7.10.19

Προς νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση λόγω του ΣτΕ


Τον δρόμο για μια νέα ασφαλιστική μεταρρύθμιση άνοιξαν οι πρόσφατες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας, με τις οποίες κρίθηκαν αντισυνταγματικές σημαντικές διατάξεις του νόμου Κατρούγκαλου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε τις αποφάσεις του με σημαντική καθυστέρηση, για μια σειρά διατάξεων που ψηφίστηκαν το 2016 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Και ακολουθώντας την ίδια πρακτική που εφάρμοσε και σε αποφάσεις που ελήφθησαν εντός της μνημονιακής περιόδου, ενώ έκρινε ότι κάποιες από αυτές είναι αντισυνταγματικές, για λόγους «δημοσίου συμφέροντος» όρισε ότι οι ακυρώσεις τους θα επέλθουν από τη δημοσίευση της απόφασης, ήτοι από την Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2019. 
Πλέον, το υπουργείο Εργασίας «τρέχει» να προλάβει τον χρόνο, ώστε να προωθήσει, στο πλαίσιο μιας νέας ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, αλλαγές στις επικουρικές συντάξεις, αναλογικότερα ποσοστά αναπλήρωσης για τους συνταξιούχους από τις 13 Μαΐου 2016 και μετά, και δικαιότερες εισφορές για τους μη μισθωτούς.
Ολες οι παρεμβάσεις βρίσκονται στην ατζέντα της κυβέρνησης, καθώς οι διατάξεις που κρίθηκαν αντισυνταγματικές είχαν αξιολογηθεί από τη Ν.Δ. ως προβληματικές. Αναλυτικά, οι αποφάσεις αυτές αφορούν τη λειτουργία του ΕΦΚΑ (εισφορές αυτοαπασχολουμένων, ύψος ανταποδοτικής σύνταξης), τη λειτουργία του ενιαίου ταμείου επικουρικών συντάξεων (ΕΤΕΑΕΠ) καθώς και τις περικοπές που επιβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2016 στις επικουρικές συντάξεις με τη σχετική ΚΥΑ της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, για όσους συνταξιούχους είχαν ως άθροισμα κύριας και επικουρικής σύνταξης πάνω απο 1.300 ευρώ μεικτά.
Οσον αφορά τον ΕΦΚΑ, το ΣτΕ έκρινε ότι το ύψος των εισφορών για την κύρια σύνταξη αυτοαπασχολουμένων, ελεύθερων επαγγελματιών και αγροτών είναι υψηλό, καθώς είναι τριπλάσιο σε σύγκριση με αυτό των μισθωτών (20% έναντι 6,33%) και καταβάλλεται εξ ολόκληρου από το εισόδημά τους. Δεν θέτει ζήτημα αναδρομικότητας για την προσαρμογή.
Η «Κ» έχει αποκαλύψει ότι στο υπουργείο Εργασίας επεξεργάζονται ήδη σενάρια αλλαγής του τρόπου υπολογισμού των εισφορών σε μη μισθωτούς, για την πλήρη αποσύνδεση των ασφαλιστικών εισφορών των μη μισθωτών από τη φορολογική βάση, ώστε να μην συνδέεται το ύψος τους με το εισόδημα. Στην πράξη, μετρώνται οι δυνατότητες επαναφοράς μιας δικαιότερης και λογικότερης κλίμακας τεκμαρτών εισοδημάτων επί των οποίων θα καταβάλλονται οι εισφορές.
Ταυτόχρονα, το ΣτΕ έκρινε συνταγματική την ένταξη όλων των μη μισθωτών, καθώς και των δημοσίων υπαλλήλων, σε ένα ενιαίο Ταμείο, στο οποίο υπάγονται και οι μισθωτοί (ΕΦΚΑ).
Σοβαρές ενστάσεις διατυπώνει το ΣτΕ όσον αφορά τη συγκρότηση και τη λειτουργία του ΕΤΕΑΕΠ, καθώς διαπιστώνει όχι μόνο ότι δεν υπήρξε αναλογιστική μελέτη που να τεκμηριώνει τη βιωσιμότητα του κλάδου, αλλά και πως, σύμφωνα με όσα προβλέπει ο νόμος Κατρούγκαλου, δεν εξασφαλίζεται η επάρκεια των χορηγούμενων συντάξεων. Οι αλλαγές έρχονται την ώρα που στο υπουργείο Εργασίας αναμένουν το πόρισμα των ειδικών για το νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα που θα ισχύει για τους νέους από το 2021 και μετά και αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά τις όποιες αποφάσεις, καθώς, εάν δεν ξαναμειωθούν οι συντάξεις, προκαλείται ένα σημαντικό δημοσιονομικό κόστος της τάξεως των 300 εκατ. ευρώ ετησίως. Βέβαια, και σε αυτή την περίπτωση, η αντισυνταγματικότητα στις μειώσεις των επικουρικών συντάξεων σε περίπου 260.000 συνταξιούχους που λάμβαναν ως άθροισμα κύριας και επικουρικής ποσό άνω των 1.300 ευρώ μεικτά, αλλά και στις μειώσεις των περίπου 130.000 «νέων» συνταξιούχων που έχουν υποβάλλει αίτηση συνταξιοδότησης στο ΕΤΕΑΕΠ, δεν έχει αναδρομική ισχύ.
Το ΣτΕ αμφισβητεί το ύψος της ανταποδοτικής σύνταξης που καθορίζει ο νόμος Κατρούγκαλου, θεωρώντας τους συντελεστές αναπλήρωσης χαμηλούς και μη ανταποδοτικούς με βάση τις εισφορές των ασφαλισμένων. Η «Κ» έχει παρουσιάσει το σχέδιο του υπουργείου Εργασίας για την αύξηση των ποσοστών αναπλήρωσης βάσει των οποίων καθορίζεται η ανταποδοτική σύνταξη. Στόχος είναι η σωρευτική αύξηση του ποσοστού αναπλήρωσης κατά 2,5 με 3 μονάδες για τα έτη ασφάλισης από  30 και πάνω. Μάλιστα, δεν αποκλείεται να είναι μεγαλύτερη η αύξηση για όσους αποχωρούν μετά τα 40 με 42 έτη.  
Δικαστικές διεκδικήσεις αναδρομικών 
Εγκλωβισμένοι μεταξύ νομικών ερμηνειών, πολιτικών αποφάσεων και δημοσιονομικών περιορισμών παραμένουν 2,5 εκατ. συνταξιούχοι, μετά και τις πρόσφατες πέντε νέες αποφάσεις του ΣτΕ. Και αυτό γιατί, ενώ βάζουν φρένο στην έκρηξη του δημοσιονομικού κόστους που θα προκαλούσε τυχόν αναγκαστική αναδρομική ακύρωση των αντισυνταγματικών διατάξεων, δεν απαντούν ξεκάθαρα για το εύρος των αναδρομικών διεκδικήσεων του παρελθόντος, με βάση την απόφαση του ΣτΕ το καλοκαίρι του 2015. Τόσο η προηγούμενη κυβέρνηση όσο και η σημερινή παρέπεμπαν το όλο θέμα στις αποφάσεις του ΣτΕ που εκδόθηκαν την περασμένη Παρασκευή.

