18.10.19

Πόλεμος και προπαγάνδα: Το πρώτο θύμα είναι πάντα η αλήθεια!

18/10/2019
Γράφει η
 Σοφία Βούλτεψη
Ο Ουίνστον Τσόρτσιλ είχε πει ότι «σε καιρό πολέμου, η αλήθεια είναι κάτι το τόσο πολύτιμο, που πρέπει να προφυλάσσεται ανάμεσα σε πολλά προστατευτικά μαξιλάρια ψεμάτων». Και τον καιρό που μαινόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αμερικανός βουλευτής Χίραμ Τζόνσον, είχε πει την περίφημη φράση: «Το πρώτο θύμα του πολέμου είναι η αλήθεια». Από εκεί πήρε και τον τίτλο του βιβλίου του, που έγινε η Βίβλος των πολεμικών ανταποκριτών, ο διάσημος δημοσιογράφος Φίλιπ Νάιτλι: «Το πρώτο θύμα». Η τουρκική πολεμική επιχείρηση στη βορειοανατολική Συρία βρίσκει σε πλήρη ανάπτυξη και τον πόλεμο της προπαγάνδας…

Είναι ο πόλεμος μέσα στον πόλεμο. Ο πόλεμος των λέξεων. Αυτός που ξεκινά παράλληλα με τις πολεμικές επιχειρήσεις – τις περισσότερες φορές πολύ πριν από την έναρξη των εχθροπραξιών. Αυτός που χωρίζει τις πληροφορίες σε δύο κατηγορίες: Στις ίδιες τις πολεμικές ειδήσεις και… σ’ αυτές που τις δικαιολογούν.
Το σενάριο επαναλαμβάνεται μονότονα σε όλους τους πολέμους από αυτούς της αρχαιότητας ως τον Πόλεμο της Κριμαίας, στους μεγάλους πολέμους του 20ού αιώνα και σε όλους τους «Πολέμους της Ειρήνης».
Επαναλαμβάνεται και σήμερα. Καθώς η κάθε πλευρά δίνει τα δικά της στοιχεία, κατακλυζόμαστε και πάλι με τηλεγραφήματα γεμάτα αριθμούς νεκρών στρατιωτών και μαχητών, νεκρούς αμάχους, επιθέσεις που «δικαιολογούνται» ως «παράπλευρες απώλειες».
Όπως και στο παρελθόν, κεντρικό προπαγανδιστικό ρόλο παίζει η ίδια η ονομασία της επιχείρησης «Πηγή Ζωής», που ήλθε να συμπληρώσει τις προηγούμενες δύο, αναλόγου προπαγανδιστικής στόχευσης, με τους επίσης «ειρηνικούς» τίτλους «Ασπίδα του Ευφράτη» και «Κλάδος Ελαίας».
Φυσικά, και σ’ αυτήν την περίπτωση βρέθηκε ποιος θα δαιμονοποηθεί και θα ταυτιστεί με το απόλυτο Κακό: Η σύμμαχος της Ουάσιγκτον στον πόλεμο κατά της τζιχαντιστικής οργάνωσης Ισλαμικό Κράτος, η κύρια κουρδική πολιτοφυλακή στη Συρία, οι Μονάδες Προστασίας του Λαού (YPG), που η Άγκυρα θεωρεί «τρομοκρατική» οργάνωση.
«Χτυπάμε τους τρομοκράτες», προπαγανδίζουν οι Τούρκοι, την ώρα που βομβαρδίζουν και εκτελούν Κούρδους αμάχους και δημοσιογράφους.
Για εγκλήματα πολέμου μιλά το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (OSDH).
«Η τουρκική επιχείρηση θα συμβάλει στην ειρήνη και στη σταθερότητα στη χώρα και θα ανοίξει τον δρόμο για την πολιτική διαδικασία προκειμένου να επιλυθεί η σύγκρουση», αναφέρει στις ανακοινώσεις της η τουρκική προεδρία.
«Πολεμάμε σε δύο μέτωπα, κατά της Τουρκίας και κατά του Ισλαμικού Κράτους», υπενθυμίζουν κοιτώντας τον φακό οι Τούρκοι μαχητές.
«Πολεμάμε τους τζιχαντιστές, είχαμε ζητήσει ζώνη ασφαλείας», λέει ο Ερντογάν.
«Οι φυλακές όπου κρατούνται οι τζιχαντιστές βομβαρδίστηκαν και αυτοί έχουν διαφύγει», απαντούν οι Κούρδοι.
«Σταματάμε τις επιχειρήσεις κατά του Ισλαμικού Κράτους, είναι αδύνατη η διεξαγωγή οποιασδήποτε επιχείρησης όταν μας απειλεί μεγάλο στράτευμα στα βόρεια σύνορα», ανέφερε μια κουρδική στρατιωτική πηγή.
Αλλά άλλη κουρδική πηγή, την ίδια ώρα, ανέφερε πως η φύλαξη των φυλακών με τους 11.000 τζιχαντιστές συνεχίζεται.
Μετά, πληροφορηθήκαμε ότι 800 τζιχαντιστές κυκλοφορούν ελεύθεροι. Και μετά στον χορό του πολέμου κατά της Τουρκίας μπήκε και ο Άσαντ.
Για τα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών
Κι’ όταν ο Πρόεδρος Τραμπ ανέφερε το περίφημο, ότι τάχα οι Κούρδοι δεν βοήθησαν τους Αμερικανούς στην… Απόβαση της Νορμανδίας, στις 6 Ιουνίου 1944, δεν έκανε απλά μια ανιστόρητη αναφορά, ούτε απευθυνόταν σε αυτούς που γνωρίζουν Ιστορία. Απευθυνόταν στους Αμερικανούς, που απλά έχουν δει όλες τις χολιγουντιανές ταινίες από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και αποσκοπούσε στην άμβλυνση των αντιδράσεών τους μετά τις εικόνες φρίκης, σφαγής αμάχων και βασανισμού Κούρδων αιχμαλώτων που ήταν βέβαιο ότι θα έφθαναν στα σπίτια τους.
Ήθελε δηλαδή προπαγανδιστικά να προλάβει τις αντιδράσεις στο εσωτερικό μέτωπο και την σκληρή κριτική για το πράσινο φως προς την Τουρκία, στάση από την οποία τελικά υπαναχώρησε, με την Ευρώπη, όπως πάντα, να αντιδρά καθυστερημένα. Αντιδράσεις που σχετίζονται περισσότερο με τον φόβο της κατακραυγής της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής κοινής γνώμης, καθώς οι εικόνες της φρίκης άρχισαν να φθάνουν σε όλα τα σαλόνια του δυτικού κόσμου.
Γιατί, όπως είχε πει και ο Μάρσαλ Μακλούαν, «ο πόλεμος στο Βιετνάμ δεν χάθηκε στα πεδία των μαχών, αλλά στα σαλόνια των αμερικανικών σπιτιών»!
Άλλωστε ο πόλεμος στη Συρία έχει ξεσπάσει από το 2011, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια εκτοπισμένους. Ως «ουρά» της περίφημης «Αραβικής Άνοιξης», πρώτα για να φύγει ο Άσαντ και μετά για να νικηθούν οι τζιχαντιστές του ISIS, με την προπαγάνδα πάντα παρούσα και με το απόφθεγμα του Κλάουζεβιτς στην προμετωπίδα: «Ο πόλεμος είναι η διπλωματία με άλλα μέσα».
