Του συνεργάτη μας
Δημήτρη Κωνσταντάρα
Είμαι παραδοσιακός Νεοδημοκράτης. Δεν το αρνούμαι. Άλλωστε είναι γνωστό αφού και βουλευτής της Ν.Δ. υπήρξα και Δημοτικός Σύμβουλος Αθηναίων με τις επίσημα υποστηριζόμενες από τη Ν.Δ. παρατάξεις. Αλλά εκνευρίζομαι. Θίγομαι. Τσαντίζομαι. Και πικραίνομαι όταν βλέπω υπουργούς και άλλα κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Μητσοτάκη να αισθάνονται υποχρεωμένα να αναφέρουν τα –ομολογουμένως πολλά- επιτεύγματα της κυβέρνησής τους κάθε φορά που κάνουν μια δήλωση για τα δικά τους καθήκοντα ή απαντούν σε επικρίσεις για τη δική τους δραστηριότητα, τις δικές τους ενέργειες, τις δικές τους αποφάσεις.
Και το κάνουν αρκετοί. Συνεχώς. Και χωρίς λόγο, έτσι στα «ξεκούδουνα». Δεν θα αναφερθώ σε ονόματα όσων το κάνουν , λόγω αβρότητας και ευγένειας αλλά και γιατί πολλοί , κάποτε υπήρξαν συναγωνιστές και φίλοι μου. Ωστόσο το κάνουν. Και είναι ΚΑΚΟ. Είναι υποτιμητικό για τους ίδιους. Και αχρείαστο για την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση και πρωθυπουργό έχει και κυβερνητικό εκπρόσωπο.
Ένας υπουργός, ένας υφυπουργός, ένας βουλευτής, ένας Δήμαρχος, ένας Περιφερειάρχης, ένας επικεφαλής ενός μεγάλου οργανισμού, ένας Γενικός Γραμματέας, ένας οποιοσδήποτε υψηλά ιστάμενος αξιωματούχος της κυβέρνησης είναι – ή τουλάχιστον πρέπει να είναι- αυθύπαρκτος. Και κάνοντας μια δήλωση, γραπτή ή προφορική ή συμμετέχοντας σε κάποια τηλεοπτική εκπομπή, πρέπει να απαντά στο συγκεκριμένο ζήτημα και με επιχειρήματα. Όχι να μεταφέρει τις «προτεραιότητες» της κυβέρνησης ή τις δηλώσεις και εξαγγελίες του Κυριάκου Μητσοτάκη χωρίς λόγο, έτσι, μόνο και μόνο για να δείξει ότι τις ξέρει και τις υπολογίζει. Φυσικά και τις ξέρει. Φυσικά και τις υπολογίζει. Η δουλειά του είναι. Και όταν ερωτάται για θέματα της αρμοδιότητάς του, γι αυτά πρέπει να απαντά. Για τα θέματα της αρμοδιότητάς του. Όχι για τις εξαγγελίες του πρωθυπουργού.
Ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης -της όποιας κυβέρνησης- δεν είναι «πανελίστας». Υπάρχουν «πανελίστες». Δεν είναι ανεξάρτητος σχολιαστής της επικαιρότητας. Υπάρχουν οι επίσημοι εκπρόσωποι που απαντούν γενικά επί της κυβερνητικής πολιτικής. Γιατί λοιπόν, σε απάντηση μιας ερώτησης για μια κυβερνητική απόφαση ή ενέργεια του συγκεκριμένου «χώρου» του πρέπει να συμπληρώνει αυτά που λέει με το – απαραίτητο πια- «εξ άλλου, όπως έχει πει ο πρωθυπουργός…»; Γιατί, αντί να παρουσιάσει επιχειρήματα για τις ενέργειές του ή τη λογική που υπήρχε πίσω από τις αποφάσεις του να θεωρεί υποχρέωσή του να «ενισχύσει» τα λεγόμενά του με μιαν αναφορά σε λέξεις, φράσεις, εξαγγελίες, ενέργειες ή αποφάσεις του πρωθυπουργού και γενικά της κυβέρνησης; Δεν υπολογίζει ότι ενδέχεται να «πέσει σε κακοτοπιά» και μετά να τον «πιάσουν στο στόμα τους» οι όποιοι παραδημοσιογραφικοί κύκλοι και σχολιαστές;
Μία εξήγηση: Για να γίνει αρεστός στην κυβέρνηση και τον πρωθυπουργό, ίσως και στο περιβάλλον του. Ε, δεν γίνεται. Δυσαρέσκεια προκαλεί. Και κινδύνους παρερμηνείας.
Δεύτερη εξήγηση: Για να ενισχύσει τα επιχειρήματά του. Ε, δεν τα ενισχύει. Αδυναμία δείχνει. Και αφορμές για σχόλια δίνει.
Τρίτη εξήγηση: Για να δείξει ότι είναι «μέσα» στα πράγματα. Ε, δεν το δείχνει. Ο κόσμος ξέρει ποιοι είναι «μέσα στα πράγματα», ποιοι είναι οι κοντινοί συνεργάτες του πρωθυπουργού και των υπουργών, ποιοι είναι εν γνώσει των σχεδιασμών και των σκέψεων της κυβέρνησης και του πρωθυπουργού.
Γι αυτό στεναχωριέμαι. Γιατί ξέρω ότι αυτά είναι αστοχίες που εκτός των άλλων, στεναχωρούν και τον ίδιο τον πρωθυπουργό. Και κάποια στιγμή, αυτή η τακτική, αποβαίνει εις βάρος τους.
Υπάρχουν πολλοί καλοί υπουργοί -και γενικά αξιωματούχοι- στην κυβέρνηση. Δεν χρειάζεται να παραφράζει κανείς τον Μητσοτάκη ή άλλους, σημαντικούς υπουργούς για να αποκτήσει έξωθεν καλή μαρτυρία. Αξιοπιστία χρειάζεται. Σταθερότητα. Γνώση. Και συνέπεια. Ο κόσμος που ακούει, καταλαβαίνει. Πιστέψτε με.