αθήνα στα χέρια των κόκκινων. Μόνες νησίδες αντίστασης στους μαρξιστές έμεναν τα Συντάγματα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, η Σχολή Χωροφυλακής στη Μεσογείων και το Στρατόπεδο Γουδή υπό την αθάνατη 3η Ελληνική Ορεινή Ταξιαρχία, μαζί με τις φυλακές Συγγρού και την περιοχή της πλατείας Συντάγματος.
Το Σύνταγμα Μακρυγιάννη αποτελούσε το τελευταίο εμπόδιο του ΕΑΜ στην πορεία του προς το Σύνταγμα. Μόλις 100 αξιωματικοί (88 Χωροφυλακής και 12 Στρατού) και 430 οπλίτες καλούνταν να αμυνθούν ενάντια στους 1,500 άνδρες του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ. Το κύριο ζήτημα ήταν ο μικρός αριθμός όπλων και πυρομαχικών, 300 τυφέκια, 15 υποπολυβόλα, 3 οπλοπολυβόλα, 1 πολυβόλο, 3 όλμοι με ελάχιστα βλήματα και 2 αντιαρματικά έπρεπε να μοιραστούν σε 530 στρατιώτες για να αναχαιτίσουν το πλήθος των εισβολέων. Την τεταμένη κατάσταση ανακούφισε ο ερχομός του αντισυνταγματάρχη Πεζικού Κωνσταντίνο Κωστόπουλου, καθηγητή στη σχολή Χωροφυλακής και εκ των υπερασπιστών στη Γραμμή των Οχυρών το ’41. Εθελοντικά ζήτησε να πολεμήσει σαν απλός στρατιώτης, υπό το κάλεσμα της Πατρίδος. Ο υποδιοικητής του Συντάγματος αντισυνταγματάρχης Ευάγγελος Σοφράς του είπε απλά πως τον είχε ο στείλει ο ίδιος ο Άη Νικόλας να βοηθήσει. Ειδικός στις μάχες άμυνας εκπόνησε το σχέδιο αντίστασης και ανέλαβε την πλήρη διεύθυνση των επιχειρήσεων.
Τρεις γραμμές αποτελούσαν την άμυνα του Συντάγματος: η 1η η εξωτερική με 7 φυλάκια στις παρακείμενες οικίες, ώστε να παρεμποδισθεί ο εχθρός να μπει στο στρατόπεδο, η 2η στην περίφραξη του στρατοπέδου, με την εφεδρεία έτοιμη να επέμβει για την προστασία του, η 3η τέλος στα ίδια τα κτήρια όπου και θα λάμβανε χώρα η κύρια μάχη, θάλαμο με θάλαμο. Στο δώμα εγκαταστάθηκαν οπλοπολυβόλο καθώς και παρατηρητήριο.
Ξημερώματα στις 5:45 6ης Δεκεμβρίου ξεκίνησε η σκληρότερη και πλέον κρίσιμη μάχη των Δεκεμβριανών.
Οι μονάδες του ΕΛΑΣ ξεκίνησαν με σφοδρό βομβαρδισμό και βροχή πυροβολισμών ενάντια στους άνδρες της Χωροφυλακής. Παρά την σθεναρή αντίσταση κατάφεραν να καταλάβουν 4 φυλάκια συλλαμβάνοντας, διαπομπεύοντας, βασανίζοντας και εκτελώντας με όλη τους την σοβιετική και μαρξιστική βαρβαρότητα όσους μαχητές δεν έπεσαν στο καθήκον ή δεν πρόλαβαν να διαφύγουν. Φτάνοντας στην περίφραξη προσπάθησαν ανεπιτυχώς να ανατινάξουν με εκρηκτικά μέρος της. Μία βολή πυροβόλου όμως ανατίναξε τα εκρηκτικά που μετέφεραν με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 70 εξ αυτών και να πληγεί το ηθικό τους.
Ήδη οι αμυνόμενοι μετρούσαν από το τέλος της πρώτης μέρας 14 νεκρούς, 33 τραυματίες και 44 αγνοούμενους. Απέναντι οι κομμουνιστές είχαν πολύ μεγαλύτερες απώλειες. Ο Κωστόπουλος το πρωί της επομένης εξέδωσε ημερήσια διαταγή, αναφέροντας δε και μεταξύ άλλων πως «θα διατηρήσω την καλύτερη ανάμνηση ότι εις την μάχην της 6ης Δεκεμβρίου 1944 έδειξε μαχητικότητα πολύ καλλιτέραν από αυτή του Πεζικού εις το οποίο ανήκω. Σας συγχαίρω και σας ευχαριστώ».
