Δεν είναι λίγες οι φορές που όλες αυτές τις δεκαετίες προσπάθησα, ξεφυλλίζοντας τις αναμνήσεις μου, να εντοπίσω ποια απ’ όλες έχει κυριαρχήσει στο προσωπικό μου βιβλίο μνήμης. Κάθε φορά, καταλήγω στην ίδια βεβαιότητα: Η πιο δυνατή δεν είναι ανάμνηση, αλλά αίσθηση. Ένα βάρος, μια πίεση στον αυχένα, εκεί στη βάση του κεφαλιού.
Όχι, δεν είναι από τα απανωτά χτυπήματα του κλομπ, μέσα σ’ εκείνο το λεωφορείο στην οδό Ακαδημίας, όπου όλοι μαζί μπουλούκι είχαμε καταφύγει στα γεγονότα της Νομικής, τον Φεβρουάριο του 1973.
Είναι το χέρι της μητέρας μου που και εκείνη τη φορά είχε βγει στους δρόμους για να με ανακαλύψει – και δεν μπορώ να καταλάβω πώς τα κατάφερνε πάντα λες και με μυριζόταν.
Ήταν λίγο πριν από την εισβολή του τανκ. Για άλλη μια φορά, όπως και στη Νομική, οι φοιτητές είχαν ζητήσει από τους μαθητές να βγουν από το κτίριο. Σε μια προσπάθεια προστασίας των μικρότερων, των παιδιών που είχαν μπει στο μαθητικό κίνημα, μια προσπάθεια που ωστόσο πάντα κατέληγε στο να βρισκόμαστε απροστάτευτοι στους δρόμους.
Καταφύγαμε σε ένα μικρό μαγαζάκι για φωτοτυπίες και τα λοιπά, εκεί στην οδό Στουρνάρη. Λίγο πριν διαβώ το κατώφλι του, έριξα στα κλεφτά μια ματιά στο μπαλκόνι της παραδίπλα πολυκατοικίας, εκεί που επί τρεις ημέρες βλέπαμε τη Σοφία Βέμπο να χαμογελά επιδοκιμαστικά, ακουμπισμένη επί ώρες στο κάγκελο.
Εκείνες τις μέρες που η Αθήνα σειόταν, το σχολείο μας είχε κλείσει προς προστασία των ακόμη μικροτέρων, καθώς υπήρχαν ενδείξεις πως η αστυνομία είχε εντοπίσει την πλούσια δράση μας. Ήταν η Ιταλική Σχολή, εκεί που με έστειλαν οι γονείς μου για να μάθω και ελληνικά και ιταλικά – για την περίπτωση που θα χρειαζόταν να συνεχίσω τις σπουδές μου στην Ιταλία όπου ζούσε αυτοεξόριστος ο πατέρας μου, μετά από εκείνη τη δραματική νύχτα της 20ής προς 21η Απριλίου, όταν ξημερώματα ξύπνησα με ένα περίστροφο στην πλάτη και τη γιαγιά μου, μέγα θύμα της γενοκτονίας, να ορμάει για να με σώσει από τα χέρια των εισβολέων.
«Μη γιαγιά, μη γιαγιά», θυμάμαι να φωνάζω με σφιχτοκλεισμένα τα μάτια καταλαβαίνοντας πως τα πράγματα είχαν γίνει πολύ επικίνδυνα και με την φωνή της μητέρας μου να φθάνει ξεψυχισμένη στα αυτιά μου: «Αφήστε την, σας είπα πως ο άνδρας μου δεν επέστρεψε στο σπίτι απόψε».
Αλλά αυτή είναι μια άλλη ιστορία, όπως και τα ατέλειωτα ξενύχτια για να εξασφαλίζω την πολυπόθητη υποτροφία, καθώς στο σπίτι δεν έμπαιναν παρά οι πενιχρές συντάξεις των παππούδων και στα αγγλικά πήγαινα με τη στολή του σχολείου, γιατί άλλα ρούχα στη ντουλάπα δεν υπήρχαν.
Τέλος πάντων, το χέρι της μαμάς μου λοιπόν. Με εντόπισε στο μαγαζάκι, με έβγαλε έξω και άρχισε να με τραβολογάει προς το Γαλάτσι, στο σπίτι της θείας μου, όπου φτάσαμε με τα πόδια για να βρούμε τον θείο μου, ηθοποιό, στέλεχος κάποτε στο θέατρο του βουνού, να φουμάρει, αν και είχε κόψει το τσιγάρο.
Μέσα στη γενική σύγχυση, η μαμά βρήκε το κουράγιο να τον κοιτάξει επιτιμητικά. Με τον θείο να της απαντά «τι θέλεις Πόπη; Ας ερχόσασταν νωρίτερα! Το ξανάρχισα».