Στην περίπτωση της Συρίας, η «ένοπλη διπλωματία» διαρκεί τα τελευταία οκτώ χρόνια. Και χωρίς αμφιβολία θα καταλήξει με τον Ερντογάν να κάθεται, μετά το τέλος της «ειρηνευτικής» του επιχείρησης, στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων.
Το σφαγείο της προπαγάνδας
Σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη ενός πολέμου ξεκινά και ο αγώνας για την διασταύρωση των πληροφοριών. Κάθε άλλο παρά τυχαία, τον καιρό που μαινόταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο Αμερικανός βουλευτής Χίραμ Τζόνσον είχε διατυπώσει την περίφημη φράση-αφορισμό: Η αλήθεια είναι το πρώτο θύμα του πολέμου.
Από αυτήν την φράση ο διάσημος δημοσιογράφος Φίλιπ Νάιτλι, δανείστηκε τον τίτλο του βιβλίου του που έμελλε να γίνει η «Βίβλος» των  πολεμικών ανταποκριτών: «Το πρώτο θύμα».
Κάθε φορά, με την έναρξη κάθε πολέμου, δίκαιου ή αδίκου, αρχίζει και ο πόλεμος των πληροφοριών. Από την Κριμαία ώς τον Α΄ και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από το Βιετνάμ ως το Αφγανιστάν, από τη Γιουγκοσλαβία ως τον πρώτο, τον δεύτερο και τον τρίτο πόλεμο του Κόλπου, αλλά και σ’ όλους, τους εκατοντάδες πολέμους που ξέσπασαν σε όλες τις γωνιές της γης, η αλήθεια υπήρξε πάντοτε ο μεγάλος ηττημένος.
Στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ευθύνη της προπαγάνδας και της λογοκρισίας στις ΗΠΑ είχε η Επιτροπή Κρηλ. Αποστολή της ήταν να διοχετεύει ειδήσεις που ευνοούσαν την πολεμική προσπάθεια και να εξαφανίζει αυτές που έριχναν και τον παραμικρό σπόρο αμφιβολίας. Επίλεκτο στέλεχος της Επιτροπής ήταν ο Εντουαρντ Μπερνέις, ανιψιός του Σίγκμουντ Φρόιντ, «πατέρας» των δημοσίων σχέσεων, θαυμαστής του οποίου υπήρξε ο υπουργός Προπαγάνδας και Δημόσιας Διαφώτισης της ναζιστικής Γερμανίας, Γιόζεφ Γκέμπελς.
Τα πήγαν καλά. Αρκεί να θυμηθούμε ότι σ’ εκείνο το σφαγείο που ήταν ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η προπαγάνδα κατάφερε να πείσει τους στρατιώτες των συμμάχων ότι… το έντερο των Γερμανών είχε υποστεί κάποια μετάλλαξη, ώστε να μπορούν να καταπίνουν αμάσητους τους ανθρώπους!
Λογοκρισία στην πηγή
Στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Πρόεδρος Ρούζβελτ αποφάσισε για πρώτη φορά να διαχωρίσει την προπαγάνδα από τη λογοκρισία. Τον τομέα της προπαγάνδας ανέλαβε η Υπηρεσία Γεγονότων και Στατιστικών, που αργότερα μετονομάσθηκε σε Υπηρεσία Πολεμικών Πληροφοριών. Ο προϋπολογισμός της μόνο τον πρώτο χρόνο του πολέμου έφθασε τα 40 εκατομμύρια δολάρια και επικεφαλής της είχε τεθεί ο συγγραφέας, αναλυτής και πρώην δημοσιογράφος των «Τάιμς της Νέας Υόρκης», Ελμερ Ντέιβις.
Επικεφαλής της Υπηρεσίας Λογοκρισίας ήταν ο Μπάιρον Πράις, πρώην αρχισυντάκτης του ειδησεογραφικού πρακτορείου «Ασοσιέητεντ Πρες». Στα γραφεία της διαβάζονταν εκατομμύρια επιστολές, ελέγχονταν τα τηλεγραφήματα, μαγνητοφωνούνταν τηλεφωνήματα, λογοκρίνονταν ταινίες. Η Υπηρεσία είχε επίσης την ευθύνη του ελέγχου τήρησης του «Κώδικα Πολεμικής Δεοντολογίας» από τις εφημερίδες και τους ραδιοφωνικούς σταθμούς.
Τότε πρωτοεπιβλήθηκε και αυτό που αργότερα ονομάσθηκε «λογοκρισία στην πηγή». Οι δημοσιογράφοι έπρεπε να αποκλείονται από κάθε πληροφορία που οι στρατιωτικοί δεν ήθελαν να γίνεται γνωστή. Εκτός Αμερικής δεν επιτρεπόταν στους ανταποκριτές να βρίσκονται στα θέατρα του πολέμου χωρίς διαπίστευση. Και για να εξασφαλίσουν την πολυπόθητη διαπίστευση, οι δημοσιογράφοι υποχρεώνονταν να υπογράφουν δήλωση με την οποία συμφωνούσαν να υποβάλλουν για έγκριση τα κείμενά τους.
Οι αξιωματικοί συνήθιζαν να προειδοποιούν τους λογοκριτές πως δεν θα κρίνονταν από το τι θα δημοσιευόταν, αλλά από το τι θα κατόρθωναν να μην δημοσιευθεί. Αποστολή επίσης της στρατιωτικής λογοκρισίας ήταν να διοχετεύονται όσο το δυνατόν λιγότερες πληροφορίες, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη καθυστέρηση.
Για τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο μεγάλος συγγραφέας Τζον Στάινμπεκ, πολεμικός ανταποκριτής εκείνη την εποχή, είχε γράψει: «Γίναμε όλοι κομμάτι της πολεμικής προσπάθειας. Την ακολουθήσαμε και την αγκαλιάσαμε. Βαθμιαία έγινε κομμάτι του εαυτού μας ότι η αλήθεια έπρεπε αυτομάτως να μένει μυστική. Με αυτό δεν εννοώ ότι λέγαμε ψέματα. Γράψαμε, όμως, μόνο για τη μια πλευρά του πολέμου. Αλλά εκείνη την εποχή πιστεύαμε με πάθος πως αυτό ήταν το καλύτερο που είχαμε να κάνουμε».
Οι δημοσιογράφοι αντιμετωπίζονταν ως ένα ακόμη τμήμα των στρατιωτικών μονάδων. Χαρακτηριστικός είναι ο τρόπος με τον οποίο καλύφθηκε η Απόβαση στη Νορμανδία. Οι δημοσιογράφοι φορτώθηκαν σε ένα τρένο στη Σκωτία ένα μήνα νωρίτερα και έμειναν εκεί για μια εβδομάδα. Όταν η επιχείρηση ξεκίνησε όλα είχαν ρυθμιστεί στην εντέλεια. Διαπιστεύτηκαν 558 δημοσιογράφοι, φωτογράφοι και κάμεραμεν, υπήρχαν λογοκριτές στα πλοία και στις παραλίες. Τα ραδιοφωνικά κυκλώματα ήταν περιορισμένα, αλλά υπήρχαν ειδικά αεροπλάνα και ταχύπλοα που μετέφεραν τις πληροφορίες στο Λονδίνο, ενώ ο ίδιος ο Αϊζενχάουερ ενημέρωνε συστηματικά τέσσερις ανταποκριτές της επιλογής του.