Την επομένη το ΕΑΜ περιορίστηκε σε πυρά παρενόχλησης και προπαρασκευή νέων επιθέσεων. Το βράδυ της 7ης προς 8η Δεκεμβρίου ανατίναξαν μέρος της νότιας περίφραξης και την 9η ακόμη ένα τμήμα. Την 8η Δεκεμβρίου οι υπερασπιστές του Μακρυγιάννη αντεπιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στους συμμορίτες, ανακατέλαβαν δύο φυλάκια και απέσπασαν 50 αιχμαλώτους και πλήθος οπλισμού. Τη νύκτα της 11ης προς 12η Δεκεμβρίου νέες ενισχύσεις έφτασαν στους αντάρτες οι οποίοι και επιχείρησαν νέα έφοδο, με τους αμυνόμενους όμως να έχουν μάθει την ενέργεια από το δίκτυο πληροφοριών τους. Στις 8 το απόγευμα ένας λόχος 100 ανδρών επιχείρησε να εισβάλει από το ρήγμα της περίφραξης για να πέσει πάνω σε νάρκες και στα πυρά των υπερασπιστών και να υποχωρήσει, αφήνοντας πίσω του 50 νεκρούς. Δύο ώρες μετά νέα προσπάθεια έγινε το ίδιο ανεπιτυχής. Έπειτα επιχείρησαν να εισβάλουν από την δυτική πλευρά, δύο δυναμιτιστές άνοιξαν ρήγμα, με τα φωτιστικά βλήματα να κάνουν την νύκτα μέρα και τις εθνικές δυνάμεις να αποκρούουν για μια φορά ακόμη τους συμμορίτες, προξενώντας τους τεράστιες απώλειες.
Έφτασε 12 Δεκεμβρίου και οι επιθέσεις πρακτικά σταμάτησαν. Ορισμένες προσπάθειες των κόκκινων μέχρι τις 15 του μηνός κατατροπώθηκαν πλήρως, το οχυρό περήφανα άντεξε απαγορεύοντας στον εχθρό να πετύχει την κατάληψη της πρωτεύουσας. 33 νεκροί και 120 τραυματίες ο φόρος αίματος για την διατήρηση αυτού του μικρού μέρους της Αθήνας υπό τον έλεγχο των δυνάμεων της ελευθερίας, βήμα απαραίτητο για την συνέχιση του κοινού ελληνοβρετανικού αγώνα για απώθηση των κομμουνιστών και προστασία της εθνικής αυτοτέλειας.
Εκείνες τις μαύρες ημέρες του Δεκέμβρη το ηρωικό Σύνταγμα Χωροφυλακής Μακρυγιάννη, οι ήρωες Ευέλπιδες, οι Ιερολοχίτες και τα μετέπειτα ΛΟΚ της Ορεινής Ταξιαρχίας, μαζί με την μοναδική και αναγκαία στήριξη των Βρετανών πεζοναυτών προασπίστηκαν την Αθήνα από τον ΕΑΜ- ΕΛΑΣ στο απόγειο της ισχύος του.
Η κατάληψη μέρους ακόμη της Αθήνας, σε μία περίοδο που η ύπαιθρος στο σύνολό της σχεδόν ελέγχονταν από την ΠΕΕΑ και το ΕΑΜ θα είχε ολέθριες συνέπειες για την πατρίδα αφού θα ήταν δυνατή η απόσπαση σημαντικού μέρους της επικράτειας, ακόμη και με βρετανική παρέμβαση, υπό κομμουνιστικό έλεγχο. Αντίθετα η επιτυχία των Δεκεμβριανών, η αντίσταση αυτών των ηρώων στις εαμικές μάζες, πέτυχε την συντριβή του ΕΑΜ, την γελοιοποίησή του, αφού μέγα μέρος των μελών του αποχώρησαν από αυτό όταν κατάλαβαν τους πραγματικούς του σκοπούς και την παρέλευση σημαντικού χρονικού διαστήματος για τις εθνικές ένοπλες δυνάμεις, ώστε να ανασυνταχθούν και να οργανωθούν για την αντιμετώπιση του δεύτερου γύρου. Εκεί πλέον ο ¨Δ¨ΣΕ δεν θα είχε ένα εκατομμύριο μέλη, παρά μόλις 25,000 στο απόγειό του, σε μεγάλο βαθμό εξαναγκασμένους πολίτες, ανίκανο να καταλάβει ακόμη και το μεγαλοχώρι της Κόνιτσας. Εκείνες τις ημέρες το χάος δεν πέτυχε να λυγίσει το αδάμαστο ηθικό ορισμένων ανθρώπων που με την επιλογή τους να κρατηθούν στις θέσεις διαφύλαξαν την θέση της Ελλάδας στον δυτικό ελεύθερο κόσμο, προστάτευσαν τον ελληνοχριστιανικό πολιτισμό από την μαρξιστική- υλιστική λαίλαπα και ακύρωσαν την νομή των εδαφών της βορείου Ελλάδος στους Βούλγαρους, Αλβανούς και Γιουγκοσλάβους συμμάχους του Στάλιν.
Για άλλη μία φορά στα λόγια του Mazower, η Ελλάδα υπήρξε προπομπός των μελλοντικών εξελίξεων, αποτελώντας το πρώτο πεδίο ανοικτής σύγκρουσης του καπιταλιστικού κόσμου, της κόσμου της ατομικής ελευθερίας, της εθνικής ταυτότητας και της οικονομίας της αγοράς, ενάντια στο ολοκληρωτικό σύστημα καταπίεσης κι ελέγχου που συνιστούσε το ανατολικό μπλοκ.
Πόλεμος που έληξε όταν η ίδια η Σοβιετική Ένωση σωριάστηκε μόνη της ανίκανη πλέον να ελέγχει και να καταπιέζει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων…
Η υπογεγραμμένη απο το στρατηγό Σκόμπι διαταγη(Δεκ. 6) για την εφαρμογή του τελεσίγραφου της Κυβέρνησης (Δεκ. 1) για τον άμεσο αφοπλισμό όλων των ένοπλων δυνάμεων εκτός των αναγραφόμενων εξαιρέσεων, όπως τυπωθηκε απο την κυβερνητικη εφημερίδα “Η ΕΛΛΑΣ”.