Είχαμε τη χαρά και τη τύχη συνάμα να βρεθούμε εν πλω στο αντιτορπιλικό USSMCFAUL της κλάσης Arleigh Burke DDG74 του Ναυτικού των ΗΠΑ. Το πλοίο κατέπλευσε χθες στον Θερμαϊκό και λόγω του μεγάλου βυθίσματος καθώς και λόγους ασφαλείας βρίσκονταν στα ανοιχτά του κόλπου. Το αντιτορπιλικό USSMCFAUL στα πλαίσια επίδειξης σημαίας του Ναυτικού των ΗΠΑ ολοκληρώνοντας την πολύμηνη αποστολή του στην ευρύτερη περιοχή θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής, ήρθε στη Θεσσαλονίκη σε μια όχι τυχαία γεωπολιτική συγκυρία.
Παράλληλα, ήταν μια πρώτης τάξεως ευκαιρία ο γράφων και το DefenceReview.Gr να επισκεφθούμε ένα τόσο εντυπωσιακό πλοίο, της αιχμής του δόρατος του Ναυτικού των ΗΠΑ όπως συμβαίνει με τα πλοία της κλάσης Arleigh Burke.
Η ξενάγηση μας έλαβε χώρα σε αρκετούς χώρους του πλοίου πλην όμως φωτογραφίας δεν πάρθηκαν από ευπαθείς τομείς όπως το Κέντρο Πληροφοριών Μάχης του USS MCFAUL.
Το ραντεβού μας ξεκίνησε από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης εκεί όπου μας υποδέχθηκε το προσωπικό του γραφείου τύπου της Πρεσβείας των ΗΠΑ στην Ελλάδα καθώς και η βοηθός ναυτική ακόλουθος των ΗΠΑ στη χώρα μας Captain Rose E. Rice.
Το πλοίο παραγγέλθηκε από το Ναυτικό των ΗΠΑ στις 21 Ιανουαρίου 1993, καθελκύστηκε 18 Ιανουαρίου του 1997 και εντάχθηκε επίσημα στο Ναυτικό των ΗΠΑ στις 25 Απριλίου του 1998. Φέτος γιόρτασε τα εικοστά γενέθλια του. Ναυπηγήθηκε από τα Ναυπηγεία Ingalls εγγύς του ποταμού Μισισιπή. Ονομάστηκε από τον πεσόντα Αμερικανό βατραχάνθρωπο Donald L. McFaul που σκοτώθηκε κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων στον Παναμά. Ανήκει στη παρτίδα πλοίων τύπου Flight II της κλάσης Arleigh Burke.
Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά του πλοίου είναι πως από το 2013 το πλοίο και αναβαθμίστηκε ικανό να φέρει βλήματα RIM-161 Standard Missile 3 (SM-3) καλύπτοντας τις ανάγκες του Ναυτικού των ΗΠΑ για ολοκληρωμένη αντιβαλλιστική ασπίδα στο θέατρο επιχειρήσεων. Στο πλοίο ξεχωρίζει το σύστημα Aegis.
Οι απειλές που αντιμετωπίζει ένα πολεμικό πλοίο στο σύγχρονο πεδίο μάχης είναι πολλαπλές. Για παράδειγμα, τα βλήματα κατά πλοίων μπορούν να εκτοξευτούν από χιλιόμετρα μακριά και από διαφορετικές πλατφόρμες ταυτόχρονα (πλοία, αεροσκάφη, υποβρύχια και παράκτιες συστοιχίες). Ιδιαίτερα σε κλειστές θάλασσες, όπως είναι το Αιγαίο πέλαγος, επιθέσεις κορεσμού από βλήματα κατά πλοίων μπορούν να αποβούν εξαιρετικά καταστροφικές. Μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία έχει να υπερασπιστεί μεγάλη έκταση θαλάσσης στην οποία υπάρχουν διάσπαρτα εκατοντάδες νησιά και νησίδες σε συνδυασμό με την ανάγκη υπεράσπισης της Κύπρου, έχει ανάγκη από σύγχρονα πλοία επιφανείας με κορυφαίο εξοπλισμό αντιαεροπορικής άμυνας περιοχής και βέβαια με το κατάλληλο σύστημα διαχείρισης μάχης.