Εως τη λήψη μιας πολιτικής απόφασης, δεν αποκλείεται και οι νέες αυτές αποφάσεις του ΣτΕ, αντί να λύσουν προβλήματα για τους 2,5 εκατ. συνταξιούχους και τους περίπου 2 εκατ. ασφαλισμένους, να δημιουργήσουν και νέα.
Κρισιμότερη, δε, απόφαση θεωρείται αυτή που αφορά τον επανυπολογισμό των κύριων συντάξεων του ΕΦΚΑ, καθώς μέσα σε αυτή τη διαδικασία «κρύβεται» η χρονική διάρκεια των όποιων διεκδικήσεων. Το ΣτΕ χρησιμοποιεί ως βάση του επανυπολογισμού των συντάξεων τα ποσά όπως ήταν στις 31/12/2014 και κρίνει πως είναι συνταγματική. Πρόκειται για έναν... χρησμό που, σύμφωνα με τους ειδικούς, δικηγόρους και συνταγματολόγους, θα καθορίσει το ύψος των αναδρομικών διεκδικήσεων. Στελέχη του υπουργείου Εργασίας εκτιμούσαν, για παράδειγμα, πως τα μόνα διεκδικούμενα ποσά είναι από τον Ιούνιο του 2015, όταν οι μνημονιακές περικοπές του 2012 και του 2014 κρίθηκαν αντισυνταγματικές, έως τον Μάιο του 2016, που ψηφίστηκε ο νόμος Κατρούγκαλου. Μάλιστα, ξεκαθάριζαν ότι αυτά αφορούν όσους συνταξιούχους έχουν προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Αντίθετη άποψη έχουν εργατολόγοι και ειδικοί της κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίοι υποστηρίζουν πως, παρά τη νέα απόφαση του ΣτΕ, είναι μαχητές οι αξιώσεις για την περίοδο όχι μόνο από τον Ιούνιο του 2015 έως και τον Μάιο του 2016, αλλά έως και τα τέλη του 2018, καθώς ο επανυπολογισμός που κρίθηκε συνταγματικός ξεκίνησε την 1η Ιανουαρίου 2019.
Τα δημοσιονομικά περιθώρια της εγχώριας οικονομίας είναι βέβαια περιορισμένα, ειδικά, δε, αν αναλογιστεί κανείς ότι μόνο το 10μηνο πριν από την ψήφιση του νόμου Κατρούγκαλου επιφέρει κόστος της τάξεως των 4 δισ. ευρώ.
Ετσι, και έως τη λήψη μιας πολιτικής απόφασης, δεν αποκλείεται και οι νέες αυτές αποφάσεις του ΣτΕ, αντί να λύσουν προβλήματα για τους 2,5 εκατ. συνταξιούχους και τους περίπου 2 εκατ. ασφαλισμένους, να δημιουργήσουν και νέα, με συμβούλους ασφαλιστικών θεμάτων, γνωστούς εργατολόγους και ειδικούς να τους προτείνουν νέες προσφυγές στη Δικαιοσύνη.

kathimerini