Είναι προφανές πια ότι η ευρύτερη γειτονιά της Ελλάδας ανησυχεί σφόδρα για τη διάχυτη ρευστότητα, η οποία προκαλεί αβεβαιότητα για το τι επιφυλάσσει το μέλλον. Αυτό το κλίμα επιβεβαιώνεται και από την ισραηλινή διαρροή περί συνεννόησης της Άγκυρας με το Πακιστάν με σκοπό την ανάπτυξη πυρηνικού οπλοστασίου. Αν μη τι άλλο όλα δείχνουν ότι η Ανατολική Μεσόγειος δεν πρόκειται να ηρεμήσει εύκολα. Οι πιθανότητες είναι υπέρ του ενδεχομένου περαιτέρω κλιμάκωσης κι όχι συνεννόησης των βασικών δρώντων.
Γράφει ο Ζαχαρίας Β. Μίχας*
Σ’ αυτό το περιβάλλον, το ελληνικό πολιτικό σύστημα δείχνει να αδυνατεί να αντιληφθεί τι ακριβώς συμβαίνει, ποιο είναι το εθνικό διακύβευμα. Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από το γεγονός ότι συνεχίζει την αυτοκαταστροφική (για τη χώρα) τακτική να μην δίνεται προτεραιότητα στο αξιόμαχο των Ενόπλων Δυνάμεων.
Αυτό αφορά στον προϋπολογισμό, αλλά όχι μόνο. Αναφορικά με τους πόρους, έχει παρέλθει σχεδόν μια 15ετία από τότε που η Ελλάδα ασχολήθηκε σοβαρά με το ζήτημα. Όσον αφορά τη δρομολόγηση αναγκαίων μεταρρυθμίσεων με σκοπό τον εκσυγχρονισμό και την ενίσχυση του αξιόμαχου, και εκεί παρατηρείται αδράνεια.
Κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη εξυγίανσης των δημόσιων οικονομικών και πολύ περισσότερο την ανάγκη λήψης μέτρων προς την κατεύθυνση της ανάπτυξης. Από την άλλη πλευρά, όμως, μία κυβέρνηση οφείλει να θέτει προτεραιότητες με βάση τη μεγάλη εικόνα της περιοχής, που πρακτικά σημαίνει με πρώτο και κύριο κριτήριο την εθνική ασφάλεια.
Οι Έλληνες δεν μπορούν να ελπίζουν ότι την τελευταία στιγμή θα εμφανιστεί κάποιος σωτήρας. Εν ολίγοις, η εθνική ασφάλεια έχει υποταχθεί σ’ έναν μονοδιάστατο οικονομισμό και ως εκ τούτου έχει αφεθεί στα χέρια του οικονομικού επιτελείου, του Σταϊκούρα και του Σκυλακάκη.
Το οικονομικό επιτελείο από τη θέση και τον ρόλο του, όμως, έχει μονομέρεια. Οι μεγάλες επιλογές πρέπει να γίνονται από αυτόν που έχει τη συνολική ευθύνη για τη διακυβέρνηση, αυτό που λόγω της θέσης και του ρόλου του οφείλει να βλέπει τη μεγάλη εικόνα και με βάση αυτή να αποφασίζει. Με άλλα λόγια, το μπαλάκι είναι στα χέρια του πρωθυπουργού προσωπικά.
Ένα δεύτερο πρόβλημα είναι ο τρόπος που το υπουργείο Εξωτερικών χειρίζεται τα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής. Η Ελλάδα έχει την ιδιαιτερότητα να αντιμετωπίζει ευθεία απειλή. Ως εκ τούτου, οφείλει να έχει επεξεργαστεί εξωτερική πολιτική προσαρμοσμένη στις ειδικές συνθήκες που διαμορφώνονται από τον πάγιο τουρκικό επεκτατισμό.
Είναι εθνικά επιζήμιο μονίμως να τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, ακολουθώντας πιστά την “ορθοδοξία” των ηγετικών πόλων του δυτικού στρατοπέδου, των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Έχουμε ανάγκη από ελληνική οπτική και κατ’ επέκταση από ελληνική πολιτική, η οποία ναι μεν να είναι συμβατή με τις βασικές κατευθύνσεις των Δυτικών, αλλά όχι υπαγορευμένη από αυτούς.
Παρότι είναι ηλίου φαεινότερο ότι τα δεδομένα στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο έχουν μεταλλαχθεί δραματικά, συνεχίζουμε να κινούμαστε στην πεπατημένη. Στο Κυπριακό εξακολουθούμε να πρεσβεύουμε και να επιδιώκουμε “λύση”, η οποία δεν διασφαλίζει την επιβίωση του κυπριακού Ελληνισμού, ή αλλιώς δεν αποτρέπει το γεωστρατηγικό έλεγχο της Μεγαλονήσου από την Τουρκία.
Στο δε ελληνοτουρκικό μέτωπο, φαίνεται να κυριαρχεί στις εγχώριες ελίτ η άποψη ότι μπορούμε να τα βρούμε με αυτή την Τουρκία, παρότι ο τόσο ο Ερντογάν όσο και η κεμαλική αντιπολίτευση διακηρύσσουν με κάθε ευκαιρία τις επεκτατικές επιδιώξεις τους έναντι της Ελλάδας. Και μάλιστα δεν περιορίζονται στα λόγια.
Δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο, το οποίο ακόμα και η πιο μικρή χώρα που σέβεται τον εαυτό της θα θεωρούσε απαγορευτικό για τη διεξαγωγή διαπραγματεύσεων. Πολύ περισσότερο που είναι αμφίβολο εάν η Ελλάδα έχει στρατιωτικώς εξασφαλισμένα τα νώτα της.