Το προηγμένο σύστημα διαχείρισης μάχης AEGIS, το οποίο αναπτύχθηκε από την αμερικανική Lockheed Martin, αποτελεί τη βάση πάνω στην οποία έχει χτιστεί η αντιαεροπορική και αντιπυραυλική άμυνα, καθώς και η ισχύς προσβολής των πλοίων επιφανείας του αμερικανικού Ναυτικού. Το AEGIS αναπτύχθηκε ως ένα σύστημα διασύνδεσης συστημάτων και ελέγχου όπλων με γνώμονα την άμυνα και την προβολή ισχύος σε βάθος. Η ανάπτυξή του ουσιαστικά ξεκίνησε στη δεκαετία του ’60, αλλά επιταχύνθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Το 1972 αποφασίστηκε και η ναυπήγηση νέων πλοίων, ειδικά σχεδιασμένων να φέρουν το AEGIS. Την ίδια χρονιά ξεκίνησε και η διαδικασία αναθεώρησης και προσαρμογής του συστήματος στα νέα τεχνολογικά δεδομένα. Το 1973, το πρώτο σύστημα AEGIS με ραντάρ διάταξης φάσης εγκαταστάθηκε σε πλοίο δοκιμών (EDM-1 = Engineering Development Model) και λίγο αργότερα ξεκίνησαν οι δομικές αξιολογήσεις. Τον Μάιο του 1974 το AEGIS εγκαταστάθηκε στο USS Norton Sound (κλάσης Currituck) για δοκιμές εν πλω. Παράλληλα, αποφασίστηκε ότι η πλατφόρμα η οποία θα εξοπλιστεί με το AEGIS θα είναι πλοία της κλάσης Ticonderoga, μιας αναβαθμισμένης έκδοσης των πλοίων κλάσης Spruance.
Η ναυπήγηση του πρώτου πλοίου ξεκίνησε στις 28 Σεπτεμβρίου του 1978 και το USS Ticonderoga (CG-47) εντάχθηκε σε υπηρεσία στις 23 Ιανουαρίου του 1983. Μέχρι και το πέμπτο σκάφος (USS Thomas Gates, CG-51), τα πλοία ήταν εφοδιασμένα με δύο δίδυμους εκτοξευτές Mk.26 (έναν στην πρύμνη και έναν στην πλώρη). Ωστόσο, από το έκτο σκάφος και μετά (USS Bunker Hill, CG-52, ναυπήγηση του 1986) τα πλοία εφοδιάστηκαν με τον επαναστατικό για την εποχή κάθετο εκτοξευτή βλημάτων Mk.41 VLS (Vertical Launching System). Το νέο σύστημα επέτρεπε την εκτόξευση περισσότερων βλημάτων τη φορά, καθώς και τη δυνατότητα επιλογής βλημάτων με διαφορετικές επιχειρησιακές ικανότητες, ανάλογα με την αποστολή του πλοίου. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1989, τα πλοία, αρχής γενομένης από το USS Princeton (CG-59), άρχισαν να εφοδιάζονται με το βελτιωμένο ραντάρ AN/SPY-1B (τα ραντάρ AN/SPY-1A/-1B σχεδιάστηκαν για τα πλοία κλάσης Ticonderoga, ενώ η έκδοση AN/SPY-1D για τα πλοία κλάσης Arleigh Burke).
Οι βελτιώσεις στο σύστημα AEGIS συνεχίστηκαν και τα επόμενα χρόνια. Το 1991, με τη ναυπήγηση του πλοίου USS Chosin (CG-65), υιοθετήθηκαν νέοι ηλεκτρονικοί υπολογιστές (AN/UYK-43/-44) με αυξημένη ικανότητα επεξεργασίας δεδομένων. Παράλληλα, επισπεύστηκαν και οι διαδικασίες αντικατάστασης των αντιτορπιλικών κλάσης Charles Adams και David Farragut από νέα πλοία κλάσης Arleigh Burke, τα οποία άρχισαν να εντάσσονται σε υπηρεσία το καλοκαίρι του 1991 (κλάση Flight I με 21 πλοία). Η κλάση Flight II των πλοίων, η οποία άρχισε να ναυπηγείται το 1996 (συνολικά επτά πλοία), διαθέτει βελτιωμένο ραντάρ AN/SPY-1D, νέα βλήματα της οικογένειας Standard, ενεργητικό σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων και νέα συστήματα επικοινωνιών. Τέλος, τα πλοία της κλάσης Flight IIA (συνολικά 29 πλοία συν πέντε υπό ναυπήγηση), άρχισαν να ναυπηγούνται το 1998 και διαθέτουν ελικοδρόμιο και υπόστεγο υποστήριξης για δύο ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα.