Κατά την πρώτη ημέρα, οι ανταποκριτές έστειλαν συνολικά 700.000 λέξεις, αλλά χρόνια αργότερα διαπιστώθηκε πως από τα ρεπορτάζ τους δεν προέκυπτε η παραμικρή ουσία. Όσο για τους ανταποκριτές του ραδιοφώνου, αυτοί φρόντισαν να δραματοποιήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο αυτά που έβλεπαν, συχνά υποδυόμενοι τους ηθοποιούς. «Αγαπητοί ακροατές, είναι τρομερό. Πρέπει να διακόψω, να πάρω μια ανάσα»…
Ακόμη και στις μέρες μας εξακολουθούν να έρχονται στο φως τα ψέματα εκείνου του δίκαιου πολέμου. Στην ταινία του Κλιντ Ηστγουντ «Οι σημαίες των προγόνων μας», ο διάσημος ηθοποιός και σκηνοθέτης απομυθοποίησε την περίφημη φωτογραφία που τράβηξε ο φωτογράφος Τζο Ρόζενταλ με τους στρατιώτες να υψώνουν την αστερόεσσα στο όρος Σουριμπάτσι της Ιβο Τζίμα. Αποκάλυψε πως το περιστατικό συνέβη κάτω από λιγότερο δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες.
Αλλά και μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, η επέμβαση στο Αφγανιστάν – και κυρίως στο Ιράκ – έπρεπε να αιτιολογηθεί προπαγανδιστικά. Σ’ αυτήν την εκστρατεία, σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα μέσα ενημέρωσης.
Σημειώστε ότι μισή ώρα μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, η τότε σύμβουλος επικοινωνίας του Βρετανού πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, η Τζο Μουρ, είχε στείλει το ακόλουθο ηλεκτρονικό μήνυμα στους συνεργάτες της: «Τώρα είναι η κατάλληλη στιγμή για να θάψουμε τις κακές ειδήσεις».
Μικρές νιφάδες χιονιού
Παρά το γεγονός ότι το δίκαιο σπάνια βρίσκεται στη μια πλευρά, τα μέσα ενημέρωσης θα θέσουν σε αντιπαράθεση το «Καλό» και το «Κακό». Ο «Κακός» θα δαιμονοποιηθεί και θα ταυτιστεί με τον Χίτλερ. Ο «Καλός» θα παρουσιαστεί ως θεματοφύλακας του πολιτισμού και του ανθρωπισμού.
Αποδείχθηκε αυτό, όταν έγιναν γνωστά τα εσωτερικά σημειώματα (ονομάσθηκαν «μικρές νιφάδες χιονιού») του Αμερικανού πρώην υπουργού Άμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ προς τους υφισταμένους του στο Πεντάγωνο, προσφέροντάς τους προπαγανδιστικά επιχειρήματα υπέρ του πολέμου: «Οι μουσουλμάνοι είναι τεμπέληδες», «Συνδέστε το Ιράκ με το Ιράν». «Μιλάτε για τη Σομαλία, τις Φιλιππίνες κλπ. Κάντε τον αμερικανικό λαό να συνειδητοποιήσει ότι είναι περικυκλωμένος από βίαιους εξτρεμιστές σε όλον τον κόσμο».
Από τα υπουργεία Άμυνας έχουν κατά καιρούς κυκλοφορήσει και ειδικά φυλλάδια «χειρισμού» των δημοσιογράφων. Τα πρώτα κυκλοφόρησαν στον Πόλεμο του Βιετνάμ. Περιλαμβάνουν οδηγίες προς τους στρατιωτικούς που έρχονται σε επαφή με τους δημοσιογράφους: Να δείχνετε πάντα «ανοιχτοί», διαφανείς και συνεργάσιμοι. Ποτέ μην επιχειρείτε συνοπτική καταστολή ή άμεσο έλεγχο. Προτιμάτε να υποβαθμίζετε και όχι να κρύβετε τις ανεπιθύμητες ειδήσεις. Ελέγχετε την έμφαση με την οποία παρουσιάζονται οι ειδήσεις και όχι τις ίδιες τις ειδήσεις. Αντισταθμίζετε τις κακές ειδήσεις με καλές ειδήσεις. Ακόμη και αν γνωρίζετε τις συνέπειες των λαθών σας, καθυστερήστε τις ανακοινώσεις προφασιζόμενοι ότι διεξάγεται έρευνα, έως ότου αμβλυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Τα ψέματα επιτρέπονται μόνο όταν είναι βέβαιο ότι δεν θα αποκαλυφθούν διαρκούντος του πολέμου.
Δεν πρόκειται για κάτι το καινούργιο. Οι Ρωμαίοι παρουσίαζαν τους υπό κατάκτηση λαούς ως ανθρωποφάγους. Οι σταυροφορίες προβλήθηκαν ως αναγκαίες για να πάψουν οι Σαρακηνοί, πλάσματα διαβολικά, να διαφεντεύουν τον Τάφο του Ιησού. Ο Άγιος Αυγουστίνος, ο πρώτος ιδεολόγος του «δίκαιου πολέμου», υποστήριζε ήδη από τον 4ο αιώνα πως από πουθενά δεν πρέπει να προκύπτει ότι ο πόλεμος γίνεται για εκδίκηση, επιθυμία για κυριαρχία και άλλα ταπεινά ένστικτα.
«Δεν είναι πόλεμος, σας λέω!»
Στον πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, έκαναν την εμφάνισή τους δύο μεγάλα επιχειρησιακά ψέματα: Οι «έξυπνες βόμβες» και τα «χειρουργικά χτυπήματα», που εντάχθηκαν στην «εναλλακτική ενημέρωση». Ο συνταγματάρχης Κρόουλι, είχε πει: «Πρέπει να σχεδιάζεις την επικοινωνιακή σου πολιτική με την ίδια προσοχή με την οποία σχεδιάζεις τη στρατηγική σου». Και ο Ρόμπερτ Λίχτερ, Πρόεδρος του Κέντρου Μέσων Ενημέρωσης της Ουάσιγκτον, είχε αποφανθεί: «Για να πουλήσεις έναν πόλεμο σε μια Δημοκρατία, πρέπει να δαιμονοποιήσεις τον εχθρό σου ή να αποδείξεις ότι τα ελατήριά σου είναι ανθρωπιστικά». Γι’ αυτό και στον καιρό του πολέμου της Γιουγκοσλαβίας, ο Χαβιέ Σολάνα γινόταν έξω φρενών κάθε φορά που άκουγε τη λέξη «πόλεμος». «Δεν είναι πόλεμος, σας λέω», φώναζε. «Είναι μια στρατιωτική επιχείρηση για να επιβληθούν οι αξίες της Δύσης»!
Η προπαγανδιστική εκστρατεία είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα. Η διεθνής κοινή γνώμη ουδέποτε πληροφορήθηκε το περιεχόμενο της Συμφωνίας του Ραμπουϊγιέ, αφού κάτι τέτοιο δεν θα επέτρεπε τη δικαιολόγηση της επέμβασης. Με πρωτοσέλιδα είχαν τότε «σκοτώσει» τον Κοσοβάρο ηγέτη Ισμαήλ Ρουγκόβα και τον δημοσιογράφο Βετόν Σουρόι και με μονόστηλα στις μέσα σελίδες τους «ανέστησαν». Ένας στρατηγός είχε πει: «Συνήθως γνωρίζαμε τις συνέπειες των λαθών μας. Λέγαμε όμως ότι διεξάγουμε έρευνα και ότι οι υποθέσεις ήταν πολλές. Δεν αποκαλύπταμε την αλήθεια παρά μόνο δεκαπέντε ημέρες αργότερα, όταν πια είχε αμβλυνθεί το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης».