Συγγνώμη, πάλι ανάκατες οι μνήμες καθώς τις βάζω στο χαρτί. Επανέρχομαι. Στο χέρι της μαμάς. Περπατούσαμε σκυφτές – για την ακρίβεια εγώ δεν ήθελα να σκύβω, αλλά η μαμά μου πίεζε συνέχεια τον αυχένα σε ένα ιδιότυπο κεφαλοκλείδωμα. Σκυφτές διανύσαμε όλον τον δρόμο μπροστά από το Πολυτεχνείο.
«Σκύψε, πυροβολούν», την άκουγα τη μαμά να επαναλαμβάνει κάθε που προσπαθούσα να ανακτήσω την αξιοπρέπειά μου. «Άσφαιρα είναι, μη φοβάσαι», της απάντησα με θράσος. Ήταν η μόνη φορά που χαλάρωσε τη λαβή και με άφησε να σηκώσω κεφάλι. «Σταμάτα επιτέλους να κάνεις την έξυπνη», φώναξε μέσα στη νύχτα. «Για κοίτα λίγο τα κλαδάκια που σπάνε».
Τα είδα τα κλαδάκια. Και τάχυνα το βήμα. Αλλά εκείνη η αφόρητη πίεση στο σβέρκο επιστρέφει ακόμη. Και τότε ψάχνω και για άλλες έντονες αναμνήσεις.
Έμαθα ότι η μαμά σου σε συνέλαβε αρκετές φορές…
Και – δεν θα το πιστέψετε – η επόμενη πιο έντονη ανάμνησή μου είναι εκείνο το καρό ταγιέρ της μαμάς στις αποχρώσεις του καφέ. Το είδα μπροστά μου, να ανεβαίνει τις σκάλες στο «Ρωσικόν», μετά το ξύλο στη Νομική. «Κάπου το θυμάμαι αυτό, κάπου το θυμάμαι αυτό», μονολογούσα από μέσα μου μέσα στη ζαλάδα μου. «Ωχ, η μαμά!» και έκανα μεταβολή να κατέβω τις σκάλες. Αλλά και πάλι με οσμίστηκε. Στροφή και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες ξοπίσω μου.
«Έμαθα ότι η μαμά σου σε συνέλαβε αρκετές φορές πέρσι», θα μου έλεγε το επίσης συγκλονιστικό καλοκαίρι του 1974, ο πατέρας μου στη Ρώμη, λίγο πριν από την κατάρρευση της χούντας και την καταστροφή της Κύπρου.
Ας επιστρέψω στη βραδιά του Πολυτεχνείου, με τον θείο να φουμάρει μανιωδώς και εγώ να περιγράφω ξαναμμένη τη συνέλευση στο αμφιθέατρο του Πολυτεχνείου, όπου τα μαθητούδια παρακολουθούσαμε στρυμωγμένα πλάι πλάι στο ίδιο έδρανο.
«Ώστε συνεχίζεις», φώναξε η μαμά και η θεία έτρεξε να κλείσει την πόρτα της κουζίνα, που είχε μεταβληθεί σε θάλαμο αερίων από το φουμάρισμα του θείου. Έψαξε να βρει την τσάντα της, την άνοιξε και εμφανίστηκε μπροστά μου κραδαίνοντας μπροστά στη μύτη μου ένα γράμμα του μπαμπά, που της το έφεραν με χίλια ζόρια – αυτά που έρχονταν με το ταχυδρομείο έφθαναν πάντα ανοιχτά και προφανώς λογοκριμένα.
«Για διάβασε κυρία μου», φώναξε σε έξαλλη κατάσταση. «Σε σένα απευθύνεται. Τι σου γράφει; Δεν σου γράφει ότι σε ένα σπίτι ένας εκτίθεται και αυτός είναι ο ίδιος; Και πως αν σε πιάσουν θα τον εκβιάσουν να γυρίσει στην Ελλάδα και ότι δεν θα το κάνει και θα σ’ αφήσει να σε κάνουν τουλούμι στο ξύλο;».
«Για να με προστατέψει», είχα έτοιμη την απάντηση.
Πλησίασε το πρόσωπό της στο δικό μου. «Άκουσέ με καλά! Χωρίστηκα από τον πατέρα σου και δεν σε πήρα να φύγουμε για να μάθεις ελληνικά. Μετά μου έβγαλαν απαγόρευση εξόδου και τώρα μου δίνουν για ένα χρόνο και ένα μόνο ταξίδι. Εσύ κλαις κάθε φορά που φεύγουμε για τη Ρώμη, ότι τάχα δεν θα μπορέσεις να ξαναγυρίσεις. Δεν μπορείς να καταλάβεις πως το πρόβλημα δεν είναι να μπεις αλλά να βγεις από τη χώρα. Τόσο χαζή είσαι! Απορώ πώς τις παίρνεις τις υποτροφίες»!