Εκτός από τα πλοία κλάσης Ticonderoga και Arleigh Burke του αμερικανικού Ναυτικού, το AEGIS έχει τοποθετηθεί και σε άλλες κλάσεις πλοίων ανά τον κόσμο, όπως από την κλάση Kongo του Αυτοκρατορικού Ναυτικού της Ιαπωνίας (αποτελεί έκδοση των πλοίων κλάσης Arleigh Burke), την κλάση Alvaro de Bazan του Βασιλικού Ναυτικού της Ισπανίας (φρεγάτες τύπου F-100), την κλάση Fridtjof Nansen της Νορβηγίας (πρόκειται για έκδοση της φρεγάτας τύπου F-100 των ισπανικών ναυπηγείων Navantia), την κλάση Hobart της Αυστραλίας (επίσης μια έκδοση της φρεγάτας τύπου F-100) και την κλάση King Sejong the Great της Νότιας Κορέας.
Το AEGIS έχει τη δυνατότητα ταυτόχρονης ιχνήλασης χερσαίων, εναερίων, θαλάσσιων και υποθαλάσσιων στόχων. Ουσιαστικά, όλοι οι αισθητήρες του πλοίου και τα όπλα του ελέγχονται από το AEGIS (σόναρ, ραντάρ, συστήματα πλοήγησης, πυροβόλα, βλήματα επιφανείας-επιφανείας, βλήματα προσβολής στόχων στο έδαφος, σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου κ.ά.).
Το σύστημα AEGIS αποτελείται από δύο υποσυστήματα: το σύστημα μάχης (ACS = AEGIS Combat System), το οποίο εκτελεί τις λειτουργίες διοίκησης και ελέγχου και το σύστημα ελέγχου όπλων (AWCS = AEGIS Weapon Control System), το οποίο διαχειρίζεται τα οπλικά συστήματα του πλοίου. Το υποσύστημα AWCS είναι δευτερεύον υποσύστημα (slave) και λειτουργεί μέσω του ACS (master). Το ACS ελέγχεται από το προηγμένο, αυτόματης ισχνήλασης, πολλαπλών ρόλων, τρισδιάστατο ραντάρ παθητικής διάταξης φάσης AN/SPY-1. Το AN/SPY-1 εκτελεί ταυτόχρονα αποστολές έρευνας, ιχνήλασης και καθοδήγησης βλημάτων. Έχει τη δυνατότητα παρακολούθησης 100 στόχων σε απόσταση μεγαλύτερη των 185 km (εκτός του AN/SPY-1, η καθοδήγηση των βλημάτων της οικογένειας Standard απαιτεί, στην τερματική της φάση, και τη λειτουργία του ραντάρ AN/SPG-62).
Το AN/SPY-1, το οποίο κατασκευάζεται και αυτό από τη Lockheed Martin, αποτελείται από τέσσερις κεραίες, διάταξη που επιτρέπει στο ραντάρ να καλύπτει όλο το τόξο των 360ο.