«Όταν τα πάθη καταλαγιάσουν ίσως ακόμη και να ακούσουμε τις εξομολογήσεις αυτών που τα επινόησαν», έγραψε ο Φίλιπ Νάιτλι στον «Ιντιπέντεντ». Έτσι, οι άμαχοι της σφαγής του Ρατσάκ, που χρησίμευσαν για την ηθική νομιμοποίηση της επέμβασης, αποδείχθηκε πως ήταν πτώματα επιμελώς τοποθετημένα εκ των υστέρων. Οι κατά τον Γερμανό υπουργό τότε Άμυνας Σάρπινγκ νεκροί άμαχοι του χωριού Ρόγκοβο αποδείχθηκαν ουτσεκάδες, χάρη στη μαρτυρία αυτόπτη μάρτυρα παρατηρητή του ΟΑΣΕ. Η ανήλικη Κοσοβάρα Ραϊμόντα που έκανε το γύρο των καναλιών περιγράφοντας πώς σκοτώθηκε η αδελφή της, ομολόγησε τελικά ότι είχε πει ψέματα. Και ο αποθανών υπουργός τότε των Εξωτερικών της Βρετανίας Ρόμπιν Κουκ ανακοίνωσε την εκτέλεση είκοσι Αλβανών δασκάλων μπροστά στα μάτια των μαθητών τους στο χωριό Γκόντεν. Αλλά το χωριό δεν είχε πάνω από πενήντα μαθητές και αν γινόταν δεκτός ο ισχυρισμός του, τότε θα έπρεπε να δεχθούμε πως κάπου στο Κόσοβο υπήρχε ένα χωριό με τη μεγαλύτερη αναλογία μαθητών και δασκάλων στον κόσμο.
Μετά τον τερματισμό του πολέμου, στις 10 Ιουνίου 1999, και για έξι μήνες, ειδικές ερευνητικές ομάδες αναστάτωσαν την πολύπαθη περιοχή για να βρουν όσα περισσότερα «στοιχεία» για γενοκτονία που, έστω και εκ των υστέρων, θα δικαιολογούσαν τους βομβαρδισμούς. Αλλά ο Ισπανός ιατροδικαστής Εμίλιο Πέρεζ Πουγιόλ, έκλεισε την υπόθεση με τη φράση: «Τελειώσαμε εδώ. Ενημέρωσα την κυβέρνηση για την πραγματική κατάσταση. Βρήκαμε συνολικά 187 νεκρούς. Τέσσερις ή πέντε είχαν πεθάνει από φυσικά αίτια» - προσθέτοντας ότι σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ο τελικός αριθμός των νεκρών του Κοσόβου δεν θα ξεπερνούσε τους 2.500. Τελικώς βρέθηκαν 2.108 νεκροί το 1999 και 680 το 2000.
Τότε, η «Ουόλ Στρητ Τζέρναλ», παραδέχθηκε πως κακώς έγραφε τα περί εθνοκάθαρσης. Την ίδια περίοδο, ο Τζέιμι Σέι είχε δηλώσει πως τα ψέματα δεν αποδίδουν (Lies do not work). Η αλήθεια είναι ότι  απέδωσαν μια χαρά.
Ο δημοσιογράφος Ρόμπερτ Φισκ έγραψε: «Από την αρχή οι περισσότεροι από τους συναδέλφους μας υποδύθηκαν τον ρόλο της αγέλης στις καθημερινές ενημερώσεις, αποφεύγοντας να υποβάλλουν στον εκπρόσωπο του ΝΑΤΟ Τζέιμι Σέι και το παραμικρό ενοχλητικό ερώτημα».
Κάθε άλλο παρά τυχαία, αν και στον πόλεμο στο Κοσσυφοπέδιο είχε διαπιστευτεί ο αριθμός-ρεκόρ των 2.700 δημοσιογράφος, ο Βρετανός ιστορικός Άλαστερ Χορν υποστήριξε πως το Κοσσυφοπέδιο κατέληξε «στην πιο μυστική στρατιωτική εκστρατεία της ζώσας μνήμης».
Με την εισβολή στο Αφγανιστάν και αργότερα στο Ιράκ, οι δημοσιογράφοι χωρίσθηκαν σε τρεις κατηγορίες. Εμφανίσθηκε η καινοτομία των «ενσωματωμένων» δημοσιογράφων, που ακολουθούσαν τα στρατιωτικά τμήματα και έβλεπαν με τα μάτια των επιτιθεμένων. Η κατηγορία των δημοσιογράφων που έμειναν στην  Βαγδάτη, μετέδιδε τα ρεπορτάζ της υπό το στρες των βομβαρδισμών, με το συναίσθημα να κυριαρχεί. Και η κατηγορία των δημοσιογράφων που έπαιρναν μέρος στις ενημερώσεις στο Κατάρ και στην Ουάσιγκτον. Στις πρώτες σειρές κάθονταν οι προνομιούχοι, Αμερικανοί και Βρετανοί. Κι’ αν κανένας τολμούσε να υποβάλει κάποια ενοχλητική ερώτηση, το καθιερωμένο πείραγμα, με υποβόσκουσα απειλή, ήταν η φράση: «Σε βλέπω στα τελευταία καθίσματα με τους Γάλλους και τους Γερμανούς». Είπαν πως στους δημοσιογράφους εκείνους τίποτε δεν έφερνε μεγαλύτερη ανατριχίλα από τον κίνδυνο να χάσουν τα προνομιακά τους καθίσματα στην πρώτη σειρά.
Η «Φρουρός της Δημοκρατίας»
Τότε ήταν που έδωσε την μάχη της η μεγάλη «φρουρός της Δημοκρατίας», η δημοσιογράφος Έλεν Τόμας, που πέθανε στα 93 της χρόνια το 2013, που σχεδόν επί πέντε δεκαετίες κάλυψε την ενημέρωση του Λευκού Οίκου καθισμένη στην πρώτη σειρά – και πλήρωσε το τίμημα, όταν της υπέδειξαν να καθίσει στην τελευταία σειρά. «Θα το μετανιώσετε κ. Πρόεδρε», είχε πει στον Πρόεδρο Μπους, όταν τον Μάρτιο του 2006 της είχε τηλεφωνήσει ο ίδιος ο Μπους, σε μια προσπάθεια να την μεταπείσει. Λίγο μετά επέστρεφε στην πρώτη σειρά και συνέχιζε να ρωτά για τους πραγματικούς λόγους της εισβολής.
Αργότερα, δεν δίστασε να επιτεθεί και στον Ομπάμα (που όλο και προσπαθούσε να την καλοπιάσει). «Πάντοτε προσπαθούσαν να μας ελέγξουν, αλλά ποτέ τόσο πολύ. Ούτε ο Νίξον δεν προσπάθησε να ελέγξει τον Τύπο όσο ο Ομπάμα. Μ’ αρέσει που όλη μέρα μιλάτε για διαφάνεια», είχε δηλώσει.