Αποτέλεσμα είναι να ερχόμαστε έτσι σε αντίθεση με την πολιτική που ασκούν χώρες της περιοχής μας, με τις οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν συγκροτήσει στρατηγικού χαρακτήρα συνεργασίες. Προφανώς, ούτε το Ισραήλ ούτε η Αίγυπτος θα πολεμήσει για την Ελλάδα και την Κύπρο.
Το γεγονός, όμως, πως έχουν εδραιωθεί και συνεχώς ενισχύονται τα περιβόητα τρίγωνα στην Ανατολική Μεσόγειο, στο πολιτικό επίπεδο δημιουργεί συνθήκες απομόνωσης της Τουρκίας και ως εκ τούτου λειτουργεί εν μέρει αποτρεπτικά, ενισχύοντας τη θέση και της Ελλάδας και της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφέρουμε τη δήλωση του Θάνου Ντόκου, πρώην ηγετικού στελέχους του ΕΛΙΑΜΕΠ και σήμερα αναπληρωτή Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, για την ανάγκη να συζητήσουμε υπό προϋποθέσεις συνεκμετάλλευση των πιθανών κοιτασμάτων με την Τουρκία, αφού προηγούμενα οριοθετηθεί η υφαλοκρηπίδα με βάση απόφαση διεθνούς δικαιοδοτικού οργάνου.
Για να συζητήσεις το ενδεχόμενο συνεκμετάλλευσης πρέπει να καθοριστεί πρώτα τι ανήκει στη μία και τι στην άλλη χώρα. Η Ελλάδα δεν διεκδικεί, αλλά η Τουρκία διεκδικεί όχι μόνο κυριαρχικά δικαιώματα, αλλά και έδαφος, συγκεκριμένα ελληνικές νησίδες. Σε ποια βάση, λοιπόν, θα συζητηθεί οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας από π.χ. το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, όταν η Άγκυρα θεωρεί τουρκικές ελληνικές νησίδες;
Ο Θάνος Ντόκος παρακάμπτει αυτό το εμπόδιο, αποφεύγοντας και να το αναφέρει. Ή μήπως συστήνει να οριοθετήσουμε την υφαλοκρηπίδα κατά τρόπο που έστω και εν μέρει να ικανοποιεί την τουρκική θέση ότι τα νησιά δεν διαθέτουν υφαλοκρηπίδα. Θέση, η οποία είναι πλήρως αντίθετη με τη Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας;
Ο καταστατικός χάρτης του ΟΗΕ προτείνει αποδεκτές μεθόδους ειρηνικής επίλυσης διαφορών. Η Τουρκία προκρίνει μονίμως τη διμερή διαπραγμάτευση, διότι, όπως έχει αποδείξει πολλάκις στην ιστορική της διαδρομή, ποντάρει στον πειθαναγκασμό ακόμα και με την απειλή χρήσης στρατιωτικής βίας. Επιδιώκει, λοιπόν, κατ’ αυτόν τον τρόπο να αποσπάσει τη μερίδα του λέοντος.
Ελπίζουμε ότι συμφωνία με τουρκικούς όρους δεν θα δεχτεί να συζητήσει καμία ελληνική κυβέρνηση. Είναι μάλιστα τουλάχιστον περίεργο το πως μπορούν ειλικρινά να πιστεύουν αρμόδια κυβερνητικά στελέχη ότι υπάρχει περιθώριο κάποιας λογικής διαπραγμάτευσης με την Τουρκία, όταν αυτή σε κάθε ευκαιρία δεν κρύβει την επεκτατική θέση της και επιπλέον την κάνει ήδη πράξη στην κυπριακή ΑΟΖ.
Ακόμα και στην απευκταία περίπτωση που μία ελληνική κυβέρνηση, στην αγωνία της να βρει ειρηνικές και αμοιβαίως αποδεκτές λύσεις, επέλεγε να καθίσει στο τραπέζι με τους Τούρκους, είναι η ελληνική πλευρά που δεν φροντίζει να προστατεύσει τον εαυτό της, στο τόσο προβλέψιμο ενδεχόμενο κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων, με αποτέλεσμα αυτή να εκτραπεί σε κρίση και μάλιστα σε κρίση στρατιωτικού χαρακτήρα.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δείχνει να μην αντιλαμβάνεται ότι σε τέτοιες ιστορικές περιόδους οι εθνικές προτεραιότητες αλλάζουν για να μην βρεθούμε προ δυσάρεστων εξελίξεων μια ωραία πρωία. Στην κατάσταση που βρίσκεται η Ελλάδα, το πρωτογενές υπερπλεόνασμα θα έπρεπε να διατεθεί, τουλάχιστον εν μέρει, στην ενίσχυση της εθνικής άμυνας, όχι να μοιραστεί δεξιά κι αριστερά, όπως συνέβη επί κυβέρνησης Τσίπρα.
Άρα, η δήλωση Ντόκου δείχνει ανίκανη να συλλάβει τη μεγάλη εικόνα, να συνυπολογίσει όλες τις εθνικές παραμέτρους. Όταν καθημερινά η Άγκυρα εκπέμπει απειλητικά μηνύματα, θα περίμενε κανείς να ενεργοποιηθούν τα αμυντικά αντανακλαστικά των Ελλήνων. Δυστυχώς, αντ’ αυτού οι αρμόδιοι αναλώνονται σε εξυπνακίστικα ρητορικά ευρήματα περί “νευρικής Τουρκίας” και σε κορώνες για την προσήλωση της Ελλάδας στο διεθνές δίκαιο, λες κι αυτό μπορεί να μας λύσει το πρόβλημα.
*Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)
https://www.defence-point.gr/