Το ραντάρ λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων “S” (2-4 GHz) και έχει αναπτυχθεί σε οκτώ εκδόσεις: AN/SPY-1 (πρωτότυπο σύστημα για δοκιμές, το οποίο εγκαταστάθηκε στο πλοίο USS Norton Sound), AN/SPY-1A (αρχική έκδοση παραγωγής, η οποία εξοπλίζει τα πλοία κλάσης Ticonderoga με πλευρικό αριθμό από το CG-47 έως το CG-58), AN/SPY-1B και AN/SPY-1BV (βελτιωμένες εκδόσεις του AN/SPY-1A, οι οποίες εξοπλίζουν τα πλοία κλάσης Ticonderoga από το CG-59 και μετά), AN/SPY-1D (βελτιωμένη έκδοση του AN/SPY-1B, η οποία σχεδιάστηκε για τον εξοπλισμό των πλοίων κλάσης Arleigh Burke του αμερικανικού Ναυτικού, Kongo του ιαπωνικού Ναυτικού και Alvaro de Bazan του ισπανικού Ναυτικού), AN/SPY-1DV (βελτιωμένη έκδοση του AN/SPY-1D με αυξημένες δυνατότητες επιχειρήσεων σε παράκτιο περιβάλλον, που εξοπλίζει τα πλοία κλάσης Arleigh Burke της παρτίδας παραγωγής Flight IIA, καθώς και τα πλοία κλάσης King Sejong the Great της Νότιας Κορέας), AN/SPY-1F (συμπαγέστερη έκδοση του AN/SPY-1D, η οποία σχεδιάστηκε για χρήση από πλοία επιπέδου φρεγάτας όπως είναι οι νορβηγικές φρεγάτες κλάσης Fridtjof Nansen) και AN/SPY-1K (ακόμα πιο συμπαγής έκδοση του AN/SPY-1D, η οποία προορίζεται για πλοία επιπέδου κορβέτας).
RIM-161 SM-3
Όπως είπαμε το αντιτορπιλικό USS MCFAUL έχει αναβαθμιστεί ώστε να μπορεί να φέρει SM-3.Το βλήμα RIM-161 SM-3 (Standard Missile-3) έλκει την καταγωγή του από το βλήμα RIM-156 SM-2ER Block.IV (Standard Missile-2 Extended Range) και αποτελεί το κύριο βλήμα αντιπυραυλικής άμυνας του αμερικανικού Ναυτικού. Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το βλήμα RIM-161 SM-3 δεν αναπτύχθηκε για να αντικαταστήσει τα RIM-156 SM-2ER Block.IV. Αναπτύχθηκε ως ένα βήμα παραπάνω, ως μια ακόμα ζώνη άμυνας της αντιαεροπορικής-αντιπυραυλικής προστασίας του αμερικανικού Ναυτικού. Η πρώτη έκδοση RIM-161A SM-3 χρησιμοποιεί τον ίδιο κινητήρα με το βλήμα RIM-156 SM-2ER Block.IV, αλλά ενσωματώνει ένα τρίτο προωθητικό σύστημα στερεού καυσίμου (ASAS = Advanced Solid Axial Stage) της Alliant Techsystems, ένα τμήμα καθοδήγησης με σύστημα GPS/INS (Global Positioning System/Inertial Navigation System) και μια πολεμική κεφαλή LEAP (Lightweight Exo-Atmospheric Projectile). H πολεμική κεφαλή LEAP χρησιμοποιεί αισθητήρα FLIR (Forward-Looking Infrared) για τον εντοπισμό του στόχου. Στις 22 Ιουνίου του 2006 παρουσιάστηκε η βελτιωμένη έκδοση RIM-161B SM-3, η οποία ενσωματώνει βελτιώσεις στον κινητήρα και στο λογισμικό καθοδήγησης και ελέγχου πτήσης.
Το βλήμα RIM-161A SM-3 έχει μήκος 6,55 μέτρα και πλάτος 1,57 μέτρα (άνοιγμα πτερυγίων). Η διάμετρος του βλήματος είναι 34 εκατοστά. Η μέγιστη ταχύτητα που μπορεί να επιτύχει το βλήμα είναι τα 9.600 km/h, ενώ η μέγιστη εμβέλειά του είναι της τάξεως των 500 km (το βλήμα μπορεί να επιχειρεί σε ύψη έως και 160 km). Το προωθητικό σύστημα του βλήματος αποτελείται από τον προωθητή πρώτης φάσης Mk.72 της United Technologies, τον προωθητή μεσαίας φάσης Mk.104 της Atlantic Research και τον προωθητή τερματικής φάσης Mk.136 της Alliant Techsystem.