Στο βιβλίο της «Φρουροί της Δημοσιογραφίας», που κυκλοφόρησε όταν ήταν πια 85 χρόνων, υπάρχει ένα έντονα κριτικό κεφάλαιο για τους συναδέλφους της:
«Ακόμα και σήμερα αναρωτιέμαι καθημερινά για ποιο λόγο, τον καιρό του Πολέμου στο Ιράκ, τα μέσα ενημέρωσης είχαν γίνει τόσο αυτάρεσκα, συνένοχα, ευκολόπιστα, καθώς οι ΗΠΑ βάδιζαν προς τον πόλεμο. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι δημοσιογράφοι φοβούνταν μήπως φανούν «αντιπατριώτες» ή «αντιαμερικανοί». Όταν είχε σημασία, ο Τύπος απέτυχε στο λειτούργημά του, δεν εμπόδισε την εισβολή. Επί δυο χρόνια ακούγαμε «ο Σαντάμ Χουσεΐν και η 11η Σεπτεμβρίου. Αντί οι δημοσιογράφοι να επισημάνουν πως οι αεροπειρατές δεν ήταν Ιρακινοί, αλλά Σαουδάραβες, υποτάσσονταν και επαναλάμβαναν τον συσχετισμό, ενώ ήξεραν ότι πηγαίναμε για πόλεμο και όφειλαν να τον αμφισβητήσουν. Οι δημοσιογράφοι έχουν το καθήκον να ακολουθούν την αλήθεια οπουδήποτε και αν τους οδηγεί, ανεξάρτητα από την πολιτική».
Το λεξικό του πολέμου
Κάθε πόλεμος έχει τη δική του επικοινωνιακή προβολή, τις δικές του «κυρίαρχες λέξεις», το δικό του «λεξικό». Στον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας ακούσαμε για πρώτη φορά για «παράπλευρες απώλειες», «ανθρωπιστική επέμβαση», «διεθνή στρατιωτική δράση», «φιλικά πυρά». Στον πόλεμο του Ιράκ επινοήθηκε ο όρος «στόχοι ευκαιρίας». Ο πόλεμος του Αφγανιστάν προβλήθηκε ως «ο πρώτος του 21ου αιώνα», επινοήθηκε ο όρος «Δεκαετής Πόλεμος» - ώστε να προετοιμαστεί η κοινή γνώμη για τη διάρκειά του – ενώ τη διάρκεια είχαν στο νου τους και όσοι ονόμαζαν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις του «Διαρκή Δικαιοσύνη» και «Διαρκή Ελευθερία».
Τη διάρκεια είχε άλλωστε στο νου του και ο Πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι, όταν επέλεγε τη ακόλουθη προπαγανδιστική τακτική για να περιγράψει τον Ψυχρό Πόλεμο και την κούρσα των εξοπλισμών, στις 20 Ιανουαρίου 1961, ημέρα της ορκωμοσίας του: «Η σάλπιγγα μας καλεί ξανά. Δεν μας καλεί στη μάχη, αν και σε μάχη βρισκόμαστε. Δεν μας καλεί στα όπλα, αν και θα χρειαστούμε όπλα. Αλλά μας καλεί να σηκώσουμε το βάρος ενός μακροχρόνιου αγώνα που θα διεξάγεται στο λυκαυγές, χρόνος  μπαίνει, χρόνος βγαίνει...».
Σοκ και Δέος
Στους τελευταίους πολέμους επανεμφανίσθηκε και το στρατιωτικό δόγμα «Σοκ και Δέος». Τόσο στα πεδία των μαχών, όσο και στο πεδίο της ενημέρωσης. «Δεν το καταλαβαίνουμε», είχε πει ο Αμερικανός υπουργός Αμυνας Ντόναλντ Ράμσφελντ, όταν ο απόστρατος αεροπόρος Χάρλαν Ούλμαν επέμεινε ότι το δόγμα «Σοκ και Δέος» έπρεπε να εφαρμοστεί τόσο στον στρατιωτικό, όσο και στον επικοινωνιακό τομέα. Το κατάλαβε όταν ο Ούλμαν του διηγήθηκε την ιστορία του Σουν Τσου, πολεμιστή και φιλοσόφου της αρχαίας Κίνας που πρώτος έθεσε τα θεμέλια του συγκεκριμένου δόγματος. Ο Σουν Τσου επρόκειτο να προσληφθεί ως στρατηγός από τον αυτοκράτορα. Αντί εξετάσεων, ο αυτοκράτορας του ζήτησε να διδάξει τις παλλακίδες του να περπατούν με στρατιωτικό βηματισμό. Εκείνες, μόλις άκουσαν το στρατηγό να τις διατάζει, άρχισαν να χαχανίζουν. «Έχω τον έλεγχο;», ρώτησε ο Σουν Τσου. Ο αυτοκράτορας ένευσε καταφατικά. Τότε ο στρατηγός έκοψε με το σπαθί του το κεφάλι της πρώτης τη τάξει παλλακίδας. Αμέσως μετά, οι υπόλοιπες ανέπτυξαν έναν άψογο στρατιωτικό βηματισμό. Χρόνια αργότερα, ο απαγχονισμός του Σαντάμ, σε πλήρη συγχρονισμό με τα δελτία ειδήσεων, χρησιμοποιήθηκε για να προκληθεί φόβος, δέος και παραδειγματισμός.
Τον Ιανουάριο του 2006 αποκαλύφθηκε από τους Λος Άντζελες Τάιμς πως η  εταιρία Λίνκολν Γκρουπ, που ανήκε στον 30χρονο Βρετανό Κρίστιαν Μπέιλι, είχε συνάψει με το Πεντάγωνο συμβόλαιο 100 εκ δολαρίων για να «βοηθήσει»  στον «πόλεμο της πληροφόρησης» στο Ιράκ, μεταδίδοντας την αμερικανική προπαγάνδα στον ιρακινό Τύπο. Αγόραζε χώρο σε ιρακινές εφημερίδες για «ρεπορτάζ» που γράφονταν από το τμήμα ψυχολογικών επιχειρήσεων του αμερικανικού στρατού. Παράλληλα, πλήρωνε Ιρακινούς δημοσιογράφους για να γράφουν ευνοϊκά άρθρα. Έγινε δε γνωστό πως για μια είδηση ή για ένα άρθρο, οι τιμές κυμαίνονται από 40 ως 2.000 δολάρια. Από δημοσίευμα των Νιου Γιορκ Τάιμς προέκυψε πως μέχρι τη στιγμή της αποκάλυψης είχαν δημοσιευθεί περισσότερα από 1.000 άρθρα σε 12 ως 15 ιρακινές και αραβικές εφημερίδες. Όπως έγινε γνωστό γράφτηκαν στο Κέντρο Τύπου της Φαγιετβίλ της Βόρειας Καρολίνας, καλά εξοπλισμένο, με στρατιωτικούς σε ρόλους συντακτών και παραγωγών. Μόνο η μονάδα ψυχολογικών επιχειρήσεων του Φορτ Μπραγκ, αριθμεί 1.200 μέλη, που παράγουν αυτά τα «αληθινά μηνύματα» όπως τα αποκαλούν οι αξιωματικοί.
Στη μάχη της ενημέρωσης μπήκαν και οι μπλόγκερς. Αλλά τον καιρό του πολέμου στο Ιράκ, το Πεντάγωνο επέβαλε στους ένστολους μπλόγκερς να υποβάλλουν για έγκριση τα κείμενά τους πριν τα ανεβάσουν στο Διαδίκτυο. Παράλληλα, οι Αμερικανοί στρατιώτες έπαψαν να έχουν πρόσβαση σε 13 συνολικά ιστότοπους σχετικούς με τον πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, δημιουργήθηκε και ιστότοπος με βίντεο από τα «κατορθώματα» του αμερικανικού στρατού στο Ιράκ.