«Τι λες τώρα, βρε μάνα; Δεν σε φώναξαν για να σου δώσουν συγχαρητήρια για τις αναλύσεις μου στον Πλάτωνα και στον Δάντη;».
Απορώ πώς γλίτωσα την ξανάστροφη.
Άλλο χούντα, άλλο μνημόνια
Φίλες και φίλοι. Όσοι από εμάς ένιωσαν τη δικτατορία πάνω στο πετσί τους, όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια – και πιστέψτε με, όσο πιο μικρός στην ηλικία τόσο πιο έντονα και ανεξίτηλα τα βιώματα – γνωρίζουμε πως κάθε συσχέτιση με γεγονότα που συνέβησαν την εποχή της Δημοκρατίας, είναι επικίνδυνη και ανιστόρητη.
Όλα αυτά τα τελευταία χρόνια, όταν εκδίδονταν ανακοινώσεις που συσχέτιζαν τα μνημόνια με τη χούντα, δεν σταμάτησα να φωνάζω: Η χούντα είναι χούντα και τα μνημόνια είναι μνημόνια.
Χούντα σημαίνει κατάλυση της Δημοκρατίας, λουκέτο στο κοινοβούλιο, κατάργηση των εκλογών, λογοκρισία, φυλάκιση των πολιτικών ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, διώξεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια, απαγόρευση συναθροίσεων και διαδηλώσεων και απεργιών, φαυλοκρατία και ευνοιοκρατία.
Αντίθετα, το μνημόνιο είναι αποτέλεσμα της οικονομικής χρεοκοπίας που συνοδεύτηκε από την ηθική χρεοκοπία.
Και θεωρούσα πάντα απαράδεκτες ανακοινώσεις του τύπου:
«Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια ολομέτωπη επίθεση ενάντια στα δικαιώματα των εργαζομένων και της νεολαίας, αλλά και την ίδια τη δημοκρατία».
Ή: «Το σημερινό μήνυμα αντίστασης είναι ενάντια στη μνημονιακή πολιτική της κυβέρνησης, τον αυταρχισμό, την καταστολή των αγώνων και τον περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας σε Ελλάδα και Ευρώπη».
Ή: «Μόνη λύση για την Πατρίδα μας να πέσει η χούντα του μνημονίου. Να πετάξουμε έξω από την Ελλάδα τους ξένους τοκογλύφους και τους προδότες υποτακτικούς τους».
(Ήμουν τότε υπουργός, εμένα αποκαλούν έτσι, σκεπτόμουν με την πίεση στον σβέρκο να γίνεται αφόρητη)
Και: «Στις 21 Απριλίου 2014 η Δημοκρατία δοκιμάζεται από την τρόικα και τους ντόπιους συνεργούς της, με κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας», καθώς «η αντίσταση ενάντια στην χούντα αποτελεί φωτεινό παράδειγμα στον αγώνα του ελληνικού λαού κατά των μνημονίων, που οδήγησαν τον Έλληνα πολίτη στη φτώχεια και την εξαθλίωση».
Και επίσης: «Στα χέρια της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, του σάπιου πολιτικού συστήματος που κυβέρνησε μετά τη μεταπολίτευση ακυρώθηκαν οι δημοκρατικές κατακτήσεις και υπηρετήθηκαν τα ίδια συμφέροντα που επέβαλαν τη δικτατορία της 21ης Απριλίου».
Και βέβαια: «Το Πολυτεχνείο ζει. Και μας οδηγεί σε νέους αγώνες. Και σε νέες κατακτήσεις. Ενάντια στην ξενοκρατία, στην υποτέλεια και στο ξεπούλημα που πρεσβεύουν η συγκυβέρνηση, η Τρόικα, οι ξένοι δανειστές και οι τοκογλύφοι.
Και τέλος: «Η επιλογή της αστικής τάξης να αξιοποιήσει ως διαχειριστή της εξουσίας της τους συνταγματάρχες αποδεικνύει για μια ακόμα φορά πως η δικτατορία του κεφαλαίου μπορεί να παίρνει διάφορες μορφές. Η στρατιωτική δικτατορία αποτελεί "λύση" για την πλουτοκρατία, όταν δεν μπορεί με κοινοβουλευτικά μέσα να προωθήσει τα αντιλαϊκά της σχέδια, όταν έχει δυσκολίες λόγω και εσωτερικών αντιθέσεων».
Σε ποια κόμματα ανήκουν οι ανακοινώσεις;
Τέτοιες ανακοινώσεις εκδόθηκαν το 2014 – μετά κάποιοι ξαναθυμήθηκαν το πραγματικό νόημα της επετείου και τώρα βλέπω ότι το ξαναξέχασαν.