Το 2004 αποφασίστηκε η χρηματοδότηση της έρευνας για την ανάπτυξη δύο νέων βελτιωμένων εκδόσεων του βλήματος RIM-116 SM-3. Η πρώτη έκδοση (RIM-116Β SM-3) ενσωματώνει νέο ερευνητή και σύστημα TDACS (Throttleable Divert and Attitude Control System). Επίσης, ενσωματώνει και νέο προηγμένο επεξεργαστή σήματος, έτσι ώστε να βελτιωθεί η ικανότητα του ερευνητή να ξεχωρίζει την πραγματική απειλή από τα αντίμετρα. Σύμφωνα με την κατασκευάστρια εταιρία Raytheon, η βελτίωση αυτή διευρύνει τον φάκελο εμπλοκής του βλήματος, το οποίο είναι ικανό να αναχαιτίζει βαλλιστικά βλήματα μέσου βεληνεκούς (IRBM = Intermediate-Range Ballistic Missiles). Άλλες βελτιώσεις συμπεριλαμβάνουν την ενσωμάτωση νέου ερευνητή στην πολεμική κεφαλή και του συστήματος DACS (Divert and Attitude Control System).
Βλήματα SM-2 και ESSM
Το ένα από τα δύο αντιαεροπορικά συστήματα του USS MCFAUL είναι το RIM-162 ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile), το οποίο χρησιμοποιεί το κάθετο σύστημα εκτόξευσης Mk.41 VLS (Vertical Launching System) με θέσεις βλημάτων RIM-162 ESSM ή RIM- 66M2 SM-2MR Block IIIA. Το βλήμα RIM-162 ESSM έχει διαστάσεις (μήκος x διάμετρο) 3,66 μέτρα x 25,4 εκατοστά και βάρος 280 κιλά, εκ των οποίων τα 39 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής θραυσμάτων. Το βλήμα ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου τύπου Mk.143 Mod.0, επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 4 Mach και μέγιστη εμβέλεια 50+ km (το ελάχιστο ύψος εμπλοκής είναι μικρότερο των δύο μέτρων, ενώ το μέγιστο ύψος εμπλοκής είναι μεγαλύτερο των 10 km). Με μέγιστη ταχύτητα βλήματος μεγαλύτερη των 600 μέτρων το δευτερόλεπτο, η απόσταση των 50+ km καλύπτεται σε διάστημα 83 δευτερολέπτων.
Η καθοδήγηση του βλήματος επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της ζεύξης δεδομένων, κατά τη μέση φάση της πτήσης και με τη μέθοδο της ημιενεργής καθοδήγησης ραντάρ, κατά την τερματική φάση. Το σύστημα RIM-162 ESSM βρίσκεται σε υπηρεσία από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία ενώ στο μέλλον το σύστημα αναμένεται να τεθεί σε υπηρεσία και από τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία, τη Δανία, την Ιαπωνία, την Ισπανία, την Τουρκία και την Ελλάδα.
Φυσικά το ενδιαφέρον πλέον στρέφεται στα βλήματα ESSM Block II.
Το βλήμα RIM-66M2 SM-2MR Block IIIA έχει διαστάσεις (μήκος x διάμετρο x μήκος πτερυγίων) 4,72 μέτρα x 34,3 εκατοστά x 1,08 μέτρα και βάρος 708 κιλά. Το βλήμα επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα της τάξεως των 3,5 Mach, μέγιστη εμβέλεια εμπλοκής 167 km και ανώτατο όριο εμπλοκής τα 80.000 πόδια (24.384 μέτρα). Ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου και πολεμική κεφαλή θραυσμάτων. Η καθοδήγηση προς τον στόχο επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της ημιενεργής καθοδήγησης ραντάρ.
Τα πλοία της κλάσης Arleigh Burke
Τα αντιτορπιλικά κατευθυνόμενων βλημάτων κλάσης «Arleigh Burke» (Guided Missile Destroyer, DDG) αποτελούν τη «σπονδυλική στήλη» των πολεμικών πλοίων επιφανείας του Αμερικανικού Ναυτικού. Συνολικά θα ναυπηγηθούν 88 πλοία, ίσως περισσότερα, εκ των οποίων 67 βρίσκονται σε υπηρεσία, ενώ 21 είτε ναυπηγούνται, είτε η ναυπήγηση τους θα ξεκινήσει στο εγγύς μέλλον.