Τα ψέματα για το Ιράκ και η Ντάουνινγκ Στρητ
Στην περίπτωση του Ιράκ, πολέμου που – σύμφωνα με την «επίσημη» άποψη - πραγματοποιήθηκε για να καταστραφεί το χημικό οπλοστάσιο του Σαντάμ, η προπαγάνδα είχε επίσης θριαμβεύσει, με αρχιτέκτονα τον Άλαστερ Κάμπελ. Ο λόγος για τον διαβόητο spin doctor του Εργατικού πρώην πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ, τον τότε υπεύθυνο επικοινωνίας του αριθμού 10 της Ντάουνινγκ Στρητ, που μέχρι σήμερα κατηγορείται για προπαγάνδα και κατασκευή στοιχείων, προκειμένου να δικαιολογηθεί η συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο του Ιράκ.
Αποκαλύφθηκε επίσης ότι ο πρωθυπουργός Μπλερ και ο μεγιστάνας του Τύπου Ρούπερτ Μέρντοχ επικοινώνησαν τηλεφωνικά έξι φορές μεταξύ του Σεπτεμβρίου 2002 και του Απριλίου 2005. Και μάλιστα τρεις φορές μέσα στις εννέα ημέρες που προηγήθηκαν του πολέμου στο Ιράκ, μεταξύ των οποίων την παραμονή της αμερικανοβρετανικής εισβολής, στις 20 Μαρτίου 2003.
Η υπόθεση της ανάμιξης Μέρντοχ κατέληξε σε εξεταστική επιτροπή υπό τον δικαστή Λίβσον, που ξεκίνησε τις εργασίες της τον Σεπτέμβριο του 2011 και λειτούργησε ως τον Απρίλιο του 2012. Αργότερα αποκαλύφθηκε ότι κατά τους 15 μήνες πριν από την έναρξη της έρευνας, ο Μέρντοχ, ο γιος του και ανώτατα στελέχη των επιχειρήσεών του είχαν συναντηθεί… 16 φορές με τον τότε υπουργό Άμυνας της Βρετανίας Λάιαμ Φοξ.
Όσον αφορά στην επέμβαση στο Ιράκ, τη διερεύνηση του ρόλου της Βρετανίας στον πόλεμο ανέλαβε η υπό τον συνταξιούχο ανώτατο δημόσιο λειτουργό σερ Τζον Τσίλκοτ.
Η επιτροπή συστάθηκε με εντολή του διαδόχου του Μπλερ, Γκόρντον Μπράουν, ξεκίνησε τις εργασίες της τον Νοέμβριο του 2009, ενώ τον Ιανουάριο του 2011 εμφανίστηκε ενώπιόν της ο ίδιος ο Μπλερ, ο οποίος παραδέχθηκε πως είχε υποσχεθεί στήριξη στις ΗΠΑ έναν χρόνο πριν από την ανάληψη δράσης κατά του Σαντάμ Χουσεΐν. «Μαζί σου, οτιδήποτε», είχε γράψει στον τότε πρόεδρο των ΗΠΑ Τζορτζ Μπους ο Βρετανός πρωθυπουργός Τόνι Μπλερ , σύμφωνα με τον σερ Τζον Τσίλκοτ.
Αργότερα, με ένα βιβλίο, ο Μπλερ υποχρεώθηκε να κάνει την αυτοκριτική του. «Λυπούμαι για την εντελώς άδικη επιλογή που έκανα», είπε.
Ο νεκρός επιστήμονας
Σε όλα αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και το θρίλερ γύρω από τον θάνατο του Βρετανού επιστήμονα και ειδικού στον βιολογικό πόλεμο, Ντέβιντ Κέλλυ, στελέχους του βρετανικού υπουργείου Άμυνας, που είχε λάβει μέρος στην αποστολή του ΟΗΕ, η οποία διεξήγαγε τις έρευνες στο Ιράκ προκειμένου να διαπιστωθεί αν το καθεστώς του Σαντάμ διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής.
Ο Κέλλυ βρέθηκε νεκρός, με κομμένες τις φλέβες, σε ένα δάσος κοντά στο σπίτι του στην βρετανική ύπαιθρο, στο Οξφορντσάιρ, στις 18 Ιουλίου 2003 και η Επιτροπή Χάττον, τη σύσταση της οποίας είχε διατάξει ο Μπλερ για να διερευνήσει τα αίτια του θανάτου του, είχε αποφανθεί πως επρόκειτο για αυτοκτονία. Ο ίδιος ο Λόρδος Χάττον, σε μια συνέντευξή του τον Οκτώβριο του 2010, υποστήριξε πως έλαβε την συγκεκριμένη απόφαση για να προστατέψει την σύζυγο και τις κόρες του νεκρού.
Τον Ιούλιο του 2013, ο βρετανικός Τύπος αποκάλυψε επιστολή του Λόρδου Χάττον προς τον βουλευτή Νόρμαν Μπέικερ, από την οποία προκύπτει πως ο στενός φίλος του Μπλερ και άνθρωπος που κατείχε ρόλο-κλειδί κατά τις προετοιμασίες του πολέμου, ο Λόρδος Φάλκονερ, επικοινώνησε με τον Λόρδο Χάττον για να του αναθέσει την υπόθεση τρεις μόλις ώρες (σύμφωνα με τη νεκροτομή) μετά την ώρα θανάτου του Κέλλυ, δηλαδή πριν ακόμη βρεθεί και αναγνωριστεί το πτώμα του.
Επιπλέον, από αίτημα κατάθεσης εγγράφου στη βρετανική Βουλή προέκυψε πως εκείνη την ημέρα και ενώ πετούσε από την Ουάσιγκτον στο Τόκιο, ο Μπλερ είχε επικοινωνήσει δύο φορές με τον έμπιστό του Λόρδο Φάλκονερ.
Λίγες μέρες πριν από τον θάνατό του, ο Κέλλυ είχε κατηγορηθεί για μια off the record συζήτησή του με τον δημοσιογράφο του BBC Άντριου Γκίλλιγκαν, ειδικευμένο σε θέματα Άμυνας, στη διάρκεια της οποίας του είχε πει πως στο Ιράκ δεν είχε βρει όπλα που θα δικαιολογούσαν μια πολεμική εκστρατεία.
Στο επίκεντρο των κατηγόρων του ο αρχιπροπαγανδιστής Άλαστερ Κάμπελ, ο οποίος άφησε να διαρρεύσει παντού πως ο επιστήμονας ήταν το «βαθύ λαρύγγι» του BBC και ο οποίος παραιτήθηκε ένα μήνα μετά τον θάνατο του Κέλλυ.
Άλλωστε, ο Κάμπελ ήταν αυτός που είχε κάνει όλη τη «βρώμικη δουλειά», κατασκευάζοντας τον «Φάκελο του Σεπτεμβρίου» τον Σεπτέμβριο του 2002 και τον «Φάκελο Ιράκ», τον Φεβρουάριο του 2003, με τα «στοιχεία» για τα όπλα μαζικής καταστροφής. Κατηγορήθηκε μάλιστα ότι επέβαλε στα στελέχη των μυστικών υπηρεσιών που είχαν αναλάβει να ετοιμάσουν τους φακέλους, να αλλοιώσουν τα στοιχεία. Επιπλέον ο δημοσιογράφος Κίλλιγκαν τον κατηγόρησε για παραποίηση του φακέλου με τα στοιχεία για το Ιράκ, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συναίνεση της βρετανικής κοινής γνώμης για τη συμμετοχή της Βρετανίας στον πόλεμο. 