Και προσέξτε: Οι παραπάνω απαράδεκτες ανακοινώσεις ανήκουν σε διαφορετικά κόμματα της αντιπολίτευσης, εκείνον τον Νοέμβριο του 2014, που στο μεταξύ, σε πείσμα της μητέρας μου, είχα ήδη αποκτήσει τον τίτλο της πρώτης γυναίκας κυβερνητικής εκπροσώπου.
Σκόπιμα δεν αναφέρω τα ονόματα των στις ανακοινώσεις των οποίων περιελήφθησαν οι ανωτέρω ανιστόρητες, προπαγανδιστικές και παραπλανητικές γελοιότητες.
Για να διαπιστώσετε πως σε τίποτε δεν διαφέρουν μεταξύ τους, αν και κάλυπταν όλο το φάσμα από την άκρα αριστερά ως την ναζιστική ακροδεξιά.
Διαβάζοντας τα αποσπάσματα των ανακοινώσεων, δύσκολα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει σε ποιον ανήκει ποιο.
Κι’ όταν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις ποιος λέει τι σε ένα τόσο σοβαρό για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας θέμα, τότε, ναι, η Δημοκρατία μπορεί να κινδυνεύει…
Εικόνες μιας άλλης εποχής
Χρόνια μετά, κοιτώντας τις φωτογραφίες εκείνης της εποχής - τα αγόρια με τα μακριά μαλλιά και τις «καμπάνες», τα κορίτσια με τα ταγάρια και τις φαρδιές φούστες – συνειδητοποιείς πως δεν είναι μόνο εικόνες εξέγερσης κατά ενός δικτατορικού καθεστώτος.
Είναι εικόνες μιας άλλης εποχής.
Πάντα, κάθε χρόνο στην επέτειο, οι μεγαλύτεροι κάναμε γούστο τα παιδιά μας, καθώς κοιτούσαν ξαφνιασμένα τις εικόνες των γονιών τους με τα ερωτήματα και τα ξεφωνητά της κατάπληξης καταιγιστικά, ανάμικτα, αστεία, να επαναλαμβάνονται, κάθε χρόνο, τα ίδια:
Πώς ήσασταν έτσι;
Και πώς φθάνατε ως εκεί; Με το λεωφορείο;
Και πώς γυρίσατε πίσω στο σπίτι; Με τα πόδια;
Δεν φοβόσαστε;
Σας έδειχνε η τηλεόραση;
Πίνατε φρεντοτσίνο;
Με τη στολή του σχολείου, τι αστεία που ήσουν!
Τι δουλειά είχες εσύ εκεί, σχολείο πήγαινες, δεν ήσουν φοιτήτρια, την έστειλες πάλι τη γιαγιά!
Τέτοια…
Οπότε πρέπει να πεις ξανά και ξανά πως τότε δεν μας αγόραζαν αυτοκίνητα για δώρα, δεν φορούσαμε «μάρκες», δεν μας γέμιζαν τις ντουλάπες με ρούχα που βαριόμασταν, δεν αλλάζαμε τα κινητά σαν τα πουκάμισα, δεν… δεν… δεν…
Και μετά να εξηγήσεις πως τότε υπήρχε λόγος να καταλάβεις ένα πανεπιστήμιο, γιατί στη χώρα υπήρχε δικτατορία, φυλακές, βασανιστήρια, λογοκρισία, περπατούσες και κοίταζες πίσω σου.
Πρέπει να τα λες αυτά στα παιδιά.
Γιατί αν δεν τα λες, τότε εύκολα παρασύρονται και μπερδεύουν τη χούντα με το μνημόνιο και τη Δημοκρατία με την ασυδοσία.
Γιατί αν δεν το κάνεις, τότε θα βρουν φυσιολογικά συνθήματα του τύπου «χούντα δεν γνωρίσαμε, ούτε δημοκρατία» και «η χούντα δεν τελείωσε το ‘73».
Προφανώς η χούντα δεν τελείωσε το 1973, γιατί τελείωσε το 1974. Μετά το Πολυτεχνείο ήλθε μια νέα χούντα, ακόμη πιο σκληρή, που οδήγησε στην καταστροφή της Κύπρου.
Και ας το ξαναπούμε άλλη μία φορά:
Μόνο όποιος έχει γνωρίσει τον πόλεμο δεν θεωρεί αυτονόητη την ειρήνη, μόνο όποιος έχει στερηθεί δεν θεωρεί αυτονόητο τον καταναλωτισμό, μόνο όποιος έχει ζήσει σε χούντα μπορεί να εκτιμήσει τα αγαθά της Δημοκρατίας (με Δ κεφαλαίο)…
Όσοι τα έχουν ζήσει όλα αυτά, έχουν καθήκον να τα διηγηθούν και να τα εξηγήσουν στους νεότερους. Όπως οι δικοί μας γονείς μας μίλησαν για τα δεινά του πολέμου…