Από τα 67 εν υπηρεσία πλοία τα 21 ανήκουν στη διαμόρφωση Flight I, επτά (7) ανήκουν στη διαμόρφωση Flight II και 39 στη διαμόρφωση Flight IIA. Από τα 21 υπό ναυπήγηση πλοία, οκτώ (8) θα ανήκουν στη διαμόρφωση Flight IIA, ενώ 13 θα ανήκουν στη διαμόρφωση Flight III. Η «καρδιά» των πλοίων είναι το σύστημα μάχης Aegis και το ραντάρ πολλαπλών λειτουργιών SPY-1D τεχνολογίας παθητικής ηλεκτρονικής σάρωσης.
Η ναυπήγηση του πρώτου πλοίου DDG-51 «Arleigh Burke» ξεκίνησε το Δεκέμβριο του 1988 και παραδόθηκε το 1991. Τα πλοία έχουν σχεδιαστεί προκειμένου να εκτελούν όλες τις αποστολές που απαιτεί το Αμερικανικό Ναυτικό: Προσβολή στόχων εδάφους με τα βλήματα Tomahawk, αντιαεροπορική άμυνα περιοχής με τα βλήματα της οικογένειας Standard, ανθυποβρυχιακό πόλεμο με ανθυποβρυχιακές ρουκέτες και το ελικόπτερο ναυτικής συνεργασίας και πόλεμο επιφανείας με τα βλήματα RGM-84 Harpoon.
Το εκτόπισμα των πλοίων κυμαίνεται, ανάλογα με τη διαμόρφωση, από τους 8.315 έως τους 9.800 τόνους. Ομοίως το μήκος τους είναι 154 ή 155 μέτρα, ενώ το πλάτος τους είναι 20 μέτρα. Τα πλοία ενσωματώνουν τρείς (3) γεννήτριες Allison AG9140 ισχύος 3.400 ίππων έκαστη και τέσσερις (4) κινητήρες General Electric LM2500 ισχύος 26.250 ίππων έκαστος. Η μέγιστη ταχύτητα τους υπερβαίνει του 30 κόμβους (56 χιλιόμετρα την ώρα, ενώ η εμβέλεια του, με ταχύτητα πλεύσης 20 κόμβους την ώρα (37 χιλιόμετρα την ώρα), είναι της τάξεως των 4.400 ναυτικών μιλίων (8.149 χιλιόμετρα). Οι απαιτήσεις επάνδρωσης κυμαίνονται από 300-303 άτομα.
Τα πλοία ενσωματώνουν σειρά αισθητήρων: Το τρισδιάστατο ραντάρ AN/SPY-1D (για τις διαμορφώσεις Flight I,II,IIΑ) ή το τρισδιάστατο ραντάρ ενεργητικής ηλεκτρονικής σάρωσης (AESA) AN/SPY-6 (για τη διαμόρφωση Flight III), τα ραντάρ έρευνας επιφανείας AN/SPS-67(V)2 και AN/SPS-73(V)12, το ραντάρ ελέγχου πυρός AN/SPG-62, το σονάρ AN/SQS-53C, το ποντιζόμενο σονάρ AN/SQR-19 και το ανθυποβρυχιακό σύστημα AN/SQQ-28 LAMPS III. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός και ο εξοπλισμός αυτοπροστασίας των πλοίων αποτελείται από σύστημα ηλεκτρονικού πολέμου AN/SLQ-32(V)2, το σύστημα αντιμέτρων τορπιλών AN/SLQ-25 Nixie, το σύστημα εκτόξευσης αντιμέτρων Mk.36 Mod.12 και το σύστημα εκτόξευσης θερμοβολίδων AN/SLQ-39. Επίσης, ενσωματώνει και ολοκληρωμένο σύστημα προστασίας από RBX ουσίες.