Η έκθεση της Επιτροπής Τσίλκοτ δόθηκε στη δημοσιότητα τον Ιούλιο του 2016 – 2,6 εκ. λέξεις,  η σύνταξή της διήρκησε 7 ολόκληρα χρόνια - και μιλούσε για «μια πρόωρη επέμβαση, χωρίς να εξεταστούν μέχρι τέλους οι εναλλακτικές στο διπλωματικό επίπεδο» και για «απόλυτα ανεπαρκείς σχεδιασμούς του Λονδίνου για την μετά τον πόλεμο εποχή».
«Καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η Βρετανία αποφάσισε να συμμετάσχει στην επέμβαση στο Ιράκ προτού όλες οι ειρηνικές εναλλακτικές με στόχο την επίτευξη του αφοπλισμού (αυτής της χώρας) εξαντληθούν. Η στρατιωτική δράση δεν ήταν αναπόφευκτη εκείνη την περίοδο», υπογράμμισε ο Τσίλκοτ, παρουσιάζοντας τα συμπεράσματα της έκθεσης.
Σύμφωνα με την έκθεση, η απόφαση της Βρετανίας να συμμετάσχει στον πόλεμο στο Ιράκ το 2003 είχε μία νομική βάση «που απέχει πολύ από το να είναι ικανοποιητική» και η υποστήριξη του τότε πρωθυπουργού Τόνι Μπλερ προς την επιλογή της ανάληψης στρατιωτικής δράσης ήταν υπερβολική. Τα στοιχεία των υπηρεσιών Πληροφοριών για την υποτιθέμενη κατοχή Όπλων Μαζικής Καταστροφής από το Ιράκ, τα οποία ο Μπλερ χρησιμοποίησε για να νομιμοποιήσει τη συμμετοχή του Ηνωμένου Βασιλείου στην αμερικανική εισβολή, που οδήγησε στην ανατροπή του Σαντάμ Χουσέιν, ήταν προβληματικά, ελλιπή, αλλά δεν αμφισβητήθηκαν.
«Τον Μάρτιο 2003, δεν υπήρχε άμεση απειλή από τον Σαντάμ Χουσέιν και το χάος που ακολούθησε στο Ιράκ και στην περιοχή έπρεπε επίσης να έχει προβλεφθεί», δήλωσε ο σερ Τζον Τσίλκοτ.
«Αναλαμβάνω πλήρως την ευθύνη. Εκφράζω τη λύπη μου, τη μεταμέλειά μου και διατυπώνω τη συγγνώμη μου», δήλωνε λίγο αργότερα στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου, ο Τόνι Μπλερ, που δήλωσε: «Η αξιολόγηση που έγινε εκείνη την εποχή βάσει των πληροφοριών των μυστικών υπηρεσιών, η οποία οδήγησε στον πόλεμο, αποδείχθηκε εσφαλμένη. Η επόμενη ημέρα αποδείχθηκε πιο εχθρική, με μεγαλύτερη διάρκεια και περισσότερο αιματηρή απ’ όσο φανταζόμασταν».
Επιπλέον, η κατασκευή ηρώων αποτελεί το μεγάλο ατού της πολεμικής προπαγάνδας. Τον καιρό του πολέμου στο Αφγανιστάν είχε αποκαλυφθεί πως ο Πατ Τίλμαν, διάσημος παίκτης του ράγκμπι που εγκατέλειψε συμβόλαιο 2 εκ. δολαρίων για να ντυθεί στο χακί και έγινε σύμβολο στις προπαγανδιστικές αφίσες, δεν σκοτώθηκε σε μάχη στο Αφγανιστάν, καθώς προσπαθούσε να καταλάβει ένα ύψωμα, αλλά από φίλια πυρά. Τα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν γλαφυρή περιγραφή της τελευταίας μάχης, η κηδεία του μεταδόθηκε ζωντανά σε εθνικό δίκτυο. Πέντε εβδομάδες μετά το Πεντάγωνο υποχρεώθηκε να εκδώσει σιωπηρή ανακοίνωση για τις πραγματικές συνθήκες θανάτου, καθώς η μονάδα του επέστρεφε στην πατρίδα και όλοι ήξεραν τι είχε συμβεί.
Πόλεμος στα δελτία ειδήσεων
Ανηλεής πόλεμος προπαγάνδας εκτυλίχθηκε και κατά τον βομβαρδισμό του Λιβάνου το καλοκαίρι του 2006. Ο πολεμικός ανταποκριτής Ρόμπερτ Φισκ είχε γράψει στον Ιντιπέντεντ πως «τόσο το Ισραήλ όσο και η Χεζμπολάχ είχαν σχεδιάσει προσεκτικά τον πόλεμο στον Λίβανο. Ο Νασράλα είπε πως αν ήξερε ότι η επίθεση στους Ισραηλινούς στρατιώτες θα προκαλούσε την επέμβαση του Ισραήλ και τη σφαγή, δεν θα την έκανε. Σε άλλη στιγμή, όμως, είπε πως το Ισραήλ θα εξαπέλυε ούτως ή άλλως πόλεμο στην αρχή του Φθινοπώρου και σ’ αυτήν την περίπτωση η καταστροφή θα ήταν μεγαλύτερη. Το Ισραήλ από την πλευρά του υποστήριξε πως όταν οι δημοσιογράφοι δείχνουν εικόνες νεκρών μικρών παιδιών το κάνουν για να ενεργοποιήσουν την αρχαιότατη αντισημιτική ιδέα ότι οι Εβραίοι σκοτώνουν παιδιά».
Άλλωστε, εδώ και πολλά χρόνια το μάρκετινγκ του πολέμου βρίσκει πρόσφορο έδαφος στη Μέση Ανατολή. Η καταγραφή με μικροκάμερες των επιθέσεων των ανταρτών κατά την αποχώρηση των Ισραηλινών από το Ν. Λίβανο το 2000 και η προβολή τους είχαν καταρρακώσει το ηθικό των στρατιωτών.
Γι’ αυτό και στο μέλλον, οι επιχειρήσεις βιντεοσκοπούνταν συστηματικά και το υλικό χρησιμοποιείτο αναλόγως με τις επικοινωνιακές ανάγκες. Το βίντεο της επιτυχημένης επιχείρησης της νύχτας της 1ης Αυγούστου 2006 στη Μπααλμπέκ, προπύργιο της Χεζμπολάχ, δόθηκε στη δημοσιότητα 18 ώρες αργότερα για να συμπέσει με τα δελτία των 8 σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Αλλά η Χεζμπολάχ είχε προηγηθεί κατά μισή ημέρα. Ήδη από το μεσημέρι είχε δώσει στη δημοσιότητα ένα βίντεο με τα λάφυρα του πολέμου, μετά από παγίδευση ομάδας Ισραηλινών. Σχισμένα ρούχα, ματωμένα παπούτσια και όπλα που άφησαν πίσω τους οι Ισραηλινοί κομάντος, έπαιξαν μια χαρά στο προπαγανδιστικό έργο.
Πόλεμος προπαγάνδας – και μάλιστα πολύ σκληρός – διεξήχθη και στη διάρκεια του πολέμου στον Καύκασο, τον Αύγουστο του 2008, όταν η άποψη που επιχειρήθηκε να προβληθεί ως κυρίαρχη ήταν πως η «κακή» Ρωσία εισέβαλε στην «δημοκρατική» Γεωργία, η οποία ουδέποτε εισέβαλε στην Οσετία! Με αποτέλεσμα οι Οσετοί να γίνουν έξω φρενών και στρεφόμενοι κατά της δυτικής προπαγάνδας να διαμαρτυρηθούν: «Σε λίγο θα μας πείτε ότι αυτοβομβαρδιστήκαμε»!
Ακόμη και το CNN αναγκάστηκε δυο φορές να ανασκευάσει (για την υποτιθέμενη κατάληψη του Γκόρι από τον ρωσικό στρατό και για την υποτιθέμενη κατάληψη του γεωργιανού λιμανιού Πότι). Δυο φορές διαψεύστηκε ο βομβαρδισμός του αγωγού Μπακού – Τυφλίδας-Τσεϊχάν που ουδέποτε  συνέβη, αλλά αυτήν την πληροφορία διοχέτευαν οι Γεωργιανοί.
Ο πόλεμος των δημοσιογράφων
Όπως βλέπετε, η γραμμή είναι ευθεία και έρχεται από μακριά. «Μην αφήσετε την αλήθεια να σκοτώσει ένα ωραίο ρεπορτάζ», έλεγε στα τέλη του 19ου αιώνα ο κίτρινος εκδότης Ράντολφ Χηρστ. «Έχουμε εμπλακεί σε έναν πόλεμο που δεν θελήσαμε ποτέ», διακήρυσσε ο Αδόλφος Χίτλερ. «Οι στρατιώτες μας μάχονται υπερασπιζόμενοι το έθνος, την τέχνη και το πνεύμα», διαβεβαίωνε ο Γκέμπελς.
«Ο πόλεμος τελείωσε. Οι δημοσιογράφοι ηττήθηκαν!», ανακοίνωσε μετά το τέλος του πρώτου Πολέμου στον Κόλπο, ανώτατος αξιωματικός.
Στα τέλη του προπερασμένου αιώνα, τον καιρό που προετοιμαζόταν ο αμερικανοϊσπανικός πόλεμος και έπρεπε παράλληλα να προετοιμαστεί και η αμερικανική κοινή γνώμη για την αποστολή στρατευμάτων στην Κούβα, ο κίτρινος εκδότης Ουϊλλιαμ Ράντολφ Χηρστ έστειλε στο νησί τον ζωγράφο Ρέμινγκτον για να ταχυδρομεί σκίτσα από τον πόλεμο.
Μετά από λίγες ημέρες παραμονής στην Κούβα, ο Ρέμινγκτον έστειλε στον εργοδότη του το ακόλουθο τηλεγράφημα: «Εδώ όλα είναι ήσυχα. Δεν θα γίνει πόλεμος. Παρακαλώ να επιστρέψω στην πατρίδα. Ρέμινγκτον». Για να πάρει αμέσως την απάντηση: «Παρακαλώ να παραμείνετε. Εσείς θα προμηθεύσετε τις εικόνες και εγώ θα προμηθεύσω τον πόλεμο. Χηρστ».
Σε μια άλλη περίπτωση, ο Ουίλιαμ Χάουαρντ Ράσελ, ανταποκριτής των «Τάιμς» στον Πόλεμο της Κριμαίας, έφθασε στην περιοχή τον Μάρτιο του 1854 και βρήκε τον βρετανικό στρατό σε άθλια κατάσταση. Από την Καλλίπολη έγραψε στον διευθυντή του Τζον Ντελέιν: «Να τα γράψω όλα αυτά ή να το βουλώσω;». Η απάντηση ήλθε αμέσως: «Θα το βουλώσεις. Θα το βουλώσουμε μαζί. Ο,τι και να γράψουμε τώρα, δεν πρόκειται να αλλάξουν τις αποφάσεις τους. Το μόνο που θα πετύχουμε θα είναι να ρίξουμε το ηθικό στρατού και λαού. Ανάμεσα στον πατριωτισμό και στην αλήθεια, θα διαλέξουμε τον πατριωτισμό. Μετά το τέλος του πολέμου θα λογαριαστούμε μαζί τους». Κράτησαν την υπόσχεσή τους. Μετά το τέλος του πολέμου, οι «Τάιμς» ξεκίνησαν μια τόσο μεγάλη εκστρατεία, που άλλαξε το σύνολο της ηγεσίας των βρετανικών Ενόπλων Δυνάμεων.
«Εγώ αυτό το είδα»
Αλλά και ο μεγάλος Ισπανός ζωγράφος Γκόγια έπεσε θύμα της ανάγκης να μείνουν μυστικές οι θηριωδίες του πολέμου. Τον καιρό του γαλλοϊσπανικού πολέμου (1808-1814), ως πολεμικός ανταποκριτής, αποτύπωσε την αγριότητα του πολέμου – με τις εκτελέσεις των εξεγερμένων, τα βασανιστήρια, τους ανασκολοπισμούς, την ορφάνια, της λεηλασίες, τη βαρβαρότητα και των δύο πλευρών. Πρόκειται για 83 σκίτσα που μεταφέρθηκαν σε χαρακτικά και πριν από δέκα περίπου χρόνια εκτέθηκαν στο Πράδο, αλλά και στην Ελλάδα, στην Εθνική Πινακοθήκη, υπό τον γενικό τίτλο «Οι συμφορές του πολέμου».
Σε ένα από αυτά, κάτω από μια αποτρόπαιη σκηνή, υπάρχει η σημείωση: Yo lo vi («Εγώ αυτό το είδα»). Και στο επόμενο «κι’ αυτό επίσης». Και σε ένα άλλο παρουσιάζει μια γυναίκα ξαπλωμένη στο έδαφος, με όλους τους αφέντες του πολέμου να κάνουν κύκλο γύρω της. «Η αλήθεια πέθανε», γράφει ο Γκόγια. Και στο επόμενο σκίτσο, αναρωτιέται: «Θα αναστηθεί ποτέ;». Ο ζωγράφος που σε μερικά από αυτά τα σκίτσα στηλίτευσε το τέρας της άγνοιας, της αμάθειας και του σκοταδισμού της Ιεράς Εξέτασης, θα γνώριζε την απάντηση στο πετσί του. Όσο ζούσε τα έργα του αυτά δεν είδαν το φως της δημοσιότητας. Δεν δημοσιεύθηκαν ούτε από τη μια ούτε από την άλλη πλευρά.
Και ο περίφημος πίνακάς του «Η 3η Μαΐου 1808», το σημαντικότερο αντιπολεμικό έργο τέχνης, πρόδρομος της «Γκερνίκα» του Πικάσο, πέρασε τα πρώτα 40 χρόνια του στις αποθήκες του Πράδο. Όσα χρειάστηκαν για να αμβλυνθούν οι μνήμες από τις φρικαλεότητες εκείνου του πολέμου.
Γιατί ιστορικά, σε όλους τους πολέμους, η εντολή είναι πάντα η ίδια: «Μην τους πεις τίποτε. Στο τέλος πες τους ποιος κέρδισε»!