Τα πλοία των διαμορφώσεων Flight I/II ενσωματώνουν τον κάθετο εκτοξευτή Mk.41 VLS με 90 θέσεις, ενώ τα πλοία της διαμόρφωσης Flight IIA ενσωματώνουν τον ίδιο εκτοξευτή, αλλά με 96 θέσεις. Και στις δύο περιπτώσεις ο Mk.41 VLS χρησιμοποιείται για την εκτόξευσης των Tomahawk, των αντιαεροπορικών RIM-66M (SM-1MR/SM-2MR), RIM-161 (SM-3), RIM-174A ERAM (Extended Range Active Missile, SM-6) και RIM-162 ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile) και των ανθυποβρυχιακών ρουκετών RUM-139 ASROC. Οι RGM-84 Harpoon εκτοξεύονται από εκτοξευτές Mk.141.
Τα πλοία από το DDG-51 έως το DDG-80 ενσωματώνουν ένα πυροβόλο Mk.45 Mod.1/2 των 127/54 χιλιοστών, ενώ από το DDG-81 και μετά τα πλοία ενσωματώνουν το βελτιωμένο Mk.45 Mod.4 των 127/62 χιλιοστών. Επίσης τα πλοία DDG-51 έως DDG-84 ενσωματώνουν δύο (2) συστήματα Phalanx εγγύς προστασίας των 20 χιλιοστών, ενώ από το DDG-85 και μετά τα πλοία ενσωματώνουν ένα (1) Phalanx. Όλα τα πλοία ενσωματώνουν δύο (2) πυροβόλα M-242 Bushmaster των 25 χιλιοστών και δύο (2) τριπλούς εκτοξευτές τορπιλών Mk.32 για τορπίλες τύπου Mk.46/50/54. Τα πλοία διαμορφώσεων Flight I/II έχουν ελικοδρόμιο αλλά δεν έχουν υπόστεγο για τη φιλοξενία ελικοπτέρου, σε αντίθεση με τα πλοία της διαμόρφωσης Flight IIA τα οποία μπορούν να φιλοξενήσουν έως και δύο (2) MH-60R Sea Hawk LAMPS III.
Στη σχεδίαση των «Arleigh Burke» ενσωματώθηκαν τα διδάγματα της σχεδίασης και χρήσης των «Ticonderoga», τα οποία αποδείχθηκαν δαπανηρά στη ναυπήγηση τους και δύσκολα στην ενσωμάτωση νεότερων συστημάτων και εκσυγχρονισμού. Επίσης, για τα «Arleigh Burke» επιλέχθηκε η πρακτική «all-steel», δηλαδή το σκάφος είναι κατασκευασμένο εξ ολοκλήρου από ατσάλι (χάλυβα). Παλαιότερες κλάσης πλοίων είχαν κατασκευαστεί από ατσάλι (σκάφος) και από αλουμίνιο (υπερκατασκευή) προκειμένου να μειωθεί το βάρος, αλλά το ελαφρύτερο αλουμίνιο αποδείχθηκε ευάλωτο σε ρωγμές.
Επίσης το αλουμίνιο είναι λιγότερο ανθεκτικό στη φωτιά, όπως αποδείχθηκε, για τα βρετανικά πλοία, στον Πόλεμο των Φώκλαντ (1982). Ένα άλλο συμπέρασμα από τα Φώκλαντ οδήγησε το Αμερικανικό Ναυτικό στην επιλογή θωράκισης των κρίσιμων σημείων του πλοίο με διπλή ατσάλινη επιφάνεια με κενό στο ενδιάμεσο. Επίσης, στη σχεδίαση των «Arleigh Burke» είναι εμφανείς η προσπάθεια μείωσης του ίχνους ραντάρ με την άμβλυνση των κάθετων γραμμών του πλοίου και την επιλογή πιο ομαλών γωνιών.
Το πρόγραμμα των «Arleigh Burke» ξεκίνησε το 1980 με την έκδοση του σχετικού αιτήματος. Το 1983 προεπιλέχθηκαν τρία (3) ναυπηγεία, Bath Iron Works, Todd Shipyards και Ingalls Shipbuilding, ενώ το 1985 τα ναυπηγεία Bath Iron Works έλαβαν συμβόλαιο ύψους $ 321,9 εκατομμυρίων για το πρώτο πλοίο. Συνολικά το κόστος ναυπήγηση του πρώτου πλοίου ανήλθε στα $ 1,1 δισεκατομμύρια, ενώ άλλα $ 778 εκατομμύρια δαπανήθηκαν για τα οπλικά συστήματα και τους αισθητήρες του πλοίου. Στη διάρκεια των ναυπηγήσεων τα πλοία λάμβαναν αναβαθμίσεις, γι’ αυτό και η κατηγοριοποίηση τους σε διάφορες διαμορφώσεις (Flight).
Το πλοίο που επισκεφτήκαμε, DDG-74 «McFaul» ανήκει στη διαμόρφωση Flight IΙ και ναυπηγήθηκε την περίοδο 1996-1998. Σήμερα ο στόλος των «Arleigh Burke» βρίσκεται σε πρόγραμμα εκσυγχρονισμού μέσης ζωής με νέες τεχνολογίες και συστήματα με στόχο τη μείωση των αναγκών επάνδρωσης, αύξησης της αποτελεσματικότητας τους, μείωσης του κόστους υποστήριξης και συντήρησης και αύξησης της ισχύος πυρός. Οι νέες τεχνολογίες θα ενσωματωθούν, κατά τη ναυπήγηση, στα πλοία από το DDG-111 και μετά θα ενσωματωθούν και στα πλοία των διαμορφώσεων Flight I/II/IIA.
Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό τα «Arleigh Burke» επρόκειτο να αντικατασταθούν από τα νεότερα αντιτορπιλικά κλάσης «Zumwalt», από το 2020 και μετά. Ωστόσο, επείγουσες επιχειρησιακές ανάγκες και η εμφάνιση νέων απειλών σε επίπεδο βλημάτων μικρού και μεγάλου βεληνεκούς ανάγκασαν το Αμερικανικό ναυτικό να ναυπηγήσει περισσότερα «Arleigh Burke». Έτσι τον Απρίλιο του 2009 το Αμερικανικό Ναυτικό ανακοίνωσε τη ναυπήγηση μόλις τριών (3) «Zumwalt» και τη ναυπήγηση άλλων τριών (3) «Arleigh Burke». Τα πλοία της διαμόρφωσης Flight III άρχισαν να ναυπηγούνται το 2016 προς αντικατάσταση των πλοίων του ακυρωμένου προγράμματος CG(X). Στόχος του Αμερικανικού Ναυτικού είναι η ναυπήγηση 42 Flight III.
Συνοψίζοντας τα κύρια σημεία
Αρχικώς όπως αντιλαμβάνεται κανείς από τις παραπάνω πληροφορίες πρόκειται για ένα πλοίο με πλειάδα σύγχρονων αισθητήρων, μεγάλου φόρτου και ποικιλίας όπλων και τέλος σύγχρονων όπλων. Στα κύρια σημεία που αξίζει να δοθεί έμφαση είναι το Aegis και η μεγάλη γκάμα όπλων. Πρόκειται για μια τρομακτική ισχύ πυρός ικανή να καλύπτει όλα τα είδη και τις αποστολές του σύγχρονου ναυτικού αγώνα από στρατηγική κρούση στη ξηρά με Tomahawk έως αποστολές αντιβαλλιστικής άμυνας.
Το πλοίο έχει μεγάλες απαιτήσεις επάνδρωσης. Μας τονίστηκε ότι το πλήρωμα του πλοίου ξεπερνά τα 300 άτομα εκ των οποίων οι 30 αξιωματικοί. Επίσης άξιο αναφοράς είναι ο πολύ χαμηλός μέσος όρος ηλικίας. Η πλειάδα των παραπάνω στελεχών του Ναυτικού των ΗΠΑ είναι μεταξύ 18 και 24 ετών.
Υψηλό ετήσιο κόστος λειτουργίας και συντήρησης.
Ρωτήσαμε εάν και πότε θα αποσυρθούν Areligh Burke της έκδοσης Flight I. Κάτι τέτοιο δεν αναμένεται να λάβει χώρα σύντομα μολονότι δεν πήραμε σαφή απάντηση με χρονοδιάγραμμα. Πάντως, δύσκολα πριν από το 2030.
Ευχαριστίες
Εκ μέρους της ιστοσελίδας μας θερμές ευχαριστίες στη πρεσβεία των ΗΠΑ στην Ελλάδα και στο Αμερικανικό Ναυτικό για τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουμε ρεπορτάζ στο USS MCFAUL.